Η μικρή ανιψιά της, κάθε φορά που την έβλεπε, πήγαινε στη βιβλιοθήκη και έφερνε το ίδιο ακριβώς βιβλίο: «Το ασχημόπαπο».
«Εσύ μου το έφερες. Το θυμάσαι;»
«Πάλι», με εκείνο το λίγο ναζιάρικο, λίγο επιτακτικό ύφος που παίρνουν τα παιδιά όταν θέλουν κάτι και δεν δέχονται αντιρρήσεις. Κι έτσι το διάβαζε και το ξαναδιάβαζε. Αν καμιά φορά μπερδευόταν και της ξέφευγε καμιά λέξη ή την άλλαζε ακόμα και ασυνείδητα, η μικρή τη διόρθωνε:
«Δεν λέει έτσι εδώ. Αυτό λέει». Κι ας μην ήξερε να διαβάζει.
Κι εκείνης της άρεσε να τους χαρίζει βιβλία, ειδικά τις γιορτές, μαζί με ό,τι άλλο. Να πηγαίνει στα βιβλιοπωλεία, να τα φυλλομετρά, να κοιτάζει τις εικονογραφήσεις τους και να διαλέγει. Σαν να διάλεγε για κείνη.
Και χαιρόταν που μάθαιναν να διαβάζουν, να παίρνουν το βιβλίο τους στο κρεβάτι πριν κοιμηθούν.
Φέτος, αναρωτιόταν τι θα έκανε. Ολα γύρω ήταν κλειστά. Μόνο κάποιες υπηρεσίες -κι αυτές με ραντεβού ή διαδικτυακά- λειτουργούσαν, φαρμακεία και καταστήματα τροφίμων. Μόνο ό,τι παρέχει είδη και υπηρεσίες πρώτης ανάγκης, είπαν οι Αρχές.
Μα, δεν είναι τα βιβλία είδος πρώτης ανάγκης; Δεν είναι τα παραμύθια είδος πρώτης ανάγκης για τα παιδιά; Ουκ επ’ άρτω μόνον ζήσεται άνθρωπος. Και αυτό το έρημο το πνεύμα, τι θα κάνει; Θα περιοριστεί σε ό,τι προσφέρει η τηλεόραση; Ή ό,τι μπορεί να ανακαλύψει με πολλή προσπάθεια και άλλη τόση τύχη στο διαδίκτυο;
Μαζί με όλα τα άλλα σκεφτόταν τα παιδιά. Σταδιακά, τους τα στερούσαν όλα. Η μία ανιψιά της έκανε μάθημα χορού μέσω διαδικτύου. Τα αγγλικά της το ίδιο, όπως και τα μαθήματα του σχολείου -όταν δεν έπεφτε το δίκτυο. Η πιο μικρή, καθισμένη σε αναμμένα κάρβουνα, αδυνατούσε να παρακολουθήσει τη νηπιαγωγό που προσπαθούσε να διαβάσει από οθόνης ένα παραμύθι. Οι βόλτες στην παιδική χαρά ήταν απαγορευμένες, οι επαφές με τους φίλους τους γίνονταν κι αυτές -όποτε- από οθόνης. Παιδιά που μεγάλωναν αγκαλιά με οθόνες και η μόνη επαφή με το πραγματικό περιβάλλον ήταν μια μισάωρη βόλτα, αν προλάβαιναν οι γονείς, με «άδεια» από μια εφαρμογή.
«Δεν μπορώ άλλο στο σπίτι. Βαραίνομαι», της έλεγε η τρίτη ανιψιά της στο τηλέφωνο. Στο προνήπιο εκείνη. Δεν ήθελε άλλο να ζωγραφίζει, τα παιχνίδια της δεν έκρυβαν άλλες εκπλήξεις και τα βιβλία της τα είχε διαβάσει ξανά και ξανά και ξανά και ξανά.
«Και φέτος τι θα κάνω;» αναρωτιόταν. Ούτε της ίδιας της άρεσε να ψωνίζει από το διαδίκτυο, όταν μπορούσε το απέφευγε. Αυτά που διάβαζε, αυτά που έτρωγε, αυτά που φορούσε, ήθελε προηγουμένως να τα έχει δει πριν τα αγοράσει. Οπως δεν θα αγόραζε παπούτσια αν δεν της έρχονταν καλά, έτσι δεν θα έπαιρνε και βιβλία. Ειδικά αν ήταν για δώρο.
Κι έτσι, μαζί με την ημερήσια ενημέρωση για την υγειονομική κατάσταση και το μέλλον της καραντίνας, προσπαθούσε καθημερινά να βρει ειδήσεις για το τι θα γίνει με τα βιβλιοπωλεία και τις άλλες μικρές επιχειρήσεις που μαράζωναν.
Εκεί που ακόμα και το περιτύλιγμα του δώρου έχει προσωπικό χαρακτήρα και δεν είναι διαφημιστικό χαρτί. Εκεί που ο πωλητής έχει γνώμη για το βιβλίο στην προθήκη του και μπορεί να σου πει δυο πράγματα γι’ αυτό. Συχνά, πριν το φέρει στο μαγαζί του, το έχει διαβάσει κιόλας. Εκεί που μπορείς να μυρίσεις χαρτί και μελάνι και δεν είσαι ένας ακόμα αριθμός παραγγελίας σε μια χαώδη αποθήκη.
Ηθελε να γράψει ένα γράμμα στους αρμόδιους, μήπως τους συγκινήσει. Μήπως μπορέσει να τους εξηγήσει τι σημαίνουν τα καινούργια βιβλία και τα παραμύθια για τα παιδιά, και πόσο μεγάλη ανάγκη είναι να λειτουργήσουν τα βιβλιοπωλεία.
Αλλά την απάντηση τη μάντευε. Τίποτα. Αφωνία ή -το πολύ- κούφια λόγια. Οπως για τόσα και τόσα άλλα, εξίσου καίρια και σημαντικά.
archkatsoura@yahoo.gr