της Φλωρά Αφροδίτης*
Ο Σεφέρης στις Δοκιμές υποστήριζε ότι τη γλώσσα τη χρησιμοποιούμε με
δύο τρόπους: έναν που αφορά το λογικό μας και τον άλλο που αφορά τις
συγκινήσεις μας.
Η λογοτεχνία χρησιμοποιεί το δεύτερο τρόπο,
μεταχειρίζεται δηλαδή τη συγκινησιακή χρήση της γλώσσας, όπου ο λόγος
είναι φορτισμένος με τη μεγαλύτερη συναισθηματική ένταση και ανοίγει
νέους ορίζοντες στη θέαση του κόσμου, αφού μεταστοιχειώνει την
πραγματικότητα σ΄ ένα παιγνίδι υποβολής και επιβολής. Τις συγκινήσεις
τις οποίες προσφέρει ένα λογοτεχνικό κείμενο απολαμβάνουν όχι μόνο οι
ενήλικες, αλλά και τα παιδιά καθ΄ όλη τη διάρκεια της αναπτυξιακής τους πορείας.
Μακροχρόνιες έρευνες απέδειξαν ότι η μύηση του παιδιού από την πολύ μικρή του ηλικία στον έντεχνο λόγο συμβάλλει στην αισθητική καλλιέργεια,
στην ανάπτυξη της φαντασίας, στην ψυχική ωρίμανση και φυσικά στην
γλωσσική του ανάπτυξη.
Η παραπάνω διαπίστωση επιβεβαιώνεται από το νέο
πλαίσιο προγράμματος σπουδών, που αφορά τη γλώσσα στην προσχολική, αλλά
και στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, το οποίο αναφέρεται σε δραστηριότητες
που αναπτύσσουν τόσο την προφορική έκφραση, τη γραφή, όσο και την
ανάγνωση.
Για την καλλιέργεια των σχετικών ικανοτήτων από τα παιδιά ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται στη λογοτεχνία. Βέβαια, επειδή δεν είναι όλα τα λογοτεχνικά κείμενα κατάλληλα για μικρότερους αναγνώστες, αρκετοί συγγραφείς προχώρησαν στη συγγραφή βιβλίων για παιδιά, τα οποία ν΄ ανταποκρίνονται τόσο στο νοητικό τους επίπεδο, όσο και στα ευρύτερα κοινωνικά τους ενδιαφέροντα.
Πριν προχωρήσουμε στην παράθεση θεωρητικών και ερευνητικών δεδομένων
για το πώς η λογοτεχνία συμβάλλει στη γλωσσική ανάπτυξη των παιδιών,
είναι απαραίτητο να δούμε τι ακριβώς εννοούμε όταν αναφερόμαστε στη
γλωσσική ανάπτυξη.
Γενικότερα η οργάνωση του γλωσσικού συστήματος
θεωρείται ότι επιτελείται σε τρία τουλάχιστον διαφορετικά επίπεδα:
φωνολογικό, σημασιολογικό και συντακτικό. Οι τρεις αυτοί τομείς
συγκροτούν το δομικό στοιχείο της γλώσσας. Όταν το παιδί κατέχει και
τους τρεις αυτούς τομείς υποθέτουμε ότι κατέχει τη γλώσσα.
Αρχικά πρέπει να τονίσουμε το ρόλο τον οποίο διαδραματίζει η λογοτεχνία
στην κατάκτηση της εγγραμματοσύνης.
Ειδικότερα η κατάκτηση των βασικών στρατηγικών επεξεργασίας ενός λογοτεχνικού κειμένου, επιτελείται ήδη στην προσχολική ηλικία, στα πλαίσια των γεγονότων εγγραμματοσύνης, κατά τη μελέτη ενός γραπτού κειμένου. Συνεπώς τα παιδιά μαθαίνουν τη γλώσσα μέσα από ενδιαφέροντα ακούσματα λογοτεχνικών κειμένων, που ανταποκρίνονται σε σχήματα ή σε σενάρια γλώσσας που έχουν διαμορφώσει πριν πάνε στο σχολείο. Με όχημα την ιστορία τα παιδιά έχουν την ευκαιρία να μάθουν τη γραμματική, το συντακτικό και το λεξιλόγιο της γλώσσας.
Ειδικότερα η κατάκτηση των βασικών στρατηγικών επεξεργασίας ενός λογοτεχνικού κειμένου, επιτελείται ήδη στην προσχολική ηλικία, στα πλαίσια των γεγονότων εγγραμματοσύνης, κατά τη μελέτη ενός γραπτού κειμένου. Συνεπώς τα παιδιά μαθαίνουν τη γλώσσα μέσα από ενδιαφέροντα ακούσματα λογοτεχνικών κειμένων, που ανταποκρίνονται σε σχήματα ή σε σενάρια γλώσσας που έχουν διαμορφώσει πριν πάνε στο σχολείο. Με όχημα την ιστορία τα παιδιά έχουν την ευκαιρία να μάθουν τη γραμματική, το συντακτικό και το λεξιλόγιο της γλώσσας.
Ειδικότερα οι Robinson & Spodek παρατηρούν ότι η λογοτεχνία
αποτελεί μια προφανή πηγή ποικιλίας στη χρήση λέξεων και λεξιλογίου. Η
παιδική λογοτεχνία και συγκεκριμένα οι μικρές εικονογραφημένες ιστορίες,
μπορούν να βοηθήσουν στον εμπλουτισμό του λεξιλογίου των παιδιών της
προσχολικής ηλικίας. Την παραπάνω διαπίστωση έρχεται να επιβεβαιώσει μία
πρόσφατη έρευνα η οποία πραγματοποιήθηκε σε ελληνικά νηπιαγωγεία,
αποδεικνύοντας ότι η ανάγνωση ενός λογοτεχνικού βιβλίου προσαρμοσμένου
στην προσληπτική ικανότητα του παιδιού, βγάζει το παιδί από τον
καθημερινό λόγο και το οδηγεί σε νέες –φανταστικές μεν- αλλά ευχάριστες
καταστάσεις, οι οποίες είναι δυνατόν να προκαλέσουν επικοινωνία, η οποία
θα επενδυθεί με κατάλληλο λεξιλόγιο, γεγονός που θα βοηθήσει στον
εμπλουτισμό του. Η έρευνα επιβεβαίωσε την ...