Monday, 27 March 2023

Μη φοβάσαι μικρό μου...

Μη φοβάσαι, μικρό μου.
Η μανούλα ποτέ
δε θ΄ αφήσει κανέναν
να πειράξει το σπλάχνο της.

Μη φοβάσαι, μικρό μου.
Το δικό μου το χέρι
ποτέ δε θ΄ απλώσω
με βία επάνω σου άκαρδη,
τη μικρή σου καρδιά
να πληγώσω.
Μη φοβάσαι, μικρό μου.
Παραμύθια με τέρατα,
με δράκους και μάγισσες
που τρων τα παιδάκια,
ποτέ μα ποτέ
το γλυκό σου τον ύπνο,
τα γαλάζια σου όνειρα,
δε θα ταράξουν.

Μη φοβάσαι, μικρό μου.
Εδώ είμαι για σένα,
το Καλό να σου μάθω.

Μη φοβάσαι, μικρό μου.
Για σένα,
πανοπλία Αγάπης
υφαίνουν τα χέρια μου
το κακό και το άδικο
ποτέ, μα ποτέ
μη σ΄ αγγίξουν,

Σ΄ Αγαπώ, μη φοβάσαι, μικρό μου.

Ασπίδα η Αγάπη,
πύργος ουράνιος,
απόρθητος,
ήλιος μεσούρανος,
σκορπίζει, διαλύει
του μαύρου του φόβου
τα σύννεφα,
και δύναμη δίνει
σταθερά να μαθαίνεις.

Σ΄ Αγαπώ, μη φοβάσαι μικρό μου.

Κάποια χρόνια, αργότερα,
γελαστό και γενναίο,
μαχητής – νικητής,
της ζωής την ευθεία,
τη στράτα του Καλού
και του Όμορφου,
με χαρά θα διαβαίνεις.

Βασιλική Π. Δεδούση
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

Ο Ήλιος και το Νερό. Ένα Παραμύθι από τη Νιγηρία

    Μια φορά κι έναν καιρό, τότε που όλα πάνω στη γη ήταν αλλιώτικα, ο ήλιος και το νερό ζούσαν μαζί κι έκαναν παρέα.
Ο ήλιος πήγαινε συχνά επίσκεψη στο νερό, μα το νερό ποτέ δεν τον είχε επισκεφτεί.
     -"Γιατί δεν έρχεσαι και συ στο παλάτι μου;" ρώτησε μια μέρα ο ήλιος το νερό.
     -"Δεν μπορώ, ήλιε μου", απάντησε το νερό.
     "Γιατί, αν έρθω, πρέπει να φέρω μαζί μου όλους τους συγγενείς μου".
     -"Και γι' αυτό, καλό μου νερό, ανησυχείς;" είπε ο ήλιος.
     "Το παλάτι μου είναι μεγάλο. Έχει χώρο για όλους σας. Ελάτε και μη νοιάζεστε καθόλου", είπε αποφασιστικά ο ήλιος.
     Έτσι, το νερό μάζεψε όλους τους συγγενείς του και κίνησαν για το λαμπρό παλάτι του ήλιου. Ήταν το νερό της θάλασσας, το νερό των ποταμών, το νερό των πηγών και των λιμνών, ήταν οι βροχές, οι θύελλες κι οι καταιγίδες, ήταν και τι δεν ήταν...
     Όταν έφτασαν στο παλάτι του ήλιου, εκείνος κατέβηκε να τους υποδεχτεί.
     -"Καλώς τους", πρόφτασε να πει, μα πριν αποσώσει τα λόγια του, το νερό χύθηκε μέσα στο παλάτι και πλημμύρισε τα πρώτα πατώματα.
     Ο ήλιος, ξαφνιασμένος, έτρεξε κι ανέβηκε στα τελευταία πατώματα, μα σε λίγο, έβλεπε, με τρόμο, το νερό να γεμίζει το παλάτι του.
     -"Σου το είπα πως είμαστε πολλοί", του είπε το νερό, καθώς έβλεπε τον ήλιο να χλομιάζει όλο και περισσότερο.
     "Τώρα όμως, δεν μπορούμε να κάνουμε πίσω".
     Ο ήλιος έβλεπε το νερό να προχωρά και σιγά σιγά να ανεβαίνει και να γεμίζει και τα υπόλοιπα πατώματα του παλατιού. Αναγκάστηκε να ανέβει στη στέγη. Το νερό όμως, στα γρήγορα, σκέπασε και τη στέγη. Τότε ο ήλιος κάνει έναν πήδο και φράααπ, ανεβαίνει στον ουρανό.
     Από τότε, άρχισε να μένει εκεί. Κι εκεί είναι ακόμα μέχρι και σήμερα.

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki