Σεπτέμβρης του 1955 ήταν , όταν ταξίδεψα με τον μπαμπά μου για πρώτη
φορά στην Θεσσαλονίκη.
Οι δυο μας … μόνο. Ξεκινήσαμε από την μικρή μας επαρχιακή πόλη και
πήγαμε στην Θεσσαλονίκη … Σεπτέμβρης … Πήγαμε για να μου δείξει την
Διεθνή Έκθεση… Εφτά ώρες ταξίδι με το λεωφορείο… τότε.
Ήμουν δεν ήμουν 6… κι όμως τα θυμάμαι όλα σαν νάταν χθες.
Έκθαμβη έμεινα μπρος στη μεγάλη πόλη . Όλα μου φάνηκαν τεράστια και … φοβερά.
Έκθαμβη έμεινα μπρος στη μεγάλη πόλη . Όλα μου φάνηκαν τεράστια και … φοβερά.
Σαν όλα , να ήθελαν να καταπιούν τη μικρή Σίλια, που τόλμησε να …
παραβιάσει τον αχανή κόσμο τους και είχε την ματαιοφροσύνη να σηκώσει το
βλέμμα επάνω τους … Έσφιγγα τόσο δυνατά το χέρι του πατέρα μου , που
αναγκαζόταν πολλές φορές να λύνει τρυφερά την τανάλια των δακτύλων μου
και να με … παίρνει στην αγκαλιά του. Από εκεί έβλεπα πιο καλά ολόγυρα, όμως πάντα, όλα, ήταν το ίδιο … απειλητικά. Ένα τεράστιο (για τα
φτωχά μου μάτια) καρουσέλ, με ολόλευκα χαρούμενα άλογα τράβηξε την
προσοχή μου. Το πρόσεξε και με μια αέρινη κίνηση, βρέθηκα από την
αγκαλιά του στη ράχη ενός από αυτά …
- Κι αν… χαθώ; - Αν χαθείς… αν ποτέ χαθείς, στάσου θαρρετά, με τόλμη και ψηλά το κεφάλι, στάσου στη μέση αυτού του … “κάπου” που έχεις χαθεί, κλείσε σφιχτά τα μάτια σου κι ευχήσου με όλη τη δύναμη της ψυχής σου…. ”Μόλις ανοίξω τα μάτια μου, να ιδώ κάποιον, που μ’ αγαπάει”…. Κι αν το πεις απ’την ψυχή σου, τότε θα τον δεις και τίποτα, τίποτα πια, δεν θα μπορεί να σε φοβίσει. |
— Μη φύγεις … Μείνε κοντά μου …
— Τι φοβάσαι Άννιτσκα ;
— Μη φύγει το άλογο ….
— Τι κι αν φύγει ;… Δεν πέφτεις εσύ … Να κρατάς γερά τα χαλινάρια , όπως σου έδειξα .
— Κι αν … χαθώ ;
— Αν χαθείς …. αν ποτέ χαθείς , στάσου θαρρετά , με τόλμη και ψηλά το κεφάλι , στάσου στη μέση αυτού του … “κάπου” που έχεις χαθεί , κλείσε σφιχτά τα μάτια σου κι ευχήσου με όλη τη δύναμη της ψυχής σου ….” Μόλις ανοίξω τα μάτια μου, να ιδώ κάποιον , που μ’ αγαπάει”… Κι αν το πεις απ’ την ψυχή σου , τότε θα τον δεις και τίποτα , τίποτα πια , δεν θα μπορεί να σε φοβίσει.
— Τι φοβάσαι Άννιτσκα ;
— Μη φύγει το άλογο ….
— Τι κι αν φύγει ;… Δεν πέφτεις εσύ … Να κρατάς γερά τα χαλινάρια , όπως σου έδειξα .
— Κι αν … χαθώ ;
— Αν χαθείς …. αν ποτέ χαθείς , στάσου θαρρετά , με τόλμη και ψηλά το κεφάλι , στάσου στη μέση αυτού του … “κάπου” που έχεις χαθεί , κλείσε σφιχτά τα μάτια σου κι ευχήσου με όλη τη δύναμη της ψυχής σου ….” Μόλις ανοίξω τα μάτια μου, να ιδώ κάποιον , που μ’ αγαπάει”… Κι αν το πεις απ’ την ψυχή σου , τότε θα τον δεις και τίποτα , τίποτα πια , δεν θα μπορεί να σε φοβίσει.
Ένα φως άστραψε δίπλα μου , αλλά δεν το πολυέδωσα σημασία …. Το καρουσέλ, άρχισε να κινείται σιγά σιγά μέσα σε ένα πανδαιμόνιο από παιδικές
τσιρίδες, καμπανούλες και μια γλυκερή μουσική …. Δεν έφυγε στιγμή από
κοντά μου.
Λίγο αργότερα, βρέθηκα με … ανοιχτό το στόμα, μπροστά στα γερμανικά
λουκάνικα , που τσιτσίριζαν πάνω στην τεράστια υπαίθρια ψησταριά δίπλα
στα χοντρά βαρέλια με την μαύρη μπύρα … Πρώτη φορά στη ζωή μου έβλεπα
κάτι τέτοιο. Αν και… ανάφαγη, έγνεψα ναι, όταν με ρώτησε κάτι, που
μέσα στο πανδαιμόνιο δεν άκουσα , αλλά υπέθεσα ότι αφορούσε το …
λουκάνικο, γιατί οι ματιές μας, είχαν διασταυρωθεί … επάνω του.
Έτσι σε λίγο βρέθηκα με ένα τέτοιο , αγκαλιά με το αφράτο ψωμάκι του, να το κοιτάζω εμβριθώς …. Άνοιξα το στόμα , όχι πια από έκπληξη και …. Τί απόλαυση …. τι ηδονή…. τι ευφροσύνη …. Αφέθηκα …. ξεχάστηκα ….
Όταν ώρα μετά, κοίταξα γύρω μου, ήμουν …. μόνη. Μόνη μέσα σε ένα πολύβουο, παντάξενο, άγνωστο , αλλότριο, άσχετο, ανακόλουθο, ασυνάρτητο, πλήθος …. Μόνη μέσα σ’αυτό το πλήθος … Είχα μάλλον χαθεί ….
Απορία … ανησυχία … σκιάξιμο …. ανατριχίλα …. δέος …. πανικός . Όλα, το ένα μετά απ' το άλλο, με την ταχύτητα του φωτός, που τότε βέβαια δεν την ήξερα, αλλά και να τη ήξερα, πολύ λίγο θα με παρηγορούσε ή θα με καθησύχαζε .
Είχα χαθεί ….
Και τότε, εκεί στο χείλος της απελπισίας, θυμήθηκα τα λόγια του την ώρα που άγγιζα τα χάμουρα της ολόλευκης …. πλαστικής φοράδας του καρουσέλ …..
Έτσι σε λίγο βρέθηκα με ένα τέτοιο , αγκαλιά με το αφράτο ψωμάκι του, να το κοιτάζω εμβριθώς …. Άνοιξα το στόμα , όχι πια από έκπληξη και …. Τί απόλαυση …. τι ηδονή…. τι ευφροσύνη …. Αφέθηκα …. ξεχάστηκα ….
Όταν ώρα μετά, κοίταξα γύρω μου, ήμουν …. μόνη. Μόνη μέσα σε ένα πολύβουο, παντάξενο, άγνωστο , αλλότριο, άσχετο, ανακόλουθο, ασυνάρτητο, πλήθος …. Μόνη μέσα σ’αυτό το πλήθος … Είχα μάλλον χαθεί ….
Απορία … ανησυχία … σκιάξιμο …. ανατριχίλα …. δέος …. πανικός . Όλα, το ένα μετά απ' το άλλο, με την ταχύτητα του φωτός, που τότε βέβαια δεν την ήξερα, αλλά και να τη ήξερα, πολύ λίγο θα με παρηγορούσε ή θα με καθησύχαζε .
Είχα χαθεί ….
Και τότε, εκεί στο χείλος της απελπισίας, θυμήθηκα τα λόγια του την ώρα που άγγιζα τα χάμουρα της ολόλευκης …. πλαστικής φοράδας του καρουσέλ …..
Προχώρησα μέσα στο εφιαλτικό πλήθος … Μου φάνηκε πως αυτό, άρχισε να υποχωρεί από σεβασμό στο μεγάλο μου θάρρος … Μα ναι … υποχωρούσε … ώσπου στο τέλος βρέθηκα στη μέση ενός άδειου , απόλυτα σιωπηλού κύκλου … Σήκωσα το κεφάλι ψηλά, σαν να ήθελα να ξεκολλήσει απ’ την τραχηλιά μου … Τα μάτια τόσο σφιχτά κλεισμένα, που ούτε τα δάκρυα μπορούσαν να περάσουν ….
— Κάποιος, που να μ’ αγαπάει ….
……………………………………………………….
Πέρασαν χρόνια, αιώνες, μιλλένια ολόκληρα ….. Όταν τα … άνοιξα,
στεκότανε σαν από μάγια, μπροστά μου, χαμογελαστός και κρατώντας δυό
κρίκερ – ποτήρια ξεχειλισμένα από μαύρη μπύρα …
— Σήμερα, θα κάνεις την πρώτη σου αμαρτία, Άννιτσκα … Θα πιεις την πρώτη σου μπύρα …. Σου αξίζει.
—————————————————————
Χρόνια μετά, αθεράπευτα ενήλικη εγώ και αμετακίνητα έφηβος εκείνος,
μου ομολόγησε ότι …. επίτηδες είχε κρυφτεί για λίγο, για να δει …. τί
θα κάνω …
Ευχαριστούμε Anna-Silia
No comments:
Post a Comment