Friday, 3 January 2025

Ελληνική Μυθολογία - Ηώς, η κροκόπεπλος και ροδοδάκτυλος - Greek Mythology: Story of Eos

Οι απόγονοι των Τιτάνων, ο Υπερίων και η Θεία ήσαν εκείνοι που έλαμπαν σε Γη και Ουρανό, γι’ αυτό τα παιδιά τους ονομάζονταν Ήλιος, Σελήνη και Ηώς η τελευταία των οποίων ήταν η θεά της αυγής και σύμφωνα με την μυθολογία… αιώνια ερωτευμένη!!
Ήταν η αγγελιοφόρος του Ήλιου τον οποίον προανήγγειλε με το πρώτο φως ανοίγοντας με τα ροδόπηχα χέρια της την θύρα της ανατολής και κατόπιν ιππεύοντας το άρμα της έραινε την Γη με ροδόσταμο (πρωινές δροσοσταλίδες).
Υπήρξε εκπάγλου καλλονής και οι περισσότεροι αρχαίοι ποιητές ύμνησαν την ομορφιά της προσδίδοντάς της πλείστα θαυμαστικά επίθετα όπως φάεννα, ροδόσφυρος, χρυσήνιος, χρυσόθρος, κ.ά.
Ο Ησίοδος στην «Θεογονία (378 ff)» γράφει:
Ηώς_ερυθρόμορφος αττικός κρατήρας του 5ου αι. π.Χ
Πανεπιστήμιο John Hopkins Baltimore_theoi.com
…και η Ηώς γέννησε με τον Αστραίο, τους μεγαλόκαρδους Ανέμους… μια θεά που παντρεύτηκε από έρωτα με έναν θεό. 
Και μετά η Εριγένεια (Ηώς) γέννησε το άστρο «Εωσφόρο» και τα λαμπερά «Άστρα» με τα οποία πλημμύρισε τον ουρανό…

Η Ηώς (ή Εώς, ή Εριγένεια) παντρεύτηκε τον Αστραίο, γιο του Τιτάνα Κριού και τη Ευρυβίας, κόρης του Πόντου και της Γαίας και γέννησε τους Ανέμους και τα Άστρα, μεταξύ των οποίων και τον Εωσφόρο.

Κατόπιν ερωτεύτηκε τον Τιθωνό, τον οποίον μετέφερε στην Ανατολική Αιθιοπία όπου ίδρυσε τα Σούσα. Επειδή όμως ο Τιθωνός, γιος του βασιλιά της Τροίας Λαομέδοντα (γιού του Ίλου, ιδρυτή της Τροίας, γιού του Τρώα, γιού του Εριχθόνιου, γιού του Δαρδάνου, γιού του Δία και της Ηλέκτρας) ήταν θνητός η Ηώς ζήτησε από τον Δία να γίνει αθάνατος και να ζήσει αιώνια. 

Αλλά όταν ζήτησε την χάρη της αθανασίας, ξέχασε να ζητήσει και αιώνια νεότητα. Έτσι αρχικά, έζησαν ως ενθουσιώδεις εραστές, αλλά όταν τα μαλλιά του άρχισαν να ασπρίζουν, η Ηώς τον βαρέθηκε και παρότι τον φρόντιζε και έτρεφε με αμβροσία, το Γήρας ήρθε σ’ αυτόν και σταδιακά έφθασε σε σημείο να μην μπορεί να κινηθεί. Ωστόσο, άλλοι υποστηρίζουν ότι η Ηώς διατήρησε την αγάπη της και ότι ουδέποτε ντράπηκε που κοιμόταν μαζί του, ζητώντας μάλιστα από τον Δία να τον μεταμορφώσει σε τέττιγα (τζιτζίκι).

Με τον Τιθωνό η Ηώς απέκτησε δύο γιούς τον Ημαθίωνα και τον Μέμνονα.

Η Ηώς απήγαγε τον Κέφαλο, γιο του Ερμή και της Έρσης ή γιο του Ερμή και της Κρέουσας, κόρης του βασιλιά Ερεχθέα της Αθήνας και τον μετέφερε στη Συρία. 
Η Ηώς είναι επίσης γνωστή για το γεγονός ότι ήταν η ερωμένη του Ωρίωνα τον οποίον σκότωσε η Άρτεμις λόγω ζήλειας.

Τελικά αυτή η ροδοδάκτυλη – ροδόπηχυς – χρυσοπέδιλη – χρυσόθρονη θεά, που ανέβαινε καθημερινά στον Όλυμπο για να ανακοινώσει στους αθάνατους το φως, καταδικάσθηκε από την Αφροδίτη να είναι διαρκώς ερωτευμένη χωρίς να βρίσκει ευτυχία, διότι τόλμησε να κοιμηθεί με τον Άρη.
Η Ηώς στην Ρωμαϊκή μυθολογία ταυτίζεται με την Αουρόρα (Aurora).

Το έργο της Ηούς
Η θεότητα αυτή, κατά την Ελληνική Μυθολογία, ήταν καθημερινή πρόδρομος του Ήλιου στον οποίον και άνοιγε κάθε αυγή, με τα ρόδινα χέρια της, τη «Θύρα της Ανατολής». 
Έπειτα, στεφανοφορούνταν με άνθη που την εφοδίαζαν πτηνά και με πολύπτυχο πέπλο ανέβαινε στο τέθριππο άρμα της ρίχνοντας άνθη και με υδρίες σκορπούσε ροδόσταμο στη Γη («πρωινή δρόσος»), της οποίας οι σταγόνες άστραφταν ως αδάμαντες στις πρώτες ακτίδες του Ήλιου, που την ακολουθούσε.
https://www.youtube.com/watch?v=6UnEq6s9i4A
Αυτό ήταν το καθημερινό έργο της Ηούς, της πανέμορφης αυτής θεότητας την οποία εξύμνησαν αρχαίοι Έλληνες ποιητές και με θαυμασμό περιέγραψαν τα ροδόχροα δάκτυλά της, τον χιονόλευκο λαιμό της, τους θαυμαστούς οφθαλμούς της, το απαστράπτοντα πέπλο της (εικόνα λυκαυγούς) συνοδεύοντας το όνομά της με πλήθος θαυμαστικών επιθέτων ή επιφωνημάτων, όπως φάενναν, βοώπιν, ευπλόκαμον, κροκόπεπλον, λευκόπτερον, ροδόπηχυν (Αιολική διάλεκτος: βροδόπαχυν), ροδοστεφή, ροδόσφυρον, ροδοδάκτυλον, χρυσήνιον, χρυσόθρονον, χρυσοπέδιλον κ.ά..
Η πανέμορφη Ηώς, πρόδρομος του Ηλίου, 
αρματοδρομούσα σκορπώντας άνθη και καταδιώκουσα το σκότος
Ερμηνεία μύθων
Όπως διαφαίνεται σε κάθε καλοπροαίρετο ερευνητή της Ελληνικής Μυθολογίας, όλοι οι ελληνικοί μύθοι είναι αλληγορική και εκλαϊκευμένη αναφορά σε πρώιμες παρατηρήσεις. Και εν προκειμένω, οι μύθοι της Ηούς το επιβεβαιώνουν. 
Το όνομά της, ως «ηριγένεια θεά» (γεννημένη το πρωί), έχει την ίδια ετυμολογία με την λατινική Aurora, απόγονό του Υπερίωνα, (= εκείνου που πορεύεται πάνω από τη Γη) και της «Ευρυφάεσσας» (= η διαχέουσα τη λάμψη της μακριά), ή της «Θείας» (= η τρέχουσα στον ουρανό) και οι συγγένειές της με τον Ήλιο, τη Σελήνη, τον Φαέθοντα, τον αρχαίο Εωσφόρο - που ως πτερωτός «δαίμων» προηγείται του άρματος του Ηλίου - καθώς και τα επίθετά της, ομολογούν την ταύτισή της με την ανθρωπόμορφη, ιδεατή αντίληψη της αυγής. «Ροδοδάκτυλος» και «χρυσοδάκτυλος» είναι οι πρώτες ακτίδες του Ηλίου, χρυσόθρονος, χρυσήνιος, κροκόπεπλος, τα πρώτα χρώματα του ουρανού λίγο πριν τη ανατολή του. Αλλά και το «ερωτόληπτον» των μύθων της σε συνδυασμό με τη βραχεία απόλαυση παντός ωραίου τον οποίον αγάπησε, δεν ξεφεύγει της πραγματικότητας. 
Οι ήρωες και οι κυνηγοί που φεύγουν από τα «άγρια χαράματα», όπως θα λέγαμε σήμερα, στους μύθους φαίνονται να απάγονται από τη θεά και να ερωτοτροπούν μ΄αυτή! Ενώ εκείνη συνεχίζει μέχρι σήμερα να σκορπά γύρω της την παρατηρούμενη πρωινή δρόσο και θα συνεχίζει εσαεί.

wikipedia

Οι Αλκυονίδες ημέρες και ο μύθος της Aλκυόνης

10 Χρήσιμες συνδέσεις για την αλκυόνα με αφορμή την συζήτηση για τις Αλκυονίδες Μέρες του Ιανουαρίου:
Ζωγραφοσελίδες, Ιδέες για Κατασκευές που μπορούν να δώσουν αφόρμηση για διάφορες δράσεις μέσα στην τάξη.
Όλα αυτά και άλλα πολλά στο όμορφο και χρήσιμο ιστολόγιο:
taniamanesi-kourou


Έχουμε συνηθίσει να λέμε «οι αλκυονίδες μέρες του Γενάρη», ωστόσο οι μέρες αυτές τοποθετούνται μεταξύ 15 Δεκεμβρίου και 15 Φεβρουαρίου.

Πώς προέκυψε όμως η ονομασία αυτή; Οι αρχαίοι Έλληνες παρατήρησαν μέσα στο καταχείμωνο ορισμένες ηλιόλουστες μέρες. Τις μέρες αυτές ένα πουλί, η αλκυόνα γεννά τα αυγά της.
 
Ο μύθος της αλκυόνας
Σύμφωνα με το μύθο η Αλκυόνη, πριν γίνει πουλί, ήταν μια πεντάμορφη κοπέλα, κόρη του Αίολου, του θεού του ανέμου και της Ενάρετης.
Η Αλκυόνη ήταν παντρεμένη με τον Κύηκα κι ήταν τρισευτυχισμένη. Περνούσαν τόσο όμορφα, που άρχισαν να πιστεύουν σιγά – σιγά ότι δεν είναι κοινοί θνητοί, αλλά ισάξιοι με τους 12 Θεούς του Ολύμπου.
Ο Κύηκας θεώρησε τον εαυτό του ισάξιο του Δία και η Αλκυόνη πίστευε πως ήταν ισάξια της Ήρας. Μάλιστα άρχισαν να αποκαλούν ο ένας τον άλλο με τα ονόματα των Θεών.

Αυτό προκάλεσε την οργή του Δία. Όταν το έμαθε θύμωσε τόσο πολύ, που έριξε έναν κεραυνό στο καράβι του Κύηκα κι αυτός μη μπορώντας να παλέψει με τα μανιασμένα κύματα, πνίγηκε .

Η Αλκυόνη περίμενε τον άνδρα της στο ακρογιάλι και καθώς περνούσε η ώρα κι ο καιρός η αγωνία της μεγάλωνε ακόμη περισσότερο. Μέσα από τη μανιασμένη θάλασσα το μόνο που μπορούσε πια να αντικρύσει ήταν κάποια ξύλα από το καράβι του Κύηκα. Άρχισε τότε να κλαίει απαρηγόρητα.
Ημερόνυχτα θρηνούσε το χαμό του αγαπημένου της Κύηκα. Ο Δίας στο τέλος τη λυπήθηκε και τη μεταμόρφωσε σε ένα πανέμορφο πουλί, με λαμπερά γαλάζια φτερά , την αλκυόνα (Alcedo atthis ).
Η αλκυόνα ζει και αναπαράγεται κοντά σε ακτές, ποτάμια, λίμνες, υγροτόπους και σε παράκτιες λιμνοθάλασσες της Ελλάδας, της Κύπρου και της Ευρώπης γενικότερα.

Μοιάζει σα να περιμένει να εμφανιστεί μέσα από τα κύματα ο αγαπημένος της Κύηκας.
Το μαρτύριο όμως της αλκυόνας δεν τελείωνε εδώ. Γεννούσε τα αυγά της μέσα στη βαρυχειμωνιά και τα κλωσούσε πάνω σε πέτρες και βράχια στις ακτές. Κάποιες φορές τα αγριεμένα κύματα όμως ορμούσαν με μανία πάνω στη φωλιά της κι αυτή καταστρεφόταν μαζί με τα αυγά της.


 
Ο Δίας και πάλι έδειξε συμπόνια στην αλκυόνα κι έτσι μέσα στην καρδιά του χειμώνα, οι άνεμοι κοπάζουν κι ο ήλιος λάμπει, βοηθώντας την αλκυόνα να κλωσήσει τα αυγά της.

Πολλά περισσότερα στο όμορφο ιστολόγιο: dreamskindergarten


 

Thursday, 2 January 2025

Τα όνειρά μας... / Καληνύχτα σας...

Κάθε που ξεκινάει η χρονιά…
.....
"Να κάνω αυτό, εκείνο, το άλλο το παράλλο…".
Και αυτό είναι όμορφο. Είναι καλό.
Θέλει όμως και μια προσοχή.
Να μην γίνουμε σκλάβοι των ονείρων.
Να μην αφήσουμε τα θέλω μας να μας καθοδηγούν.
Να μην αφήσουμε τον εαυτό μας να απογοητευτεί αν κάτι, στην τελική, μείνει απ' έξω.

Τα όνειρα είναι για να μας υπηρετούν και όχι για να τα υπηρετούμε.
Βάλε τους στόχους σου. Ψάξε να δεις τα θέλω σου.
Πρόσεξε, όμως, να μην αφεθείς και γίνεις έρμαιο σε αυτά.

Τα όνειρα είναι για να μας υπηρετούν και όχι για να τα υπηρετούμε.

Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

Ο Κικέρωνας, το Ρεβίθι, το Στραγάλι και ο Κοντορεβιθούλης

Ρεβίθι χωρίς κουκί (Πάει; Δεν πάει!)

Για σκέτο ρεβίθι, χωρίς κουκί, δεν ξέρω να έχει γραφτεί τραγούδι, εκτός αν έχετε εσείς κάτι υπόψη σας.
Θυμάμαι πριν από κάμποσα χρόνια, τότε που είχα κι εγώ μικρά παιδιά και πρόσεχα και τα άλλα, ένα πιτσιρίκι είχε ρωτήσει τη μητέρα του γιατί στο γνωστό παιδικό τραγούδι το κουκί και το ρεβίθι εμαλώσανε στη βρύση.

«Ποιο θα πιει πρώτο νερό», απάντησε η μητέρα, μια απάντηση πρακτική και όχι εντελώς άστοχη. Όσοι γεννήθηκαν σε σπίτια με τρεχούμενο νερό, δεν έχουν μνήμες από την καθημερινή διαδρομή με τη στάμνα στη βρύση, όπου, πέρα από τη συζήτηση και την αλληλοενημέρωση, υπήρχαν και οι αναπόφευκτες προστριβές για τη σειρά, μια και το γέμισμα της στάμνας βαστούσε πολλή ώρα κι έτσι κι αλλιώς δεν είναι σωστό να σου φάει η άλλη τη σειρά (το κουβάλημα του νερού ήταν γυναικεία δουλειά· άλλωστε, οι περισσότερες ήταν).
Εμείς για τις ανάγκες του άρθρου μπορούμε να υποθέσουμε ότι το κουκί και το ρεβίθι διαπληκτίστηκαν για το ποιο από τα δυο θα αποτελέσει το αντικείμενο του σημερινού άρθρου.

Αν και σπανιότερο στη καθημερινότητά μας, το κουκί είναι ασύγκριτα πιο ενδιαφέρον από γλωσσική-λαογραφική άποψη· όμως έχουμε ήδη αναφερθεί σε παλιότερα άρθρα μας σε μερικά από τα γλωσσικά του κουκιού, οπότε τελικά ο κλήρος έπεσε στο ρεβίθι.

Το ρεβίθι προέρχεται από το αρχαίο ερέβινθος, που δήλωνε και το φυτό και τον καρπό, και το επίθημα -νθος πάντα μας κάνει να σκεφτόμαστε δάνειο από κάποια μεσογειακή γλώσσα, και από το ερεβίνθιον προέκυψε το ρεβίνθιον και ρεβίθιον και ροβίθιον στα μεσαιωνικά χρόνια.

Τον τύπο ροβίθι που ήταν πολύ διαδεδομένος παλιότερα, ο Χατζιδάκις τον είχε εξηγήσει από την παρετυμολογική επίδρ. της λέξης «ρόβι» (άλλο όσπριο αυτό), αλλά ο Θ. Μωυσιάδης (και πιο πριν ο Φιλήντας) από την επίδρ. του χειλικού.
Σε κάθε περίπτωση, δεν έχει βάση η παλιότερη ορθογραφία ρεβύθι, που διατηρείται ακόμα. (Στην περίπτωση της *μπύρας, το αδικαιολόγητο ύψιλον εξηγήθηκε με την αναλογία του «ζύθος»· εδώ, δεν ξέρω πώς ξεφύτρωσε).

Στα λατινικά το ρεβίθι λέγεται cicer, ή πληρέστερα cicer arietinum, όπως είναι το βοτανικό του όνομα. Σε αυτή τη δεύτερη λέξη οι ασχολούμενοι με τα ζώδια ίσως αναγνωρίσουν το Aries, το πρώτο ζώδιο του κύκλου, τον δικό μας κριό.

Κριόμορφο είχαν αποκαλέσει το ρεβίθι οι Ρωμαίοι, διότι πράγματι αν το κοιτάξεις από κοντά έχει ένα κερατάκι σαν του κριαριού. Στην πρώτη όμως λέξη, που σήμερα οι Ιταλοί την προφέρουν τσίτσερ αλλά οι Ρωμαίοι της εποχής την πρόφερναν «κίκερ», θα αναγνωρίσουμε όλοι τον Κικέρωνα, τον μεγάλο λόγιο της εποχής της δημοκρατίας στη Ρώμη.

Ο Μάρκος Τούλιος Κικέρων (Cicero) είχε αυτό το επώνυμο επειδή, λέει ο Πλούταρχος, κάποιος πρόγονός του είχε στην άκρη της μύτης του μια χαρακιά σαν του ρεβιθιού (σε άλλες πηγές λέει ότι είχε στη μύτη ένα σπυρί σαν ρεβίθι, αλλά αυτό δεν το λέει ο Πλούταρχος). Όταν αποφάσισε ο Κικέρωνας να ασχοληθεί με την πολιτική, κάποιοι φίλοι του τον παρότρυναν να αλλάξει επώνυμο, αλλά εκείνος, που ήξερε πως ο άντρας κάνει τη γενιά, τους απάντησε πως θα κάνει το όνομα Κικέρωνας ένδοξο.

Και τα κατάφερε, αφού το όνομά του όχι μόνο εξακολουθεί και σήμερα να είναι γνωστό, αλλά επειδή έχει περάσει και στη γλώσσα σαν ουσιαστικό, τουλάχιστον στα ιταλικά, όπου cicerone είναι ο ξεναγός (και ειρωνικά ο πολύξερος)· αλλά και στη γλώσσα μας ακουγόταν παλιότερα η λέξη «τσιτσερόνε» για τους ξεναγούς, αν και δεν ξέρω αν χρησιμοποιείται και σήμερα· πάντως, γκουγκλίζεται.

Αυτό το λατινικό cicer έχει περάσει στη σημερινή ονομασία του ρεβιθιού στις περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες, ας πούμε chick-peas στα αγγλικά ή pois chiches στα γαλλικά, παρόλο που οι Ισπανοί έχουν το ηχηρό (και μάλλον βάσκικο) garbanzo. Στα σέρβικα πάλι (και στην ακατονόμαστη γλώσσα των νοτίων γειτόνων τους) τα ρεβίθια λέγονται λεμπλεμπλιά, που μας θυμίζει τα δικά μας λεμπλεμπιά, που βέβαια έτσι λέμε εμείς τα στραγάλια, ιδίως τα μαλακά και γλυκά -η λέξη είναι τούρκικη.

Αλλά και τι είναι τα στραγάλια; Ρεβίθια καβουρδισμένα· φρυκτοί ερέβινθοι (όχι φρικτοί!) που έλεγε κάποιο παλιό λεξικό. Στα αραβικά, διαβάζω, το ρεβίθι είναι χούμους, που κι αυτό κάτι μας θυμίζει, γιατί ο χούμους είναι αλεσμένο ρεβίθι ανακατεμένο με ταχίνι.

Οι αρχαίοι τα ήξεραν λοιπόν τα ρεβίθια, που μάλιστα τα βρίσκουμε και στον Όμηρο («θρώσκουσιν κύαμοι μελανόχροες ή ερέβινθοι», Ν589) και τα είχαν σε μεγάλη εκτίμηση, τόσο ως ρεβίθια όσο και ως στραγάλια. Ο Ξενοφάνης περιγράφει μιαν ειδυλλιακή σκηνή, να ξαπλώνεις πλάι στο τζάκι, φαγωμένος, να πίνεις γλυκό κρασί, να μασουλάς ερεβίνθους και να διηγείσαι παλιές ιστορίες στους φίλους σου, «πόσω χρονώ ήσουν όταν ήρθαν οι Μήδοι;»: πὰρ πυρὶ χρὴ τοιαῦτα λέγειν χειμῶνος ἐν ὥρῃ ἐν κλίνῃ μαλακῇ κατακείμενον͵ ἔμπλεον ὄντα͵ πίνοντα γλυκὺν οἶνον͵ ὑποτρώγοντ΄ ἐρεβίνθους· τίς πόθεν εἶς ἀνδρῶν͵ πόσα τοι ἔτη ἐστί͵ φέριστε; πηλίκος ἦσθ΄ ὅθ΄ ὁ Μῆδος ἀφίκετο; [λέω: να μασουλάς ερεβίνθους, επειδή δεν είμαι βέβαιος αν εννοεί ρεβίθια, ή στραγάλια]

Στον μεσαιωνικό Πωρικολόγο πάλι βρίσκουμε τον Ροβίθιο τον κουκουβαγιομύτη· εκεί που οι Ρωμαίοι είδαν κέρατο κριαριού στη μυτούλα του ρεβιθιού (αλλά και οι αρχαίοι Έλληνες, κάποιαν ποικιλία ρεβιθιών την ονόμαζαν «κριούς») οι βυζαντινοί είδαν μύτη κουκουβάγιας, που μου φαίνεται πιο πετυχημένο.
...................
Το ρεβίθι πάντως χρησιμοποιείται συχνά για παρομοιώσεις μεγέθους. Και βέβαια, μπορεί ο Κοντορεβιθούλης , κοντός σαν ρεβίθι, να είναι πολύ μικρός, αλλά ένα σπυρί σαν ρεβίθι είναι μεγάλο, όπως και ένα πολύτιμο πετράδι· στη Φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου βρίσκει κανείς «ρεβιθέινον μαργαριτάρι» που αυτό σημαίνει, μεγάλο σαν ρεβίθι. Καμιά φορά και ειρωνικά, όπως στο δημοτικό «Άντρα ψηλό μου δώσανε, ψηλό σαν το ρεβίθι» (είναι και παχύς σαν το βελόνι, αν θυμάμαι καλά).

Στην Κατοχή, που ο καφές είχε εξαφανιστεί, τον υποκαθιστούσαν με τριμμένο ρεβίθι (μερικοί και σήμερα το πίνουν αυτό) ή ακόμα και «κριθάρι ανακατεμένο με ρεβίθι», όπως βρίσκουμε σε ένα θεατρικό του Κοτζιούλα.

Υπάρχει κι ένας άλλος τρόπος, σπανιότερος αυτός, για να τρώμε τα ρεβίθια: χλωρά, πράσινα, αλατισμένα. Δεν το έχω δοκιμάσει, αλλά έχω ακούσει πως τα φρέσκα ρεβίθια τα πουλούσαν παλιότερα (ή ακόμα; ) στην Πάτρα στο δρόμο ή στις λαϊκές σε μάτσο, και τα λέγαν «τσίτσιρι» (ο Κικέρωνας ξαναχτυπάει). Τώρα που το σκέφτομαι, και στους στίχους του Ξενοφάνη που παρέθεσα πιο πάνω, μπορεί οι ερέβινθοι αυτοί να είναι χλωροί.

Φαγητό της φτωχολογιάς πάντως παρέμειναν τα ρεβίθια, όπως και τ’ άλλα όσπρια, και καλλιέργεια φτωχική και τα ίδια, αφού ευδοκιμούν και σε φτωχά εδάφη. Όταν η κυβέρνηση Δηλιγιάννη το 1895 είχε ρίξει τις τιμές των οσπρίων, ο Σουρής έγραψε στον Ρωμηό:

Τι Κορδόναρος αλήθεια!
με φασόλια και ρεβίθια
θα παχύνεις σαν γουρούνι
κι όπως λένε μερικοί
δεν θα τρώμε τη φακή
καθώς τώρα με πιρούνι.

θυμίζοντας την παλιά παροιμία «Τρώει τη φακή με το πιρούνι» που λεγόταν για τους πάμφτωχους, και που ξέχασα να την αναφέρω στο άρθρο για τη φακή που είχα δημοσιέψει εδώ πριν από μερικούς μήνες . Για τα ρεβίθια ανάλογη παροιμία δεν υπάρχει, ίσως επειδή είναι λίγο πιο εύκολο να τα τρως με το πιρούνι, αλλά και γενικότερα, εδώ που τα λέμε, για το ρεβίθι δεν έχω βρει καμιά παροιμία, αν και κατά πάσα πιθανότητα κάπου κάποια θα υπάρχει· ούτε παροιμιακή έκφραση έχω βρει, και εδώ μπορώ να πιθανολογήσω ότι μάλλον δεν υπάρχει καμία, τουλάχιστον γνωστή, γιατί τις περισσότερες τις έχουμε καταγράψει.

Μια και δεν έχω τίποτα το παροιμιακό ή φρασεολογικό με τα ρεβίθια, θα ακυρώσω τον τίτλο του άρθρου και θα κλείσω κάνοντας αναφορά, ακριβώς, στο κουκί και στο ρεβίθι. Η γνωστότερη παραλλαγή, που μαλώνανε στη βρύση και τα έβαλε φυλακή η φακή, δεν είναι καθόλου η μοναδική, Υπάρχουν πάμπολλες άλλες, και είναι πολλά τα δημοτικά που ξεκινάνε «να σας πω ένα παραμύθι / το κουκί και το ρεβίθι» για να συνεχιστούν απρόβλεπτα και ελαφρώς σουρεαλιστικά, όπως το εξής νισυριώτικο:

Το κουκί και το ρεβίθι
και του Φράγκου το κορίτσι
κάθεται στο παραθύρι
και φωνάζει γούι γούι
και κανείς δεν το ακούει
κι ώσπου νάρτει η μαμά του
και η σκύλα η αδερφή του
πέρασε ο άγγελος
και πήρε την ψυχή του.

Αλλά, παραμύθι είναι, όπως θέλουμε το συνεχίζουμε.

Με τον τίτλο «Το κουκί και το ρεβίθι» υπάρχει και ένα θεατρικό του Καμπανέλλη, που το ανέβασε ο θίασος Καρέζη - Καζάκου λίγο πριν πέσει η δικτατορία, μετά το «Μεγάλο μας τσίρκο», ενώ τα δυο τους τα βρίσκουμε και σε πολλά τραγούδια, σχεδόν πάντα σε ρίμα με το παραμύθι, όπως στο Παραμύθι του Ξυλούρη:


https://www.youtube.com/watch?v=qh3ZehztHMo

..............
περισσότερα
εδώ
Το Χαμομηλάκι

Ευγένιε, κι αν ο Παράδεισος δεν έχει μπερντέ, για σένα φτιάχνουν οι Άγγελοι...

Κι αν ο Παράδεισος δεν έχει μπερντέ, 
για σένα τώρα φτιάχνουν οι Άγγελοι...,
και με τα χέρια, τις φωνές,
με μουσικές και με το Φως,
χαρά και γέλια θα σκορπάς 
μες στων παιδιών τον Κήπο.

ΩΡΑΙΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ: ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΣΠΑΘΑΡΗΣ
Ο ΓΝΗΣΙΟΣ ΤΡΟΒΑΔΟΥΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΑΪΚΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ

Ευγένιος Σπαθάρης, ο λαϊκός καλλιτέχνης με το δυναμικό πνεύμα, ο γνήσιος εμψυχωτής ενός λαϊκού ήρωα, ο ζωγράφος με την πλούσια χρωματική ζωντάνια , ο αληθινός εκφραστής της ελληνικής παράδοσης, μα, πάνω απ' όλα, η προσωποποίηση της ανθρωπιάς και της απλότητας.

Γεννήθηκε στην Κηφισιά, το 1924, μέσα στην τέχνη του πατέρα του, Σωτήρη, την οποία ελάτρεψε.
Από μικρός έδειχνε ότι ήταν ένα ανήσυχο, ερευνητικό πνεύμα αλλά και ένα πολύπλευρο ταλέντο.

Όταν οι άσχημες συνθήκες της γερμανικής κατοχής ήταν πλέον βέβαιο ότι δεν θα του επέτρεπαν να ακολουθήσει τον τομέα της αρχιτεκτονικής, που επίσης αγαπούσε, αφιερώθηκε με ιδιαίτερο ζήλο στο θέατρο σκιών.
Στόχος του ήταν να ανεβάσει πολύ ψηλά τον Καραγκιόζη, τόσο σαν σημαντικό ελληνικό και παραδοσιακό θέαμα όσο και σαν εξαιρετικό είδος τέχνης και τεχνικής. Έτσι, ο Καραγκιόζης σταματά να μας παρακολουθεί και να μας διασκεδάζει μόνο από τον μπερντέ του: εμψυχώνεται, εκσυγχρονίζεται, εμφανίζεται σε όλον τον κόσμο, γίνεται τραγούδι και στο τέλος, αποκτά "ένα κεραμίδι" για να ξαποσταίνει που και που. Όλα αυτά κατάφερε να πραγματοποιήσει ο Ευγένιος Σπαθάρης, ο δάσκαλος του ελληνικού θεάτρου σκιών, όπως τον αποκαλούν και το πέτυχε με τέτοια προσοχή και ευλάβεια απέναντι στην τέχνη, που ο ήρωας μας δεν έχασε ούτε την ελληνικότητα του αλλά ούτε την γνήσια λαϊκότητα που εκπροσωπεί.

 διάβασε εδώ

Wednesday, 1 January 2025

«Πώς πέρασα την Πρωτοχρονιά»: Έκθεση 12χρονης μαθήτριας

2-1-2021

Την Πρωτοχρονιά πέρασα χάλια-πέρασα.

Ο Άγιος Βασίλης δεν πρόλαβε να πάρει το δώρο μου από το click away κι έτσι μου έφερε μια σοκοφρέτα από το περίπτερο.
Το απόγευμα μπήκαμε με τους γονείς μου στο αυτοκίνητο και πήγαμε να φάμε στη θεία τη Νίτσα και τον θείο τον Νίτσο (τον θείο τον Νίτσο τον λένε Μάκη αλλά όλοι τον φωνάζουν Νίτσο, γιατί η θεία η Νίτσα τον κάνει ο,τι θέλει και τον έχει σαν νίτσο).

Στο αυτοκίνητο η μαμά άρχισε να στριγγλίζει σαν τρελή, γιατί με τη μάσκα που φορούσε πασαλείφτηκε το κραγιόν της στη μούρη και έγινε σαν δράκουλας .

Εκείνη την ώρα μας σταμάτησε ένα πυροβολικό και ρώτησε τη μαμά γιατι δεν φοράει μάσκα.

«@#@ ##@@ και συ ρε @@@» φώναξε η μαμά κλαίγοντας, και μετά ο μπαμπάς έβγαλε από την τσέπη του 300 ευρώ.

«Κύριε, δεν στείλατε sms» είπε ο πυροβολικός στον μπαμπά και ο μπαμπάς έβγαλε άλλα 300 ευρώ από την τσέπη του.

Στο δρόμο, ο μπαμπάς θυμήθηκε οτι ξέχασε το κουτί με τις πάστες στο σπίτι. Τότε σταματήσαμε στο Σύνταγμα και ο μπαμπάς έβαλε στο αυτοκίνητο μια ζαρντινιέρα με κάτι περίεργα φυτά, για να τα πάμε δώρο.

Στο δρόμο, εφαγα λίγα φυτά από τη ζαρντινιέρα, για να δω πως είναι να τρως φυτά από τη ζαρντινιέρα.

Όταν φτάσαμε στους θείους, τρέξαμε γρήγορα-γρήγορα να φάμε, γιατί στις 10 θα έπρεπε να έχουμε γυρίσει σπίτι μας.

Αλλιώς, θα μας έβαζαν φυλακή. Ή θα μας πυροβολούσαν.

Ο μπαμπάς έτρωγε τόσο γρήγορα, που του στούμπωσε ένα μπούτι χοιρινό στο λαιμό και έγινε κόκκινος σαν πιπεριά.

Εγώ δεν πεινούσα γιατί είχα φάει τη σοκοφρέτα και την πρασινάδα, αλλά η θεία Νίτσα επέμενε. Μόλις έφαγα μια μπουκιά ρώσικη, μου ήρθε ανακατωσούρα και έκανα εμετό.

«Παναγιά μου, η μικρή είναι κοβιντιασμένη» φώναξε η θεία Νίτσα και άρχισε να πασαλείβετε με αντικοβικό και να τρέχει μέσα-έξω σαν παλαβή.

Ο θείος Νίτσος, έκοψε στα γρήγορα τη βασιλόπιτα και άρχισε να μας πετάει από την κουζίνα ένα-ένα τα κομμάτια, για να φύγουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται.

Εμείς τρέχαμε πέρα-δώθε για να τα πιάσουμε.

«Ευτυχώς που βγήκε το εμβόλιο και θα ησυχάσουμε» είπε ο μπαμπάς και έκανε ένα ψηλοκρεμαστό μπλονζόν για να πιάσει το κομμάτι του.

«Εγώ δεν τα μπιστέβω αυτά τα πράματα που θέλουν να μας βάλουν στα εντόσθιά μας» είπε η θεία Νίτσα, και ίσιωσε τα καινούργια βυζια που είχε βάλει στα βυζιά της.

«Ούτε κι εγώ τα μπιστέβω. Θέλουν μας βάλουν ζιπ για να ελέγχουν την τράπουλα» είπε κι ο θείος ο Νίτσος που είχε πτυχίο στην πρέφα.

Ο μπαμπάς ξαναέγινε κόκκινος σαν πιπεριά, η μαμά έβαλε βιαστικά στη τσάντα της τις πίτες και εγώ έκανα έναν ακόμα εμετό. Μετά έγινε καυγάς και μετά κλωτσομπουνίδι. Μετά, φύγαμε.

Στην επιστροφή μας σταμάτησαν πάλι τα πυροβολικά.

Με τον καυγά στο σπίτι, ο μπαμπάς και η μαμά ξέχασαν να στείλουν μήνυμα πριν φύγουμε.

«
@#@ ##@@ και συ ρε @@@» είπε ο μπαμπάς, αυτή τη φορά πιο κόκκινος κι από πιπεριά.

Η μαμά πλήρωσε 300 ευρώ για το πρόστιμο του μπαμπά και 300 ευρώ για το δικό της.

«Με τόσα λεφτά που πληρώσαμε σήμερα σε πρόστιμα, θα χαμε πάει στο Ντουμπάϊ» είπε ο μπαμπάς.

Η μαμά έβγαλε την πίτα και τη φάγαμε.

Το φλουρί ήταν στο κομμάτι του μπαμπά. 

olympia
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki