Tuesday, 26 December 2006

Η σεξουαλική κακοποίηση παιδιών στην οικογένεια -3- Σχολείο και παιδική προστασία.

Πρέπει να πούμε ακόμη ότι οι προσπάθειες διαφόρων οργανισμών και οργανώσεων, ιδίως στη χώρα μας, δεν αντιμετωπίζουν το σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα της σεξουαλικής κακοποίησης των παιδιών και ως ένα πολιτικό πρόβλημα που απαιτεί κατάλληλους χειρισμούς μέσα από θεσμικούς προγραμματισμούς:
  • με την καθιέρωση συμβουλευτικών κέντρων γονιών και παιδιών
  • με προγράμματα προετοιμασίας για το γονικό ρόλο που να απευθύνονται σε διάφορες ηλικίες (παιδιά, εφήβους, ενήλικες μελλοντικούς γονείς, ενήλικες γονείς)
  • με την ίδρυση σχολιατρικών υπηρεσιών που θα διαθέτουν κοινωνικό λειτουργό και ψυχολόγο οι οποίοι μπορούν να παίξουν σημαντικό ρόλο στην πρόληψη του προβλήματος.
  • με προγράμματα εκπαίδευσης εκπαιδευτικών που θα ειδικεύονται σε θέματα σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης
  • με τηλεφωνικές γραμμές άμεσης βοήθειας για παιδιά, και πολλά άλλα.
Η πολιτεία περιορίζεται συνήθως σε σύντομα προγράμματα θεραπείας των θυμάτων και στην απονομή βαριών ποινών στο δράστη. Η θεσμοθέτηση προγραμμάτων όπως τα προηγούμενα απαιτούν χρόνιο προγραμματισμό και ένα σοβαρό μέρος του κρατικού προϋπολογισμού προκειμένου να πραγματοποιηθούν.
Συχνά μάλιστα ξεσπά ένας "ηθικός πανικός" γύρω από τέτοιου είδους προβλήματα ο οποίος συνίσταται βασικά σε συντηρητικές αντιδράσεις που στόχο έχουν να αποκαταστήσουν αμέσως την τάξη, την ομαλότητα και την κοινωνική ευταξία. Μας αρκεί η ισόβια καταδίκη και το λιντσάρισμα του δράστη για να εφησυχασθούμε και να βάλουμε το θέμα στην άκρη μέχρι την επόμενη φορά που τα τηλεοπτικά κανάλια και τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων θα παρουσιάζουν κάποιο άλλο παιδί θύμα σεξουαλικής κακοποίησης μέσα στην ίδια του την οικογένεια. Όλη αυτή η δημοσιότητα όμως κακοποιεί για δεύτερη φορά και στιγματίζει το θύμα. Στην ουσία επιτρέπουμε την αναγνώριση, την ερμηνεία και την προσπάθεια αντιμετώπισης μόνο των συμπτωμάτων και αγνοούμε τα αίτια. Γιατί το σύμπτωμα αφορά το παιδί, ενώ τα αίτια αφορούν την οικογένεια και το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο.


Και στο σημείο αυτό να σταθούμε λίγο στην ίδια την οικογένεια και να την εξετάσουμε ως έναν ισχυρό θεσμό, όπως αναδεικνύεται μέσα στο χρόνο. Η ίδια η σύσταση της οικογένειας ενέχει τα σπέρματα τέτοιων παρεκτροπών. Με τη συμμετοχή του στο θεσμό της οικογένειας από τη γέννησή του ο άνθρωπος δέχεται την πρώτη μορφή άσκησης εξουσίας, αρκεί να εξετάσουμε στο εσωτερικό της τη θέση της γυναίκας σε σχέση με τον άντρα και του παιδιού σε σχέση με τους ενήλικες γονείς. Η κοινωνικοποίηση στο εσωτερικό της οικογένειας συντελείται συχνά μέσα από διαδικασίες και πρακτικές που προετοιμάζουν το άτομο να δεχθεί την εξουσιαστική δομή του κράτους και των υπόλοιπων θεσμών της κοινωνίας. Επομένως η ενίσχυσή της και η προστασία της από κάθε είδους διαδικασίες διάλυσης είναι απαραίτητες για την κοινωνική ζωή.


Με τον ισχυρό κοινωνικό θεσμό της οικογένειας βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση, αλληλενέργεια και αλληλεπίδραση και το σχολείο. Αυτό εκτός από τη μετάδοση επιλεγμένων γνώσεων, συγκεκριμένης παιδείας (κουλτούρας), ορισμένης γλώσσας, μεταδίδει παράλληλα στους μαθητές του αρχές και αξίες κοινωνικές και πολιτικές καθώς και ηθικές και αισθητικές που είναι κυρίαρχες στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα.


Επομένως η θεραπεία τέτοιων συμπτωμάτων θα χρειαζόταν ισχυρές επεμβάσεις και κοινωνικές ανακατατάξεις στην οικογένεια και ιδίως στο σχολείο. Εάν το σχολείο, ως θεσμός του κράτους, ενδιαφέρεται να παραγάγει υποταγμένους πολίτες, ο δάσκαλος μπορεί ωστόσο να προαγάγει το κριτικό πνεύμα και την προσωπική αξιοπρέπεια των μαθητών του.


Οι εκπαιδευτικοί ως επαγγελματίες που έχουν άμεση επαφή με το παιδί έρχονται θέλοντας και μη καθημερινά αντιμέτωποι με όλα τα κοινωνικά προβλήματα που αφορούν την παιδική ηλικία, τα οποία μπορούν να εξετάσουν μέσα από την παρατήρηση του παιδιού, με την επαφή τους με τους γονείς και ως ένα βαθμό είναι επομένως σε θέση να γνωρίζουν την κατάσταση που βιώνει το κάθε παιδί μέσα στην οικογένεια. Όλα αυτά πρέπει να τα παίρνει υπόψη του κάθε ευαισθητοποιημένος εκπαιδευτικός, να μη σπεύδει στην εξαγωγή συμπερασμάτων όσον αφορά τη διάγνωση του προβλήματος και να μην αρκείται μόνο στα χαρακτηριστικά συμπεριφοράς του τυπικού θύματος, του δράστη, της οικογένειας, που περιγράφηκαν παραπάνω. Ας μην ξεχνούμε ότι δεν είμαστε ειδικοί και έχουμε πάντα τη δυνατότητα να απευθυνθούμε σε κάποιον ψυχίατρο ή ψυχολόγο.


Επομένως το σχολείο με τους λειτουργούς του ως φορέας προστασίας των δικαιωμάτων των παιδιών μπορεί να συντελέσει στη διάγνωση αλλά κυρίως στην πρόληψη του προβλήματος, η πρόσφατη αποκάλυψη του οποίου συνδέεται με μια σταδιακή αλλαγή των κοινωνικών στάσεων προς τη σεξουαλικότητα. Μια ρεαλιστική αντιμετώπιση συνίσταται αρχικά στην κατανόηση ότι οι σύγχρονες σεξουαλικές πρακτικές μεταβάλλονται μέσα στο χρόνο, ό,τι ίσχυε 20 χρόνια πριν μπορεί να μην ισχύει σήμερα. Παράλληλα μεταβάλλεται και η σεξουαλικότητα της παιδικής ηλικίας.


Η πιο ελεύθερη σχέση που διαμορφώνουν σήμερα οι νέοι αλλά και τα παιδιά με τη σεξουαλικότητά τους είναι η καλή πλευρά αυτών των εξελίξεων. Δυστυχώς αυτή η πλευρά συνοδεύεται συχνά από όλες τις βαθιά ριζωμένες κοινωνικές προκαταλήψεις και από τον εκχυδαϊσμό που συνεπάγεται η εμπορευματοποίηση του σεξ.


Το πρόβλημα της σεξουαλικής κακοποίησης των παιδιών είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο του οποίου οι ρίζες πρέπει να αναζητηθούν στους τρόπους και τις διαδικασίες κοινωνικοποίησης των ανδρών. Στα πλαίσια δηλαδή μιας κοινωνίας που πάντα απέδιδε στον άντρα το ρόλο του δυνατού, του κατακτητή, που δικαιωνόταν μέσα από τη σεξουαλική του δραστηριότητα και επιτυχία. Τα κοινωνικά πρότυπα της γυναικείας και αντρικής συμπεριφοράς καθώς και πλήθος άλλων εδραιωμένων κοινωνικών αντιλήψεων που αφορούν τους ρόλους των δύο φύλων συντηρούνται και διαιωνίζονται και σήμερα μέσα στη σχολική τάξη. Η απαλλαγή των εκπαιδευτικών από τέτοιες προκαταλήψεις και ηθικολογίες αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την αποφυγή αβάσιμων και πρόωρων διαγνώσεων ή ακόμη αποσιώπησης του προβλήματος.


Η προσέγγιση του θέματος της σεξουαλικής κακοποίησης, αλλά και γενικότερα του θέματος της σεξουαλικότητας στα παιδιά δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Απαιτούνται προσεγμένοι και εξειδικευμένοι χειρισμοί απομακρυσμένοι από την ενοχοποίηση της σεξουαλικότητας και διάφορους ηθικολογικούς αυταρχισμούς οι οποίοι οδηγούν σε καχυποψία και παρανοϊκή συμπεριφορά.


Δεν αρκεί μόνο η καλή διάθεση από μέρος των εκπαιδευτικών οι οποίοι τις περισσότερες φορές είναι και γονείς και θέματα τέτοιας φύσης τους αγγίζουν ιδιαίτερα, απαραίτητη είναι η ενημέρωση και η κατάρτισή τους.


Ίσως σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά είναι επιτακτική ανάγκη το ελληνικό σχολείο να ακολουθήσει τις επιταγές της εποχής και να στρέψει τη ματιά του στο θέμα της σεξουαλικής αγωγής των παιδιών.


Η εμφάνιση και δημόσια συζήτηση του προβλήματος του AIDS έχει συμβάλλει καταλυτικά στην εκλαΐκευση όρων και θεμάτων που ποτέ ως τώρα δεν συζητούνταν δημόσια ούτε και ιδιωτικά.


Οικογένεια και παιδί τελικά φαίνεται να περιμένουν από το σχολείο πολλά πάνω στο θέμα της σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης. Η εφαρμογή διαφόρων προγραμμάτων - projects από κατάλληλα προετοιμασμένους και εξειδικευμένους εκπαιδευτικούς είναι μια πρώτη λύση ή ίσως και ανάγκη για τη σωστή και έγκαιρη ενημέρωση των παιδιών, ώστε να μην πέφτουν θύματα σεξουαλικής κακοποίησης, αλλά συγχρόνως να ακολουθούν μια υγιή σεξουαλική ζωή.

Η σεξουαλική κακοποίηση παιδιών στην οικογένεια -2- Σχολείο και παιδική προστασία.

Καθώς επιχειρούμε να σκιαγραφήσουμε τη γενική εικόνα της οικογένειας, στην οποία συναντούμε σεξουαλική κακοποίηση του ή των παιδιών της, απαραίτητο είναι να εξετάσουμε παράλληλα και τα γενικά χαρακτηριστικά του παιδιού θύματος, του δράστη που συνήθως είναι ο πατέρας, αλλά και το ρόλο που παίζει η μητέρα με τη στάση της απέναντι στη σεξουαλική κακοποίηση μέσα στην ίδια της την οικογένεια, την ύπαρξη της οποίας τις περισσότερες φορές γνωρίζει.
Το παιδί θύμα συνήθως δε φέρει ορατές σωματικές κακώσεις, συνεπώς η σεξουαλική του κακοποίηση γίνεται αντιληπτή μέσα από χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς του. Το θλιμμένο και απομονωμένο παιδί, το παιδί με παραβατική συμπεριφορά και επιθετικότητα, γενικότερα το παιδί με έντονα προβληματική συμπεριφορά ενδέχεται να έχει τραυματικές εμπειρίες μέσα στην οικογένεια, όχι όμως απαραίτητα σεξουαλικής κακοποίησης. Χωρίς να είμαστε ειδικοί, ψυχολόγοι ή ψυχίατροι δεν μπορούμε σε καμία περίπτωση να αξιολογήσουμε αυτά τα χαρακτηριστικά ως διαγνωστικά. Σίγουρα δίνουν αφορμή στον εκπαιδευτικό για προβληματισμό, ο οποίος όμως πρέπει να διερευνηθεί μέσα από τη γνώση των βιογραφικών στοιχείων του παιδιού, με πληροφορίες για το οικογενειακό περιβάλλον στο οποίο ζει και, γιατί όχι, με διάλογο και συνεργασία με τους ίδιους τους γονείς. Η τελική διάγνωση και οι τρόποι θεραπείας αφορούν αποκλειστικά τους ειδικούς.

Το παιδί θύμα χαρακτηρίζεται επίσης από χαμηλή αυτοεκτίμηση, αισθήματα στιγματισμού, απομόνωση, δυσκολία ανάπτυξης στενών διαπροσωπικών σχέσεων και ομαλής σεξουαλικής ζωής. Ως έφηβοι/ενήλικες τα θύματα παρουσιάζουν σε μεγαλύτερο ποσοστό πρόωρο ξεκίνημα σεξουαλικών επαφών, εγκυμοσύνες στην εφηβεία, σεξουαλική επαφή χωρίς προφύλαξη, πολλαπλούς σεξουαλικούς συντρόφους, φορείς ασθενειών που μεταδίδονται με τη σεξουαλική επαφή, όμως κι αυτά είναι χαρακτηριστικά τα οποία πρέπει να εξετάζουμε με ιδιαίτερη επιφύλαξη γιατί εύκολα προκαλούνται από ένα σωρό άλλα αίτια.


Τα χαρακτηριστικά του δράστη από την άλλη πλευρά, σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία είναι σε ποσοστό 75% άντρες άτομα γνώριμα στο παιδί, στα οποία δείχνει εμπιστοσύνη. Οι δράστες περιγράφονται ως άτομα με κυριαρχική συμπεριφορά, στερημένα στην παιδική ηλικία ή φέρουν οι ίδιοι εμπειρίες διαφόρων μορφών βίας, σωματικής κακοποίησης, παραμέλησης, σεξουαλικής ή ψυχολογικής κακοποίησης. Ειδικότερα ο πατέρας δράστης ζηλεύει και επιθυμεί το παιδί του, στη ζωή του οποίου επεμβαίνει έντονα, ανεξάρτητα από την ηλικία του και συχνά είναι ένα άτομο που αναζητάει στη σχέση με τη γυναίκα του μια εξιδανικευμένη εικόνα της μητέρας του. Μπορεί να κακοποιεί ένα ή περισσότερα δικά του παιδιά,αλλά θύματά του μπορούν να αναζητηθούν και έξω από το άμεσο οικογενειακό περιβάλλον, πολλοί δράστες κακοποιούν δικά τους και άλλα παιδιά. Τυπικός δράστης είναι συνήθως ο πατέρας, θύματα κορίτσια, με τη σταδιακή όμως διερεύνηση του προβλήματος αποκαλύπτονται όλο και μεγαλύτερα ποσοστά με δράστες γυναίκες και θύματα αγόρια.


Ιδιαίτερο είναι το ενδιαφέρον που προκαλεί η στάση της μητέρας απέναντι στη σεξουαλική κακοποίηση παιδιών της από τον άντρα της ή τον εραστή της. Τις περισσότερες φορές γνωρίζει τι συμβαίνει είτε γιατί της το έχει εκμυστηρευτεί το παιδί, είτε γιατί το έχει η ίδια αντιληφθεί. Συναντούμε συνήθως μητέρες που δέχονται το πρόβλημα επειδή αδυνατούν να το εμποδίσουν. Ιδιαίτερα αδύναμες είναι οι γυναίκες που είχαν παρόμοιες εμπειρίες και δεν μπορούν να ανταποκριθούν στο συζυγικό και μητρικό τους ρόλο. Μητέρες που δεν έχουν τα απαραίτητα εφόδια αλλά και την τόλμη να αυτονομηθούν και να αναλάβουν οι ίδιες την προστασία των παιδιών τους. Συχνά στο όνομα του οικογενειακού δεσμού, όχι μόνο δεν στηρίζουν το παιδί τους στην αποκάλυψη της κακοποίησης, αλλά πολλές φορές το παροτρύνουν να μην αντιδρά και να υπακούει στο δράστη ή ακόμη το κατηγορούν πως λέει ψέματα.


Η μητέρα συνεπώς συμβάλλει καταλυτικά στην απόκρυψη του προβλήματος στην προσπάθειά της να διατηρήσει τον ίδιο τον οικογενειακό πυρήνα, αλλά και την εικόνα του προς τα έξω σύμφωνα με τις κοινά αποδεκτές κοινωνικές αξίες. Διότι η σεξουαλική κακοποίηση του παιδιού μέσα στην οικογένεια ταυτίζεται σχεδόν πάντα με την παραβίαση του αιμομικτικού φραγμού, που στις σύγχρονες κοινωνίες προκαλεί την κοινωνική απέχθεια και υψηλές δικαστικές ποινές.


Αδιέξοδη είναι η θέση του παιδιού θύματος σεξουαλικής κακοποίησης μέσα στην οικογένεια. Με δράστη τον πατέρα και μια μητέρα που σιωπά συνενοχικά για τους λόγους που προανέφερα, το παιδί λόγω της ανηλικιότητάς του βρίσκεται σε κατάσταση αδυναμίας και απόγνωσης, δεν είναι σε θέση ν' αναλάβει την αποκάλυψη του δράστη και την επιδίωξη της τιμωρίας του τόσο εξαιτίας της σύγχυσης και της άγνοιάς του, όσο και εξαιτίας της πίεσης που του ασκεί η οικογένεια άμεσα και έμμεσα, τον κίνδυνο του σκανδάλου και της διάλυσης της οικογένειας, με αποτέλεσμα να βρίσκεται στην παράδοξη θέση να προστατεύει με τη σιωπή του το δράστη και όλη την οικογένεια. Αυτός είναι και ο λόγος που σήμερα έχουμε πολλές αποκαλύψεις από ενήλικες που κακοποιήθηκαν σεξουαλικά στην παιδική ηλικία.


Επομένως στις προσπάθειες από κοινωνικούς φορείς για την αποκάλυψη και τη θεραπεία του προβλήματος έρχονται να προστεθούν και οι κοινωνικές αντιλήψεις ή καλύτερα οι προκαταλήψεις αναφορικά με την ευθύνη και το βαθμό αθωότητας των θυμάτων. Τα θύματα παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης αποτελούν μάλιστα ειδική περίπτωση επειδή γνωρίζουν το δράστη και του έχουν εμπιστοσύνη και για πολλούς λόγους δεν τολμούν να αναφέρουν την κακοποίηση στο αρχικό της στάδιο. Όταν αργότερα την αποκαλύπτουν (πολλές φορές ενήλικες πια) στιγματίζονται με την ετικέτα του θύματος και είναι σαν να κακοποιούνται ξανά κατά την αποκάλυψη. Όπως πολύ χαρακτηριστικά λέει κάποια γυναίκα θύμα ενήλικη τώρα: "κατά κάποιο τρόπο είναι ευκολότερο να πεις ότι έχεις AIDS παρά ότι κακοποιήθηκες σεξουαλικά όταν ήσουν παιδί".
Τα τελευταία χρόνια έρχονται στην επιφάνεια ολοένα και περισσότερες περιπτώσεις σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, και τα ΜΜΕ μας βομβαρδίζουν καθημερινά με αυτές. Εκπονούνται διάφορες μελέτες από ειδικούς στο θέμα και πολλοί οργανισμοί και οργανώσεις ασχολούνται συστηματικά με το πρόβλημα.


Γενικά η προστασία του παιδιού προβλήθηκε ως μια κοινωνική ανάγκη από τους πιο γνωστούς διεθνείς οργανισμούς:

  • Το 1959 ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών προβαίνει σε μια Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του παιδιού και προβλέπει ένα νομοθετικό πια καθεστώς προστασίας από κάθε μορφή εκμετάλλευσης ή παραμέλησης (9η αρχή της Διακήρυξης).
  • Το 1989 η Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού και πιο συγκεκριμένα τα άρθρα 19 και 34, τα οποία αφορούν αντίστοιχα την προστασία του παιδιού από κάθε μορφή βίας γενικά και ειδικά από τη σεξουαλική βία.
  • Τέλος στα πλαίσια του Παγκόσμιου Συνεδρίου του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών στην Αβάνα τον Σεπτέμβριο του 1990 διατυπώνονται οι Συστάσεις της Γενικής Γραμματείας του Οργανισμού, με την ονομασία "Αρχές του Riyard" οι οποίες αφορούν άμεσα την πρόληψη της κακοποίησης και της οικογενειακής βίας.
Οι διεθνείς οργανισμοί επομένως αναγνωρίζουν καταρχήν και αντιμετωπίζουν κατόπιν το πρόβλημα της κακοποίησης των παιδιών και της ενδοοικογενειακής βίας σε όλες τις μορφές της. Ανεξάρτητα πάντως από τα αποτελέσματα των δραστηριοτήτων τους, σημαντικό είναι το γεγονός ότι δεν αντιμετώπισαν τα προβλήματα αυτά ως ατομικές πρακτικές, αλλά ως κοινωνικά φαινόμενα.
Η χώρα μας ωστόσο δεν ακολούθησε τις διεθνείς εξελίξεις γύρω από το θέμα, παρόλο που γνωρίζουμε πια ότι τα φαινόμενα της οικογενειακής βίας και της σωματικής και σεξουαλικής κακοποίησης των παιδιών έχουν πάρει σοβαρές διαστάσεις και στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία και τα τελευταία χρόνια καταλαμβάνουν συχνά μέρος της επικαιρότητας.


Το φαινόμενο της οικογενειακής βίας, η αποκάλυψη και η αντιμετώπισή του προβάλλεται και στην Ελλάδα, μέσα από την ευαισθητοποίηση και την επιρροή που ασκεί μια ισχυρή ομάδα πίεσης, το φεμινιστικό κίνημα. Στην περίπτωση όμως της κακοποίησης των παιδιών μια παρόμοια ομάδα πίεσης δεν υπάρχει καθώς τα παιδιά λόγω της ηλικίας τους είναι ανήμπορα να την οργανώσουν και ολόκληρη η κοινωνία ίσως δεν αντέχει να αποκαλύπτονται τέτοια φαινόμενα που αυτόχρημα αποτελούν μια ισχυρή απομυθοποίηση των θεσμών της.


Παπανικολάου Ε. (1998), «Η σεξουαλική κακοποίηση παιδιών στην οικογένεια. Σχολείο και παιδική προστασία», Virtual School, The sciences of Education Online, τόμος 1, τεύχος 1

Η σεξουαλική κακοποίηση παιδιών στην οικογένεια -1- Σχολείο και παιδική προστασία.

H μακρά ιστορία της παιδικής ηλικίας έχει μια ζοφερή πορεία κακοποιήσεων. Οι κακοποιήσεις αυτές συνδέονται με την απόλυτη εξουσία των γονιών στα παιδιά τους και συχνά εκλαμβάνονται μάλιστα και ως παιδαγωγικές πρακτικές. Στοιχεία που αφορούν την ανατροφή των παιδιών των ανώτερων κοινωνικών τάξεων, γιατί γι' αυτές κυρίως έχουμε πληροφορίες, περιλαμβάνουν εγκαταλείψεις, βασανισμούς, σεξουαλική κακοποίηση, παιδοκτονίες και γενικά μια ιστορία ανείπωτης βαναυσότητας με την οποία οι γονείς ασκούσαν το δικαίωμα ζωής και θανάτου που είχαν στα παιδιά τους.
Τι θεωρούμε όμως σήμερα με τον όρο γενικά κακοποίηση των παιδιών; Σύμφωνα με τον ορισμό που δίνει το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού με αυτόν περιγράφεται ένα φαινόμενο κατά το οποίο ένας ή περισσότεροι ενήλικες προκαλούν ή επιτρέπουν να προκληθούν στο παιδί σωματικές κακώσεις ή συνθήκες στέρησης, ώστε συχνά να επιφέρουν σοβαρές διαταραχές σωματικής, νοητικής, συναισθηματικής ή κοινωνικής μορφής ακόμα και το θάνατο.

Ιδιαίτερη μορφή κακοποίησης αποτελεί η σεξουαλική παραβίαση του παιδιού που ως τέτοια σύμφωνα με τον ορισμό του Kempe (1978) είναι " η εμπλοκή εξαρτωμένων, ανώριμων ως προς την ολοκλήρωση της ανάπτυξης παιδιών και εφήβων σε σεξουαλικές δραστηριότητες, τις οποίες δεν κατανοούν συνειδητά, για τις οποίες δεν είναι σε θέση να δώσουν έγκυρη συναίνεση και οι οποίες παραβιάζουν τις αντιλήψεις της κοινωνίας όσον αφορά τους οικογενειακούς ρόλους”.

Ο γενικός αυτός ορισμός συμπεριλαμβάνει διάφορες μορφές σεξουαλικής παραβίασης από την έκθεση σε επίδειξη, τις θωπείες και τις ασελγείς πράξεις μέχρι το βιασμό και την αιμομιξία. Η παιδική πορνογραφία και η πορνεία αποτελούν την εμπορευματική πλευρά του θέματος η οποία όμως δε θα μας απασχολήσει σήμερα.
Αντιλαμβανόμαστε αμέσως ότι η σεξουαλική κακοποίηση επισύρει κοινωνική ενοχή, ακόμη περισσότερο όταν συμβαίνει μέσα στην ίδια την οικογένεια με την παραβίαση του αιμομικτικού φραγμού, με συνέπεια να εντοπίζεται και να αποκαλύπτεται δυσκολότερα από άλλες μορφές κακοποίησης. Για τον ίδιο λόγο εξάλλου τα στοιχεία που βλέπουν το φως της δημοσιότητας είναι ελάχιστα σε σχέση με τις πραγματικές διαστάσεις της συχνότητας του προβλήματος.


Ενδεικτικά αναφέρω κάποια στοιχεία που αφορούν γενικά την κακοποίηση παιδιών η οποία στις Η.Π.Α. στις αρχές του '60 αφορούσε μόνο 447 παιδιά, ενώ στις μέρες μας φαίνεται να αγγίζει τα 2 εκατ. παιδιά από τα οποία 2.500 έως 5.000 πεθαίνουν. Έρευνα του 1984 (Παρίτσης και συνεργάτες) σε αντιπροσωπευτικό δείγμα μαθητών 13-15 χρόνων από όλη την Ελλάδα, έδειξε ότι το 15% των μαθητών είχαν υποστεί σοβαρή σωματική τιμωρία από τους γονείς τους τον τελευταίο μήνα.


Ποια είναι όμως τα στοιχεία εκείνα που αποδεικνύουν τις σοβαρές διαστάσεις που έχει πάρει και στη χώρα μας το φαινόμενο της σεξουαλικής κακοποίησης; Επίσημα στοιχεία είναι μάλλον ανύπαρκτα προς το παρόν, επειδή δεν έχει συσταθεί ένα σύστημα καταγραφής τους. Οι μόνες περιπτώσεις που γνωρίζουμε είναι αυτές που μελετήθηκαν μέσα από την εφαρμογή προγραμμάτων τα οποία εκπονήθηκαν με την πρωτοβουλία διαφόρων φορέων, όπως είναι το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού, το Κέντρο Μελέτης και Πρόληψης Κακοποίησης και Παραμέλησης του Παιδιού, το Τμήμα Ψυχολογικής Παιδιατρικής του νοσοκομείου Παίδων Αγία Σοφία Αθηνών, η Μονάδα Προστασίας Παιδιού του Νοσοκομείου ΑΧΕΠΑ στη Θεσσαλονίκη, με τη συμβολή των κατά τόπων Κέντρων Ψυχικής Υγιεινής και των Υπηρεσιών του ΠΙΚΠΑ.


Πάντως σύμφωνα με τα στοιχεία μιας πρόσφατης μελέτης (Finkelhor 1994) που έγινε σε 14 ευρωπαϊκές χώρες όσον αφορά την Ελλάδα τα αποτελέσματα που προέκυψαν ήταν ότι το 33% των σεξουαλικών κακοποιήσεων κοριτσιών και το 23% των σεξουαλικών κακοποιήσεων αγοριών συμβαίνουν μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον.


Από την ίδια μελέτη διαπιστώνουμε ότι οι συνθήκες και τα ποσοστά συχνότητας του φαινομένου στη χώρα μας δε διαφέρουν αισθητά από άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ποια είναι τα στοιχεία αυτά (Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού 1992):

  • 1:8 κορίτσια και 1:10 αγόρια μπορεί να είναι θύματα κάποιας μορφής σεξουαλικής κακοποίησης πριν την ηλικία των 18 ετών.
  • 1:25 κορίτσια και 1:33 αγόρια έχει αναφέρει σε κάποιον ότι έχει υποστεί βιασμό ή αιμομιξία.
  • 1:4 δράστες είναι μέλος της οικογένειας.
  • 1:2 δράστες είναι γνωστός ή φίλος της οικογένειας.
  • 8:10 φορές το παιδί μπορεί να είναι θύμα επαναλαμβανόμενης σεξουαλικής κακοποίησης. 
Από τα παραπάνω στοιχεία προκύπτει λοιπόν, πως οι περιπτώσεις υψηλού κινδύνου βρίσκονται κυρίως στα πλαίσια της οικογένειας. Οι περισσότεροι δράστες σεξουαλικής κακοποίησης είναι άτομα τα οποία το παιδί γνωρίζει καλά και εμπιστεύεται: πατέρας, αδελφός, άλλοι συγγενείς, οικογενειακοί φίλοι. Αυτή ακριβώς η σχέση εμπιστοσύνης, σε συνδυασμό με την ανηλικιότητα, την υποδεέστερη δηλαδή θέση του παιδιού σε σχέση με το δράστη, διευκολύνει την απόκρυψη της κακοποίησης. Τα παιδιά που κακοποιούνται δέχονται και απειλές από το δράστη ή απλά πείθονται με αποτέλεσμα η σεξουαλική κακοποίηση να μη συνοδεύεται απαραίτητα από σωματική κακοποίηση, η οποία είναι τις περισσότερες φορές ορατή.
Ας δούμε όμως ποιοι είναι οι κυριότεροι ατομικοί και κυρίως οι κοινωνικοί εκείνοι παράγοντες οι οποίοι καθιστούν τον οικογενειακό πυρήνα πεδίο υψηλού κινδύνου:

  • Αρχικά η παρουσία στην οικογένεια ενός πρώην θύματος σεξουαλικής κακοποίησης.
  • Προβλήματα στις σεξουαλικές σχέσεις του ζευγαριού.
  • Άγαμη μητέρα.
  • Προβλήματα υγείας στους γονείς (π.χ. άρρωστη μητέρα)
  • Διάφορα σοβαρά οικογενειακά προβλήματα.
  • Η παρουσία πατριού ή συντρόφου της μητέρας.
  • Χαμηλό κοινωνικό-μορφωτικό επίπεδο των γονιών, χωρίς ωστόσο να είναι σπάνιο το φαινόμενο και σε ανώτερες κοινωνικές τάξεις.
  • Σύγχυση των οικογενειακών ρόλων και η απουσία ορίων
  • Η παρουσία κάποιας ψυχοπαθητικής προσωπικότητας 
Τέλος ο ισχυρός και παθολογικά στενός δεσμός μεταξύ των μελών της οικογένειας. Ενδοστρεφείς οικογένειες είναι εκείνες οι οποίες λειτουργούν ως "κλειστό σύστημα" όπου τόσο οι κακοποιήσεις όσο και οι συγκρούσεις συμβαίνουν κεκλεισμένων των θυρών. Τα μέλη της έχουν άγχος σχετικά με τυχόν διάλυση ή αλληλοεγκατάλειψη, ο δε μηχανισμός της αιμομιξίας είναι αυτό που κρατά την οικογένεια μαζί. Αλλά και οι ανοιχτές, οι χαοτικές οικογένειες που λειτουργούν χωρίς όρια οικογενειακών ρόλων προχωρούν επίσης καμιά φορά σε παραβίαση του ταμπού της αιμομιξίας.

Παπανικολάου Ε. (1998), «Η σεξουαλική κακοποίηση παιδιών στην οικογένεια. Σχολείο και παιδική προστασία», Virtual School, The sciences of Education Online, τόμος 1, τεύχος 1 

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki