Ειδικοί στο χώρο των αυτιών προειδοποιούν τους κατόχους iPod και άλλων, παρόμοιων συσκευών, πως η αναπαραγωγή μουσικής σε υψηλές εντάσεις από ακουστικά μπορεί να οδηγήσει σε... σημαντικά προβλήματα ακοής.
Η ένταση του ήχου
Ένας ήχος ορίζεται ως «δυνατός» όταν ξεπερνά τα 85 ντεσιμπέλ (dB) όπως αυτός που εκπέμπει ένα ξυπνητήρι. Όμως, και οι «εντός ορίων» επαναλαμβανόμενοι ήχοι (65-85 dB) μπορεί να προκαλέσουν σοβαρά προβλήματα στην ακοή.
Από την άλλη, οι ήχοι χαμηλής έντασης (π.χ. από τις οικιακές ηλεκτρικές συσκευές νέας τεχνολογίας) μπορεί να μην απειλούν άμεσα τα αφτιά μας, αλλά όταν είναι επαναλαμβανόμενοι ενδεχομένως να επηρεάσουν τόσο τη σωματική όσο την ψυχική υγεία μας: Ανεβάζουν την αρτηριακή πίεση (επομένως και τον κίνδυνο καρδιαγγειακών), δυσχεραίνουν τη διαδικασία της πέψης, προκαλούν διαταραχές στον ύπνο, κούραση, στρες, ενώ παρεμποδίζουν και τη συγκέντρωση. Πολύχρονες έρευνες σε παιδιά έχουν δείξει ότι η ηχητική ρύπανση περιορίζει την ικανότητα μελέτης, μάθησης και επίλυσης προβλημάτων, συντελώντας σε χαμηλότερες σχολικές επιδόσεις.
Πέντε λεπτά αρκούν για να βλάψουν το ακουστικό τύμπανο, καθώς, όταν είναι στη... διαπασών,εκπέμπουν ήχους έντασης 100 dB. Ερευνητές του Παιδικού Νοσοκομείου της Βοστόνης συνιστούν ο ήχος να μην υπερβαίνει το 80% της μέγιστης έντασης της συσκευής για πάνω από μιάμιση ώρα. Αν το παιδί σας ακούει μουσική για περισσότερη ώρα, βεβαιωθείτε ότι η ένταση βρίσκεται διαρκώς ρυθμισμένη στο μισό.
Τι να κάνετε:
Οι έφηβοι, ενώ γνωρίζουν ότι η δυνατή μουσική μπορεί να κάνει κακό στην ακοή τους, δεν βρίσκουν κανέναν λόγο να μειώσουν την ένταση του ήχου στο iPod τους, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιεύονται στο επιστημονικό έντυπο Journal of Pediatrics. Από τις συζητήσεις, που έγιναν με ομάδες-στόχους σε δύο γυμνάσια της Ολλανδίας, οι ερευνητές του Πανεπιστημιακού Ιατρικού Κέντρου του Ρότερνταμ διαπίστωσαν ότι ενώ γενικά οι έφηβοι γνώριζαν ότι η δυνατή μουσική κάνει κακό στην ακοή, οι περισσότεροι εξ αυτών συνήθως είχαν την ένταση του ήχου στο ανώτερο σημείο και δεν σκόπευαν να την μειώσουν.
Όπως πολλοί έφηβοι, έτσι και οι μαθητές του δείγματος αρνούνταν τον προσωπικό τους κίνδυνο. Οι περισσότεροι γνώριζαν τις γενικές αρνητικές συνέπειες της δυνατής μουσικής, αλλά πίστευαν ότι είχαν προσωπικό χαμηλό κίνδυνο απώλειας της ακοής τους.
Δεδομένου αυτού του συμπεράσματος, οι ερευνητές συστήνουν στους γονείς να ενημερώνουν τα παιδιά και να συζητούν μαζί τους για την σωστή χρήση των συσκευών ήχου και τις πιθανές μακροπρόθεσμες και μη αναστρέψιμες συνέπειες της ακουστικής ικανότητας. Οι γονείς μπορούν επίσης να παρατηρούν για τυχόν ενδείξεις του προβλήματος, όπως όταν το παιδί παραπονιέται για «κουδουνίσματα» στα αφτιά.
Και πάλι με βάση τις απαντήσεις που έδωσαν οι ομάδες-στόχοι οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι πολλοί γονείς δεν γνωρίζουν τα προβλήματα που μπορεί να προκαλέσουν στην ακοή των παιδιών οι συσκευές ήχου όπως το iPod και τα MP3. Από τους 73 μαθητές που συμμετείχαν, ελάχιστοι δήλωσαν ότι οι γονείς τους, τους είχαν ενημερώσει για τους κινδύνους από την πολύ δυνατή μουσική.
Ενδεχομένως να είναι αναγκαίο οι κατασκευαστές φορητών συσκευών ήχου να πρέπει να προβούν σε αλλαγές. Πολλοί μαθητές του δείγματος δήλωσαν ότι δεν γνώριζαν πότε η ένταση του ήχου ήταν πολύ ψηλά.
Ο ήχος άνω των 90dB πιστεύεται ότι είναι επιβαρυντικός για την ακοή, αλλά συνήθως η ένταση πρέπει να ανέβει στα 120 με 140dB για να γίνει επώδυνος. Οι ερευνητές προτείνουν έναν γενικό κανόνα, σύμφωνα με το οποίο οι χρήστες των φορητών συσκευών ήχου να μην αυξάνουν σε άνω του 60% της συνολικής ικανότητας του ήχου όταν χρησιμοποιούν ακουστικά. Σε περίπτωση που ακούνε μουσική από ηχεία χώρου μπορούν να ανεβάζουν την ένταση και στο 70%.
musicheaven
από Mpalakia