Τάρτα σοκολάτας με περισσεύματα κουραμπιέ
Περίσσεψε κρέας:
Το λεμονάτο κρέας, μπορείτε να το αφήσετε να πάρει 2-3 βράσεις την επόμενη σε κόκκινη σάλτσα και να γίνει έτσι κοκκινιστό. Συνοδέψτε το και με κάτι διαφορετικό απ' ότι την προηγούμενη μέρα και έτοιμο το καινούριο σας φαγητάκι.
Διάφορες πίτες με κρεατικά (μπορούμε να αντικαταστήσουμε το κρέας που αναφέρεται στη συνταγή με άλλου είδους κρέας), όπως πχ την Πίτα στεφάνι ή Κρεατόπιτα με αρνάκι πασχαλινό
Σαλάτες (κόβουμε μικρά κομμάτια το χοιρινό μας ή το μοσχάρι ή τα πουλερικά και τα βάζουμε σε σαλάτα)
Γιουβετσάκια με χυλοπίτες (αν το κρέας μας δεν είναι κοκκινιστό, προσθέτουμε εμείς λίγη σάλτσα. Βράζουμε τις χυλοπίτες, προσθέτουμε το κρέας, τη σάλτσα και τυρί τριμμένο και το βάζουμε στο φούρνο)
Μαγειρεμένο με κινέζικο στυλ (κόβουμε το κρέας λωρίδες και το περνάμε από το wok με διάφορα λαχανικά και σάλτσα της προτίμησής μας)
Σάντουιτς (εδώ μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το κρέας από τη γαλοπούλα ή το κοτόπουλο, φέτες από το ρολό που μας έμεινε κλπ)
Το προσθέτουμε στο τηγανιτό ρύζι.
Φτιάξτε κροκέτες. Φτιάξτε ένα κουρκούτι απλό, ανακατέψτε μέσα το κρέας σας σε κομματάκια και τηγανίστε, Δείτε επίσης τη συνταγή για κεφτεδάκια κοτόπουλου για να πάρετε ιδέες ή τις Κοτοκροκέτες.
Τα μπιφτέκια της μιας ημέρας, μπορούν άνετα να γίνουν άλλο φαγητό, εάν την επόμενη τα σερβίρουμε σε κόκκινη σάλτσα, σαν σουτζουκάκια. Επίσης μπορούν να μπουν σε ψωμάκια και να γίνουν σάντουιτς ή χάμπουργκερ.
Αν περισσέψει στήθος από βραστό κοτόπουλο, κάντε ένα τραχανά και λίγη ώρα πριν να είναι έτοιμος ο τραχανάς, ρίξτε μέσα ψιλοκομμένα κομματάκια και παίρνει τέλεια γεύση.
Εάν περίσσεψε κιμάς από τα χτεσινά μακαρόνια με κιμά, φτιάξτε κιμά με αυγά ή ρίξτε τον πάνω από τηγανιτές πατάτες
Ακόμα και αυτό που απέμεινε από τη γαλοπούλα σας, τα κόκαλα, μη τα πετάξετε. Μπορείτε να φτιάξετε μια υπέροχη σούπα.
...........
πολλές πολλές ιδέες ακόμα εδώ
|
Wednesday, 3 January 2018
Περίσσεψε φαγητό; Μην το πετάξεις. Μην το ξαναζεστάνεις. Κάντο καινούριο!
Ο ξένος - «Παραμονές Πρωτοχρονιάς πέταξα ένα κομμάτι της ανθρώπινης υπόστασής μου.»
Κείτονταν στη μέση του πεζοδρομίου της Πανεπιστημίου, μπροστά στην Τράπεζα της Ελλάδος. Παραμονές Πρωτοχρονιάς, σχεδόν πέσανε επάνω στο κορμί του τα παγωμένα βήματά μου. Αδιευκρίνιστης καταγωγής, μάλλον ξένος, ψηλός και καλοχτισμένος φαινότανε καθώς ήτανε οριζοντιωμένος καταγής, σφιχτοζωσμένος στο πολυκαιρισμένο του παλτό. Ακούνητος, με σφαλιστά τα μάτια κι ένα πλαστικό ποτήρι μπροστά στην κεφαλή του, με λιγοστά κέρματα μέσα.
Στάθηκα ομπρός του για μερικές στιγμές. Έδειχνε να κοιμάται· κι αν του συνέβη κάτι; Δύσκολο να ξεχωρίσεις έναν κοιμισμένο από κάποιον που έχει χάσει τις αισθήσεις του, σαν δεν τον πλησιάσεις. Κι αν ήθελε να κοιμηθεί, δεν θα ‘τανε πιο λογικό να τραβηχτεί παρέκει, στον γύρο του πεζοδρομίου, ή να κουρνιάσει μες στους θάμνους του Πανεπιστημίου απέναντι;
Απόμεινα να τον ξανοίγω· δεν έδειξε σημάδι πως αντιλήφθηκε την παρουσία μου. Σκέφτηκα να σιμώσω κι άλλο, να σκύψω από πάνω του να δω αν ανασαίνει, να τον σκουντήξω και να τον ρωτήσω αν είναι καλά. Γύρω τριγύρω προσπερνάγανε οι διαβάτες με βήμα ταχύ, δίχως να δώσουνε καμία σημασία. Άλλος θωρούσε πέρα, άλλος χάιδευε την οθόνη του κινητού του, άλλος τηλεφωνούσε μουρμουρίζοντας μέσα απ’ το κασκόλ του. Κανείς δεν γύρισε να μας κοιτάξει, ούτε τον ξένο καταγής ούτε κι εμένα που έστεκα σιμά του. Απλώς μας αποφεύγανε να μη μας κουτουλήσουν, όπως θ’ απέφευγε κανείς έναν κάδο σκουπιδιών.
Ξένος κι εγώ σ’ αυτή την πολιτεία, έκαμα όπως οι άλλοι· καμώθηκα πως δεν υπάρχει άνθρωπος κατάχαμα στον δρόμο, σήκωσα τον γιακά μου, έσφιξα τα χέρια μες στις τσέπες μου και τράβηξα ευθύς για το πουθενά μου, κοιτώντας ολόισια προς το υπέροχο τίποτα που απλωνότανε μπρος μου. Άνοιξα το βήμα μου και χάθηκα ανάμεσα σε άλλους ξένους, ο καθένας μας μες στο δικό του σύμπαν.
Κι ήτανε εντελώς παράλληλα τα σύμπαντά μας, δίχως κυρτώσεις, καμπυλώσεις και σημεία τομής, δίχως καμία επαφή και κοινό τόπο. Αδιατάρακτος πορευότανε καθείς από μας, ανεξάρτητα απ’ το τι συνέβαινε δίπλα μας· λες κι έπρεπε να διασχίσουμε το πέλαγος των ανθρώπων με όσο το δυνατό λιγότερες παραστάσεις, αποφεύγοντας ακόμη και να διασταυρώσουμε τα βλέμματά μας σαν δεν υπήρχε σοβαρός λόγος και προσπαθώντας να ανταλλάξουμε μεταξύ μας μονάχα τις απολύτως απαραίτητες κουβέντες.
Παραμονές Πρωτοχρονιάς πέταξα ένα κομμάτι της ανθρώπινης υπόστασής μου. Κείτεται στο πεζοδρόμιο της Πανεπιστημίου, μπροστά στην Τράπεζα της Ελλάδος, δίπλα σ’ έναν ξένο που κοιμάται, εκτός κι αν έχει πεθάνει απ’ το κρύο.
Συντάκτης: Λευτέρης Κουγιουμουτζής
Εφημερίδα των Συντακτών
Στάθηκα ομπρός του για μερικές στιγμές. Έδειχνε να κοιμάται· κι αν του συνέβη κάτι; Δύσκολο να ξεχωρίσεις έναν κοιμισμένο από κάποιον που έχει χάσει τις αισθήσεις του, σαν δεν τον πλησιάσεις. Κι αν ήθελε να κοιμηθεί, δεν θα ‘τανε πιο λογικό να τραβηχτεί παρέκει, στον γύρο του πεζοδρομίου, ή να κουρνιάσει μες στους θάμνους του Πανεπιστημίου απέναντι;
Απόμεινα να τον ξανοίγω· δεν έδειξε σημάδι πως αντιλήφθηκε την παρουσία μου. Σκέφτηκα να σιμώσω κι άλλο, να σκύψω από πάνω του να δω αν ανασαίνει, να τον σκουντήξω και να τον ρωτήσω αν είναι καλά. Γύρω τριγύρω προσπερνάγανε οι διαβάτες με βήμα ταχύ, δίχως να δώσουνε καμία σημασία. Άλλος θωρούσε πέρα, άλλος χάιδευε την οθόνη του κινητού του, άλλος τηλεφωνούσε μουρμουρίζοντας μέσα απ’ το κασκόλ του. Κανείς δεν γύρισε να μας κοιτάξει, ούτε τον ξένο καταγής ούτε κι εμένα που έστεκα σιμά του. Απλώς μας αποφεύγανε να μη μας κουτουλήσουν, όπως θ’ απέφευγε κανείς έναν κάδο σκουπιδιών.
Ξένος κι εγώ σ’ αυτή την πολιτεία, έκαμα όπως οι άλλοι· καμώθηκα πως δεν υπάρχει άνθρωπος κατάχαμα στον δρόμο, σήκωσα τον γιακά μου, έσφιξα τα χέρια μες στις τσέπες μου και τράβηξα ευθύς για το πουθενά μου, κοιτώντας ολόισια προς το υπέροχο τίποτα που απλωνότανε μπρος μου. Άνοιξα το βήμα μου και χάθηκα ανάμεσα σε άλλους ξένους, ο καθένας μας μες στο δικό του σύμπαν.
Κι ήτανε εντελώς παράλληλα τα σύμπαντά μας, δίχως κυρτώσεις, καμπυλώσεις και σημεία τομής, δίχως καμία επαφή και κοινό τόπο. Αδιατάρακτος πορευότανε καθείς από μας, ανεξάρτητα απ’ το τι συνέβαινε δίπλα μας· λες κι έπρεπε να διασχίσουμε το πέλαγος των ανθρώπων με όσο το δυνατό λιγότερες παραστάσεις, αποφεύγοντας ακόμη και να διασταυρώσουμε τα βλέμματά μας σαν δεν υπήρχε σοβαρός λόγος και προσπαθώντας να ανταλλάξουμε μεταξύ μας μονάχα τις απολύτως απαραίτητες κουβέντες.
Παραμονές Πρωτοχρονιάς πέταξα ένα κομμάτι της ανθρώπινης υπόστασής μου. Κείτεται στο πεζοδρόμιο της Πανεπιστημίου, μπροστά στην Τράπεζα της Ελλάδος, δίπλα σ’ έναν ξένο που κοιμάται, εκτός κι αν έχει πεθάνει απ’ το κρύο.
Συντάκτης: Λευτέρης Κουγιουμουτζής
Εφημερίδα των Συντακτών
Subscribe to:
Posts (Atom)