Πηγή socialpolicy
.
Η αντιμετώπιση της παιδικής φτώχειας αποτελεί ένα από τα πλέον σύγχρονα κοινωνικά ζητήματα, τόσο σε διεθνές, όσο και σε εθνικό επίπεδο. Παρ’ ότι δεν υπάρχει ακόμη πλήρη συναίνεση ως προς τον ορισμό της (ανάλογα με στενά ή διευρυμένα κριτήρια και αντιλήψεις) αποτελεί κοινή επιδίωξη η διαδικασία άμβλυνσής της.
Στο συγκριτικό «μονοπάτι» αναπτυσσόμενων-ανεπτυγμένων χωρών είναι
έκδηλη η διαφοροποίηση στην ένταση του φαινομένου καθώς και στις
πολιτικές ενέργειες που πρέπει να αναληφθούν για να συμβάλλουν στην
μείωση των συνεπειών για τις ζωές των παιδιών. Στις
υποανάπτυκτες/φτωχότερες χώρες κατά κανόνα υφίστανται περιπτώσεις
απόλυτης φτώχειας, ενώ στον ανεπτυγμένο δυτικό κόσμο κυριαρχεί το ζήτημα
της σχετικής φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού.
Αναφορικά με τα
ελληνικά δεδομένα, η υφιστάμενη κοινωνικοοικονομική συγκυρία επιτρέπει
την διερεύνηση κοινωνικών προβλημάτων που τα προηγούμενα χρόνια έμοιαζαν
εκτός της δημόσιας συζήτησης και του πολιτικού διαλόγου, όπως αυτό της παιδικής φτώχειας, ως ένα μέσο περιορισμού των συνεπειών της παρατεινόμενης οικονομικής ύφεσης, των αυξανόμενων επιπέδων ανεργίας και των μεταβολών σε παραδοσιακούς θεσμούς κοινωνικοποίησης (μεταστροφή προς ολοένα και πιο πυρηνική οικογένεια).
Οι τρεις αλληλοσυμπληρούμενοι μηχανισμοί επιπέδων κοινωνικής πολιτικής (κράτος-αγορά-οικογένεια)
συνιστώνται ως οι πλέον τελέσφοροι για την ολόπλευρη αντιμετώπιση της
παιδικής φτώχειας. Κρίσιμος προσδιοριστικός παράγοντας επίτευξης αποτελεσματικών πολιτικών αποτελεί η ένταξη των γονέων στην αγορά
εργασίας με κατάλληλους όρους (πλήρης και όχι ευέλικτη απασχόληση –
μερική ή ορισμένου χρόνου). Παρακλάδι των πολιτικών αυτών αποτελούν τα
μέτρα για τον συμβιβασμό οικογενειακής και εργασιακής ζωής, με κύριες
προτάσεις την παροχή κοινωνικών υπηρεσιών φύλαξης μικρών παιδιών (δωρεάν
φύλαξη σε ειδικούς βρεφονηπιακούς σταθμούς, βελτίωση και αύξηση των
σχετικών υποδομών καθώς και του απασχολούμενου προσωπικού).
Ορισμός της παιδικής φτώχειας
Ο ορισμός της παιδικής φτώχειας παρουσιάζει ορισμένες μεθοδολογικές και ερμηνευτικές δυσκολίες.
Πρωτίστως, η ίδια η έννοια της φτώχειας δεν είναι
σαφώς ορισμένη αλλά επηρεάζεται από την συγκριτική ευημερία και πλούτο
των πολιτών των χωρών μεταξύ τους και ανά συγκεκριμένες χρονικές
περιόδους.
Οι διεθνείς οργανισμοί αντιπαρήλθαν αυτήν την δυσκολία
ορίζοντας και κατηγοριοποιώντας την φτώχεια ως σχετική (ως το επίπεδο
εισοδήματος είναι χαμηλότερο του 60% του εθνικού ισοδύναμου διάμεσου
εισοδήματος) και απόλυτη (η επιβίωση με εισόδημα που δεν υπερβαίνει το
1$ την ημέρα).
Τα παιδιά ανήκουν στην κατηγορία του πληθυσμού που,
εκτός εξαιρετικών και παράνομων περιπτώσεων, δεν εργάζονται οπότε δεν
έχουν ίδια εισοδήματα.
Έτσι, ο προσδιορισμός του επιπέδου της παιδικής
φτώχειας βάσει του εισοδήματος (χρηματική προσέγγιση) μπορεί να
προσεγγιστεί μόνο υπό το πρίσμα του οικογενειακού εισοδήματος και δη του
εισοδήματος των γονέων, το οποίο δεν αποτελεί αξιόπιστο στατιστικό
μέτρο καθώς αμελείται η περίπτωση της δυσανάλογης ωφέλειας των παιδιών
από την αύξηση του οικογενειακού εισοδήματος, και της ενδοοικογενειακής
φτώχειας που πλήττει ως φαινόμενο κυρίως τις γυναίκες και τα παιδιά.
Εν κατακλείδι, η παιδική φτώχεια είναι προτιμότερο να
οριστεί με βάση την αποστέρηση των παιδιών από βασικά αγαθά, δικαιώματα
και υπηρεσίες που παρακωλύουν την κοινωνική τους κινητικότητα και την
έξοδο τους από την φτώχεια μέσω μεγαλύτερων κοινωνικών ευκαιριών η οποία
σε αρκετές περιπτώσεις καταμερίζεται άνισα κατά φύλο (έμφυλη διάσταση
παιδικής φτώχειας) υπό το ολιστικό πρίσμα των κατοχυρωμένων ανθρωπίνων
δικαιωμάτων.