Saturday, 10 April 2021

«Θα περάσει κι αυτό» - Ένα παραμύθι από τον Χόρχε Μπουκάι με αφορμή την πανδημία

O συγγραφέας και ψυχαναλυτής Χόρχε Μπουκάι μοιράζεται με τον κόσμο ένα μικρό παραμύθι, για έναν βασιλιά που άλλαζε συνεχώς διαθέσεις και έψαχνε να βρει την ισορροπία μεταξύ χαράς και δυστυχίας. Μια μικρή ιστορία που όπως λέει εμπνεύστηκε με αφορμή την πανδημία και τη δύσκολη συγκυρία που βιώνουμε.
«Γεια σας, φίλοι μου.

Έψαχνα να βρω τον χρόνο για να μπορέσω να κάτσω να γράψω αυτό το σύντομο βίντεο, επειδή ήθελα πολύ να μοιραστώ μαζί σας μια ιστορία, ένα παραμύθι που με συντροφεύει εδώ και πάρα πολλά χρόνια.

Ένα παραμύθι που έχω διηγηθεί εκατοντάδες φορές, και που σήμερα, στην πραγματικότητα την οποία βιώνουμε, υπό ένα διαφορετικό πρίσμα ίσως αποκτά άλλες σημασίες, ίσως δείχνει προς μια άλλη κατεύθυνση, ίσως μπορέσει να μας προσφέρει μια ακόμα βοήθεια».

https://www.youtube.com/watch?v=vf9qvSqAcYk&t=524s

«Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς που βασίλευε σε μια πολύ μακρινή χώρα. Ήταν καλός βασιλιάς αλλά είχε ένα πρόβλημα: ήταν βασιλιάς με διπλή προσωπικότητα. Υπήρχαν μέρες που σηκωνόταν από το κρεβάτι διαχυτικός, κεφάτος, ευτυχισμένος. Από το πρωί, οι μέρες εκείνες φαίνονταν υπέροχες. Οι κήποι του παλατιού έμοιαζαν ομορφότεροι. Οι υπηρέτες του-ένα παράξενο φαινόμενο-γίνονταν ευγενικοί και αποτελεσματικοί. Ενώ προγευμάτιζε, διαπίστωνε ότι στο βασίλειό του φτιάχνονταν τα καλύτερα άλευρα κι έβγαιναν τα νοστιμότερα φρούτα. Τις μέρες εκείνες ο βασιλιάς μείωνε φόρους, μοίραζε πλούτη, έκανε χάρες κι έφτιαχνε νόμους για την ειρήνη και την ευημερία των γερόντων. Κάτι τέτοιες μέρες, ο βασιλιάς έκανε αποδεκτά όλα τα αιτήματα των υποτακτικών και των φίλων του.

Ωστόσο, υπήρχαν και οι άλλες μέρες. Ήταν οι μαύρες μέρες. Από το πρωί αντιλαμβανόταν ότι θα προτιμούσε να είχε κοιμηθεί λίγο παραπάνω. Όμως, όταν το καταλάβαινε ήταν πια πολύ αργά και ο ύπνος είχε ήδη φύγει. Όσες προσπάθειες κι αν έκανε δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί οι υπηρέτες του ήταν τόσο κακόκεφοι και δεν έκαναν σωστά τη δουλειά τους. Ο ήλιος τον ενοχλούσε περισσότερο κι από τη βροχή. Το φαγητό δεν ήταν αρκετά ζεστό κι ο καφές κρύος. Με την ιδέα και μόνο ότι θα δεχόταν επισκέψεις στο γραφείο, ο πονοκέφαλός του δυνάμωνε. Κάτι τέτοιες μέρες ο βασιλιάς σκεφτόταν τις υποχρεώσεις του που εκκρεμούσαν, και τρόμαζε στη σκέψη και μόνο όσων είχε να τακτοποιήσει. Ήταν οι μέρες που ο βασιλιάς αύξανε τους φόρους, έκανε κατασχέσεις, πίεζε τους αντιπάλους του.. Φοβόταν το παρόν και το μέλλον και τον καταδίωκαν λάθη του παρελθόντος. Τις μέρες εκείνες, έφτιαχνε νόμους εις βάρος του λαού του και η λέξη που χρησιμοποιούσε πιο πολύ ήταν το “όχι”.

Επειδή ήξερε τα προβλήματα που του δημιουργούσαν αυτές οι αλλαγές στη διάθεση, ο βασιλιάς κάλεσε όλους τους σοφούς, τους μάγους και τους συμβούλους του βασιλείου, σε σύσκεψη. “Κύριοι”, τους είπε, “όλοι σας γνωρίζετε τις αλλαγές στη διάθεσή μου. Όλοι ευνοηθήκατε κάποτε από τα κέφια μου και υποφέρατε από τους θυμούς μου. Όμως αυτός που υποφέρει περισσότερο είμαι εγώ ο ίδιος, διότι τη μία μέρα ξεκάνω αυτά που έκανα την άλλη, όταν έβλεπα πολύ διαφορετικά τα πράγματα. Θέλω,κύριοι, να εργαστείτε όλοι μαζί ώστε να βρείτε μια θεραπεία, ένα φάρμακο ή ένα ξόρκι που να με κάνει να μην είμαι τόσο αισιόδοξος, ώστε να παραβλέπω τους κινδύνους, ούτε τόσο γελοία απαισιόδοξος ώστε να καταπιέζω και να πληγώνω όσους αγαπώ.»

Οι σοφοί δέχτηκαν την πρόκληση, και για κάμποσες εβδομάδες εργάστηκαν πάνω στο πρόβλημα του βασιλιά. Παρ’ όλα αυτά, καμία αλχημεία, κανένα μαγικό και κανένα βοτάνι δεν κατάφερνε να δώσει λύση στο θέμα. Τότε, οι σύμβουλοι παρουσιάστηκαν στο βασιλιά και ομολόγησαν την αποτυχία τους. Ο βασιλιάς έκλαψε. Το επόμενο πρωί, ένας παράξενος επισκέπτης ζήτησε ακρόαση από το βασιλιά. Ήταν ένας μυστηριώδης άνθρωπος με σκούρο δέρμα που φορούσε ένα φθαρμένο μανδύα που κάποτε θα ήταν λευκός. “Μεγαλειότατε” είπε κάνοντας μια υπόκλιση. “Στον τόπο απ’ όπου έρχομαι μιλούν για τα προβλήματά σας και για τη στεναχώρια σας. Ήρθα να σας δώσω τη γιατρειά.” Και χαμηλώνοντας το κεφάλι, έδωσε στο βασιλιά ένα δερμάτινο κουτάκι. Ο βασιλιάς, με έκπληξη και αδημονία, άνοιξε το κουτάκι κι έψαξε μέσα. Υπήρχε μόνο ένα ασημένιο δαχτυλίδι. “Ευχαριστώ” είπε ο βασιλιάς ενθουσιασμένος. “Είναι ένα μαγικό δαχτυλίδι;” “Aκριβώς αυτό είναι” απάντησε ο ταξιδιώτης, “μόνο που η μαγεία του δεν ενεργεί απλώς και μόνο όταν το φοράς στο δάχτυλο..” “Κάθε πρωί, όταν σηκώνεσαι, πρέπει να διαβάζεις την επιγραφή που έχει μέσα το δαχτυλίδι και να θυμάσαι τα λόγια αυτά κάθε φορά που θα βλέπεις το δαχτυλίδι στο δάχτυλό σου.” 

Ο βασιλιάς σήκωσε το δαχτυλίδι και διάβασε δυνατά:

“Πρέπει να ξέρεις ότι και αυτό θα περάσει” .

Απόσπασμα από το βιβλίο “Να σου πω μια ιστορία” του Χόρχε Μπουκάι.
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

Μια ελληνική καρδιά (Μακρυγιάννης)

Δίπλα στο έργο αυτό το μεγάλο1, ο λόγος, μεγάλος κι αυτός. Ο Μακρυγιάννης έχει το πάθος της έκφρασης. Κάθε τόσο μιλεί σε άρχοντες και σε αξιωματικούς, στα παλικάρια του και στον απλό λαό, με λόγια μεστά, γεμάτα πειθώ, θέρμη και πίστη, για να ενθουσιάσει στη μάχη, για να συμβουλέψει το σωστό, για να καυτηριάσει το κακό. Και όχι μόνο τραγουδάει, αλλά και συνθέτει δικά του λαϊκά τραγούδια. Στα 1839 θα αποφασίσει να στολίσει την αυλή του σπιτιού του στην Αθήνα με μωσαϊκά, που συμβολίζουν τους αγώνες των Ελλήνων με τους Τούρκους και τη βαυαρική απολυταρχία. Θα βάλει και τον Παναγιώτη, το λαϊκό ζωγράφο από τη Σπάρτη, να του ζωγραφίσει μέσα σε τρία χρόνια εικοσιτέσσερις εικόνες, που αναπαρασταίνουν τις μάχες του Αγώνα. Θα γράψει μετά το τέλος του πολέμου διάφορα άρθρα στις εφημερίδες. Πάνω απ' όλα, στα 1829, στρατηγός πια, τριανταδύο χρονών, θα μάθει γράμματα και θ' αρχίσει να συγγράφει τα Απομνημονεύματά του: «Δεν έπρεπε να έμπω εις αυτό το έργον ένας αγράμματος, να βαρύνω τους τίμιους αναγνώστες και μεγάλους άντρες και σοφούς της κοινωνίας και να τους βάλω σε βάρος, να τους κινώ την περιέργειά τους και να χάνουν τις πολύτιμες στιγμές εις αυτά». Με αυτή την ταπεινοφροσύνη και την επίγνωση της αδεξιότητάς του ο Μακρυγιάννης θα χαρίσει στο έθνος του ένα μνημείο ακατάλυτο, κτήμα ες αιεί.
Αλήθεια, γιατί αυτός ο αδιάλειπτος αγώνας για την έκφραση — με το αυτοσχέδιο τραγούδι, με την εικόνα, προπαντός με την πένα, που με πολλή δυσκολία την κυβερνούν τα δάχτυλα του Μακρυγιάννη, συνηθισμένα τον πιο πολύ καιρό να κρατούν τ' άρματα του πολέμου; Γιατί στο νου και στην καρδιά του αγωνιστή αυτού ξεχειλίζει ένας κόσμος από ιδέες και συναισθήματα, ένας κόσμος ολοκληρωμένος, που βασανίζει το Μακρυγιάννη και δεν τον αφήνει να τον κρατήσει μέσα του. Για το Μακρυγιάννη ισχύει ο λόγος που άκουσε κάποτε από το Ρίλκε ένας νεαρός ποιητής, όταν του έστειλε μερικά ποιήματα και τον ρωτούσε αν άξιζε να συνεχίσει να γράφει: Αν νιώθεις την υπέρτατη ανάγκη να γράψεις· αν νιώθεις πως, αν δε γράψεις, θα πεθάνεις, τότε, τότε μόνο αποφάσισε να γράψεις και μην ακούς κανέναν άλλον. Από ένα τέτοιο αίσθημα ακατανίκητης ανάγκης σπρωγμένος και ο Μακρυγιάννης θα συνθέσει τραγούδια, θα βάλει να του κάνουν τις εικόνες του Αγώνα και προπαντός θα μάθει γράμματα στα ώριμά του πια χρόνια και θα κάνει αυτό το γράψιμο το απελέκητο, όπως ο ίδιος το χαραχτηρίζει, για να δώσει διέξοδο στις ιδέες και στα συναισθήματα που τον πλημμυρίζουν.

Πώς μορφώθηκε ο κόσμος αυτός των ιδεών αλήθεια; Ποιες στάθηκαν οι πηγές που γονιμοποίησαν τη σκέψη του Μακρυγιάννη;

Πρώτα απ' όλα βέβαια η φοβερή πείρα από τον πόλεμο και την ταραγμένη πολιτική κατάσταση που ακολούθησε, στα χρόνια του Καποδίστρια και του Όθωνα. Μα την πείρα αυτή την είχαν αποχτήσει και χιλιάδες άλλοι Έλληνες, χωρίς να νιώσουν την ανάγκη να την εκφράσουν. Ακόμα και όσοι άλλοι γράφουν ή υπαγορεύουν τα απομνημονεύματά τους από τον Αγώνα δίνουν κατά κανόνα τα περιστατικά του πολέμου μόνο, δε στοχάζονται πάνω σ' αυτά, με τον τρόπο τουλάχιστο του Μακρυγιάννη. Για το Μακρυγιάννη τα περιστατικά του πολέμου και των πρώτων χρόνων του ελληνικού βασιλείου, έτσι σημαντικά που είναι, αξίζουν βέβαια αυτά καθαυτά να κρατηθούν στη μνήμη των ανθρώπων. Από την άλλη όμως αποτελούν το υλικό μόνο για κάποιον άλλο σκοπό, πιο υψηλό. Έχει τη γνώμη πως πολλά λάθη είχαν γίνει στα πολεμικά και μεταπολεμικά χρόνια και από τους στρατιωτικούς και από τους πολιτικούς αρχηγούς. Και τα σημειώνει όλα, δίπλα στα μεγάλα πολεμικά κατορθώματα του ελληνικού λαού: «Διά όλα αυτά γράφω εδώ..., διά να χρησιμεύουν αυτά όλα εις τους μεταγενεστέρους και να μάθουν να θυσιάζουν διά την πατρίδα τους και θρησκεία τους περισσότερη αρετή... Χωρίς αρετή και πόνο εις την πατρίδα και πίστη εις την θρησκεία τους έθνη δεν υπάρχουν».

Ο σκοπός της συγγραφής του Μακρυγιάννη είναι πάνω από όλα λοιπόν διδαχτικός, για να μάθουν οι μεταγενέστεροι όχι μόνο από τα κατορθώματα των προγόνων τους, αλλά και από τα σφάλματά τους. Είναι το ίδιο πνεύμα που ωθεί τον παλιό μεγάλο ιστορικό, το Θουκυδίδη, να συγγράψει την ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου για τις μελλούμενες γενεές, για να οδηγηθούν, στην περίπτωση που θα ξεσπούσε ένας καινούριος πόλεμος, από την πείρα που θα τους έδινε η μελέτη του Πελοποννησιακού πολέμου. Ο Ηρόδοτος είχε γράψει την ιστορία του για να μη σβήσουν από το χρόνο οι πράξεις των ανθρώπων και για να μη μείνουν αδόξαστα τα μεγάλα και θαυμαστά έργα που είχαν κατορθώσει είτε οι Έλληνες είτε οι βάρβαροι. Για το Μακρυγιάννη όμως, το ίδιο όπως για το Θουκυδίδη, τα έργα των ανθρώπων πρέπει να χρησιμέψουν για την παιδεία του ελληνικού έθνους.

Τα πολεμικά και τα πολιτικά περιστατικά αποτελούν το υλικό της συγγραφής του Μακρυγιάννη· από πού όμως ο αγωνιστής αυτός αντλεί τη μόρφωσή του, για να μπορέσει να προχωρήσει και στη σύνθεση και στην ερμηνεία του υλικού του; Από τους Ευρωπαίους ιστορικούς; Όχι βέβαια, γιατί δεν κατέχει καμιά ξένη γλώσσα. Από τη μελέτη των αρχαίων Ελλήνων; Και αυτό είναι πολύ αμφίβολο. Μέσα στους ατέλειωτους πολεμικούς και πολιτικούς του αγώνες ο Μακρυγιάννης ούτε τον καιρό είχε ούτε και τα εφόδια, να σκύψει πάνω στην ιστορία των αρχαίων Ελλήνων και στα κείμενά τους. Ό,τι γνωρίζει γι' αυτούς, πολύ λίγα πράγματα, το πιο πιθανό είναι πως τα είχε ακούσει από γραμματισμένους της εποχής του. Από τον Όμηρο ξέρει τον Αχιλλέα, από την αρχαία ιστορία αναφέρει λίγους στρατηγούς και λιγότερους πολιτικούς, ξέρει και τα ονόματα του Σωκράτη και του Πλάτωνα — τίποτε άλλο.

Ασύγκριτα περισσότερο από ό,τι η επιπόλαιη αυτή επαφή με τον αρχαίο κόσμο, το Μακρυγιάννη τον έχει μορφώσει η λαϊκή προφορική παράδοση, όχι τόσο ως περιεχόμενο, όσο ως τέχνη του λόγου. Τη δυναμικότητα και την επιγραμματικότητα της φράσης του, την ακριβολογημένη έκφραση, την πλαστικότητα και την παραστατικότητα της περιγραφής του, την ικανότητα με λίγα λόγια να χαραχτηρίζει οξύτατα ένα πρόσωπο ή ένα έργο — όλα αυτά τα έχει ο Μακρυγιάννης μάθει από το σύγχρονο προφορικό λαϊκό λόγο, που κρατιέται αγνός, έξω από την επίδραση του λογιοτατισμού και της κούφιας ρητορείας. Στην υπηρεσία του λόγου του μπαίνουν ακόμα η λαϊκή παροιμία και ο λαϊκός αίνος, η φανταστική δηλαδή ιστορία, που χρησιμοποιεί συχνά τα ζώα για ήρωες και έχει συμβολική σημασία, για να ελεγχθούν των ανθρώπων οι χαρακτήρες και τα έργα...

Μα ο Μακρυγιάννης δεν έμεινε ο λαϊκός αφηγητής με την απλοϊκή θυμοσοφία του. Στα χρόνια του πολέμου, τις ατέλειωτες νύχτες που ξημερώθηκε με τ' άρματα στο χέρι, στα μεταπολεμικά χρόνια, όταν έσκαβε το περιβόλι του στην Αθήνα, ο Μακρυγιάννης είχε όλον τον καιρό να στοχαστεί· και στοχάστηκε βαθιά πάνω στα έργα του Θεού και των ανθρώπων.

Ας ακούσουμε ένα στοχασμό του: «Όσο αγαπώ την πατρίδα μου, δεν αγαπώ τίποτας! Να 'ρθει ένας να μου πει ότι θα πάγει ομπρός η πατρίδα, στέργομαι να μου βγάλει και τα δυο μάτια· ότι, αν είμαι στραβός και η πατρίδα μου είναι καλά, με θρέφει. Αν είναι η πατρίδα μου αχαμνά, δέκα μάτια να 'χω, στραβός θε να είμαι, ότι σ' αυτείνη θα ζήσω». Εδώ η σκέψη του Μακρυγιάννη ανταμώνεται με του Θουκυδίδη: (μιλεί ο Περικλής) «εγώ πιστεύω πως όταν η πόλη προκόβει σαν σύνολο, ωφελεί τα άτομα περισσότερο παρά όταν τα άτομα σ' αυτήν ευτυχούν, η ίδια όμως σαν σύνολο καταστρέφεται· γιατί όταν ένας πολίτης ευτυχεί ως άτομο, όταν καταστραφεί η πατρίδα του, χάνεται κι αυτός το ίδιο μαζί της, ενώ, αν κακοτυχεί μέσα σε μια πόλη που ευτυχεί, σώζεται και ο ίδιος ευκολότερα»...

Είναι χαρακτηριστικό πως καμιά λέξη δεν ξαναγυρίζει τόσο συχνά στο κείμενο του Μακρυγιάννη, όσο η λέξη αρετή — αρετή και με την πολεμική και με την πολιτική και με την ηθική της σημασία.

Αν τώρα θελήσουμε ν' αναλύσουμε κάπως πιο προσεχτικά την πολλαπλή αυτή χρήση της λέξης αρετή στο Μακρυγιάννη, εύκολα θα πιστοποιήσουμε πως καμιά δεν ξεστρατίζει από το περιεχόμενο που της έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες. Οι αρετές, που απαιτεί ο Μακρυγιάννης, από τον εαυτό του πρώτα και έπειτα από τους άλλους Έλληνες, είναι οι αρετές που καθιέρωσε η αρχαία ελληνική ηθική.

Πρώτα απ' όλα η πίστη στο Θεό και στην πατρίδα: «Εσύ, Κύριε, θ' αναστήσεις τους πεθαμένους Έλληνες, τους απογόνους αυτεινών των περίφημων ανθρώπων, οπού στόλισαν την ανθρωπότη μ' αρετή. Και με τη δύναμή Σου και τη δικαιοσύνη Σου θέλεις να ξαναζωντανέψεις τους πεθαμένους. Και η απόφασή Σου η δίκια είναι να ματαειπωθεί Ελλάς, να λαμπρυνθεί αυτείνη και η θρησκεία του Χριστού, και να υπάρξουν οι τίμιοι και αγαθοί άνθρωποι, εκείνοι οπού περασπίζονται τον δίκιον».

Ακόμα, η αγάπη της τιμής, η φιλοτιμία, ένα από τα πιο χαραχτηριστικά στοιχεία του ελληνικού ηρωικού χαραχτήρα από τα χρόνια του Ομήρου κιόλας, θα σφραγίσει την προσωπικότητα του Μακρυγιάννη από εφτά χρονών παιδί ως τα βαθιά του γεράματα. Όπως για τον ομηρικό ήρωα η μεγαλύτερη προσβολή είναι να τον ντροπιάσουν, αυτό θα πει να του αρνηθούν την τιμή, που έχει το δικαίωμα να την απαιτεί η παλικαριά του· όπως για τον ομηρικό ήρωα δεν υπάρχει πιο μεγάλη ατιμία από το να του αρνηθούν τα όπλα που του ανήκουν εξαιτίας της πολεμικής αρετής του, το ίδιο και για τον αγωνιστή του Εικοσιένα και το άτομό του και τα άρματά του απαιτούν την τιμή που απόχτησαν στους πολέμους. Όταν ο Καποδίστριας, παρασυρμένος από κακές εισηγήσεις, βγάζει διαταγή να συλλάβουν το Μακρυγιάννη ως επαναστάτη, εκείνος παρουσιάζεται μπροστά του να διαμαρτυρηθεί, και αφού του αναφέρει τις θυσίες του για τον Αγώνα, προσθέτει: «Τούτα τ' άρματα δε μου τα ντρόπιασε ο Θεός, οπού τα 'χω από δεκαπέντε χρονών παιδί· θέλει να μου τα ντροπιάσει ο Κυβερνήτης της πατρίδας μου; Λάβε τα!» Έτσι, και αν ακόμα ντροπιαστεί ο ίδιος οδηγημένος στη φυλακή, τ' άρματά του, παραδομένα πιο πριν στον αρχηγό του κράτους, θα διατηρήσουν την τιμή τους αλώβητη. Και όταν ο Καποδίστριας, συγκινημένος, δοκιμάζει να ξαναβάλει τα τιμημένα όπλα στο ζωνάρι του Μακρυγιάννη, εκείνος αρνιέται να τα δεχτεί, ώσπου αναγκάζει τον Κυβερνήτη να του ορκιστεί πως ούτε τον ίδιον θέλει να ντροπιάσει.

Χαραχτηριστικά της προσωπικότητας του ρουμελιώτη αγωνιστή είναι ακόμη η αμεροληψία του, η ανεξικακία του, η τιμιότητά του, τέλος η ημερότητά του. Ακόμα και στους αντίμαχους αναγνωρίζει πολύ συχνά την πολεμική αρετή: «Δεν κατηγοριώνται ούτε οι Έλληνες εις την αντρειά ούτε οι Τούρκοι· σαν λιοντάρια πολέμησαν και τα δύο μέρη». Πάνω από τα προσωπικά συμφέροντα και τις φιλίες, χωρίς ιδιοτέλεια, παλεύει μέσα στα ξαναμμένα πάθη να καταπολεμήσει τη διχόνοια και τον εμφύλιο σπαραγμό των Ελλήνων. Και αν ώρες ώρες απογοητεύεται σαν άνθρωπος και νιώθει την ψυχή του «ν' αδειάζει από την κακία γύρω του», σαν αθάνατος Έλληνας που είναι ξαναπαίρνει δύναμη και συνεχίζει τον αγώνα του κάνοντας το καλό και πολεμώντας το κακό, όπου νομίζει πως το βρίσκει.

Δεν είμαι ιστορικός του Εικοσιένα, για να κρίνω αν ο Μακρυγιάννης αδίκησε τους σύγχρονους πολιτικούς και στρατιωτικούς ηγέτες μιλώντας γι' αυτούς με τόση αυστηρότητα, ούτε κι αν ο ίδιος δεν έκανε πολιτικά και πολεμικά σφάλματα. Εκείνο που θέλω να βεβαιώσω είναι η ειλικρίνεια της κρίσης του. Ο ίδιος άλλωστε ζητεί, αν κάνει λάθος, να τον διορθώσουν. Και για τον εαυτό του τονίζει: «Μπορώ ως άνθρωπος, κι αγράμματος κι απλός, να 'καμα περισσότερα και δεν το αιστάνομαι, ή δεν μπορώ να δικάσω του λόγου μου μόνος μου»...

Εκεί που η αγάπη του Μακρυγιάννη δε γνωρίζει όρια, είναι όταν μιλεί για τον απλό λαό, που είχε πάρει μέρος στον Αγώνα. Είναι οι αθάνατοι Έλληνες, όπως κάθε τόσο τους αποκαλεί· ο ευλογημένος λαός της Ελλάδας, και αυτός ο χαρακτηρισμός είναι συχνός στο Μακρυγιάννη. «Πατρίς, να μακαρίζεις όλους τους Έλληνες, ότι θυσιάστηκαν διά σένα να σ' αναστήσουνε, να ξαναειπωθείς άλλη μίαν φορά ελεύτερη πατρίδα, οπού ήσουνε χαμένη από τον κατάλογον των εθνών. Όμως να θυμάσαι και να λαμπρύνεις εκείνους οπού πρωτοθυσιάστηκαν εις την Αλαμάνα πολεμώντας με τόση δύναμη Τούρκων, κι εκείνους που αποφασίστηκαν και κλείστηκαν σε μια μαντρούλα με πλίθες, αδύνατη, εις το χάνι της Γραβιάς, κι εκείνους οπού λιώσανε τόση Τουρκιά και πασάδες εις τα Βασιλικά, κι εκείνους οπού αγωνίστηκαν σαν λιοντάρια εις την Λαγκάδα του Μακρυνόρου... Αυτείνοι σε ανάστησαν»...

Στη μόλις απελευθερωμένη Ελλάδα βλέπει γύρω του τους παλιούς αγωνιστές να γυρίζουν στους δρόμους γυμνοί και ξιπόλητοι, και τις χήρες των νεκρών του πολέμου και τα ορφανά παιδιά τους να διακονεύουν. Και αποφασίζει να τους βοηθήσει με κάθε τρόπο· γιατί, όπως είναι από τον απλό λαό και ο ίδιος βγαλμένος, νιώθει μιαν απέραντη αγάπη για την ανώνυμη μάζα του ελληνικού λαού, που είχε ασωτέψει τη ζωή της και την περιουσία της στον Αγώνα χωρίς καμιά ιδιοτέλεια, και τώρα δυστυχεί από την ανικανότητα ή και από την αδυναμία των πολιτικών αρχών να τους παρασταθούν. Και δεν περιορίζεται μόνο σε λόγια διαμαρτυρίας ο Μακρυγιάννης, για ν' ανακουφίσει τους πονεμένους αγωνιστές και τις ορφανεμένες οικογένειες· στα 1835 κάνει μιαν αναφορά στην Κυβέρνηση: «Επειδήτις όσοι αγωνίστηκαν πεθαίνουν από την πείναν και την ταλαιπωρίαν, καθώς και χήρες των σκοτωμένων και παιδιά τους, τον μιστόν οπού μου δίνετε διατάξετε να μου κοπεί όλος και να τον δίνετε εις τους αγωνιστάς και χήρες κι αρφανά των σκοτωμένων».

«Αποφασίζω να δικαιώσω τους αδικημένους». Η φράση αυτή του Μακρυγιάννη λες κι είναι ξεσηκωμένη από την Αθηναίων Πολιτεία του Αριστοτέλη, ή και από τους επιτάφιους λόγους του 5ου και του 4ου π.Χ. αιώνα, που δεν κουράζονται ν' αναφέρουν πως ένα από τα καυχήματα της αθηναϊκής δημοκρατίας από το Σόλωνα και έπειτα ήταν ότι κάθε πολίτης είχε το δικαίωμα να βοηθεί τους αδικημένους, επαμύνειν τοις αδικουμένοις.

Η δικαίωση των αδικημένων παίρνει στο Μακρυγιάννη και μιαν άλλη, χαρακτηριστική μορφή.

Αν το ιδανικό της αρχαίας ελληνικής δημοκρατίας ήταν όχι μόνο η εθνική ελευθερία του λαού, αλλά και η πολιτική ελευθερία του ατόμου, τότε για κανέναν άλλον αγωνιστή του Εικοσιένα δεν μπορούμε να πούμε πως ενσάρκωσε εντονότερα το ιδανικό αυτό από το Μακρυγιάννη. Ο Μακρυγιάννης είναι ο κατ' εξοχήν δημοκράτης αγωνιστής. Πόσο βαθιά ένιωθε τις υποχρεώσεις του απέναντι στην πατρίδα του, και όταν ήταν σκλαβωμένη και ύστερα που ελευθερώθηκε, το έδειξε με το έργο του. Σα γνήσιος όμως δημοκράτης έχει και όλη την επίγνωση των δικαιωμάτων του λαού που πολέμησε και τυραννήθηκε. Στο πάθος του για την πολιτική ισότητα και δικαιοσύνη ξαναζεί το πάθος του ασκραίου Ησιόδου, όταν γυρεύει και αυτός να πολεμήσει την αδικία των αρχόντων: «από δικαιοσύνη διψάγει η πατρίδα και 'λικρίνεια· όποιοι την κυβερνούνε, ο Θεός να τους φωτίσει και να τους οδηγήσει εις αυτό». Και όπως ο Ησίοδος πάλι, για να χαραχτηρίσει την αυθαιρεσία των αρχόντων, επινοεί τον αίνο του γερακιού, που κρατεί στα νύχια του μιαν αηδόνα, το ίδιο και ο Μακρυγιάννης, για να χαραχτηρίσει τον απολυταρχισμό του Καποδίστρια χρησιμοποιεί τον αίνο του κακού ανθρώπου, που έπεισε το άλογο ν' αφήσει να το καβαλικέψει, για να σκοτώσουν το θηρίο, και έπειτα εξακολούθησε να μένει καβάλα πάνω του, αφήνοντάς το νηστικό και φορτωμένο.

Όταν πάλι, και πιο παλιά, προπαντός όμως έπειτα από την αυθαίρετη διοίκηση της βαυαρικής κυβέρνησης, ο Μακρυγιάννης ζητεί με μιαν επιμονή ανεξάντλητη να γίνουν νόμοι, νόμοι στέρεοι, νόμοι πατρικοί, για να διοικηθούν οι Έλληνες σαν άνθρωποι· όταν λέει: «δεν ήθελα χρήματα και βιο· ήθελα σύνταμα για την πατρίδα μου, να κυβερνηθεί με νόμους και όχι με το έτσι θέλω», τον βλέπουμε να συνταιριάζει τη σκέψη του μ' έναν άλλο μεγάλο αρχαίο Έλληνα, που κι αυτόν δεν τον γνώριζε, με τον αθηναίο νομοθέτη τον Σόλωνα, που ήξερε κι αυτός πως μόνο η ευνομία σώζει τους λαούς...

Ένας ακόμα τέλος στοχασμός του δημοκράτη, που θα έπρεπε να τον αποστηθίζουν όλα τα παιδιά της Ελλάδας στα σχολεία, για να γίνει οδηγός της πολιτικής τους αργότερα ζωής: «Τούτην την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί και αμαθείς, και πλούσιοι και φτωχοί, και πολιτικοί και στρατιωτικοί, και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι. Όσοι αγωνιστήκαμεν αναλόγως ο καθείς, έχομεν να ζήσομεν εδώ. Το λοιπόν δουλέψαμε όλοι μαζί, και να μη λέγει ούτε ο δυνατός εγώ, ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγει ο καθείς εγώ; Όταν αγωνιστεί μόνος του και φτιάσει ή χαλάσει, να λέγει εγώ. Όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκιάνουν, τότε να λένε εμείς. Είμαστε εις το εμείς και όχι εις το εγώ!»...


1. Ενν. το πολεμικό έργο του Μακρυγιάννη.

I. Θ. Κακριδής

ebooks.edu.gr
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki