Monday, 26 July 2021

Από τη Μόρια στην Ολυμπιάδα του Τόκιο

Η κολυμβήτρια πρόσφυγας από τη Συρία θυμάται τη Μυτιληνιά που της χάρισε παπούτσια γιατί ήταν ξυπόλυτη. Και τονίζει πως «δε θα ξεχάσει ποτέ τους ανθρώπους στη Λέσβο»

Η Γιούσρα Μαρντίνι κολύμπησε στα νερά του Αιγαίου σώζοντας τη ζωή της ίδιας και των υπολοίπων προσφύγων. Τώρα κολυμπάει στους Ολυμπιακούς αγώνες του Τόκιο και δίνει μαθήματα ζωής.

Άρχισε το ταξίδι της από τη Δαμασκό τον Αύγουστο το 2015. Αφού έφτασε στη Σμύρνη μαζί με άλλους 20 συμπατριώτες της ανέβηκε στη βάρκα που θα τους μετέφερε στην Ελλάδα. Ωστόσο, η βάρκα άρχισε να μπάζει νερά. Μαζί με την αδερφή της βούτηξαν στη θάλασσα και κολύμπησαν τέσσερις ώρες μέχρι τη Λέσβο τραβώντας μαζί τους τη βάρκα. Μετά από ολιγοήμερη παραμονή στον καταυλισμό της Μόριας και στη συνέχεια στους δρόμους της Μυτιλήνης έφυγε για την Αθήνα και στη συνέχεια για την Ευρώπη. Τα είχε καταφέρει.

Η 23χρονη πρόσφυγας συμμετέχει αυτές τις μέρες για δεύτερη φορά σε Ολυμπιακούς Αγώνες αφού ταξίδεψε και στο Ρίο και μάλιστα κατάφερε να προκριθεί στα ημιτελικά του αγωνίσματος της (100μ. πεταλούδα).

«Πρώτα από όλα θέλω να κάνω υπερήφανους τους γονείς μου και από εκεί και πέρα η ψυχή μου λαχταράει για τρία πράγματα: Να ανοίξουν τα σύνορα για τους πρόσφυγες, να πάρω κάποτε ένα Ολυμπιακό μετάλλιο και να επικρατήσει ειρήνη στην πατρίδα μου», δήλωσε.

Οι εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι που έφτασαν στις ακτές της Λέσβου το καλοκαίρι του 2015 ήταν στην πλειονότητά τους ανώνυμοι. Δεν μάθαμε ποτέ τις ιστορίες τους, δεν είδαμε τα πρόσωπά τους, δεν ακούσαμε τις φωνές τους. Ήταν κυρίως αριθμοί στα δελτία των ειδήσεων, στατιστικά στοιχεία της προσφυγικής κρίσης. Δεν ισχύει το ίδιο για τη Γιούσρα Μαρντίνι, η οποία, χωρίς ακριβώς να το επιδιώκει, έγινε ένα σύμβολο αισιοδοξίας για χιλιάδες ανθρώπους Η κολυμβήτρια από τη Συρία αφηγήθηκε την ιστορία της στο βιβλίο «Πεταλούδα» και είχε μιλήσει στην εφημερίδα «Καθημερινή», σε ένα διάλειμμα από τις προπονήσεις της στις πισίνες του Βερολίνου.

«Πρώτα κολύμπησα, μετά περπάτησα», είναι η πρώτη φράση του βιβλίου της. Ο πατέρας της, προπονητής κολύμβησης, την πετούσε στο νερό από μωρό. Στην πισίνα όφειλε να τον αποκαλεί «κόουτς».

Στο σπίτι μπορούσε να τον λέει «μπαμπά». Μικρό κορίτσι ακόμα, προπονούνταν καθημερινά δύο ώρες σε ένα κολυμβητήριο με χαμηλό φωτισμό και ένα πορτρέτο του προέδρου Άσαντ κρεμασμένο στον τοίχο. Ο πατέρας δεν άφησε κανένα περιθώριο, ούτε στην ίδια, αλλά ούτε και στην αδελφή της (η Σάρα είναι τρία χρόνια μεγαλύτερη), να γίνουν οτιδήποτε άλλο εκτός από πρωταθλήτριες της κολύμβησης. Και πράγματι, η Γιούσρα έμαθε με τα χρόνια να αγαπάει το νερό, ονειρεύτηκε τους Ολυμπιακούς Αγώνες και ξεκίνησε στην εφηβεία της να κερδίζει μετάλλια για τη Συρία σε διεθνείς διοργανώσεις. Μετά ήρθε ο πόλεμος.

«Δεν έχω ιδέα από πολιτική», είχε πει. «Δεν ξέρω πώς να εξηγήσω αυτά που συμβαίνουν στη Συρία, αλλά πιστεύω ότι πάντα υπάρχει κάποιος που έχει δίκιο και κάποιος που έχει άδικο. Και ξέρω ότι αυτός που την πληρώνει είναι ο απλός κόσμος. Εμείς. Που προσπαθούμε να έχουμε μια κανονική ζωή».

Η δική της κανονική ζωή διακόπηκε όταν βομβαρδίστηκε το σπίτι της στη Δαμασκό. Όταν έμαθε για πρώτη φορά ότι κάποιος φίλος της σκοτώθηκε, επειδή βρέθηκε στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή. Όταν μια βόμβα έπεσε στην πισίνα που κολυμπούσε, λίγο αφότου είχε βγει απ’ το νερό. «Δεν ήθελα να φύγω από τη χώρα μου», λέει, «αλλά ήταν επιβεβλημένο αν ήθελα να μείνω ζωντανή». Η αδελφή της πρότεινε να πάνε στο Ανόβερο, όπου λίγο καιρό νωρίτερα είχε εγκατασταθεί μια φίλη της.

Νύχτα στο Αιγαίο
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία της «Πεταλούδας» είναι ότι η Γιούσρα περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια όλο το ταξίδι. Πώς αναζήτησαν τους διακινητές στην Κωνσταντινούπολη, πώς ένα βανάκι με κατεβασμένες κουρτίνες τούς μετέφερε μέχρι τα παράλια κοντά στη Σμύρνη, πώς έμειναν για αρκετές μέρες κρυμμένες σε ένα δασάκι περιμένοντας μια βάρκα. Ως αναγνώστης ζεις την περιπέτεια μαζί της και σχεδόν ξεχνάς ότι αυτά που διαβάζεις συνέβησαν στ’ αλήθεια.

Η βάρκα που φτάνει για να μεταφέρει τις δύο αδελφές στην Ελλάδα είναι ένα πλεούμενο τεσσάρων μέτρων, πάνω στο οποίο η Γιούσρα και η Σάρα στριμώχνονται με ακόμα 18 άτομα. Έχει αέρα και σκοτεινιάζει. Ωστόσο ξεκινούν. Ισορροπούν με δυσκολία. Και δεκαπέντε λεπτά μετά, η μηχανή της βάρκας χαλάει. Το ακυβέρνητο σκάφος παρασύρεται από τα κύματα και αρχίζει να γεμίζει νερό.

Είναι θέμα χρόνου να αρχίσει να βυθίζεται. Πανικόβλητοι οι 20 επιβαίνοντες πετούν τα πράγματά τους στη θάλασσα, αλλά το βάρος δεν μειώνεται. Τότε οι δύο κοπέλες πηδούν στο νερό. Δύο ακόμα άνδρες τις ακολουθούν.

Κρατιούνται από σχοινιά που είναι δεμένα στο σκάφος και προσπαθούν να κολυμπήσουν προς τη στεριά. Τρεισήμισι ώρες αργότερα, οι ακτές της Λέσβου μοιάζουν ακόμα μακριά. Εντελώς εξαντλημένη από την κούραση και τον φόβο, η Γιούσρα είναι έτοιμη να παραδοθεί στη μοίρα της, διερωτώμενη πώς η ζωή έγινε ξαφνικά τόσο φθηνή.

Ως διά μαγείας και ενώ η βάρκα έχει πλησιάσει κάπως στις ελληνικές ακτές, η μηχανή παίρνει ξανά μπροστά. Οι 20 επιβάτες φτάνουν στη στεριά σώοι και αβλαβείς. «Είναι επίπονο να θυμάμαι εκείνο το βράδυ», μου λέει σήμερα. «Είναι μια πολύ σκληρή ιστορία. Με κινητοποιεί, αλλά με στοιχειώνει». Από τη μέρα εκείνη δεν έχει μπει στη θάλασσα.

«Την Ελλάδα δεν την είδα κάτω από τις καλύτερες συνθήκες, αλλά δεν θα ξεχάσω ποτέ τους ανθρώπους στη Λέσβο που συνάντησα εκείνες τις μέρες», είχε πει. «Δεν θα ξεχάσω ποτέ μια κοπέλα που δεν είχα ξαναδεί ποτέ στη ζωή μου, η οποία με πλησίασε και μου έδωσε ένα ζευγάρι παπούτσια όταν είδε ότι περπατούσα ξυπόλυτη». Προσθέτει ότι νιώθει την ανάγκη να ευχαριστήσει τους Έλληνες που είδαν με ανοιχτό μυαλό το δράμα των προσφύγων.

«Και να απολογηθώ, όμως, γιατί ξέρω ότι για την Ελλάδα δεν ήταν εύκολο αυτό που συνέβη και σε αυτούς που ενοχλήθηκαν από εμάς θέλω να ζητήσω να προσπαθήσουν να καταλάβουν τι έχουμε περάσει. Ούτε εμείς θέλουμε που ζούμε αυτή την κατάσταση».

Από το NEWSROOM Δημοσίευση 26/7/2021
stonisi.gr 

Η Αγία Παρασκευή του Κόντογλου

Στο Μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής στο Αϊβαλί ανήμερα της γιορτής της, με ξεναγό τον κυρ Φώτη.

Η χερσόνησος της Αγίας Παρασκευής σήμερα

Στην Αϊβαλιώτικη χερσόνησο με το Μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής που σήμερα θα γιόρταζε. Σε ένα καφενείο στο δρόμο για το Γενιτσαροχώρι αναπαύεσαι, να συνεχίσεις για το μοναστήρι… Με το Φώτη Κόντογλου δίπλα μου να κερνά καφέ, να σου δείχνει τις ζωγραφιές του…

Και να σου ψιθυρίζει:

«Στο χαμοβούνι απάνου στέκεται ένας βράχος φοβερός και θεόχτιστος, που άλλος ένας τέτοιος λένε πως δε βρίσκεται στην Ανατολή.  Εξόν ότι είναι θεόρατος, είναι και πολύ παράξενος, γιατί έχει στη μέση μια τρύπα σαν καμάρα, κι από τη μια μεριά απομένει μονάχα έναποδάρι, είδος κολόνα, κι απάνου σε κείνη την κολόνα ζυγιάζεται ούλο το βάρος που κρέμεται στον αγέρα. Ο κάθε άνθρωπος στέκεται και θαυμάζει κι απορεί πώς δεν πέφτει εκείνη η σκουριασμένη σιδερόπετρα, εκατομμύρια καντάρια βάρος, και στέκεται κρεμάμενη απάν’ από το κεφάλι του, σκισμένη σε σφήνες από την πολυκαιρία κι από τους σεισμούς, που λες πως την ίδιαν ώρα θα γκρεμιστεί, όχι χρόνια και ζαμάνια που στέκεται καθώς τη βλέπεις.

Η χερσόνησος της Αγίας Παρασκευής ζωγραφισμένη από τον Κόντογλου

Στην κολόνα απάνου είναι κολλημένη η εκκλησιά της Αγιάς Παρασκευής, ένα μικρό κλησάκι. Στη ρίζα του βράχου, κατά το μέρος της νοτιάς, είναι χτισμένο κάστρο σωστό, με πλήθος κάμαρες και κελάρια, επειδή η Αγιά Παρασκευή ήτανε υποστατικό κ’ είχε σύνορα από το Ταλιάνι ίσαμε του Δαιμόνου του Τραπέζι, και το λέγανε μοναστήρι, γιατί ήτανε η συνήθεια ένας από το σόγι εκεινών που τ’ ορίζανε να καλογερεύει. Οι Τούρκοι το λέγανε Τασλί Μοναστίρ δηλαδή Πετρομονάστηρο…

Το βράχο τον λέγανε οι Αϊβαλιώτες Σκούρκα. Εκεί ποδίζανε με τις φουρτούνες τα καΐκια κι οι θαλασσινοί κάνανε παρέα με τους τσομπάνηδες οι γεμιτζήδες τρώγανε παχειές μυτζήθρες κ’ οι τσομπαναρέοι  ψάρια και χάβαρα, τα λεγόμενα πεινάσματα, γιατί όσο τρως τόσο πεινάς.

Στο βράχο ανεβαίνει κανένας μόνο από μια ανεβασιά,.  Απάνου βρίσκουνται ακόμα πέτρες πελεκημένες από παλιούς τοίχους, οι πιο πολλές από τη μεριά που κοιτάζει στον βοριά και στο βασίλεμα. Μπορεί να’ τανε γενουβέζικοι, καμιά βίγλα κατά τα φαινόμενα, επειδής ο βράχος αγναντεύει όλη την περιφέρεια σαν πιάτο, καθώς και το πέλαγο απ’ όξω…

Η Αγιά Παρασκευή ήτανε ξακουσμένη ίσαμε μέσα στην Ανατολή για τα θάματά της, ίσαμε την Καισάρεια. Ανθρώποι απ’ το Μπαλούκεσερ, από το Σόμα, απ’ το Φρένελι, απ’ την Πέργαμο, από τη Μυτιλήνη, από τη Λήμνο, πηγαίνανε με τάματα και γιαίνανε, αλυσοδεμένοι ανεβαίνανε, με τα σωστά τους κατεβαίνανε. Ίσαμε τη Μπραίλα και το Σουλινά που παγαίνανε με τα καράβια οι Μοσχονησιώτες κ’ οι Αϊβαλιώτες, ίσαμε κει ήτανε ξακουσμένη…

Την Αγιά-Παρασκευή τη λέγανε μοναστήρι, μα στ’ αληθινά ήτανε ένα υποστατικό που το όριζε ο γούμενος. Δεν είχε μήτε καλόγερους, μήτε τα άλλα που έχουνε τα μοναστήρια. Ο γούμενος και το σόγι του ορίζανε τα γύρω βουνά, τους ελαιώνες, τα χωράφια, τα περιβόλια, τους βοσκότοπους, τις αλυκές, τη θάλασσα, τα ζωντανά που βοσκούσανε στους μεράδες. Γούμενος χεροτονιότανε ένας απ’ την οικογένειας, ο πιο γραμματισμένος κι ο πιο τιμημένος, κι αυτό γινότανε πάππων προπάππων».

 

Είναι άγνωστο πότε πρωτοφτιάχτηκε το Μοναστήρι αυτό. Πάντως τα γύρω γκρεμισμένα ντουβάρια δείχνουν ότι χαλάστηκε και ξαναφτιάχτηκε πολλές φορές.

Ετούτη όμως η Αγία Παρασκευή, σε εν αντίθεσει με τις άλλες που ήταν γιάτρισσες των ματιών «επί πολύ… διετέλει ιερόν άσυλον θεραπείας των πασχόντων τας φρένας». Για τούτο και οι Τούρκοι το είχαν βαφτίσει Ντελί Μοναστίρ, που πάει να πει τρελομονάστηρο.

Σήμερα το Μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής της Αιβαλιώτισσας είναι τελείως ερειπωμένο. Το εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής κάτω από τον θεόρατο βράχο της Σκούρκας διατηρεί μοναχά τη θολωτή του σκεπή.

Σκουπίζεις τον ιδρώτα σου… Χαϊδολογάς το βράχο. Τα ντουβάρια…

Παίρνεις το δρόμο για το γυρισμό…

Κι η παρέα σου, ο κυρ Φώτης, ο Φώτης Κόντογλου να σου ψιθυρίζει: «Μοιρολογώ την κουρσεμένη πατρίδα μου, τ’ Αϊβαλί της Μικράς Ασίας, και μαζί τη ζεστή φωλιά μου, το υποστατικό που ζούσα αποτραβηγμένος. Ήτανε ένα βραχόβουνο, μια χερσόνησο, που μ’ αφήσανε κληρονομιά οι μπαρμπάδες μου. Είχανε ζήσει και πεθάνει πάνου κει πάππου προσπάππου, καλόγεροι οι πιο πολλοί. Τώρα… κλαίγω για το χαμό του, μα το πόσο πονώ, καταλαβαίνω πως δε θα μπορέσω να το πω με λόγια ποτές μου. Τι να σημειώσω στο χαρτί χωρίς να κατατρακυλήσει κ’ ένα ζεματιστό δάκρυ, να λυώσει τα ψηφιά; Τ’ όνομα σου; Ή κατά που έπεφτε η αγιασμένη μεριά, που βρισκόσουν μια φορά, απάνω στην απέραντη επιφάνεια της γης; Αγαπημένη γωνιά! Αγιασμένο βουνό!… Τα πάντα λησμονούν, μόνο η καρδιά τ’ ανθρώπου θυμάται και ματώνει…»

Η Σκούρκα με το μοναστήρι


stonisi.gr
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

Αυτά ήταν τα αγωνίσματα των Ολυμπιακών Αγώνων στην αρχαία Ελλάδα

Οι Ολυμπιακοί αγώνες ήταν μία σειρά αθλητικών αγώνων μεταξύ εκπροσώπων των πόλεων-κρατών και ένας από τους πανελλήνιους αγώνες στην Αρχαία Ελλάδα.

Οι Ολυμπιακοί αγώνες ήταν η πιο σημαντική διοργάνωση της αρχαίας Ελλάδας και διεξάγονταν στην Αρχαία Ολυμπία κάθε τέσσερα χρόνια, από το 776 π.Χ.. Στα Ολύμπια έπαιρναν μέρος αθλητές από όλη την Ελλάδα (και αργότερα από άλλα μέρη) και σταδιακά απέκτησαν ιδιαίτερη αίγλη. Η διοργάνωσή τους γινόταν μέχρι το 393 όταν ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος απαγόρευσε την διεξαγωγή τους. Από το 1896, αναβίωσαν με την ονομασία Ολυμπιακοί Αγώνες και διεξάγονται ως διεθνείς αγώνες, γνωστοί και ως Θερινοί Ολυμπιακοί.

Τα αγωνίσματα

Αγώνες δρόμου

Ο απλός αγώνας δρόμου, το «στάδιον» ήταν το πρώτο αγώνισμα που καθιερώθηκε. Μέχρι τους 15ους Ολυμπιακούς αγώνες οι αθλητές που έπαιρναν μέρος φορούσαν μια μικρή ποδιά, ενώ αργότερα αγωνίζονταν εντελώς γυμνοί, επιδεικνύοντας την επίδοσή τους στο πολεμικό βάδισμα και τρέξιμο. Τέρμα ήταν το σημείο που βρίσκονταν το βραβείο, ενώ οι θεατές στέκονταν δεξιά και αριστερά κατά μήκος της αμμώδους διαδρομής που είχε μήκος εξακοσίων Ολυμπιακών ποδιών (περ. 192 μέτρα). Οι αθλητές ανταγωνίζονταν σε ομάδες τεσσάρων. Οι επί μέρους νικητές ανταγωνίζονταν μεταξύ τους, επίσης σε ομάδες τεσσάρων.

Στον «δίαυλο» οι αθλητές έτρεχαν την διπλή διαδρομή επιστρέφοντας στο σημείο της αφετηρίας, ενώ στον «δόλιχο» η διαδρομή ήταν δώδεκα «δίαυλοι», δηλαδή 24 «στάδια». Η διαδρομή του «οπλίτη δρόμου» είχε μήκος δύο «σταδίων», και οι πολεμιστές αρχικά φορούσαν τον πλήρη εξοπλισμό (περικεφαλαία, κνημίδες, ασπίδα) και αργότερα ήταν γυμνοί και κρατούσαν μόνο ασπίδα.

Οι έφηβοι αγωνίζονταν μόνο στο απλό «στάδιο», δηλαδή στον αγώνα δρόμου μιας διαδρομής. Ο Παυσανίας μνημονεύει επίσης τον αγώνα δρόμου των «Ηλείων παρθένων», οι οποίες έπαιρναν μέρος ντυμένες με έναν κοντό χιτώνα, τον δεξιό ώμο γυμνό και τα μαλλιά λυτά.

Πάλη

Η πάλη ήταν πολύ δημοφιλές άθλημα. Σύμφωνα με τον μύθο ο Θησέας ήταν αυτός που ανακάλυψε την τεχνική της πάλης, έτσι ώστε ο νικητής να μην είναι εξαρτημένος μόνο από την φυσική του σωματική δύναμη, αλλά από την τεχνική, την ευελιξία και την γρηγοράδα των κινήσεών του. Ο έφηβος Κρατίνος απέκτησε φήμη όχι μόνο για την νίκη του, αλλά και για την καλαισθησία των κινήσεων του.

Στην πάλη διακρίνουμε δύο αγωνίσματα. Στο πρώτο ο αθλητής είχε σκοπό να ρίξει τον αντίπαλο τρεις φορές με τους ώμους στο χώμα, ενώ στο δεύτερο ο αγώνας συνεχιζόταν ακόμα και στο έδαφος, μέχρι που ο νικημένος αναγκαζόταν να παραδεχτεί την ήττα του σηκώνοντας το χέρι.

Πυγμαχία

Η πυγμαχία ήταν βίαιο και συχνά θανατηφόρο αγώνισμα. Τα χέρια ήταν ενισχυμένα με χοντρά δερμάτινα λουριά από τον αγκώνα μέχρι τις γροθιές, ενώ τα δάχτυλα έμεναν ακάλυπτα για να κλείνουν σχηματίζοντας γροθιά. Τα λουριά μπορεί να ήταν ενισχυμένα με μικρούς μολυβένιους βόλους ή καρφιά. Σε περίπτωση που ο αγώνας κρατούσε πολύ ώρα χωρίς νικητή, οι αγωνιστές έπρεπε να κάνουν την ονομαζόμενη «κλίμακα». Δηλαδή οι πυγμάχοι στέκονταν ακίνητοι χωρίς να αμύνονται ή να αποφεύγουν το χτύπημα, ενώ εναλλακτικά αντάλλασσαν χτυπήματα μέχρι που ένας από τους δυο κατέρρεε. Αν και πολλές μαρτυρίες έχουμε για τα φοβερά και αιματηρά τραύματα του αγωνίσματος, η τέχνη της πυγμαχίας ήταν άλλη. Νικητής ήταν αυτός που κατόρθωνε να μην χτυπηθεί. Ακόμα καλύτερα ήταν αυτός που κατόρθωνε να μην χτυπηθεί αλλά ούτε και να χτυπήσει τον αντίπαλο, κάνοντάς τον απλά να καταρρεύσει εξουθενωμένος από τις άκαρπες επιθετικές προσπάθειές του.

Παγκράτιο

Το δυσκολότερο άθλημα στους Ολυμπιακούς αγώνες ήταν αναμφισβήτητα το παγκράτιο. Ήταν συνδυασμός της πάλης και της πυγμαχίας. Ο νικητής έπρεπε να νικήσει συνδυάζοντας την ευελιξία αλλά και την δύναμη της γροθιάς, συμβολίζοντας έτσι τον ηρωικό αγώνα του άοπλου πολεμιστή στην μάχη. Σε αντίθεση με την καθεαυτού πυγμαχία, οι αθλητές του παγκρατίου αγωνίζονταν με γυμνά χέρια και δεν χτυπούσαν με την γροθιά, αλλά με τα δάχτυλα της πυγμής. Δυο θρυλικοί αθλητές του παγκρατίου έμειναν στην ιστορία, ο Θεαγένης και ο Πολυδάμας|Ανδροσθένης

Πένταθλο

Το πένταθλο αποτελείτο από πέντε επί μέρους αγωνίσματα, τροχάδην, άλμα, πάλη, δισκοβολία και ακόντιο. Οι αθλητές του πένταθλου ήταν φημισμένοι για την καλαισθησία του αρμονικά γυμνασμένου σώματός τους. Η διεξαγωγή του πένταθλου άρχιζε με την ρίψη δίσκου ή με το άλμα, και συνέχιζε με την ρίψη ακοντίου, τον αγώνα δρόμου και την πάλη. Η προκαταρκτική εξάσκηση που γινότανε στα αθλητικά γυμναστήρια συμπεριλάμβανε τέσσερις κατηγορίες άλματος, το άλμα ύψους (επί τόπου), άλμα ύψους (με φόρα), άλμα μήκους και άλμα βάθους, ενώ στους Ολυμπιακούς αγώνες μνημονεύεται μόνο το άλμα μήκους. Το άλμα συνοδευόταν από τους ήχους της φλογέρας που έπαιζε το «Πύθιο άσμα».

Η εκκίνηση γινόταν από μια ελαστική σανίδα, τον «βατήρα», ενώ οι αθλητές χρησιμοποιούσαν ένα βοηθητικό όργανο, τους «αλτήρες». Ο κανονισμός του αθλήματος επέβαλε στον αθλητή να προσγειωθεί όρθιος και να σταθεί ακίνητος ακριβώς στο σημείο της επαφής του με το έδαφος. Το σημείο της πιθανής προσγείωσης ήταν ανασκαμμένο για να είναι το χώμα λίγο πιο μαλακό. Συχνά συναντάμε σε σχετικές αγγειογραφίες την αξίνα η οποία χρησίμευε για την εκσκαφή του σκληρού από την ξηρασία καλοκαιρινού εδάφους, ή για να σημαδεύουν στο χώμα την επίδοση. Η δισκοβολία ήταν αγώνισμα βολής που εξελίχτηκε από την ρίψη πέτρας στην μάχη, και διεξάγονταν αρχικά με απλές πέτρες κάπως μεγάλων διαστάσεων, όπως συμπεραίνουμε από ένα αρχαιολογικό εύρημα στον χώρο της Ολυμπίας.

Ο Όμηρος μνημονεύει επίσης τον λίθινο δίσκο των Φαιάκων. Η τεχνική ρίψης δίσκου είναι απαθανατισμένη σε πολλές αγγειογραφίες, ανάγλυφα και ανδριάντες, το πιο φημισμένο από αυτά είναι ο παγκόσμια γνωστός δισκοβόλος του Μύρωνα. Το ακόντιο ήταν επίσης εμπνευσμένο από το αντίστοιχο πολεμικό ή κυνηγετικό όπλο, αν και στην προκειμένη μορφή ήταν ειδικά κατασκευασμένο για αποκλειστική αθλητική χρήση. Ήταν κοντύτερο, λεπτότερο και ελαφρότερο, ενώ κατέληγε σε μακρύ μυτερό άκρο. Στην μέση του κονταριού ήταν προσαρμοσμένη η «αγκύλη», που ήταν λουράκι ή θηλιά για να υποβοηθάει τον αθλητή στην εξακόντισή του, χωρίς όμως να είναι εξακριβωμένη η ακριβής λειτουργία της αγκύλης. Επίσης δεν είναι γνωστό αν το ακόντιο ήταν άθλημα βολής ή σκοποβολής. Τα αγωνίσματα δρόμου και πυγμαχίας παρουσιάστηκαν πιο πάνω.

Αρματοδρομία

Η αρματοδρομία διεξάγονταν σε ιδιαίτερο στάδιο, το «ιπποδρόμιο», αγνώστων σήμερα διαστάσεων. Το μοναδικό ιπποδρόμιο που διασώζεται σήμερα στην Ελλάδα βρίσκεται στο Λύκαιο όρος και έχει μήκος 300 μέτρα, ή ενάμιση σταδίου, και πλάτους εκατό μέτρων. Το ιπποδρόμιο της Ολυμπίας πρέπει κατά τα λεγόμενα του Παυσανία να είχε μεγαλύτερο πλάτος. Ο μηχανισμός εκκίνησης ήταν εφεύρεση του Κληοίτα, την οποία τελειοποίησε ο Αριστείδης. Στο ένα άκρο του ιπποδρομίου ήταν κτισμένος ο στρογγυλός βωμός του Ταράξιππου, αφού τα άλογα πάθαιναν απροσδόκητα πανικό όταν περνούσαν από το σημείο αυτό.

Σημασία των αγώνων

Από το 776 π.Χ. και μετά οι Αγώνες, σιγά-σιγά, έγιναν πιο σημαντικοί σε ολόκληρη την αρχαία Ελλάδα φτάνοντας στο απόγειο τους κατά τον 6ο και 5ο αι. π.Χ.. Οι Ολυμπιακοί είχαν επίσης θρησκευτική σημασία αφού γίνονταν προς τιμή του θεού Δία, του οποίου το τεράστιο άγαλμα στεκόταν στην Ολυμπία. Ο αριθμός των αγωνισμάτων έγινε είκοσι και ο εορτασμός γινόταν στην διάρκεια μερικών ημερών. Οι νικητές των αγώνων θαυμάζονταν και γίνονταν αθάνατοι μέσα από ποιήματα και αγάλματα. Το έπαθλο για τους νικητές ήταν ένα στεφάνι από κλαδί ελιάς.

arxaia-ellinika

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki