Thursday, 7 September 2023

Η κλιματική κρίση άρχισε το 1955 στον Βόλο

Τα ξημερώματα της 13 Οκτωβρίου 1955 έγινε το μεγάλο κακό. Άρχισε μια καταιγίδα που κράτησε τρεις ώρες, σύμφωνα με κάποιες αφηγήσεις, ίσως και περισσότερες. 
Όλοι συμφωνούν όμως ότι όσο έβρεχε η ένταση της βροχής δεν άλλαξε. Οι εφημερίδες ανέφεραν τότε 27 νεκρούς και 23 τραυματίες. Ολόκληρα σπίτια παρασύρθηκαν στην θάλασσα.
Η λάσπη σταμάτησε να φτάνει στην πόλη δύο ώρες μετά το τέλος της καταιγίδας. Και τότε σκηνές αρχαίας τραγωδίας εκτυλίχτηκαν στον Βόλο, αφού κάτω από τις λάσπες άρχισαν να βγαίνουν οι νεκροί. 
Τα περισσότερα θύματα ήταν βρέφη. 
Εκείνες οι σκηνές έμειναν επί χρόνια ανεξίτηλες στην μνήμη των ανθρώπων.
Η ιστορία επαναλαμβάνεται στη Μαγνησία με την κακοκαιρία να πλήττει το Βόλο και χωριά του Πηλίου. Πρωτοσέλιδα του 1955 στα οποία γίνεται αναφορά στη θεομηνία και στους νεκρούς που αυτή επέφερε.
Οι καταστροφές του 1955, επαναλήφθηκαν. 
Η γραφική παραλιακή πόλη του Βόλου μετατράπηκε για ακόμη μια φορά σε απέραντη λίμνη τον Οκτώβριο του 2006, όταν και ο νομός Μαγνησίας κηρύχτηκε ξανά σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης ενώ τεράστιες ζημιές υπέστησαν τόσο ο Βόλος όσο και η μικρή παραλιακή πόλη της Αγριάς και το Χόρτο. Η Νεάπολη έγινε λίμνη.

Και τρία χρόνια μετά, το 2009 η πόλη πλημμύρισε πάλι. Ήταν στις 10 Δεκεμβρίου του 2009, όταν ο Βόλος πλημμύρισε λόγω της απουσίας αντιπλημμυρικών έργων σε «ευπαθείς» περιοχές. Τότε, τρεις άνθρωποι χάθηκαν και περιουσίες καταστράφηκαν.

Και εβδομήντα (70) χρόνια μετά, η ίδια κατάσταση, η ίδια ντροπή, η ίδια απόγνωση, η ίδια κατάντια...

Με μια διαφορά...
Τώρα φταίει η κλιματική αλλαγή!
Τώρα φταίει η κλιματική κρίση!

Και μια πρόοδο ...
Τώρα έχουμε 112 !!

Δεν χρειάζονται αντιπλημμυρικά έργα, επειδή απλά πνίγονται μερικοί άνθρωποι και καταστρέφονται μερικές περιουσίες.
Σιγά τ' αυγά!

Πηγές:
cnn.gr
enikos.gr
sinidisi.gr

Το Χαμομηλάκι

Φυτεύοντας τον σπόρο της γνώσης

Η μόρφωση, όπως ακριβώς μια εύφορη γη, φέρνει όλα τα καλά 
“Η παιδεία, καθάπερ ευδαίμων χώρα, πάντα τ’ αγαθά φέρει”, έλεγε ο Σωκράτης και πιθανών ο νέος να είχε περισσότερη “εξυπνάδα” αν έκανε τον κόπο να μελετήσει τον Αθηναίο φιλόσοφο, διότι  ήξερε ότι όσο δεν βασίζεται στην πνευματική και ψυχική καλλιέργεια του, τόσο περισσότερο θα οδηγείται στον ατομικισμό, ναρκισσισμό και την φαυλότητα.
Σε κάθε ανθρώπινη ενεργοποίηση, που αξιώνει ιδιαίτερη και συνεχή ετοιμότητα της συνείδησης, αλλά και σε κάθε αποδοτικότητα παρεμβάλλεται η παράμετρος “διαφέρον“, για να ξεδιπλώσει ένα καθοριστικό ρόλο στην πορεία του ανθρώπου.

Το διαφέρον είναι πολύ σπουδαία παρόρμηση της ψυχής η οποία λαμβάνει κάθε φορά εκδήλωση σύμφωνα με τις εξωτερικές επιδράσεις και τις εξωτερικές διεγέρσεις. Με διαφορετικές λέξεις το διαφέρον είναι εσωτερικό ελατήριο που ενεργοποιεί όλες τις ψυχικές δυνάμεις για να κατορθώσει ένα συγκεκριμένο σκοπό. Οτιδήποτε μας διαφέρει, αυτό προκαλεί την προσοχή μας και συντείνει στην υλική, ψυχική και πνευματική μας ευημερία.
Όπως και κάθε ανθρώπινη παρόρμηση, έτσι και το διαφέρον ακολουθεί τους κανόνες της μόρφωσης και της διαπαιδαγώγησης. 
Γι’ αυτό ο βασικότερος όρος της παιδείας είναι η αναζωπύρωση και η διατήρηση του διαφέροντος, ώστε να βρίσκεται συνεχώς σε καθεστώς ετοιμότητας ο παιδαγωγούμενος. Έτσι ο άνθρωπος που ζει με λιγοστά διαφέροντα, μειονεκτεί στο συναίσθημα της ζωής και εξαφανίζει την εξαιρετική αντίληψη αυτής.
Ένα από τα σοβαρότερα ατοπήματα των ανθρώπων είναι και αυτό της αχαριστίας. 
Της αγνωμοσύνης προς όλους εκείνους που με τις ενέργειες τους έχουν συμπαρασταθεί στο να υπερνικηθούν αρκετές δυσκολίες και σοβαροί κίνδυνοι. Είναι αχαριστία όταν την ευπραγία μας την αποδίδουμε μόνο στα προσόντα μας, στην αξιοσύνη μας, και όχι στα ταλέντα που μας παραχώρησε ο θεός, στους γονείς που επιδίωξαν να μας μορφώσουν, στους φίλους που μας συμπαραστάθηκαν ποικιλοτρόπως και στην κοινωνία που μας προσέφερε υλικά αγαθά για την κάλυψη αναγκών.

Η αχαριστία είναι μεγάλη ασθένεια, γιατί είναι μια ψυχική νόσος που εξουσιάζει τον άνθρωπο και που αχρηστεύει την υπόσταση του. Τα εφήμερα φθαρτά αγαθά δεν μπορούν να εξισορροπήσουν την αιώνιο πνευματική σπουδαιότητα της ψυχής, γι’ αυτό δεν πρέπει να την ρυπαίνουμε με το πρωτόζωο της αχαριστίας.
Κανείς θα μπορούσε να ελεεινολογεί ώρες ατελείωτες την ηθική (κατά)πτώση που χαρακτηρίζει τόσο την εποχή μας όσο και την Ελληνική κοινωνία, ειδικότερα. 
Η παιδεία της λεγόμενης «νέας γενιάς» ομοιάζει με αυτούς τους αλαλάζοντες νεαρούς, θιασώτες των «ακραίων σπορ», που πηδούν από κάποιο αεροπλάνο αναζητώντας την στιγμιαία αναζωογόνηση που προσφέρει η έξαρση της αδρεναλίνης στον ανθρώπινο οργανισμό.
Στην εποχή του ίντερνετ και της απεριόριστης και εύκολα προσβάσιμης πληροφορίας, η ουσιαστική γνώση πνίγεται μέσα σ’ έναν ωκεανό εφήμερων πληροφοριών και επιστημονικοφανών απόψεων που υπηρετούν συμφέροντα και λόμπι κάθε λογής. Σήμερα, με το μέσο επίπεδο μόρφωσης να είναι υψηλότερο απ’ ότι σε οποιαδήποτε άλλη εποχή και οι βιβλιοθήκες του κόσμου είναι ανοιχτές στους πάντες, δεν έπρεπε να βλέπουμε νέους Φειδίες, Νεύτωνες, Πύρρωνες και όλων των ειδών τα λαμπρά μυαλά να αναδύονται;
Αντ’ αυτού, ποιος μπορεί ν’ αρνηθεί ότι η σύγχρονη νεολαία, στη συντριπτική της πλειοψηφία, είναι διανοητικά οκνηρή και πνευματικά πλαδαρή; 
Κι αυτό γιατί έχει χαθεί ο ενθουσιασμός από τις μέρες μας: αυτή η έμφυτη πυξίδα μέσα στον άνθρωπο που τον οδηγεί στο να κυνηγά την πραγμάτωση του μεγαλειώδους, του ωραίου, του θεάρεστου και του θεϊκού. 
Ο ενθουσιασμός, στην πραγματική του διάσταση, είναι ένα είδος όρασης που επιτρέπει στον άνθρωπο να βλέπει τον κόσμο μέσα από μια πνευματική ματιά, να εστιάζει στην ουσία και τις ιδέες – να κοιτά τον έναστρο ουρανό και να βλέπει τα γρανάζια του σύμπαντος σε κίνηση αντί για έναν μαύρο μπερντέ με αδιάφορα λαμπιόνια. Δεν πρέπει όμως να γινόμαστε «οι τα φαιά φορούντες και περί ηθικής λαλούντες» δίχως να έχουμε να προτείνουμε κάτι χειροπιαστό ως αντίδοτο σ’ αυτή τη μάστιγα.
Ο ενθουσιασμός μπορεί να καλλιεργηθεί μέσα στη ψυχή του ανθρώπου, όπως άλλωστε όλες οι αρετές και όλα τα πάθη. 
Είναι, από τη φύση του, ένας σπόρος που πρέπει να πέσει στο γόνιμο έδαφος της παιδικής ψυχής όσο πιο νωρίς γίνεται. Δεν διδάσκεται με λόγια και σοφούς αφορισμούς αλλά με βιωματική εμπειρία και μια εσωτερική χαρά.

Αυτή η εμπειρία πολλές φορές μπορεί να είναι λυπητερή και σκληρή όσο ο νέος άνθρωπος συγκρούεται με την ασχήμια του κόσμου, μα η μύχια χαρά του είναι μια φλόγα που μπορεί να κατακαύσει τα συντρίμμια και τα χονδροειδή παραπήγματα που συσσωρεύονται μέσα του με τον ρούν του χρόνου. Στη φλόγα αυτής της φωτιάς όλα μετουσιώνονται: η αποτυχία γίνεται αφορμή για χάραξη νέας ρότας και όχι λόγος για θρήνο· η αχαριστία ξαφνικά φαντάζει παράλογη, παρακατιανή αντίδραση στον άνθρωπο που εμφορείται από όνειρα και ευγενείς φιλοδοξίες. Εκείνος, άλλωστε, δεν κοιτά πίσω του, αλλά μπροστά.
Μια ενθουσιώδης ψυχή δεν έχει χρόνο για μικρότητες και δεν θλίβεται υπέρμετρα. Παρατηρεί, ελπίζει, προσεύχεται και σιωπά. Μπορεί αυτή η σιωπή να φαντάζει αναποτελεσματική και παρακατιανή στον θορυβώδη και φανφαρόνο κόσμο του σήμερα όμως, για να πειστούμε ως προς την αποτελεσματικότητά της, δεν έχουμε παρά να σκεφτούμε ότι και η ίδια η Φύση έτσι ακριβώς μεγαλώνει το αιωνόβιο πλατάνι και χτίζει τα επιβλητικά της βουνά. Δεν έχουμε, λοιπόν, παρά να την μιμηθούμε.
Θα κλείσω με μια αναφορά στον σπουδαίο φιλόσοφο Αριστοτέλη:
Σε όλα υπάρχει εκ φύσεως κάτι το θείο 
“Πάντα γαρ φύσει έχει τι θείον”.
********************
Θεόδωρος Σταυρόπουλος
Διδάσκει Μαθηματική Ανάλυση στο Φυσικό τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Αντικλείδι

Γιατί πνιγόμαστε στην Αττική

Μπορεί μόνο οι παλαιότεροι να θυμούνται τα ονόματα Ηριδανός, Λυκόρεμα, Βουρλοπόταμος, Βοϊδοπνίχτης, Κυκλοβόρος, Διαβολόρεμα, Αλασσώνας καθώς και άλλα ρέματα που διέτρεχαν την Αθήνα, αλλά η φύση δεν τα ξεχνά και μας τα υπενθυμίζει όποτε ανοίγουν οι ουρανοί.

Αττική

Από τότε πέρασαν αρκετές δεκαετίες κατά την διάρκεια των οποίων άλλαξαν οι προτεραιότητές μας... Στο όνομα της αντιπαροχής (κατά την δεκαετία του ΄50) κι εν συνεχεία για την «εξυπηρέτηση» του αυτοκινήτου, τα ποτάμια αντιμετωπίστηκαν σαν εμπόδια μέσα στο αττικό περιβάλλον. Όχι μόνον δεν τα προστατεύσαμε, αλλά τα καταστρέφουμε (ακόμη και σήμερα). Έτσι, ολόκληρες περιοχές αποκόπηκαν μεταξύ τους, όπως για παράδειγμα οι περιοχές Νέου Φαλήρου και Μοσχάτου.

Ωστόσο, τα ποτάμια εξακολουθούν να ρέουν κάτω από τους δρόμους της Αθήνας. Σε πολλά κτίρια κατά μήκος του δρόμου αντλούνται και σήμερα νερά, με υδραυλικά συστήματα, ενώ γεωτρήσεις του ΙΓΜΕ (Ινστιτούτο Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών) απέδειξαν ότι οι περισσότεροι δρόμοι της Αθήνας κρύβουν ένα μπαζωμένο ρέμα ή ένα υπόγειο ποτάμι. Ο Ιλισός, ο Ηριδανός, ο Κυκλόβορος, το Λυκόρεμα, ο Βουρλοπόταμος, ο Βοϊδοπνίχτης, ο Αλασσώνας είναι μερικά από αυτά. Σύμφωνα με μελέτη του ΕΜΠ, τα ανοιχτά ρέματα το 1945, είχαν μήκος 1.280 χιλιόμετρα και σήμερα, μόλις, 434 χιλιόμετρα, μειώθηκαν, δηλαδή, σε ποσοστό 66,4%. Όπως, δε, προκύπτει από μελέτη του ΙΓΜΕ, πριν από μερικά χρόνια, το 80% των νερών της βροχής το απορροφούσε το έδαφος και μόλις το 20% έπεφτε στην θάλασσα, σήμερα το ποσοστό αυτό έχει αλλάξει δραματικά.

Καθίσταται, λοιπόν, σαφές, ότι τα πλημμυρικά φαινόμενα που συχνά – πυκνά σημειώνονται στο λεκανοπέδιο, δεν αποτελούν «κεραυνό εν αιθρία», αλλά είναι αποτέλεσμα των επιλογών μας και της στρεβλής ανάπτυξης που ακολουθήσαμε.

Και οι αριθμοί είναι ενδεικτικοί: μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι δομημένες επιφάνειες στην Αθήνα κάλυπταν το 25% του λεκανοπεδίου. Μετά το 1975, το 75% καλύφθηκε από δομημένες επιφάνειες και δρόμους δίκτυα, ενώ οι ελεύθεροι χώροι αποτελούν, μόλις, στο 4%.

Και φυσικά, ουδέποτε επιχειρήσαμε να αντιμετωπίσουμε τις επιπτώσεις της στρεβλής ανάπτυξης που ακολουθήσαμε, με την δημιουργία βασικών έργων υποδομής. Οι υφιστάμενες υποδομές είναι ανεπαρκέστατες, αφού εκτιμάται ότι καλύπτουν, μόλις, το 40 – 45%, της Αττικής, με αποτέλεσμα, σε αρκετές περιοχές, να δημιουργούνται έντονα πλημμυρικά φαινόμενα, ακόμη και με μιας μικρής διάρκειας βροχόπτωση. Κάτι που θα μπορούσε να αποφευχθεί με έναν καλύτερο προγραμματισμό των έργων.

Υπάρχουν περιοχές όπου το πρόβλημα των πλημμυρικών φαινομένων θα είχε μειωθεί σημαντικά (ή και θα είχε λυθεί) με απλές επεμβάσεις, που, όμως, δεν προχωρούν γιατί θα μετατεθεί σε άλλους Δήμους, νοτιότερα, επειδή δεν έχουν γίνει εκεί τα αναγκαία έργα. Γιατί στην συντριπτική τους πλειοψηφία τα προωθούμενα έργα είναι αποσπασματικά, χωρίς να εντάσσονται σε έναν ευρύτερο σχεδιασμό, όπου τα προβλήματα θα αντιμετωπίζονται συνολικά και όχι στο πλαίσιο εξυπηρέτησης τοπικών μικροκομματικών συμφερόντων...

Τα προβλήματα, ωστόσο, δεν σταματούν εδώ, αφού, ακόμη και σήμερα, τα ρέματα και οι χείμαρροι του λεκανοπεδίου, δεν έχουν οριοθετηθεί. Τώρα άρχισε να κινείται κάτι (σε καθαρά ωστόσο, διαδικαστικό επίπεδο), για την οριοθέτησή των ρεμάτων, εξαιτίας κοινοτικής οδηγίας, για την αντιμετώπιση των πλημμυρικών φαινομένων.

Έως, ότου, όμως, ολοκληρωθεί η οριοθέτησή τους –και κρίνοντας από την μέχρι σήμερα εμπειρία, τα ρέματα, μάλλον, θα συνεχίσουν να μπαζώνονται και σε συνδυασμό με την έλλειψη ουσιαστικών υποδομών (αντιπλημμυρικά έργα, δίκτυο απορροής κλπ), ακόμη και με μιας μικρής διάρκειας και έντασης βροχόπτωση, ολόκληρες περιοχές μετατρέπονται σε λίμνες.

Εκτός κι εάν συνειδητοποιήσουμε, ότι το ρέμα δεν αποτελεί «εχθρό», αλλά ουσιαστικό σύμμαχο στην προσπάθεια ανάδειξης των περιοχών.

Ποια ρέματα χρήζουν διευθέτησης

Ας δούμε, όμως, ανά γεωγραφική ενότητα, ποια είναι τα βασικά ρέματα που χρήζουν διευθέτησης.

Ανατολική Αττική: Παλλήνης, Γέρακα, Πηγάδια, Καλίσια, Ραφήνας (και τα συμβαλλόμενα μικρά ρέματα Πικερμίου), Νέας Μάκρης, Αναβύσσου, Παλαιάς Φώκαιας, Σαρωνίδας, Σκόρπιο Ποτάμι (στην περιοχή Μαραθώνα), Πυθαγόρα (στον Διόνυσο).

Δυτική Αττική: Σαρανταπόταμος (στην Χαλυβουργική), Μαύρη Ώρα, Αγίας Αικατερίνης, Αγίου Γεωργίου (στον Ασπρόπυργο), Νέας Περάμου, Μαυραντζάς (στα Μέγαρα), Εσχατιάς (στο Μενίδι), Καναπίτσας, Χαϊδαρόρεμα και το ρέμα Περιστερίου.

Κεντρική Αττική: Κηφισός (αποτελεί τον τελικό αποδέκτη των ομβρίων του λεκανοπεδίου και εκκρεμούν τα έργα διευθέτησης της κοίτης στο «ανοικτό» τμήμα του), Ευρυπίδων, Σφακίων, Ποδονίφτη, Μιχελή, Λιοσίων, Χαλανδρίου, Πρ. Δανιήλ, Θεσσαλονίκης, Κυκλοβόρου, Πύρνας και Αμαρουσίου.

Για όλα τα προαναφερθέντα ρέματα απαιτείται υπολογισμός του νερού που μπορούν να δεχθούν και σε συνάρτηση με τα υδρολογικά δεδομένα των περιοχών από τις οποίες διέρχονται, να προχωρήσουν οι εργασίες διευθέτησης, ώστε να ακολουθήσει η υλοποίηση των αντιπλημμυρικών έργων που απαιτούνται

Τα ρέματα, χθες και σήμερα

Στα τέλη του 19ου αιώνα, διέσχιζαν το λεκανοπέδιο, 700 χείμαρροι, ποτάμια και ρυάκια. Το 1999, ο αριθμός τους ήταν μικρότερος των 70 (κάτω, δηλαδή και από το 10%) και σήμερα, δεν υπερβαίνουν τα 50. Που χάθηκαν;

Μπαζώθηκαν και καταπατήθηκαν. Μόνο στο λεκανοπέδιο της Αττικής έχουν μπαζωθεί και τσιμεντοποιηθεί περίπου 550 χιλιόμετρα ρέματα και χείμαρροι. Κι αυτό, προκειμένου να πραγματοποιηθούν τα οικιστικά όνειρα των κατοίκων της Αθήνας, με τις γνωστές συνέπειες που και σήμερα (για πολλοστή φορά) βιώσαμε. Ο Ιλισός, ήταν το μεγαλύτερο ποτάμι που διέσχιζε την Αθήνα. Ξεκινούσε από τον Υμηττό, για να καταλήξει στην θάλασσα. Παλιά ήταν ανοικτό.

Σήμερα, κυλάει εξ ολοκλήρου υπογείως, κάτω από τη Μιχαλακοπούλου, περνάει από την Βασ. Σοφίας (μπροστά από το Παναθηναϊκό Στάδιο), συνεχίζει στην Καλλιρρόης, για να καταλήξει μετά την Καλλιθέα στην θάλασσα.

Οι Αθηναίοι θεωρούσαν τον Ιλισό, ιερό και στις όχθες του διατηρούσαν βωμούς πολλών θεών, όπου τελούνταν τα Μικρά Μυστήρια, τα οποία σχετίζονταν τόσο με τα Ελευσίνια, όσο και με Διονυσιακές τελετουργίες. Από το ιερό, αυτό, ποτάμι το μόνο που απομένει σήμερα εμφανές είναι η στεγνή και χορταριασμένη κοίτη του, δίπλα στην οποία είναι χτισμένη η Αγία Φωτεινή του Ιλισού.

Στον Ιλισό χυνόταν ο Ηριδανός που ξεκινούσε από τον Λυκαβηττό και κατέβαινε από το Κολωνάκι. Κατά τη διάρκεια των εργασιών του Μετρό στην πλατεία Συντάγματος, ανακαλύφθηκε η αρχαία κοίτη του. Ο ποταμός συνεχίζει στις οδούς Μητροπόλεως και Ερμού, στην Αρχαία Αγορά και καταλήγει στον Κεραμεικό.

Την κοίτη του Ηριδανού συνάντησε το Μετρό και στο Μοναστηράκι, γεγονός που ανησύχησε ιδιαίτερα τους υπεύθυνους, καθώς το ποτάμι φούσκωσε κάποιες φορές επικίνδυνα κατά τη διάρκεια των εργασιών. Ακόμα και σήμερα, ο υπόγειος ποταμός κατεβάζει 20-30 κυβικά νερού την ώρα, ενώ τις βροχερές μέρες το νερό υπερδιπλασιάζεται και από τα νερά του πλημμυρίζει η Ποικίλη Στοά και η Αρχαία Αγορά.

Από το Λυκαβηττό ξεκινούσε και ο Βοϊδοπνίχτης που χωριζόταν, με ένα μέρος του να περνάει από την οδό Δημοκρίτου και την οδό Ακαδημίας προς το Αρσάκειο. Από τα Τουρκοβούνια ξεκινούσε ο Κυκλόβορος, ένας από τους μεγαλύτερους χειμάρρους της Αθήνας, που έφθανε στο Πεδίον του ’ρεως και διαμέσου της οδού Μάρνη κατέληγε στην πλατεία Βάθης.

Το Παγκράτι και τον Βύρωνα διέσχιζαν ο Αλασσώνας και το ρέμα «Πήδημα της Γριάς» αντίστοιχα. Στο Φάληρο χύνονταν ο Βουρλοπόταμος (ή Ξηροτάγαρος) και το ρέμα της Πικροδάφνης. Το ρέμα του Ποδονίφτη κυλάει κάθετα τους δήμους Χαλανδρίου, Ψυχικού, Φιλοθέης και Ν. Ιωνίας, διασχίζει υπόγεια τη Λεωφόρο Κηφισίας καταλήγοντας στον Κηφισό.

Οι πανεπιστημιακές μελέτες συγκρίνουν την σημερινή τσιμεντούπολη με τις παλαιότερες διαμορφώσεις της, όπου γεωργικές εκτάσεις, χωράφια και ποτάμια διέσχιζαν τη γη. Η εικόνα των πανάρχαιων ποταμών που πότιζαν την Αθήνα και απορροφούσαν τα νερά της βροχής έχει περάσει ανεπιστρεπτί.

Έτσι, κάθε φορά που βρέχει λίγο παραπάνω, λόγω των επιχωματώσεων και των αλλοπρόσαλλων οικιστικών σχεδίων, τα υπόγεια ποτάμια «φουσκώνουν» και πλημμυρίζουν ολόκληρες περιοχές υπενθυμίζοντάς μας την μακραίωνη ύπαρξή τους και χλευάζοντας τις όποιες (εκ μέρους μας) προσπάθειες εξαφάνισής τους.

Πηγή: kathimerini.gr

alfavita.gr
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki