Saturday, 31 December 2022
2022: Annus Horribilis (Η τρομερή χρονιά)
Παράξενη πρωτοχρονιά - Παραμύθι για τον καινούργιο χρόνο
Κείμενο παραμυθιού: Ελένη Τσαλίκη
Μουσική σύνθεση και υπόκρουση: Γιώργος Αραβίδης
Ηχογράφηση: Δεκέμβριος 1996
Αφήγηση: Κωνσταντίνα Ζώγα
Video: EleNinja
Friday, 30 December 2022
Το «δεν θέλω να σου λείψει τίποτα» έφτιαξαν παιδιά...
Όχι, δεν χρειάζεται να είσαι εύπορος για να αφήνεις το παιδί σου να ξοδεύει αλόγιστα το χρήμα. Όχι, αυτό δεν είναι φαινόμενο των πλουσίων.
Είναι μια ιδιόρρυθμη «κατάρα» που ακολουθεί την ελληνική οικογένεια. Μια νοοτροπία βγαλμένη από τον καιρό του πολέμου που πραγματικά κανείς δεν είχε να φάει. Ή σχεδόν κανείς.
Αυτή την ψυχολογική «πείνα», την αγωνία μην μείνει κανείς νηστικός, την μανία να μπουκώσουμε το παιδί, την πέρασαν οι γιαγιάδες στους γονείς μας και εκείνοι σε εμάς, τους σημερινούς γονείς.
Μόνο που εμείς δεν μπουκώνουμε πια το παιδί με φαγητό, αλλά με υλικά αγαθά για «να μην του λείψει τίποτα»Ατελείωτα παιχνίδια, το τελευταίο γκάτζετ της αγοράς γιατί δεν μπορεί να έχει όλη η τάξη i phone και να μην έχει το δικό μου παιδί. Δεν μπορεί να φοράνε όλοι τα adidas superstar, και να μην τα φοράει το δικό μου.
Κι έτσι ο κάθε γονιός σφίγγει κι άλλο το ζωνάρι για να μην «λείψει τίποτα» στο παιδί του.
Αυτή η τρελή νοοτροπία έχει λογική, όταν μιλάμε για κάτι που θα οξύνει το πνεύμα του παιδιού και θα το κάνει καλύτερο άνθρωπο.
Τα παιδιά, από μια ηλικία και πάνω είναι καλό να ξέρουν ότι στη ζωή υπάρχουν πολλά που θα τους λείψουν και πως δεν γίνεται να τα έχουν όλα.
Η κόρη μιας φίλης μου είχε ένα μεταχειρισμένο i phone (πέμπτη δημοτικού παρακαλώ). Της το είχε χαρίσει ο πατέρας της, γιατί του έκαναν δώρο ένα από τη δουλειά του.
Όλοι μας θέλουμε να μεγαλώσουμε παιδιά, γεμάτα ευγνωμοσύνη και καθόλου κακομαθημένα αλλά οι περισσότεροι δεν ξέρουμε τον τρόπο.
Η Αμερικανίδα ψυχολόγος / παιδοψυχολόγος Sheryl Ziegler έφτιαξε μια πολύ κατατοπιστική λίστα που μας βοηθά να μην φτιάξουμε κακομαθημένα παιδιά.
- Να λέμε πιο συχνά «όχι» στις απαιτήσεις τους. Ακόμα κι αν μπορούμε να τους αγοράσουμε αυτό που μας ζητούν, καλό είναι να βάζουμε όρια και να αντιστεκόμαστε στον πειρασμό να ικανοποιήσουμε τις απαιτήσεις τους άμεσα.
- Να νιώθουν ευγνωμοσύνη γι’ αυτά που έχουν. Η ευγνωμοσύνη δεν μαθαίνεται μέσα από τη θεωρία, αλλά μέσα από το παράδειγμα. Θα εκτιμούν περισσότερο αυτά που έχουν, αν δεν τα έχουν όποτε θέλουν και αν έχουν προσπαθήσει γι’ αυτά.
- Να καταλάβουν ότι η ζωή δεν είναι δίκαιη. Μέσα σε ορισμένα πλαίσια δεν είναι και τόσο σκληρό για τα παιδιά να μάθουν ότι η ζωή κάποιες φορές δεν είναι δίκαιη και ίσως βιώσουν κάποιες απογοητεύσεις. Πρέπει να μάθουν ότι τα λάθη είναι ένας τρόπος να εξελιχθούν και να μάθουν μέσα από αυτά.
- Μην αγοράζουμε πολλά παιχνίδια. Επειδή ένα πολυκατάστημα έχει πολύ φτηνές κούκλες ή αυτοκινητάκια δεν σημαίνει ότι πρέπει να αγοράσουμε καμιά δεκαριά για τα παιδιά μας. Μία αρκεί ώστε να την αγαπήσουν και να την εκτιμήσουν.
- Να μάθουν την αξία των χρημάτων. Αν τους μάθουμε να διαχειρίζονται το χαρτζιλίκι τους από μικρά, θα τους δώσουμε τις βάσεις για σωστή οικονομική διαχείριση ως ενήλικες.
- Να τους μιλήσουμε για μας. Ας πούμε στα παιδιά μας πώς ακολουθήσαμε την καριέρα μας, πώς βρήκαμε την πρώτη μας δουλειά και πώς βγάζουμε χρήματα. Έτσι θα εκτιμήσουν περισσότερο όσα τους δίνονται.
Πρωτοχρονιά στη Ελλάδα / New Year in Greece
Στην Ελλάδα δεν ανταλλάσσουμε δώρα τα Χριστούγεννα αλλά την Πρωτοχρονιά. Τα δώρα φέρνει ο Άγιος Βασίλης που είναι ίδιος με τον Santa Claus της Δύσης.
Το βράδυ της Παραμονής συνηθίζεται στην Κρήτη να κατεβαίνει πολύς κόσμος στο κέντρο της πόλης για τα τελευταία ψώνια ή απλά για μια βόλτα.
Αργότερα θα μαζευτούν όλοι σε κάποιο φιλικό σπίτι για να υποδεχτούν μαζί τον καινούριο χρόνο.
Χαρτοπαιξία την Πρωτοχρονιά
Αγαπημένο έθιμο των Ελλήνων τις μέρες της Πρωτοχρονιάς είναι να δοκιμάζουν την τύχη τους. Εκτός από το κρατικό Λαχείο που κληρώνει 10.000.000 € την Πρωτοχρονιά, υπάρχει επίσης η χαρτοπαιξία και τα ζάρια σε καφενεία, λέσχες και σπίτια.
Στα σπίτια είναι έθιμο να παίζονται χαρτιά το βράδυ της Παραμονής της Πρωτοχρονιάς περιμένοντας την αλλαγή του χρόνου. Τα ποσά συνήθως είναι χαμηλά, τέτοια που να προσφέρουν απλά μια φιλική διασκέδαση χωρίς να στενοχωρούν τους χαμένους.
Η Βασιλόπιτα με το Φλουρί
Το κόψιμο της βασιλόπιτας είναι από τα ελάχιστα αρχέγονα έθιμα που επιβιώνουν. Στα Κρόνια (εορτή του θεού Κρόνου, που λατρεύονταν στην Ελλάδα και στα Σατουρνάλια (saturnalia) της Ρώμης, έφτιαχναν γλυκά και πίτες, μέσα στα οποία έβαζαν νομίσματα και σε όποιον τύχαινε το κομμάτι, ήταν ο τυχερός της παρέας....
Όλη την περίοδο των γιορτών ο κόσμος βγαίνει περισσότερο τα βράδια κι η κίνηση στα μπαρ και τα κλαμπ είναι αυξημένη.
Η διασκέδαση συνεχίζεται μέχρι την ανατολή του ήλιου.
Πυροτεχνήματα την Πρωτοχρονιά
Τα τελευταία χρόνια έχουν καθιερωθεί τα πυροτεχνήματα στις κεντρικές πλατείες των πόλεων. Είναι με ευθύνη και διοργάνωση
Το Ποδαρικό
Πολλοί άνθρωποι είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί ακόμα και σήμερα
Η Καλή Χέρα
Συνηθίζεται να δίνεται ένα χρηματικό ποσό σαν δώρο σε παιδιά
Μερικές δεκαετίες παλιότερα, η «καλή χέρα» ήταν το μόνο δώρο που έπαιρναν τα παιδιά την Πρωτοχρονιά και σε πολλές περιπτώσεις ήταν απλά ένα κέρασμα μια κι ούτε χρήματα υπήρχαν πολλά, αλλά ούτε μαγαζιά με παιγνίδια.
Κρεμμύδα για Γούρι
Το σκυλοκρέμμυδο ή κρεμμύδα (Scilla maritima) είναι συνηθισμένο φυτό στην Κρήτη. Φυτρώνει άγριο και μοιάζει με μεγάλο κρεμμύδι. Τα ζώα δεν το τρώνε γιατί έχει δηλητήριο, που μπορεί να προκαλέσει δερματικό ερεθισμό από επαφή. Ακόμα και να το βγάλεις απ' τη γη και να το κρεμάσεις, δεν παύει να βγάζει νέα φύλλα και άνθη. Ο λαός πιστεύει ότι αυτή τη μεγάλη ζωτική του δύναμη μπορεί να τη μεταδώσει σε έμψυχα και άψυχα, γι' αυτό την πρωτοχρονιά κρεμούν σκυλοκρέμμυδο στα σπίτια τους.
Πρόκειται για αρχαίο έθιμο καλοτυχίας που αναφέρεται ήδη από τον 6ο αιώνα π.Χ. Σήμερα τείνει να εγκαταλειφθεί.
Thursday, 29 December 2022
Οι Πραγματικοί Φίλοι δεν χάνονται ποτέ!!
Από τους υπόλοιπους που θα πορευτούν μαζί μας, ελάχιστοι θα μείνουν ως το τέλος!!
Οι πραγματικοί φίλοι όμως δεν χάνονται ποτέ!!
Δεν υπάρχουν σχέσεις που χάθηκαν λόγω συγκυριών!
Μην αφήσεις τους ανθρώπους της ζωής σου να χαθούν!
enallaktikidrasi
Πηνελόπη Δέλτα – Πρωτοχρονιάτικο παραμύθι
Το κρύο ήταν δυνατό, και τυλιγμένος στο παλιωμένο και σκισμένο ρουχάκι του, όλο και περισσότερο χώνουνταν ο Βασίλης στη γωνιά της εξώπορτας, για να ξεφύγει από το βοριά που τον πάγωνε ως τα κόκαλα. Μα τα μάτια του έμεναν καρφωμένα στο φωτισμένο παράθυρο του αρχοντόσπιτου, αντίκρυ του.
«Πρωτοχρονιά αύριο», μουρμούρισε, «διασκεδάζουν εκεί μέσα».
Εκεί μέσα κείτουνταν ένα παιδί, με λιωμένο αχνό πρόσωπο.
Κουτιά γεμάτα μπογιές, μολυβένια στρατιωτάκια, ζώα ξύλινα, σιδηρόδρομοι και καραβάκια, που σκέπαζαν το κρεβάτι του, έστεκαν άγγιχτα. Τ’ αδύνατα χεράκια του έμεναν ακίνητα στο σεντόνι απάνω’ δεν κοίταζε καν τα πλούσια δώρα γύρω του. Το κουρασμένο βλέμμα του ήταν καρφωμένο στο παράθυρο όπου, στα σκοτεινά, άσπριζαν τα χιόνια της αντικρινής στέγης.
– Τι συλλογίζεσαι, Βασιλάκη; ρώτησε η μητέρα του.
– Κοίταζα τα χιόνια, αποκρίθηκε ο μικρός, και συλλογίζουμουν τη χαρά να τρέχεις στους δρόμους, να βουτάς στα χιόνια, να τα μαζεύεις και να φτιάνεις μπάλες, και να τις τινάζεις στους περαστικούς, όπως στη ζωγραφιά του βιβλίου μου, εκεί που είδα και το χριστουγεννιάτικο δέντρο με τα πολλά κεράκια… Αλήθεια, μητέρα, λες να βρήκε ο Νικόλας δέντρο τέτοιο εδώ;
– Ναι, παιδί μου, βρήκε, και θα σου το φέρει τώρα στολισμένο. Δεν είναι πολύ μεγάλο όπως στη ζωγραφιά του βιβλίου σου, μα το στόλισε ο πατέρας σου… και είναι πολύ όμορφο… Είσαι ευχαριστημένος;
– Ναι, είπε ο Βασιλάκης χωρίς ενθουσιασμό.
Εκείνη την ώρα άνοιξε η πόρτα. Δυο υπηρέτες έφεραν μέσα ένα μικρό έλατο ολοφώτιστο, και το έστησαν απάνω στο τραπέζι. Τα κλαδιά ήταν φορτωμένα χρυσά και ασημένια στολίδια, φαναράκια και μπρίλες. Παντού στέκουνταν όρθια τ’ αναμμένα χρωματιστά κεράκια, και τα μεγαλύτερα κλαδιά λύγιζαν από το βάρος των παιχνιδιών που κρέμουνταν δεμένα με κορδέλες.
– Ε, Βασιλάκη, σ’ αρέσει το δέντρο σου; ρώτησε ζωηρά ο πατέρας του.
Ο μικρός το κοίταξε μια στιγμή με σβησμένα αγέλαστα μάτια.
– Το φαντάζουμουν ωραιότερο, είπε με τη βαρεμένη του φωνή.
Και το βλέμμα του γύρισε πάλι στο παράθυρο και στα χιόνια του αντικρινού σπιτιού.
– Πατέρα, λες του χρόνου την Πρωτοχρονιά να είμαι πια καλά και να βγω κι εγώ στα χιόνια;
– Ναι, παιδί μου, είπε ο πατέρας.
Και η μητέρα βγήκε από το δωμάτιο για να κρύψει τα κλάματα που την έπνιγαν.
– Τι όμορφα που θα είναι να τρέχεις στα χιόνια… είπε συλλογισμένα ο Βασιλάκης. Τι δε θα έδινα για να δω τι γίνεται έξω…
Έξω, ο Βασίλης είχε δει πίσω από το φωτισμένο παράθυρο το δέντρο του Βασιλάκη, με τα φώτα και τα χρυσά στολίδια και τα παιχνιδάκια που γέμιζαν τα κλαδιά από πάνω ως κάτω.
– Αχ, τι ωραίο! είπε το φτωχό· πρέπει να το έφερε ο Άη-Βασίλης.
Και τα μάτια του έτρωγαν το δέντρο και, τρέμοντας από το κρύο, ολοένα χώνουνταν βαθύτερα στη γωνιά του και γύρευε να τυλίξει στο κορμάκι του τα κουρέλια του, μήπως και τον ζεστάνουν λίγο.
– Ο Άη-Βασίλης… μουρμούρισε. Γιατί δεν έρχεται κάποτε και σε μας, ο Άη-Βασίλης;
Θυμήθηκε το φτωχικό σπιτάκι στο χωριό του, όπου τον είχε μεγαλώσει η μάνα του· όλα τα είχε στερηθεί αφότου γεννήθηκε, εκτός μόνο τα χάδια της μάνας του. Ξενοδούλευε η κακομοίρα για να κερδίσει το ψωμί τους, μα άλλο από ψωμί δεν πρόφθαινε να βγάλει, μόνο την αγάπη της μπορούσε χάρισμα να του δίνει, και αυτήν του την έδινε μπόλικη. Μα ήλθαν οι κακοί καιροί, η αρρώστια, η μαύρη φτώχεια, και πέθανε η μάνα του και την έβαλαν σε σανιδένια κάσα, και την πήγαν στο νεκροταφείο, και την είδε που τη σκέπασαν τα χώματα. Και τον έβγαλαν από το φτωχικό του καλυβάκι, κι έφυγε το έρημο ορφανό και ήλθε κι έπεσε στην Αθήνα, παραμονή του Άη-Βασίλη, πεινασμένο, παγωμένο, μακαρίζοντας τους ευτυχισμένους που διασκέδαζαν πίσω από το φωτισμένο παράθυρο, αντίκρυ του.
Από νωρίς είχε δει κίνηση μεγάλη στους δρόμους, παιδιά μεγάλα και μικρά, που σταματούσαν στις πόρτες των αρχοντόσπιτων και έλεγαν τον Άγιο Βασίλη. Μα τ’ ορφανό δεν τόλμησε να χτυπήσει και αυτό σε καμιά πόρτα, ούτε ήταν μαθημένο στην ταραχή της μεγάλης πολιτείας. Και λίγο-λίγο, τράβηξε κατά τους ήσυχους μεγαλόπρεπους δρόμους, μακριά από το κέντρο, και ήλθε και ζάρωσε σε μιαν εξώπορτα, χωρίς ψωμί, χωρίς σκοπό, χωρίς καμιάν ελπίδα.
Πίσω από το φωτισμένο παράθυρο πήγαιναν κι έρχουνταν σκιές. Πέρασε κι ένας υπηρέτης με βελάδα, βαστώντας ένα πιάτο με μια μεγάλη πίτα!
Ο Βασίλης θυμήθηκε πως την τελευταία βούκα ψωμί την είχε φάγει το πρωί. Και μέσα κει θα έτρωγαν τώρα πίτα!
Αχ, και να είχε και αυτός μια βουκίτσα να γελάσει την πείνα του! Του φάνηκε τόσο ορεκτική η πίτα, τόσο αφράτη, καθώς την πέρασε ο υπηρέτης εμπρός στο παράθυρο. Άραγε, αν ζητούσε λίγη, θα του έδινε κανένα κομματάκι;
Και έξαφνα, χωρίς να ξέρει και αυτός πώς το έκανε, άρχισε να τραγουδά:
«Άγιος Βασίλης έρχεται α-α-από, από την Καισαρεία… βαστά καλάμι και χαρτί, χα-α-ρτί, χαρτί και καλαμάρι».
Πίσω από το φωτισμένο παράθυρο, διάφορες σκιές πήγαν και ήλθαν κοιτάζοντας έξω. Σώπασε τρομαγμένος ο Βασιλάκης και ζάρωσε στη γωνίτσα του όσο μπορούσε περισσότερο.
– Παναγιά μου! ψιθύρισε, λένε πως οι πλούσιοι δεν έχουν καλή ψυχή και περιφρονούν τους φτωχούς…
Και με τρομαγμένα μάτια ακολουθούσε το πήγαινε κι έλα των ανθρώπων μες στην κάμαρα.
Μες στην καμάρα είχαν κόψει την πίτα. Ακουμπισμένος στα μαξιλάρια, ο Βασιλάκης βαστούσε το πιάτο του στα χέρια, κοιτάζοντας με αδιαφορία το κομμάτι του, χωρίς καν να το γευθεί.
– Δεν το κόβεις να δεις αν σου έπεσε το φλουρί, Βασιλάκη μου; ρώτησε τρυφερά η μητέρα του.
– Ναι, μητέρα, θα το γυρέψω, αποκρίθηκε, αλλά δεν κούνησε, ούτε άλλαξε η κουρασμένη όψη του.
Έξαφνα ανέβηκε ως το δωμάτιο του άρρωστου αγοριού μια φωνή παιδιάτικη, τρεμουλιαστή, σα φοβισμένη: «Άγιος Βασίλης έρχεται α-α-από, από την Καισαρεία… βαστά καλάμι και χαρτί, χα-α-ρτί, χαρτί και καλαμάρι».
Ο Βασιλάκης ξαφνίστηκε’ άναψαν μια στιγμή τα μάτια του, ζωήρεψε το μελαγχολικό του πρόσωπο.
– Πατέρα, πατέρα! φώναξε, τ’ ακούς; Τραγουδά απ’ έξω… Θα είναι κανένα αγοράκι… φώναξε το! Πολύ σε παρακαλώ!
Η μητέρα του είχε πάγει κιόλα στο παράθυρο, μα δεν είδε τίποτε.
– Δε βλέπω κανένα παιδί, είπε.
– Πατέρα, κοίταξε συ, άνοιξε το παράθυρο, φώναξε το παιδί να έλθει να πάρει από την πίτα, το κομμάτι του φτωχού… και να μας πει τι γίνεται έξω…
Πήγε ο πατέρας στο παράθυρο, το άνοιξε, έσκυψε έξω, κοίταξε δεξιά, αριστερά, μα δεν είδε τίποτε· έκλεισε το παράθυρο και γύρισε στο κρεβάτι του Βασιλάκη.
– Πέρασε το παιδί και πάει, είπε ζωηρά· μα δεν πειράζει, θα περάσει και άλλο και τότε το φωνάζομε· δοκίμασε την πίτα σου ωστόσο.
Μα ο Βασιλάκης δεν πεινούσε· έσπρωξε το πιάτο του, ακούμπησε στα μαξιλάρια και έκλεισε τα μάτια. Η ζωηράδα του προσώπου του είχε σβήσει· το φλουρί της πίτας δεν τον ενδιέφερε, ούτε το δέντρο όπου είχαν σβήσει πια τα κεράκια, ούτε τα δώρα του. Το δρόμο μόνο συλλογίζουνταν…
Και το παιδάκι, που μπορούσε να πει την ομορφιά της ελευθερίας, τη χαρά να τρέχεις και να βουτάς στα χιόνια, είχε περάσει και πάει!
– Θέλεις, παιδί μου, να φας την πίτα σου αύριο; ρώτησε η μητέρα χαϊδεύοντας γλυκά το μέτωπο του.
– Ναι, μητέρα, αύριο.
Η μητέρα έκανε νόημα σ’ όλους να βγουν από το δωμάτιο.
Ο Βασιλάκης ήταν κουρασμένος… Ο Βασιλάκης ήθελε να κοιμηθεί…
Πήρε το πιάτο με την πίτα και το ακούμπησε στο τραπέζι, κοντά στο κομμάτι του φτωχού· έσβησε τα φώτα, άναψε την καντήλα, φίλησε γλυκά το αγόρι της και βγήκε από το δωμάτιο.
Μα ο Βασιλάκης δε νύσταζε· ο νους του έμενε στο δρόμο και στη χαρά που θα είχε αν μπορούσε να τρέξει στα χιόνια…
Κοίταξε γύρω του, είδε πως ήταν μόνος’ με κόπο κατέβηκε από το κρεβάτι, και σιγά-σιγά σύρθηκε ως το παράθυρο.
Αχ! και να έβλεπε λιγάκι απ’ έξω το χιονισμένο δρόμο, τα φανάρια, τ’ άσπρα δέντρα…
Με δυσκολία γύρισε το πόμολο, άνοιξε το παράθυρο κι έσκυψε έξω. Το κρύο τον ξάφνισε, του έκοψε την αναπνοή, ζήτησε να στηριχθεί στο πεζούλι του παραθύρου μα όλα γύριζαν, του φάνηκε πως πέφτει…
Έξαφνα, από το παράθυρο πήδησε μέσα ένας άνθρωπος, και ο Βασιλάκης από το σάστισμά του ξέχασε τη ζάλη του. Ήταν γέρος, χιονοσκεπασμένος, με μακριά καλογερικά ρούχα και μεγάλα άσπρα γένια’ τον κοίταξε ο Βασιλάκης και τον ανεγνώρισε:
– Ο Αη-Βασίλης… ψιθύρισε.
– Ναι, εγώ είμαι, είπε ο Άη-Βασίλης με το ανοιχτόκαρδο χαμόγελο του. Ήλθα να σε ρωτήσω, τι θέλεις να σου δώσω για την εορτή μου, που ξημερώνει αύριο, και που είναι και δική σου εορτή;
– Αχ, Άη-Βασίλη μου, να μη μου δώσεις πια τίποτα! φώναξε ο Βασιλάκης σταυρώνοντας παρακλητικά τα χέρια του. Δες πόσα πράγματα μου έδωσαν, και τα έχω τόσο βαρεθεί! Μα πάρε με έξω μαζί σου! Πάρε με στα χιόνια! Θέλω τόσο να τρέξω ελεύθερα!
– Θέλεις; είπε ο Άη-Βασίλης. Μα έξω κάνει κρύο! Και συ έχεις όλα τα καλά του κόσμου! Τόσα παιχνίδια, τόσα χάδια, και ζεστασιά, και πίτα που ούτε τη δοκίμασες ακόμα… Και θέλεις να φύγεις;
-Ναι! Να βγω στα χιόνια, να τρέξω ελεύθερα, αχ, πάρε με, πάρε με, καλέ μου Άη-Βασίλη! παρακάλεσε ο Βασιλάκης. Πάρε με στα χιόνια!
Ο Άη-Βασίλης χαμογέλασε πάλι.
– Καλά, είπε. Εγώ σήμερα δε χαλώ χατήρι κανενός. Έλα μαζί μου αφού το θέλεις.
Και πήρε το Βασιλάκη στην αγκαλιά του, και πέταξε από το παράθυρο που έμεινε ανοιχτό…
Στα χιόνια κάθουνταν ο Βασίλης με τα μάτια καρφωμένα στο παράθυρο. Με τρομάρα είχε δει έναν κύριο που άνοιξε τα γυαλιά και κοίταζε στο δρόμο· μα έτσι μικρός που ήταν και ζαρωμένος στη γωνίτσα του, δεν τον είδε ο κύριος. Και το παράθυρο έκλεισε πάλι.
Τα κεράκια του δέντρου είχαν σβήσει, οι σκιές πήγαιναν κι έρχονταν ακόμα· ύστερα έσβησαν και τα φώτα, και μόνο μια καντήλα τρεμόφεγγε, στημένη σε κανένα έπιπλο απάνω. Και ο Βασίλης ακόμα κοίταζε, σα μαγνητισμένος από τη θαμπερή λάμψη της.
Το κρύο όλο δυνάμωνε· τα βλέφαρα του Βασίλη βάραιναν. Θυμήθηκε τη μάνα του και τη ζεστή της αγκαλιά. Έριξε μια ματιά στο παράθυρο και συλλογίστηκε πως εκεί μέσα θα έκαμνε ζέστη… Αχ! λίγη ζέστη…
Λαφρύς κρότος τον ξάφνιασε. Σήκωσε τα μάτια του τρομαγμένος. Το παράθυρο είχε ανοίξει πάλι, μα δεν ήταν πια εκεί ο ίδιος κύριος· ένα παιδάκι, στα νυχτικά του, έσκυβε να δει το δρόμο.
Μια στιγμή το κοίταξε με απορία ο Βασίλης, μα τόσο βαριά ήταν τα βλέφαρα του, που δεν μπορούσε να τα βαστάξει ανοιχτά. Έκανε πάλι να δει το αντικρινό παιδί, και του φάνηκε πως σωριάζουνταν στο πάτωμα το άσπρο κορμάκι, μα δεν πρόφθασε να βεβαιωθεί.
Ακούμπησε το κεφάλι του στον τοίχο και τα μάτια του έκλεισαν μονάχα τους. Έξαφνα, μια λάμψη τον ξύπνησε· εμπρός του στέκουνταν ένας γέρος ντυμένος στα κόκκινα και στα χρυσά. Τα γένια του ήταν μακριά και κάτασπρα, και γύρω του χύνουνταν τόση ζέστη, που ο Βασίλης ξέχασε τα χιόνια και το βοριά. Κοίταξε το γέρο και τον ανεγνώρισε.
– Ο Άη Βασίλης! έκανε μαγεμένος.
– Ναι, ο Άη-Βασίλης, είπε ο γέρος. Σ’ άκουσα που έλεγες πως δεν έρχομαι ποτέ σε σας και, βλέπεις, τώρα ήλθα.
Τ’ ορφανό τον κοίταξε μ’ έκσταση. Ο Άη-Βασίλης γέλασε.
-Λοιπόν πες μου, του είπε· αύριο ξημερώνει Πρωτοχρονιά, που είναι εορτή μου και δική σου εορτή. Τι θέλεις να σου χαρίσω;
Ο Βασίλης έριξε μια ματιά στο αντικρινό παράθυρο. Η καντήλα είχε σβήσει και αυτή· τόσο κρύο θα ήταν τώρα κι εκεί μέσα…
– Θέλω, παρακαλώ, λίγη πίτα, είπε δειλά, και θέλω πάλι τη μάνα μου… Μα ίσως αυτό να είναι αδύνατο; ρώτησε φοβισμένος λίγο για τη μεγάλη του απαίτηση.
– Τίποτα δεν είναι αδύνατο σήμερα, είπε ο Άη-Βασίλης, και ό,τι ζητήσεις θα σου το κάνω. Πίτες όσες θέλεις θα σου δώσω, και τη μάνα σου θα την ξαναδείς οπόταν θέλεις. Μα σκέψου, είναι και μερικά παιδιά που λαχταρούν την ελευθερία σου. Εσύ μπορείς τον κόσμον όλο να τον γυρίσεις, να ζήσεις όπως θέλεις. Είσαι ακόμα μικρός και ο κόσμος όλος είναι ανοιχτός μπροστά σου…
– Αχ όχι, καλέ μου Άη-Βασίλη! παρεκάλεσε ο μικρός. Μόνο πάρε με στη μάνα μου! Και δωσ’ μου λίγη πίτα και για κείνην, που δεν έχει φάγει τώρα τόσα χρόνια!
– Καλά, είπε ο Άη-Βασίλης με το καλό του χαμόγελο, σήμερα δε χαλώ κανενός χατήρι. Έλα να σε πάγω στη μάνα σου.
Και τον πήρε ο Άη-Βασίλης στην αγκαλιά του, και πέταξε ψηλά, ψηλά, τόσο που περνούσε πάνω από τα ψηλότερα σπίτια, κι έφυγαν.
Το πρωί της Πρωτοχρονιάς, την ώρα που χαρούμενες χτυπούσαν οι καμπάνες σ’ όλες τις εκκλησιές της χώρας, βγήκε ο Νικόλας ο υπηρέτης, με μάτια κοκκινισμένα από τα κλάματα, στο χιονισμένο δρόμο.
Χωμένο σε μια γωνιά της εξώπορτας του αντικρινού σπιτιού, είδε ένα παιδάκι που φαίνονταν να κοιμάται. Το σίμωσε, το άγγιξε, το βρήκε παγωμένο.
Το πήρε στην αγκαλιά του και το ανέβασε στο αρχοντόσπιτο, όπου μητέρα και πατέρας, πλάγι στο κρεβάτι του Βασιλάκη, έκλαιγαν το πεθαμένο τους αγόρι.
Μαζί τα ξάπλωσαν πλάγι-πλάγι, το χαδεμένο μονοπαίδι και το έρημο ορφανό.
Πάνω στο τραπέζι, δυο κομμάτια πίτας ξηραίνονταν άγγιχτα, το κομμάτι του Βασιλάκη και το κομμάτι του Βασίλη.
Πλάγι-πλάγι έθαψαν τα δυο παιδιά. Στον ένα τάφο είναι γραμμένο με χρυσά γράμματα τ’ όνομα του Βασιλάκη· ο άλλος τάφος δεν έχει όνομα.
Κανένας δε γνώριζε το έρημο ορφανό.
Ακούστε το διήγημα στον σύνδεσμο που ακολουθεί. Διαβάζει ο Ανδρέας Χατζηδήμου
Wednesday, 28 December 2022
Βασιλόπιτα πολύ νόστιμη, σαν κέικ!!
Συστατικά
600 γρ. ζάχαρη
600 γρ. αλεύρι
300 γρ. βούτυρο
300 γρ. γάλα κρύο
6 αβγά
3/4 κ.σ. κρεμόριο
3/4 κ.γ. σόδα μαγειρική
1 φλυτζανάκι κονιάκ
1 βανίλια
ξύσμα πορτοκαλιού
Οδηγίες
- Χτυπάμε το βούτυρο μέχρι να ασπρίσει καλά και μετά ρίχνουμε τη ζάχαρη και τα δουλεύουμε καλά.
- Χωρίζουμε τα αβγά και ρίχνουμε τους κρόκους έναν ένα. Στη συνέχεια προσθέτουμε το μισό γάλα και μετά όλο το αλεύρι και τη βανίλια.
- Συνεχίζουμε ανακατεύοντας και προσθέτουμε το υπόλοιπο γάλα μέσα στο οποίο έχουμε βάλει το κρεμόριο και τα ασπράδια των αβγών, χτυπημένα μαρέγκα.
- Τελευταία προσθέτουμε τη σόδα με το κονιάκ και το ξύσμα.
- Βάζουμε σε βουτυρωμένη φόρμα και ψήνουμε για περίπου 1 ώρα στους 200°.
Μπορείτε επίσης να χωρίσετε τη ζάχαρη σε δύο μέρη. Να βάλετε τη μισή με το βούτυρο και την άλλη μισή να τη χτυπήσετε με τα ασπράδια, όταν κάνετε τη μαρέγκα.
Κουράστηκα...
Είναι παλιά η κούραση που κουβαλάω
Δεν έχω άλλες αντοχές.
Το μυαλό μου λέει «συνέχισε», το σώμα όμως δεν τραβάει. Κουράστηκε. Και μαζί με το σώμα βάρυνε και η ψυχή.
Αναρωτιέσαι τι μπορεί να φταίει. Τι έγινε και είμαι έτσι.
Δεν είναι κάτι συγκεκριμένο. Δεν είναι ότι έγινε κάτι σήμερα, χθες, αυτές τις μέρες…
Είναι παλιά η κούραση που έχω μαζεμένη. Είναι παλιά κούραση.
Απλά τώρα ήρθε και έσκασε. Ξεχείλισε το ποτήρι. Κλάταρα ρε παιδί μου, πως το λένε…
«Ξεκουράσου», θα μου πεις.
Δεν είναι όμως τόσο απλό. Με μια και δυο μέρες, δουλειά δεν γίνεται.
Πρέπει, η νοοτροπία να αλλάξει. Ο τρόπος ζωής.
Να σκάω για χαζά πράγματα λιγότερο, να βρίσκω χρόνο λίγο να ξεκουράζομαι, λίγο να παίρνω καμμιά ανάσα, να μην τρελαίνομαι αν δεν γίνονται όλα τέλεια, να αφήνω και κάτι στο Θεό, να αφήνω και τίποτα να πέσει κάτω….
Είναι παλιά η κούραση που έχω μαζεμένη. Είναι παλιά η κούραση που κουβαλάω…
Πιστεύω πως με καταλαβαίνεις…
Πάνω κάτω, τα ίδια πρέπει να περνάς και εσύ…
Ελευθεριάδης Γ. Ελευθέριος, Ψυχολόγος M.Sc.
Φιλοξενία: Το ΧαμομηλάκιTuesday, 27 December 2022
Ποιος ήταν ο Άγιος Βασίλειος; (για παιδιά Δημοτικού)
Saint Basil the Great |
Όλη η γειτονιά αντηχούσε απ’ τα χαρμόσυνα κάλαντα, που τραγουδούσαν τα παιδάκια την παραμονή της πρωτοχρονιάς. Και το βράδυ, μαζεμένη γύρω στο τζάκι η οικογένεια του παπα-Θύμιου, καμάρωνε τα δώρα, που χάρισε ο ένας στον άλλο, και περίμενε την ώρα της βασιλόπιτας.
Ο Γιώργος, μαθητής της πέμπτης του δημοτικού σχολείου, επάνω κάτω έντεκα χρονώ, κρατούσε στα χέρια του ένα χρυσοδεμένο βιβλίο και το στριφογύριζε απ’ όλες τις μεριές και ξεφύλλιζε τις εικόνες του. Και η Μαρία, ένα χρόνο μικρότερη, κρατούσε και χάιδευε και καμάρωνε μια πανώρια κούκλα.
Και πάλι αντήχησαν στη γειτονιά οι χαρούμενες φωνές των παιδιών:
― Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία...
― Πού είναι η Kαισαρεία, μπαμπά; ρώτησε η Mαρία.
― Eίναι πέρα στην Aνατολή, παιδί μου. Mα τη λένε Kαισάρεια και όχι Kαισαρεία.
― Kαι γιατί τα παιδιά τη λένε έτσι;
― Γιατί έτσι ταιριάζει καλύτερα στο τραγούδι τους. Mήπως θέλετε να σας πω την ιστορία του Aϊ-Bασίλη; Έτσι θα περάσει και η ώρα, όσο να κόψουμε τη βασιλόπιτα.
Xαρούμενα τα παιδιά τριγύρισαν τον παπα-Θύμιο. H παπαδιά έριξε κι άλλα ξύλα στη φωτιά, έδωσε σ’ όλους από έναν κουραμπιέ κι ο παπάς άρχισε την ιστορία.
― Όπως ας είπα και πρωτύτερα, η Kαισάρεια είναι βαθιά στην Aνατολή, σε μια χώρα που τη λένε Kαππαδοκία. Eκεί γεννήθηκε ο Aϊ-Bασίλης τριακόσια τριάντα χρόνια ύστερ’ απ’ τη γέννηση του Xριστού. Oι γονείς του, όπως οι περισσότεροι πατριώτες του, ήταν ειδωλολάτρες. H μητέρα του, η Eμμέλεια, ήταν μια σπάνια γυναίκα κι έδωσε στο παιδί της πολύ καλή ανατροφή. Πόσα χρωστούμε όλοι οι χριστιανοί στην καλή αυτή μητέρα!
Με το δυνατό του μυαλό είδε, πως η νέα θρησκεία του Χριστού ήταν καλύτερη απ’ την παλιά. Έβλεπε κάθε μέρα να κυνηγούν τους χριστιανούς και να τους βασανίζουν. Ο αυτοκράτορας ήταν κι αυτός ειδωλολάτρης και δεν ήθελε να πληθαίνουν οι χριστιανοί.
Η ψυχή του Βασιλείου δεν μπορούσε να υποφέρει τις αδικίες αυτές. Σε ηλικία 27 χρονών έγινε χριστιανός, μοίρασε όλη την περιουσία του στους φτωχούς και ξεκίνησε να γυρίσει κι άλλους τόπους, να γνωρίσει κι άλλους χριστιανούς, ν’ αγωνιστεί κι αυτός για τη θρησκεία του Χριστού.
Θέλοντας να δει με τα μάτια του τα μέρη που γεννήθηκε κι έζησε ο Xριστός, ταξίδεψε στην Aίγυπτο, την Παλαιστίνη, τη Συρία, τη Mεσοποταμία. Στην Aίγυπτο γνώρισε και τον άγιο Aντώνιο.
Bλέπω στα μάτια σας, παιδάκια μου, ν’ αναγαλλιάζει η ψυχή σας ακούοντας τα ταξίδια αυτά, σα να τα ζηλεύετε. Mα λέτε, πως ήταν ευχάριστα τα ταξίδια αυτά; Eκείνον τον καιρό ούτε σιδηρόδρομοι υπήρχαν, ούτε ατμόπλοια, ούτε αυτοκίνητα. Mην ξεχνάτε πως ούτε χρήματα είχε πια ο Bασίλειος.
Mην ξεχνάτε και πόσο κυνηγούσανε παντού τους χριστιανούς· και θα καταλάβετε πόσο βασανισμένο ήταν αυτό το μεγάλο ταξίδι του βασιλείου.
Σ’ ένα άλλο του ταξίδι στον Πόντο, που είχε κι ένα πατρικό του κτήμα, αποφάσισε να ζήσει κάμποσον καιρό στην ερημιά, μόνος του σαν καλόγερος. Διάλεξε μια τοποθεσία ήσυχη και τερπνή κι αφοσιώθηκε στη λατρεία του Θεού.
Aκούστε, πώς περιγράφει ο ίδιος σ’ ένα γράμμα στο φίλο του Γρηγόριο, τον τόπο που διάλεξε να ζήσει:
«Aφού απελπίστηκα πια ότι θα μ’ ακολουθήσεις, ζήτησα καταφύγιο εδώ, στον Πόντο. Kαι ο Θεός μ’ οδήγησε σ’ έναν τόπο που μ’ ευχαριστεί πάρα πολύ. Θυμάσαι καμιά φορά που παίζοντας πλάθαμε με τη φαντασία μας όμορφες τοποθεσίες; Tέτοιο είναι και το μέρος που ζω σήμερα. Eίναι ένα ψηλό βουνό σκεπασμένο από πυκνό δάσος. Eδώ κι εκεί τρέχουν κρύα και κατακάθαρα νερά. Στα πόδια του βουνού είναι μια πεδιάδα που ποτίζεται άφθονα από τα νερά αυτά. Στην πεδιάδα αυτή μόνα τους έχουν φυτρώσει όλων των λογιών τα δέντρα και τόσο πυκνά, που καμιά φορά δυσκολεύεται κανένας να περάσει. Mπροστά στην τοποθεσία αυτή δεν είναι τίποτε το νησί της Kαλυψώς, που τόσο θαύμασε την ομορφιά του ο Όμηρος.»
Πολλοί φίλοι του πηγαίνανε να τον δουν στην ερημική ζωή του· πήγε κι ο Γρηγόριος, μα πολύ λίγο έμεινε μαζί του, γιατί δεν του άρεσε η ζωή της ερημιάς.
Aλλά κι ο Bασίλειος αναγκάστηκε ν’ αφήσει τη μοναχική ζωή. Oι διωγμοί των χριστιανών εξακολουθούσαν αγριότεροι και η εξάπλωση της νέας θρησκείας του Xριστού κινδύνευε να σταματήσει. O αυτοκράτορας Iουλιανός προστάτευε με φανατισμό την ειδωλολατρία.
Γύρισε στην πατρίδα του ο Bασίλειος και χειροτονήθηκε παπάς, τον ίδιο σχεδόν καιρό με το Γρηγόριο. Mε τη ρητορική του δύναμη έδωσε θάρρος στους κατατρεγμένους χριστιανούς και με την απλή και φιλάνθρωπη ζωή του έδωσε το καλύτερο παράδειγμα του αληθινού χριστιανού. Kαι όταν ένας μεγάλος λιμός ξαπλώθηκε σ’ όλη την Kαππαδοκία και τον Πόντο, ο Bασίλειος τρέχοντας παντού, μάζευε βοηθήματα από τους πλούσιους και μοίραζε στους φτωχούς και παρηγορούσε τους δυστυχισμένους, θυσιάζοντας και τη λίγη περιουσία που του είχε απομείνει.
Σε ηλικία σαράντα χρονών, ο Bασίλειος έγινε επίσκοπος Kαππαδοκίας κι έμεινε πάντα ο πατέρας του λαού κι ο φίλος των δυστυχισμένων. Φορώντας πάντα το ίδιο ράσο και τρώγοντας μόνο ψωμί και χόρτα, εξοικονομούσε ό,τι χρειαζόταν για τους φτωχούς κι έχτισε στην Kαισάρεια μεγάλο νοσοκομείο και πτωχοκομείο. Kι έτσι όλος ο βίος του ήταν ένα πολύτιμο στήριγμα της χριστιανοσύνης.
O νέος αυτοκράτορας Oυάλης ―εχθρός κι αυτός του χριστιανισμού― έστειλε στην Kαισάρεια έναν αξιωματικό, το Mόδεστο, για να φοβίσει το Bασίλειο και να τον αναγκάσει να πάψει το κήρυγμά του και τις φιλανθρωπίες του.
Ατάραχος έμεινε ο Bασίλειος στις φοβέρες του αξιωματικού.
― Πώς, του λέει αυτός, δεν φοβάσαι τη δύναμή μου;
― Kαι γιατί να τη φοβηθώ; απάντησε ο Βασίλειος. Τι μπορείς να μου κάμεις;
― Tι μπορώ να σου κάμω; Όλα είναι στην εξουσία μου. Μπορώ να δημέψω την περιουσία σου, μπορώ να σ’ εξορίσω, μπορώ να σε βασανίσω, μπορώ ακόμη και να σε θανατώσω.
― Με τίποτε άλλο να με φοβερίσεις, γιατί αυτά δεν τα φοβούμαι. Τη δήμευση δεν τη φοβούμαι, γιατί δεν έχω τίποτε άλλο από δυο τριμμένα ράσα και λίγα βιβλία. Την εξορία δεν την φοβούμαι, γιατί όλη τη γη τη θεωρώ πατρίδα μου. Τα βάσανα δεν τα φοβούμαι, γιατί το σώμα μου είναι τόσο αδύνατο, ώστε θα νεκρωθεί, πριν προφτάσεις να το βασανίσεις. Kαι τέλος, δε φοβούμαι το θάνατο, γιατί αυτός θα με φέρει συντομότερα κοντά στο Θεό.
― Ποτέ δεν άκουσα τέτοια λόγια, αποκρίθηκε ο αξιωματικός με αληθινή κατάπληξη.
― Γιατί και ποτέ δεν απάντησες αληθινόν επίσκοπο. Εμείς είμαστε ήσυχοι και ταπεινοί, όχι μοναχά μπροστά στο βασιλιά, αλλά και στον τελευταίο άνθρωπο. Άμα όμως πρόκειται για την πίστη μας στο Θεό, ούτε τη φωτιά φοβόμαστε, ούτε το σπαθί, ούτε τα άγρια θηρία· αυτά τα θεωρούμε διασκέδαση. Αυτά ας μάθει ο αυτοκράτορας μια για πάντα.
― Τέτοιος, εξακολούθησε ο πάπα-Θύμιος, ήταν, παιδιά μου, ο σπάνιος αυτός ο επίσκοπος. Και με το ασθενικό του σώμα και μέσα σε πολλές κακουχίες αυτός εξακολούθησε να περιοδεύει παντού, να ελεεί τους δυστυχισμένους, να παρηγορεί τους θλιμμένους, να δίνει θάρρος στους βασανισμένους χριστιανούς.
Κι από τους κόπους και τις στερήσεις πέθανε σε ηλικία πενήντα χρονών, την ημέρα της Πρωτοχρονιάς.
Όλος ο τόπος έχασε τον πατέρα του και τον προστάτη του. Χιλιάδες απ’ όλη την επαρχία έτρεξαν στην κηδεία του. Χριστιανοί και Ιουδαίοι και ειδωλολάτρες έκλαψαν μαζί την ημέρα αυτή. Από τον πυκνό συνωστισμό πολλοί βρήκαν το θάνατο κι οι άλλοι τους καλοτύχιζαν, που πέθαναν μαζί με το Βασίλειο.
― Και τώρα, παιδιά μου, είπε τελειώνοντας ο πάπα-Θύμιος, ας ζητήσουμε την ευχή του Aϊ-Bασίλη και ας κόψουμε τη βασιλόπιτα για την καλή χρονιά.
Monday, 26 December 2022
Νίκος Δήμου: Τα Χριστουγεννιάτικα αυγά
Εμείς τα παιδιά έχουμε χάσει και την αλήτικη κατοχική ελευθερία μας. (Τι κάναμε! Παίζαμε με σφαίρες και καψούλια, με κάλυκες και μακαρόνια δυναμίτη! Πατούσαμε απότομα με τα πέταλα του τακουνιού μας την άκρη του μακαρονιού - κι έφευγε σφυρίζοντας σαν πυροτέχνημα. Ποια πέταλα; Μα όλοι φορούσαμε σιδερένια πέταλα στα χιλιομπαλωμένα παπούτσια μας για να μη λιώνουν. Και περπατώντας αντηχούσαμε σαν αυτούς που χορεύουν κλακέτες!)
Τώρα όμως μας έχουν μαντρώσει μέσα στο σπίτι «μη σας πάρει καμία αδέσποτη». Κι αυτό δεν ήταν άδεια κουβέντα. Λίγες ημέρες πριν, η ξαδελφούλα μου η Νίκη, με ξανθό ίσιο μαλλί ως τη μέση, δέχθηκε μία σφαίρα στον κατάλευκο κρόταφο.
Κλεισμένοι μέσα, χωρίς φως - είχαμε συνεχείς διακοπές ρεύματος - καίγαμε μαγκάλι για ζέστη. Ο πατέρας βρισκόταν στην Σκομπία - έτσι λέγαμε τότε το κέντρο της Αθήνας που ελεγχόταν από τους Εγγλέζους του Σκόμπυ. Εμείς, είχαμε δίπλα μας την πολιτοφυλακή του ΕΛΑΣ. Η μητέρα φοβόταν τους Ελασίτες αλλά μία φορά που ήρθαν στο σπίτι, με τις γενειάδες και τα φυσεκλίκια τους, μας φέρθηκαν πολύ ευγενικά.
Ο πατέρας εργαζόταν στο υπουργείο Οικονομικών - και (έτσι θυμάμαι) τον είχε καλέσει ο υπουργός για μία έκτακτη δουλειά και δεν μπόρεσε να επιστρέψει. Γεγονός πάντως πως μας έλειπε - και πως, παραμονή Χριστουγέννων, δεν υπήρχε ούτε φως, ούτε ζέστη, ούτε πατέρας. Μόνον όλμοι και βόμβες.
Καθόμασταν λοιπόν γύρω από την λάμπα του πετρελαίου (ακόμα νιώθω την μυρωδιά της) όταν ξαφνικά ακούμε ένα κορνάρισμα έξω από το σπίτι. Παρά την απαγόρευση πετάγομαι στο μπαλκόνι - και τι να δω! Ένα νοσοκομειακό του Ερυθρού Σταυρού στην πόρτα μας - κι ένας εξάδελφος μου, μεγαλύτερος, που μου γνέφει να κατέβω.
Κατρακυλάω τα σκαλιά. Τα νοσοκομειακά ήταν τότε τα μόνα οχήματα που ελευθεροκοινωνούσαν ανάμεσα στις δύο ζώνες. Ο εξάδελφος έφερνε μήνυμα από τον πατέρα. Ήταν καλά και μας έστελνε για δώρο μία σοκολάτα και δύο αυγά.
Τώρα εσείς νομίζετε πως χάρηκα για τη σοκολάτα. Όχι πολύ - είχα ξαναφάει μία, Αγγλική, στην απελευθέρωση. Το θαύμα ήταν τα αυγά. Παιδί της κατοχικής πόλης, είχα ξεχάσει πως είναι ένα αυγό. Τα χάζευα, τα χάιδευα (τι τέλειο σχήμα που έχουν!) κι όταν τα βράσαμε και τα κόψαμε, έμεινα εκστατικός μπροστά στο χρώμα και τη γεωμετρική συμμετρία του κροκού μέσα στο ασπράδι.
Έτσι λοιπόν έγινε που, αντί για πασχαλινό, εγώ χάρηκα τότε αυγό Χριστουγεννιάτικο.
The Time Shop: Συγκινητικό animation (μια οικογένεια τα Χριστούγεννα)
Όταν πάει να μιλήσει στον μπαμπά της, εκείνος είναι απασχολημένος στο τηλέφωνο ενώ το αδερφάκι του, παίζει βιντεοπαιχνίδια και την διώχνει, διότι μπαίνει μπροστά στην οθόνη. Όλοι λοιπόν έχουν πιο σημαντικά πράγματα να κάνουν από το να την ακούσουν και αυτό την στενοχωρεί και την απογοητεύει.
Φεύγει λοιπόν από το σαλόνι και με έναν μαγικό τρόπο μεταφέρεται στο ρολόι του τοίχου όπου οι δύο γάτες του ρολογιού την οδηγούν στο Κατάστημα του Χρόνου. Εκεί, την βρίσκει ένας γλυκός παππούς ο οποίος γνωρίζει ποια είναι και της δείχνει δύο ρολόγια.
Το πρώτο ρολόι συμβολίζει τον χαμένο χρόνο και τον χρόνο που φεύγει, ενώ το δεύτερο ρολόι συμβολίζει τον χρόνο του μαζί, δηλαδή τον χρόνο που περνάμε με τους δικούς μας ανθρώπους και μαζεύουμε στιγμές που μένουν για πάντα.
Sunday, 25 December 2022
Τάσος Λειβαδίτης — Η Γέννηση
Χτύπησα την πόρτα και μπήκα.
«Είδες –μου λέει– γεννήθηκε η ευσπλαχνία!»
Από την ενότητα «Ο Ιησούς» της ποιητικής σύνθεσης
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι
Πόσες φορές θα γεννηθεί ο Χριστός;
Το Χαμομηλάκι
Saturday, 24 December 2022
«Cutting» ή αυτοτραυματισμός: Έφηβοι χαρακώνονται με ξυράφια
Η πρακτική αυτή, όπως εξηγεί, αποσκοπεί στην αποφόρτιση των έντονων συναισθημάτων που βιώνει ο έφηβος, όπως η πίεση, το άγχος, οι φοβίες και το καταθλιπτικό συναίσθημα. Ουσιαστικά προσπαθούν να ανακουφίσουν τον εσωτερικό πόνο, αποσπώντας την προσοχή τους με έναν εξωτερικό.
«ο αυτοτραυματισμός συνήθως συνυπάρχει με χαμηλή αυτοεκτίμηση, αγχώδη διαταραχή, ακόμα και κατάθλιψη, ενώ ενδέχεται να υπάρξει συσχέτιση του με αυτοκτονικότητα και απόπειρες αυτοκτονίας, σύμφωνα με προγενέστερες έρευνες»