«Δὲ γυρεύω ξένο»
Δὲ γυρεύω ξένο, δὲ ρωτάω κρυφό,
δὲ γυρεύω χάρη.
Κάτι μοῦ ῾χουν πάρει μὲς ἀπ᾿ τὴ ψυχὴ
κάτι μοῦ ῾χουν πάρει.
δὲ γυρεύω χάρη.
Κάτι μοῦ ῾χουν πάρει μὲς ἀπ᾿ τὴ ψυχὴ
κάτι μοῦ ῾χουν πάρει.
Καὶ δὲν ἦταν οὔτε ξωτικιὰ
καὶ δὲν ἦταν χέρια
κι ἦταν ἕνα βράδυ πού ῾παιζαν θολὰ
στὸ γιαλὸ τ᾿ ἀστέρια.
Κι ἦρθε ἕνας ἀγέρας κι ἦρθ᾿ ἕνας βοριὰς
κι ἦρθ᾿ ἕνα σκοτάδι,
-ὢ ἀδερφή, χαμένο κάποιο θησαυρὸ
ποὺ θρηνοῦμ᾿ ὁμάδι.
Μὲς στὸ κῦμα ἀνοίγει δρόμο μυστικὸ
δείχνει τὸ φεγγάρι...
Κάτι μοῦ ῾χουν πάρει μὲς ἀπ᾿ τὴ ψυχή,
κάτι μοῦ ῾χουν πάρει.
καὶ δὲν ἦταν χέρια
κι ἦταν ἕνα βράδυ πού ῾παιζαν θολὰ
στὸ γιαλὸ τ᾿ ἀστέρια.
Κι ἦρθε ἕνας ἀγέρας κι ἦρθ᾿ ἕνας βοριὰς
κι ἦρθ᾿ ἕνα σκοτάδι,
-ὢ ἀδερφή, χαμένο κάποιο θησαυρὸ
ποὺ θρηνοῦμ᾿ ὁμάδι.
Μὲς στὸ κῦμα ἀνοίγει δρόμο μυστικὸ
δείχνει τὸ φεγγάρι...
Κάτι μοῦ ῾χουν πάρει μὲς ἀπ᾿ τὴ ψυχή,
κάτι μοῦ ῾χουν πάρει.
«Κι ὅταν φτάσῃ ἡ ἄνοιξη»
Κι ὅταν φτάσῃ ἡ ἄνοιξη
κι ἔρθουν τὰ πουλιὰ
καὶ γυρίσουν τ᾿ ἄνθη,
σὰν ἕναν καιρὸ
θὰ σὲ περιμένω.
Κι ὅταν ἔρθῃ πάλι
καὶ τὸ καλοκαίρι
μὲ τὸ μαϊστράλι,
σὰν ἕναν καιρὸ
θὰ σὲ περιμένω.
Μὰ ὅταν τὸ φθινόπωρο
ξαναφτάσῃ ὑγρὸ
καὶ συννεφιασμένο,
θἄρθω νὰ σὲ βρῶ
δὲ θὰ περιμένω.
Ο Κωνσταντίνος (Κώστας) Χατζόπουλος (1868 - 1920) ήταν μυθιστοριογράφος, ποιητής, διηγηματογράφος, μεταφραστής και δοκιμιογράφος, από τους πρωτοπόρους του δημοτικισμού και του σοσιαλισμού στην Ελλάδα.
περισσότερα εδώ
No comments:
Post a Comment