Wednesday, 20 December 2023

Τα Παιδιά που Μεγάλωσαν με Στερήσεις, έμαθαν να Εκτιμούν

Δώρα, κουτιά με όμορφο περιτύλιγμα, χάρτινες σακούλες κι άλλα δώρα κι άλλα κουτιά. Κι όλα αυτά, να παίρνουν θέση κάτω από ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο που ασφυκτιά και σχεδόν δε φαίνεται απ' αυτό το χάρτινο πανδαιμόνιο.

Φυσικά, έχω κι άλλα πράγματα να θυμάμαι από τα περασμένα Χριστούγεννα, μα ομολογώ πως το μυαλό μου έχει κολλήσει εκεί. Στα αμέτρητα δώρα που πήρε φέτος η ανιψιά μου. 
Δώρα από τον Άγιο Βασίλη, 
δώρα από τον μπαμπά και τη μαμά, 
δώρα από τους παππούδες, 
δώρα από τους θείους. 
Δώρα, δώρα, δώρα…
Κι αυτό που αναρωτιέμαι συνεχώς είναι τι κερδίζει ένα παιδί από όλο αυτό; 
Ποιος ο λόγος που τους χαρίζουμε ένα σωρό άχρηστα αντικείμενα;
Παιχνίδια που πολύ πιθανόν να παίξουν μία μόνο φορά, είτε επειδή θα γίνουν χίλια κομμάτια σε λίγες μόνο μέρες είτε επειδή θα τα βαρεθούν μόλις πάρουν στα χέρια τους το επόμενο. 
Δεν ξέρω πραγματικά τι τους προσφέρουν, μα αυτό που ξέρω και μπορώ να πω με σιγουριά, είναι πως δεν τα χρειάζονται όλα αυτά.
Υπάρχουν παιδιά τα οποία μεγαλώνουν με χίλιες δυο στερήσεις και πιστέψτε με, αυτά τα παιδιά μαθαίνουν να εκτιμούν αυτά τα λίγα που έχουν. 
Και για να μην παρεξηγηθώ, όταν μιλάω για στερήσεις, αναφέρομαι απλά και μόνο σε υλικά αγαθά.

Σε όλα αυτά τα άχρηστα αντικείμενα, τα οποία τα περιτριγυρίζουν καθημερινά. Υλικά αγαθά που τους προσφέρουμε απλόχερα, πριν ακόμη μας τα ζητήσουν, είτε από τύψεις για την πολύωρη απουσία μας είτε για να τα επιβραβεύσουμε για μια επιτυχία τους.
Λες κι αν πούμε απλά μια «συγγνώμη» για να απολογηθούμε ή ένα «μπράβο» για να τα συγχαρούμε, δεν είναι αρκετό. Εμείς οι ίδιοι κακομαθαίνουμε τα παιδιά μας, γιατί τους μάθαμε πως μια διάκριση ή μια επιτυχία τους, πρέπει πάντα να συνοδεύεται από ένα κουτί με όμορφο περιτύλιγμα.

Ξέρω, πως ο κάθε γονιός παίρνει ζωή μέσα από το χαμόγελο του παιδιού του και δε θέλει ποτέ να του στερήσει τίποτα, αλλά οφείλουμε να σκεφτόμαστε και το μετέπειτα. Τις συνέπειες απ’ όλο αυτό.
Υπάρχουν πιτσιρίκια εκεί έξω που μεγαλώνουν μονάχα με τα απαραίτητα, από γονείς που είτε δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να τους προσφέρουν τίποτα περισσότερο είτε το κάνουν συνειδητά. Επιλέγουν οι ίδιοι να μην κακομάθουν τα παιδιά τους, προσφέροντάς τους μόνο ό,τι έχουν πραγματικά ανάγκη.

Γιατί γνωρίζουν πως μ’ αυτό τον τρόπο, θα καταφέρουν να μεγαλώσουν ένα παιδί, που όταν θα χρειαστεί να βγει στην αρένα της ζωής δε θα φοβηθεί. Δε θα δειλιάσει, θα κοπιάσει και θα ιδρώσει σκεπτόμενος τον κόπο και τις θυσίες των γονιών του.
Θα εκτιμήσει αυτά τα λίγα που του πρόσφεραν οι δικοί του και θα δουλέψει σκληρά για να αποκτήσει όλα όσα ονειρεύεται. Γιατί έτσι έχει μάθει από παιδί και γιατί ξέρει πως τίποτα και κανείς δεν πρόκειται να του χαριστεί. Θα κουραστεί, μα στο τέλος θα καταφέρει να αποκτήσει όλα εκείνα που πιθανόν να στερήθηκε σαν παιδί.

Άλλωστε, δεν υπάρχει πιο όμορφο συναίσθημα, απ’ την πληρότητα και την ευτυχία που νιώθεις, όταν καταφέρεις να αποκτήσεις κάτι με κόπο. Με το δικό σου κόπο, τις δικές σου θυσίες, χωρίς τις πλάτες κανενός και κυρίως χωρίς τις πλάτες των γονιών σου. Κι ό,τι αποκτάται μ’ αυτό τον τρόπο, το αγαπάς περισσότερο.
Είναι εντελώς διαφορετικό να δημιουργήσεις κάτι μονάχος σου κι αλλιώς να το βρεις έτοιμο. Έχει άλλη αξία, άλλη μαγεία, να ξέρεις πως ξεκίνησες από το μηδέν και έγινες κάτι, μόνο με τη βοήθεια του εαυτού σου και κανενός άλλου. Χωρίς να στηριχτείς σε κανέναν.
Και φυσικά, έχοντας πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού σου, δυο γονείς που θυσίασαν κι οι ίδιοι πράγματα για να σε μεγαλώσουν. Που σου στέρησαν ό,τι νόμιζες τότε πως είχες ανάγκη και θεωρούσες απαραίτητο, για να σου μάθουν μ’ αυτό τον τρόπο πως τη ζωή για να την κατακτήσεις, πρέπει να την κυνηγήσεις. Πως για να αποκτήσεις κάτι πρέπει να το διεκδικήσεις, να δουλέψεις και να παλέψεις γι’ αυτό.
Ίσως να μην ενδιαφέρει κανέναν αυτό που θα πω, αλλά μεγάλωσα σε μια τέτοια οικογένεια κι είμαι πολύ περήφανη γι’ αυτό. Γιατί μπορεί να στερήθηκα υλικά αγαθά, μα εισέπραξα τόση πολλή αγάπη, που όλα τα άλλα ήταν απλώς ασήμαντα κι ανούσια.
Με αυτή λοιπόν την απύθμενη αγάπη στην ψυχή και την εικόνα των γονιών μου στο μυαλό, προχωράω πάντα μπροστά, διεκδικώ ό,τι μου ανήκει, παλεύω μόνη μου γι’ αυτά που λαχταρώ και κοπιάζω συνεχώς για να αποκτήσω όσα ονειρεύτηκα.
Αφιερωμένο στους πιο σημαντικούς ανθρώπους της ζωής μου, τους γονείς μου.

Επιμέλεια Κειμένου
Εύας Αξιώτη: Πωλίνα Πανέρη
pillowfights.gr
e-mesara.gr

Μνήμες από τα Χριστούγεννα της Κατοχής…


Του Ευαγγέλου Ζύμαρη, συνταξιούχου Δασκάλου

Παραμονές Χριστουγέννων.

Ήμουν τότε οκτώμισι χρόνων. Πήγαινα τρίτη δημοτικού, στο τρίτο δημοτικό σχολείο Βουνακιού. Οι μικρομπακάληδες του Φραγκομαχαλά είχαν παραλάβει να μοιράσουν δωρεάν με κουπόνια απορίας, σκουπόσπορο για να κάνουν οι ταλαίπωροι σκλάβοι καμιά μαύρη τηγανίτα, όσοι είχαν λάδι. Δεν θυμούμαι από ποιόν οργανισμό είχε δοθεί.

Κατ` άτομο έδιναν εκατό δράμια (σημερινά 320 γραμμάρια ) αλεύρι κόκκινο, γιατί το σιτάρι και το κριθάρι ήταν δυσεύρετα.

Τα είχαν κατάσχει οι Γερμανοί ή τα κατείχαν μερικοί πλούσιοι μαυραγορίτες.

Θυμούμαι και το γράφω για πρώτη φορά, τον πατέρα μου τον συχωρεμένο που μου είπε: Δες να το λες και να το διηγείσαι. Αντί να δώσουν στους ανθρώπους λίγο τυρί ή κρέας μέρες που είναι δίνουν σκουπόσπορο που έτρωγαν τα ζώα…

Κάποια άλλα Χριστούγεννα της κατοχής πριν τις διακοπές (δεν θυμάμαι αν ήταν του 41 ή του 43) το συσσίτιο του σχολείου ήταν πιο πλούσιο. 
Μας έδωσαν ένα σικλάκι φασολάδα στον κάθε μαθητή (δυο μερίδες ) και το σπουδαιότερο, περίπου μισή οκά (640 γραμμάρια) σύκα ζαχαρένια σαν αυτά που πουλούν τα καταστήματα ξηρών καρπών. Όμως, στη διαδρομή μου για το σπίτι μέσω της οδού Αγίων Αποστόλων λίγα μέτρα πριν την σημερινή κλινική του Αυγουστή, ένας εικοσάχρονος νέος πεινασμένος, μου τ` άρπαξε και εξαφανίστηκε στο στενό. Δεν θα ξεχάσω την πίκρα και τα κλάματά μου. Γιατί εκτός από 'μένα περίμεναν κι άλλοι τρεις στο σπίτι (γονείς και μικρή αδελφή), ν` απολαύσουν αυτό το ωραίο γλύκισμα…

Εκείνες τις μέρες ευτυχώς, είχαμε πουλήσει κάποια καλή κουβέρτα για δυο οκάδες κουκιά. Δεν φαντάζεσθε τι συμβούλια επί συμβουλίων έγιναν για το πως να τα απολαύσουμε. Ένα μέλος της οικογένειας έλεγε να τα βράζουμε λίγα-λίγα για να περάσουμε μια εβδομάδα τρώγοντας όποτε πεινούμε ένα πιάτο με πολύ ζουμί. άλλο, να τα φαμε μονομερίς τα μισά τα Χριστούγεννα και τα μισά το Πάσχα. Γιατί ποιος ξέρει αν ξαναβρίσκαμε άλλο τέτοιο κελεπούρι.Τελικά επικράτησε η δεύτερη γνώμη και κάναμε Χριστούγεννα και Πάσχα με κουκιά και μπόλικο λάδι.

Διότι κάναμε το παν να μη στερηθούμε το ευλογημένο λαδάκι. Χωρίς αυτό, (όσοι το στερήθηκαν) πρηζόταν και πέθαιναν με αργό θάνατο. Ενώ έχοντας το λαδάκι με χόρτα ακόμα και με τσουκνίδες ξεγελούσαμε την πείνα μας.

Ήρθαν τα Χριστούγεννα. Με συσκοτισμένα τα σπίτια (βάζοντας στα πορτοπαράθυρα μπλε χαρτί είτε σεντόνια, διαταγή του κατακτητή) περιμέναμε τα λίγα τολμηρά παιδιά, να μας πουν τα κάλαντα. Το φιλοδώρημα που έπαιρναν μ` ευχαρίστηση απ` όσους είχαν, ήταν μια φούχτα τσίκουδα, λίγα κουντουρούδια ή το καλύτερο, λίγα ξερά σύκα.

Που να βρεθούν γλυκά; Από τι αλεύρι; Αφού κι ο καφές που σέρβιραν κάποτε (στους επισκέπτες) ήταν κριθαρίτικος και για ζάχαρη η νοικοκυρά κοπάνιζε χαρούπια και τα ζεματούσε με νερό για να βγάλουν το λίγο μελάκι που είχαν μέσα…

Αυτά τα λίγα περιστατικά, λόγω σεβασμού στο χώρο του εξαίρετου περιοδικού «Δάφνη», επέλεξα απ` τα τόσα παράδοξα που πέρασε η γενιά μας στην κατοχή αυτές τις άγιες μέρες αλλά και όλη την τετραετία της Γερμανικής σκλαβιάς, για να εκτιμούν οι νεώτεροι και προ πάντων τα παιδιά και τα εγγόνια μας τι παράδεισο αφθονίας έχουμε τώρα και να δοξάζουν το Θείο Βρέφος της Βηθλεέμ και Σωτήρα Χριστό που μας χαρίζει την ελευθερία μας με τα πλούσια αγαθά της.

Να τα απολαμβάνουν με αγάπη και χαρά χωρίς να γκρινιάζουν και να εκτιμούν αυτά που έχουν, ευχόμενοι να μην ξαναέλθουν στο λαό μας αλλά και σε κανένα λαό του κόσμου τέτοιες δυσβάσταχτες εποχές δυστυχίας και στέρησης.
Δάφνη

Πηγή: Πίσω στα παλιά το διαβάσαμε στο Αβέρωφ

σχόλιο: τότε τα παιδιά, έστω και με τον φόβο του κατακτητή, λέγαν τα κάλαντα…τώρα φοβόμαστε να τα αφήσουμε να πάνε μέχρι την διπλανή πόρτα… αλλά δεν θα τους περάσει, θα βγούνε τα παιδιά στη γειτονιά να καλαντίσουν,έστω και αν εμείς από κάπου κοντά θα τα παρακολουθούμε, για ασφάλεια. δεν θα αφήσουμε την γειτονιά χωρίς κάλαντα, χωρίς να ψάλλουν οι αθώες παιδικές φωνές το μήνυμα της Γέννησης.
Είναι ανάγκη να ακουστεί, να αντηχήσει η ΕΛΠΙΔΑ…
Alexia
Ακούστε τα κάλαντα από την ιδιαίτερη πατρίδα σας!!

antexoume

Η ιστορία της Γέννησης του Χριστού, για να την διηγηθείτε στα παιδάκια σας

Η όμορφη ιστορία
της Γέννησης του Θεανθρώπου.
«Μη φοβάσαι Μαρία»
Πριν πολλά χρόνια, ζούσε σε μια πόλη της Ναζαρέτ μια νέα και καλή κοπέλα, που την έλεγαν Μαρία.
Μια μέρα, φως πλημμύρισε όλο τον τόπο κι ο Αρχάγγελος Γαβριήλ παρουσιάστηκε μπροστά της. «Μη φοβάσαι Μαρία», της είπε. «Σου φέρνω ευχάριστα νέα. Ο Θεός σε διάλεξε να γίνεις η μητέρα του Γιου του. θα αποκτήσεις ένα μωρό που θα το ονομάσεις Ιησού»
 Στην ίδια πόλη ζούσε ένας ξυλουργός που τον έλεγαν Ιωσήφ. Ο Ιωσήφ προστάτευε κι αγαπούσε τη Μαρία.
Ο άγγελος παρουσιάστηκε και σε κείνον και του είπε ότι η Μαρία θα έφερνε στον κόσμο το Γιο του θεού. Τότε, εκείνος, γεμάτος χαρά, έτρεξε στη Μαρία και της διηγήθηκε όσα του είπε ο άγγελος.


Μια μέρα, ήρθε μια διαταγή απ' τον κυβερνήτη της χώρας. Όλοι οι κάτοικοι έπρεπε να επιστρέψουν στον τόπο που γεννήθηκαν για να μετρηθούν. Ο Ιωσήφ άρχισε ν” ανησυχεί πολύ. Αυτός και η Μαρία έπρεπε να πάνε στη Βηθλεέμ, μια πόλη που ήταν πολύ μακριά και η Μαρία ήταν έτοιμη να γεννήσει το μωρό της.

Την άλλη μέρα, μόλις χάραξε, ξεκίνησαν. Ο Ιωσήφ με τα πόδια, η Μαρία καβάλα σ' έναν γάιδαρο. Ο δρόμος ήταν μακρύς και δύσκολος. Κατάφεραν να φθάσουν στη Βηθλεέμ αργά το απόγευμα. Η πόλη ήταν γεμάτη κόσμο. Ο Ιωσήφ προσπάθησε να βρει κάποιο μέρος για να μείνουν το βράδυ, αλλά όλα τα δωμάτια ήταν γεμάτα. Η Μαρία ήταν τόσο κουρασμένη, που με δυσκολία στεκόταν στα πόδια της.
Στο τέλος, ένας ταβερνάρης τους λυπήθηκε και τους είπε: «Όλα τα δωμάτια είναι γεμάτα, αλλά μπορείτε να μείνετε στο στάβλο μου. Εκεί είναι καθαρά και ζεστά». Ο Ιωσήφ τον ευχαρίστησε και πήγαν στο στάβλο. Ο σανός ήταν μαλακός και μύριζε όμορφα. Η Μαρία και ο Ιωσήφ ήταν κατάκοποι. Έτσι ξάπλωσαν για να ξεκουραστούν.
Εκείνη τη νύχτα, η Μαρία γέννησε το μωρό της. Ήταν αγόρι, όπως το είχε πει ο άγγελος. Το ονόμασαν Ιησού. Η Μαρία το τύλιξε σε μια κουβέρτα και το ξάπλωσε μέσα σε μια φάτνη, που ήταν ζεστά και μαλακά. Η Μαρία και ο Ιωσήφ κοιτούσαν το μωρό με λατρεία. Το ένιωθαν κι οι δυο ότι ήταν ένα ξεχωριστό μωρό.
Στον λόφο πάνω απ' την πόλη μερικοί βοσκοί πρόσεχαν τα πρόβατά τους.
Ξαφνικά, ο ουρανός γέμισε φως και παρουσιάστηκε ένας άγγελος. Οι βοσκοί έπεσαν στη γη τρομοκρατημένοι. «Μη φοβάστε. Σας φέρνω καλά νέα», τους είπε ο άγγελος. «Σήμερα γεννήθηκε ένα παιδί. Είναι ο Γιος του θεού. Το πιο λαμπρό αστέρι θα σας οδηγήσει να τον βρείτε στη Βηθλεέμ, μέσα σε μια φάτνη».
Οι βοσκοί κοιτούσαν με θαυμασμό τον ουρανό, που είχε γεμίσει με αγγέλους που τραγουδούσαν. Ένα μεγάλο και λαμπερό αστέρι φώτιζε όλη την πλάση. «Πρέπει να πάμε να βρούμε αυτό το παιδί», είπε ο ένας. «Να του πάμε για δώρο ένα απ' τα νεογέννητα αρνάκια μας». Έτσι, λοιπόν, ακολούθησαν το άστρο κι έφτασαν στη Βηθλεέμ. Βρήκαν τον Ιησού μέσα στο στάβλο, μαζί με τη Μαρία και τον Ιωσήφ. Συγκινημένοι έπεσαν στα γόνατα και του πρόσφεραν το δώρο τους.
Πολύ μακριά, σε μια χώρα της Ανατολής, ζούσαν τρεις σοφοί άνθρωποι. Μια μέρα, είδαν ένα πολύ λαμπρό αστέρι στον ουρανό. Ήθελαν να μάθουν τι σήμαινε. Έψαξαν στα βιβλία τους για να βρουν την απάντηση. «Ένας νέος και μεγάλος βασιλιάς γεννήθηκε», είπαν. «Αυτό δείχνει το λαμπρό αστέρι». Πρέπει να πάμε να τον βρούμε για να τον προσκυνήσουμε. Το άστρο θα μας οδηγήσει».
Οι τρεις σοφοί ξεκίνησαν για το μακρύ ταξίδι τους. Το άστρο έλαμπε μπροστά τους μέρα και νύχτα. Κάποτε, έφτασαν στο παλάτι του βασιλιά Ηρώδη. Όταν έμαθε ο βασιλιάς πού πήγαιναν οι τρεις σοφοί, δεν ευχαριστήθηκε καθόλου. «Πρέπει να βρείτε το νέο βασιλιά και να μου πείτε πού βρίσκεται», τους είπε χωρίς να δείξει το θυμό του.
Οι σοφοί ακολούθησαν το άστρο για πολλά χιλιόμετρα μέχρι που αυτό σταμάτησε ακριβώς πάνω απ” το στάβλο που βρισκόταν ο Ιησούς.
«Ψάχνουμε για το νεογέννητο βασιλιά», είπαν. «Ένα λαμπρό αστέρι μας οδήγησε από πολύ μακριά ως εδώ». Τότε, ο Ιωσήφ τους έδειξε τη φάτνη. Αυτοί κατάλαβαν και γονάτισαν μπροστά στον Ιησού. Του πρόσφεραν πολύτιμα δώρα: χρυσό, λιβάνι και σμύρνα.

Την επόμενη μέρα, οι τρεις σοφοί ξεκίνησαν για το παλάτι του Ηρώδη. Στο δρόμο σταμάτησαν κάπου να ξεκουραστούν. Η κούραση τούς έκλεισε βαριά τα βλέφαρα. Στον ύπνο τους είδαν έναν άγγελο που τους προειδοποίησε: «Μην πάτε στον Ηρώδη! Θέλει να κάνει κακό στον Ιησού!». Έτσι οι σοφοί άλλαξαν δρόμο και δεν πήγαν ποτέ στον Ηρώδη.
Η Μαρία και ο Ιωσήφ ήταν πολύ χαρούμενοι και πολύ περήφανοι. Ήξεραν ότι το μωρό τους ήταν στ' αλήθεια ο Γιος του Θεού. Ήξεραν ότι ήταν ξεχωριστός. Κι ακόμη ήξεραν ότι, σαν θα μεγάλωνε, θα 'χε πολλά να κάνει για τούτο τον κόσμο.
Κι όλοι οι άνθρωποι θα τον λάτρευαν σ' όλη τη γη και θα θυμόντουσαν τη Γέννησή του γιορτάζοντας εκείνη τη μέρα, σαν μια ημέρα ΑΓΑΠΗΣ και ειρήνης.
infokids

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki