Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια γριά και δεν είχε παιδιά. Είχε λοιπόν ένα αρνάκι και το είχε σαν παιδάκι της.Το τάιζε, το πότιζε, το έλουζε κάθε μέρα, και το έστελνε στο σχολείο να μάθει γράμματα.
Πήγαινε κάθε μέρα η γριά στο βουνό και μάζευε χορταράκι για να φάει τ’ αρνάκι της. Σαν έφτανε έξω από το σπίτι της, έλεγε:
Την άνοιγε τ’ αρνάκι κι έμπαινε η γριά μέσα.
Έμαθε ο κυρ Νικόλας ο λύκος πως είχε η γριά ένα αρνίτσι-μπίτσι και το λιμπίστηκε να το φάει. Μια μέρα λοιπόν, όταν την είδε
που βγήκε να μαζέψει χορταράκι, την παραμόνεψε ώσπου να γεμίσει το καλαθάκι της. Ύστερα την πήρε από πίσω, και όταν έφτασε η γριά στο σπιτάκι της, κρύφτηκε ο λύκος κοντά στην πόρτα. Άκουσε τη γριά που φώναζε τ’ αρνάκι της κι έμαθε τα λόγια που του έλεγε:
που βγήκε να μαζέψει χορταράκι, την παραμόνεψε ώσπου να γεμίσει το καλαθάκι της. Ύστερα την πήρε από πίσω, και όταν έφτασε η γριά στο σπιτάκι της, κρύφτηκε ο λύκος κοντά στην πόρτα. Άκουσε τη γριά που φώναζε τ’ αρνάκι της κι έμαθε τα λόγια που του έλεγε:
«Αρνίτσι-μπίτσι, ελ’ άνοιξε,
χλωρή βοσκίτσα σου ’φερα,
να φας, να πιεις, να κοιμηθείς,
και το πρωί να σηκωθείς,
να πάρεις το καλάθι σου,
να πας στο σχολειό σου!»
«Α, είπε μέσα του ο λύκος. Αυτά τα λόγια του λέει και της ανοίγει.»
Την άλλη μέρα παραμόνεψε ο λύκος τη γριά που έφευγε να μαζέψει χόρτα και προτού να φύγει, είπε στ’ αρνάκι της:
-Κοίταξε, αρνάκι μου, μην ανοίξεις σε καθένα παρά σε μένα μονάχα!
-Καλά, μανούλα μου, είπε τ’ αρνάκι.
«Τώρα, σκέφτηκε ο λύκος, θα του πω κι εγώ το τραγουδάκι να μ’ ανοίξει το αρνίτσι-μπίτσι.»
Σε λίγο, λοιπόν, πάει και χτυπάει την πόρτα και λέει με τη χοντρή φωνή του, κάνοντάς της όσο πιο γλυκιά-γλυκιά μπορούσε:
Την άλλη μέρα παραμόνεψε ο λύκος τη γριά που έφευγε να μαζέψει χόρτα και προτού να φύγει, είπε στ’ αρνάκι της:
-Κοίταξε, αρνάκι μου, μην ανοίξεις σε καθένα παρά σε μένα μονάχα!
-Καλά, μανούλα μου, είπε τ’ αρνάκι.
«Τώρα, σκέφτηκε ο λύκος, θα του πω κι εγώ το τραγουδάκι να μ’ ανοίξει το αρνίτσι-μπίτσι.»
Σε λίγο, λοιπόν, πάει και χτυπάει την πόρτα και λέει με τη χοντρή φωνή του, κάνοντάς της όσο πιο γλυκιά-γλυκιά μπορούσε:
«Αρνίτσι-μπίτσι, ελ’ άνοιξε,
χλωρή βοσκίτσα σου ’φερα,
να φας, να πιεις, να κοιμηθείς,
και το πρωί να σηκωθείς,
να πάρεις το καλάθι σου,
να πας στο σχολειό σου!»
Το αρνάκι όμως φώναξε από μέσα:
-Δεν είσαι εσύ η μανούλα μου! Η μανουλίτσα μου έχει γλυκιά και ψιλή φωνή και η δική σου είναι τραχιά και χοντρή.
Πάει τότε ο λύκος στον τροχιστή και του λέει:
-Σε παρακαλώ, τρόχισέ μου τη γλώσσα μου να γίνει ψιλή-ψιλή!
Τρόχισε ο τροχιστής τη γλώσσα του λύκου και την έκανε όσο πιο ψιλή μπορούσε. Τρέχει πάλι εκείνος στο αρνάκι και ....
-Δεν είσαι εσύ η μανούλα μου! Η μανουλίτσα μου έχει γλυκιά και ψιλή φωνή και η δική σου είναι τραχιά και χοντρή.
Πάει τότε ο λύκος στον τροχιστή και του λέει:
-Σε παρακαλώ, τρόχισέ μου τη γλώσσα μου να γίνει ψιλή-ψιλή!
Τρόχισε ο τροχιστής τη γλώσσα του λύκου και την έκανε όσο πιο ψιλή μπορούσε. Τρέχει πάλι εκείνος στο αρνάκι και ....
.....
η συνέχεια εδώ
καλέ, τι ομορφο, το είχαμε σε κάποιο αναγνωστικό μού φαίνεται...
ReplyDeleteκαλόν Χειμώνα, φίλη, καλόν μήνα!