Saturday 1 August 2020

Γονείς και παιδιά: Η πιο ευχάριστη δύσκολη σχέση

Η μητέρα ενός υποψηφίου Πανελλαδικών εξετάσεων αποφάσισε να τακτοποιήσει το δωμάτιο του γιου της, προκειμένου να τον απαλλάξει από τη διαδικασία, έτσι ώστε όταν επιστρέψει να έχει χρόνο να ξεκουραστεί και να ασχοληθεί με το διάβασμά του. 
Αφού σκούπισε και ξεσκόνισε το δωμάτιο, έβαλε σε μια τάξη το γραφείο του, τοποθετώντας όλα τα βιβλία του το ένα δίπλα στο άλλο με τυχαία διάταξη. 
Όταν ο γιος της επέστρεψε, ακολούθησε ένας μεγάλος καυγάς μεταξύ τους και ο τελευταίος την κατηγορούσε διότι κατά το συμμάζεμα, δεν φρόντισε να τοποθετήσει τα βιβλία του με τη σειρά που ο ίδιος ήθελε και συνέπεια αυτού θα ήταν η εκ νέου τακτοποίησή τους από τον ίδιο.
Εάν ήσασταν παρατηρητής του παραπάνω συμβάντος, ποιανού το μέρος θα παίρνατε; 
Και οι δύο διαφωνούντες έχουν ισχυρά τεκμήρια προκειμένου να υποστηρίξουν τη θέση τους. 
Από τη μια πλευρά, η μητέρα θέλησε να βοηθήσει το παιδί της στη δύσκολη αυτή περίοδο που διένυε, βάζοντας σε μια τάξη το δωμάτιό του, ώστε ο ίδιος να εξοικονομήσει χρόνο από το διάβασμα και την ξεκούρασή του. Δεν σκέφτηκε όμως, ότι βάζοντας τα βιβλία του όπου να’ ναι, ενδεχομένως να προκαλέσει μεγάλη σύγχυση στην οργάνωση του γιου της. 
Από την άλλη, ο γιος εκνευρίστηκε με την κίνηση της μητέρας του, καθώς δεν φρόντισε να τον ενημερώσει σχετικά με την καθαριότητα του δωματίου του, αλλά δεν σκέφτηκε ότι η ίδια, έκανε αυτή την κίνηση, εξ’ αγνών προθέσεων ορμώμενη.
Το παραπάνω συμβάν, αποκρυπτογραφεί εμμέσως πλην σαφώς τη σχέση που ντύνει πολλούς γονείς με τα παιδιά τους και γενικότερα, τις σχέσεις που έχουν πολλοί άνθρωποι μεταξύ τους. 
Πολύ συχνά, διαφωνούμε και ενίοτε χαλάμε τις σχέσεις μας με τους ανθρώπους γύρω μας, διότι εστιάζουμε στο αποτέλεσμα των πράξεών τους, -το οποίο ενδεχομένως να μην μάς αφήνει ικανοποιημένους- αμελώντας να ερευνήσουμε τις πραγματικές τους προθέσεις.
Δεν είναι λίγα εκείνα τα παιδιά, των οποίων οι σχέσεις με τους γονείς τους έχουν τσαλακωθεί και οι λόγοι στους οποίους οφείλεται αυτό, ποικίλουν ανά περίπτωση. 
Το πολυσύχναστο αυτό μονοπάτι των διαφωνιών, πολλές φορές οδηγεί στην πλήρη αποξένωση των παιδιών από τους γονείς τους, ενώ στην πραγματικότητα ο ρόλος του θα έπρεπε να είναι συμφιλιωτικός. 
Έλλειψη στήριξης από τους γονείς, εγκάθετες συμβουλές που αποσκοπούν στην εκπλήρωση ονείρων που δεν κατάφεραν να πετύχουν οι ίδιοι, λανθασμένοι τρόποι διαπαιδαγώγησης, αδυναμία και άρνηση κατανόησης των πεποιθήσεων των παιδιών και άλλα πολλά, είναι ορισμένα από τα περιεχόμενα της φαρέτρας των παραπόνων των παιδιών.

Στο πλαίσιο μιας διαφωνίας, πάντοτε υπάρχουν τουλάχιστον δυο αντιμαχόμενες πλευρές. Κάθε μια από αυτές, λαμβάνει ως δεδομένα κάποια πράγματα και με βάση αυτά διαμορφώνει μια άποψη την οποία υποστηρίζει. 

Η σύγκρουση έρχεται όταν τα δεδομένα αυτά δεν είναι ίδια για τις δυο πλευρές κι έτσι ο κάθε ένας προσπαθεί με κάθε τρόπο να αποδείξει ότι έχει δίκιο. Αν όμως εγκύψει κανείς στο φαινόμενο με μια πιο διεισδυτική ματιά, θα διαπιστώσει πως και οι δύο πλευρές έχουν κάθε λόγο να αισθάνονται αδικημένες, ενώ ταυτόχρονα αδικούν.

Όταν ένας γιατρός χορηγεί ένα φάρμακο σε έναν ασθενή, οφείλει να λάβει υπ’ όψιν του τη δομή του οργανισμού του, καθώς ενδέχεται να προκληθούν βλάβες, αν του χορηγηθούν ουσίες στις οποίες είναι αλλεργικός. 

Ουσιαστικά, ο γιατρός έχει την υποχρέωση να λειτουργήσει με βάση μια συγκεκριμένη θεραπεία, η οποία όμως πρέπει να εφάπτεται πλήρως στις ανάγκες και τον τρόπο λειτουργίας του οργανισμού του ασθενή, διαφορετικά θα δημιουργήσει ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα στον ίδιο. 
Σε ένα ακριβώς παράλληλο πλαίσιο, ο στόχος ενός γονέα είναι να μεταλαμπαδεύσει στο παιδί του αξίες και ιδανικά, τα οποία  θα το αγκαλιάζουν σε όλη του τη ζωή. 
Το μεγάλο λάθος που γίνεται όμως από τους γονείς, είναι εκείνο που αν κάνει κάποιος γιατρός, ίσως να του κοστίσει τη δουλειά του. 
Δεν φροντίζουν ώστε να μάθουν τον τρόπο με τον οποίο τα παιδιά τους δέχονται τα νέα δεδομένα και προσπαθούν να τα γαλουχήσουν, δίχως να έχουν ερευνήσει τις «αλλεργίες» τους. 
Ο κάθε άνθρωπος, έχει έναν δικό του μηχανισμό υποδοχής νέων πληροφοριών, οι οποίες μπορούν να εισέλθουν σε αυτόν, μονάχα όταν αυτές ταυτίζονται με τη λειτουργία του. Αν ο γονέας δεν ανακαλύψει αυτό το μηχανισμό, τότε όσο καλοπροαίρετα κι αν προσπαθεί να «περάσει» στο παιδί του αυτό που θέλει, δεν πρόκειται να τα καταφέρει ποτέ.

Ποιοι είναι άραγε οι λόγοι που ένα παιδί αισθάνεται πιεσμένο από το οικογενειακό του περιβάλλον; 

Τι είναι αυτό που οδηγεί στην καταστροφή της γέφυρας επικοινωνίας με τους γονείς του; Το μόνο σίγουρο είναι πως δεν γίνεται η μια πλευρά να έχει πάντα δίκιο. 
Εξαιρώντας τις ιδιάζουσες, ειδεχθείς περιπτώσεις γονέων που εκ προθέσεως αμελούν τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών τους, μπορούμε με μεγάλη σιγουριά να συμφωνήσουμε στο ότι κάθε γονέας ενδιαφέρεται για το καλό του παιδιού του και προσπαθεί με κάθε τρόπο να του το προσφέρει. 
Και αυτό είναι το σημείο που οφείλει κάθε παιδί να σταθεί, προτού βιαστεί να κατηγορήσει το γονέα του. Είναι καλό πολλές φορές να σκέφτεται τις προθέσεις του, να αξιολογεί λίγο καλύτερα το «γιατί» και να μην εστιάζει μονάχα στο αποτέλεσμα. Ακόμη κι αν η διαφωνία είναι κάθετη σε κάποιο θέμα, ίσως είναι μεγάλο σφάλμα η λύση του διαπληκτισμού.
Πολλές φορές, απογοητευόμαστε από τους συνανθρώπους μας, όχι τόσο επειδή δεν έκαναν κάτι καλό για εμάς, αλλά επειδή δεν έκαναν αυτό που θα θέλαμε να κάνουν για μας. 
Έχουμε αυτή την κακή συνήθεια, να εστιάζουμε μονάχα στο αποτέλεσμα των πράξεών τους, να μην αξιολογούμε σωστά τις ενέργειές τους και προτιμούμε να έρθουμε σε ρήξη μαζί τους, αντί να φιλτράρουμε καλύτερα τις προθέσεις τους. 
Η μητέρα του παιδιού, θα μπορούσε να ρωτήσει τον γιο της προτού καθαρίσει το δωμάτιό του, ώστε να γνωρίζει ακριβώς πώς να τον ικανοποιήσει στο μέγιστο βαθμό. 
Ο γιος, θα μπορούσε να δει την όμορφη πλευρά της κίνησης της μητέρας του και να την ευχαριστήσει για τις γλυκιές προθέσεις της, αντί να μαλώσει μαζί της επειδή δεν έγιναν όλα ακριβώς όπως εκείνος ήθελε.

Ασφαλώς, όλα αυτά δεν αποτελούν τον κανόνα και δε σημαίνει πως όλα τα προβλήματα μπορούν να λυθούν τόσο εύκολα, είναι όμως κρίμα να μην προσπαθούμε για πράγματα που μπορούν να φτιάξουν τη ζωή μας προς το καλύτερο. Άλλωστε, το γυμναστήριο δεν θα μάς βοηθήσει να ανέβουμε τις σκάλες του μετρό, όμως αν βάλουμε τη γυμναστική στο πρόγραμμά μας, τότε το ανέβασμα θα γίνει πιο εύκολο.


Ο Κωνσταντίνος Φεργαδάκης, εκπαιδευτικός (μαθηματικός) στον εκπαιδευτικό οργανισμό «Ορίζοντες» \ MSc Business Mathematics


patris.gr

Η δύσκολη ζωή των μικρών λούστρων στην πρωτεύουσα

Η πιο ταλαιπωρημένη και πολυπληθής φυλή χαμινιών στην Αθήνα ήταν αυτή των στιλβωτών, των μικρών λούστρων.
Κατάγονταν σχεδόν όλοι από δύο δήμους της επαρχίας Μεγαλόπολης, τον ομώνυμο Δήμο Μεγαλόπολης και τον Δήμο Λυκοσούρας. Από τον πρώτο τα περισσότερα παιδιά προέρχονταν από τα χωριά Αγηιάσμπεη (Ψαθί), Αλιάγα (Βρυσούλες), Κιοσέ (Γέφυρα), Μερζέ (Εκκλησούλα) και Τσαπόγα (Μαλωτά) και από τον δεύτερο κυρίως από Ίσαρι και Αστάλα. 
Τα παιδιά αυτά εργάζονταν από όρθρου βαθέος μέχρι τη νύχτα έχοντας το καθένα ορισμένο μέρος. Συνήθως, ένα παιδί και συχνά δύο, βρίσκονταν στα στέκια τους όλη την ημέρα υπομένοντας τις καιρικές συνθήκες. 
Το ημερήσιο κέρδος τους δεν ξεπερνούσε τη μιάμιση δραχμή την ημέρα. Το κυριότερο πρόβλημα που μάστιζε αυτή την κατηγορία των παιδιών ήταν η σωματεμπορία. 
Αντίθετα με ότι συνέβαινε με τις δύο άλλες μεγάλες κατηγορίες, τους οψοκομιστές και τους εφημεριδοπώλες, οι στιλβωτές υποδημάτων, οι μικροί λούστροι, παρέμεναν σε δουλεία μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα. 
Έτσι καταμεσής των Αθηνών, άνθρωποι που είχαν ως επίσημο επάγγελμα το στίλβωμα υποδημάτων εκμεταλλεύονταν τα μικρά χαμίνια. Μετέβαιναν στα χωριά καταγωγής τους και μίσθωναν τα παιδιά από τους γονείς τους με συμβόλαιο και έναντι εκατό δραχμών ετησίως! 
Ύστερα οδηγούσαν τα παιδιά στην πρωτεύουσα και τα έβαζαν να δουλεύουν νυχθημερόν για λογαριασμό τους. Και υφίσταντο πραγματικά μαρτύρια εάν δεν συγκέντρωναν μία ή δύο δραχμές. Αλλοίμονο αν το παιδί δεν έφερνε τα λεφτά στον «μάστορή» του το απόγευμα.

Στεγασμένα σε ελεεινά δωμάτια, στοιβάζονταν ακόμη και δέκα παιδιά σε έναν χώρο στον οποίο μόλις χωρούσαν να μείνουν τρία ή τέσσερα παιδιά. 
Το μεσημέρι έτρωγαν όπως – όπως και εάν ο μάστορης τους άφηνε δέκα ή δεκαπέντε λεπτά από την είσπραξη. Εξάλλου, στη συμφωνία με τους γονείς τους είχε προβλέψει να τους δίνει μόνον ένα γεύμα κάθε απόγευμα. 
Τα συνήθη προϊόντα που κατανάλωναν ήταν ψωμί και ελιές. 
Σε περίπτωση που ασθενούσαν τα παιδιά σπάνια τα επισκεπτόταν γιατρός, παρά τις προβλέψεις των συμβολαίων τους, ενώ τους απαγόρευαν ουσιαστικά να παρακολουθήσουν τη Σχολή του Παρνασσού ισχυριζόμενοι ότι ήταν τόπος διαφθοράς! Υπήρξε εποχή κατά την οποία περίπου τριακόσια παιδιά υφίσταντο αυτού του τύπου τις ταλαιπωρίες.
Ένας και μόνον μάστορης διαφέντευε σαράντα έως πενήντα παιδιά, τα οποία στέγαζε σε τρώγλες της περιοχής των Αγίων Αναργύρων Ψυρρή. Εκείνος εισέπραττε καθημερινά εισόδημα περίπου εκατό δραχμών, την ώρα που οι μικροί λούστροι λιμοκτονούσαν στους δρόμους της πόλης. Οι σωζόμενες περιγραφές είναι δραματικές. Γι’ αυτό δόθηκε ολόκληρος αγώνας εκ μέρους του «Παρνασσού» που κατήγγειλε τους σωματέμπορους καταφέρνοντας να αποσπάσει από τα χέρια τους τα παιδιά και να τους δώσει στέγη, τροφή και εκπαίδευση. Τα πράγματα φαίνεται πως καλυτέρευαν περί τα τέλη του 19ου αιώνα, χωρίς ωστόσο να εξαφανιστεί το φαινόμενο της σωματεμπορίας των χαμινιών, τα οποία τόσο έχουν αδικηθεί απ’ όσους έχουν ασχοληθεί σχετικά.

Οι αντιδράσεις τερμάτισαν τα «συμβόλαια σκλαβιάς»
Τα παιδιά αυτά παρουσιάστηκαν ως αλητάκια, χωρίς να αναφέρονται οι λόγοι και οι τρόποι με τους οποίους έφταναν στα πεζοδρόμια της πόλης. 
Τη θέση των προηγούμενων σωματεμπόρων πήραν στη συνέχεια άλλοι, που ασκούσαν το επάγγελμα του εμβαλωματού (μπαλωματή) ή του οινοπώλη. 
Ωστόσο, οι αντιδράσεις που σημειώθηκαν καλυτέρευσαν τις συνθήκες μέσω των οποίων μπορούσε πλέον κάποιος να «νοικιάσει» φτωχά παιδιά. 
Στο γύρισμα του 19ου προς τον 20ό αιώνα τα συμβόλαια σκλαβιάς εξαφανίζονταν πλέον, με αυστηρή παρέμβαση της πολιτείας, ενώ και οι δομές προστασίας της παιδικής ηλικίας αυξάνονταν και προσαρμοζόταν σταδιακά στα ευρωπαϊκά δεδομένα. Τα φαινόμενα εκμετάλλευσης και κακομεταχείρισης βεβαίως δεν εξαφανίστηκαν, αλλά μειώθηκαν αισθητά και τα παιδιά των δρόμων βίωναν καλύτερες συνθήκες ζωής. 
Πλούσια στοιχεία για τη ζωή τους είναι διεσπαρμένα σε γνωστά λογοτεχνικά έργα.

Γράφει ο Ελευθέριος Σκιαδάς
Πηγή: taathinaika.gr
newsbreak.gr

Καλή Παναγιά !

Καλή Παναγιά!

Πόσο μου αρέσει αυτή η Ευχή!
Πόσο όμορφη είναι!

Είναι Αγιορείτικη Ευχή.
Οι μοναχοί του Αγίου Όρους τιμούν την Κυρά τους.

Τί θα πει όμως «Καλή Παναγιά»;
Υπάρχει και κακή Παναγιά;

Όχι, δεν υπάρχει κακή Παναγιά. Μη σας μπαίνουν τέτοιες ιδέες. Ευφυολογήματα για εξυπνακίστικες ατάκες.
Όπως δεν υπάρχουν κακά Χριστούγεννα.
Όπως δεν υπάρχει κακό Πάσχα.

Καλή Παναγιά, θα πει: Να είναι καλή η περίοδος μέχρι τον Δεκαπενταύγουστο, την μέρα που τιμούμε την Παναγία μας.
Αυτό θα πει.

Ο Άγιος Παΐσιος και άλλοι  σύγχρονοι Πατέρες, δίνουν την εξής  απάντηση: Όταν οι πιστοί λένε την ευχή «Καλή Παναγιά», ο όρος Παναγιά, δεν αντιστοιχεί στο πρόσωπο της Θεομήτορος, αλλά στην περίοδο του «Δεκαπενταύγουστου», με κατάληξη την ημέρα του εορτασμού της κοιμήσεως της Θεοτόκου. Κατά συνέπεια, είναι σαν να λέμε «Καλό Δεκαπενταύγουστο» (Καλό Πάσχα του καλοκαιριού), ή καλή μικρή Σαρακοστή! Η  ευχή  λοιπόν «Καλή Παναγιά» σημαίνει: «Καλό ταξίδι στις αρχές του ονείρου που θα βρει απάγκιο τον Δεκαπενταύγουστο!» Και κατά τον Άγιο Παΐσιο «Καλή Παναγιά» πάει να πει, με το καλό να συναντήσουμε στους ναούς  την Παναγιά που έχει βγει για να  βρει και να παρηγορήσει τους αναγκεμένους!.

Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki