Κάποτε σε μια σχολική εκδρομή, η δασκάλα καθόταν μαζί με τις μαθήτριές της κάτω από ένα δέντρο. Κάποια στιγμή η δασκάλα δίψασε και ζήτησε από μια μαθήτρια να πάει μέχρι το κοντινό ρυάκι και να της φέρει λίγο νερό.
Φτάνοντας η μαθήτρια με το άδειο μπουκάλι, διαπίστωσε ότι στο ρυάκι ήταν κάποιες γυναίκες και έπλεναν τα ρούχα τους και το νερό ήταν βρώμικο από σαπούνια και λάσπες. Έτσι η μαθήτρια επέστρεψε στην δασκάλα της και της εξήγησε τι είχε συμβεί.
Μετά από λίγη ώρα, η δασκάλα ζήτησε και πάλι από την ίδια μαθήτρια να πάει να γεμίσει το άδειο μπουκάλι. Αυτή τη φορά το νερό ήταν καθαρό και η λάσπη είχε κατακάτσει. Η μαθήτρια όλο χαρά γέμισε το μπουκάλι και το πήγε στην δασκάλα.
Η δασκάλα κοίταξε το μπουκάλι με το καθαρό νερό και γυρίζοντας προς την μαθήτρια της είπε,
«Είδες πως καθάρισε το νερό; Έτσι είναι και η σκέψη. Όταν είναι πολύ ανακατεμένη και θολωμένη μην την πιέζεις. Να της δίνεις λίγο χρόνο και εκείνη θα βρει τον τρόπο να καθαρίσει από μόνη της».
Δεν είναι λίγες οι φορές που νιώθουμε πως το κεφάλι μας θα σπάσει και οι σκέψεις γυρίζουν ανεξέλικτα προς κάθε κατεύθυνση. Τότε είναι που το πιέζουμε ελπίζοντας ότι έτσι η λύση θα έρθει γρηγορότερα. Το μυαλό, σε αντίθεση με άλλους ιστούς του σώματος, δεν αντιδρά καλά σε πιέσεις ή καταπιέσεις.
Ό,τι πας να πιέσεις γιγαντώνεται και ό,τι πας να καταπιέσεις θεριεύει. Είναι κάτι σαν την βρύση του νερού, που όταν προσπαθήσεις να κλείσεις την ροή με το δάχτυλο, σύντομα διαπιστώνεις ότι το νερό έχει αυξήσει την τάση του.
Η σύγχρονη εποχή και εκπαίδευση, μας έχει διδάξει πώς να γεμίζουμε το μυαλό αλλά κανένας δεν έχει ασχοληθεί με το πώς χειριζόμαστε αποδοτικά το όργανο. Σίγουρα αποδίδει καλύτερα όταν είναι χαλαρό ή όταν μάθουμε να το χαλαρώνουμε.