Saturday, 13 August 2022

Ο Αίσωπος και οι Μύθοι του -- Aesop’s Fables

Ο Αίσωπος γεννήθηκε στην περιοχή της Φρυγίας το 600 περίπου π.Χ. και πέθανε στα 564 π.Χ. Ήταν άσχημος και δούλευε σε κάποιον κτηματία σαν δούλος - βοσκός. 
Μια μέρα, που είδε τον επιστάτη να χτυπάει άδικα έναν δούλο, έτρεξε να τον βοηθήσει κι έτσι ο επιστάτης για να τον εκδικηθεί τον κατηγόρησε στο αφεντικό - κτηματία - που τον πήγε στην αγορά της Εφέσσου να τον πουλήσει!
    Εκεί, τον αγόρασε ο σοφός Ξάνθος από την Σάμο, που εκτίμησε το έξυπνο βλέμα του και τον πήρε μαζί του σαν δούλο. Μαζί του, ο Αίσωπος, άρχισε να ταξιδεύει και να γνωρίζει τον κόσμο. Κάποτε έφθασαν και στην περιοχή των Δελφών όπου επισκέφθηκαν το περίφημο Μαντείο. 
Ο Αίσωπος ειρωνεύτηκε τους ιερείς του Μαντείου ότι μαντεύουν για να πλουτίζουν και τους κατοίκους των Δελφών ότι αντί να καλλιεργούν τα κτήματά τους και να φροντίζουν τα ζώα τους ζούσαν από τα αφιερώματα των προσκυνητών του Μαντείου. 
Αυτό του το θράσος εξόργισε τους ιερείς του Μαντείου οι οποίοι τον παγίδευσαν, βάζοντας ένα χρυσό ποτήρι στις αποσκευές του, και κατόπιν τον κατηγόρησαν για κλέφτη κι ιερόσυλο! Έτσι τον δίκασαν άδικα και τον καταδίκασαν σε θάνατο, ρίχνοντας τον από τις κορυφές των Φαιδρυάδων, κάποια απόκρημνα βράχια. 
Σύμφωνα με την παράδοση, ο Απόλλωνας τιμώρησε την αδικία τους στέλνοντας στους κατοίκους των Δελφών μεγάλη πείνα και λιμό, που θέρισαν πολλούς κατοίκους. Αυτοί τότε για να εξιλεωθούν, έστησαν μια μαρμάρινη στήλη προς τιμήν του Αισώπου.
    Λέγεται ότι ο Αίσωπος είπε τους μύθους του αυτούς όχι μόνο στη διάρκεια της ζωής του αλλά και με σκοπό να υποστηρίξει την αθωότητά του στο δικαστήριο. Μέσα από τους μύθους του διακρίνεται το ευρύ, παρατηρητικό του πνεύμα κι η ικανότητά του να διδάσκει με μικρές απλές ιστορίες, που πάντα έχουν στο τέλος κάποιο ηθικό δίδαγμα. 
    Ο Αίσωπος συνήθιζε με την παρατηρητικότητα και την βαθειά σοφία του να πλάθει τέτοιες ιστορίες και να τις λέει γύρω του. Με τον καιρό απέκτησε μεγάλη φήμη κι όλοι έτρεχαν κοντά του να ακούσουν κάποιο μύθο του σχετικά με κάποιο πρόβλημα που τους απασχολούσε. Σιγά - σιγά οι μύθοι του άρχισαν να μεταδίδονται από στόμα σε στόμα μεταξύ των ανθρώπων, μέχρι την ελληνιστική εποχή οπότε συγκεντρώθηκαν και παρουσιάστηκαν σαν ένα βιβλίο, αιώνες αργότερα.
    Οι Μύθοι του Αισώπου έχουν μια ιδιαίτερη χάρη, μια θαυμαστή απλότητα και άφταστη διδακτικότητα! Είναι παρμένοι από την καθημερινή ζωή και την φύση. Ο Αίσωπος έχει μια μοναδική δυνατότητα να δίνει στα ζώα ανθρώπινες ιδιότητες, ψυχή και λαλιά, σε τέτοιο βαθμό που να θεωρείς ότι αυτή ήταν κάποτε η πραγματικότητα και όλα αυτά που διηγείται έχουν συμβεί.


πηγή:
 [Πηγή: Pathfinder.gr]

.
Ο Βοριάς κι ο Ήλιος
Οι οδοιπόροι και το τσεκούρι
Ο γάτος και τα ποντίκια
Η γυναίκα και οι δουλειές
Ο δουλευτάρης και ο ακαμάτης
Το παιδί που έκλεβε
Το λιοντάρι και ο κυνηγός
Το λιοντάρι και το ποντίκι
Ο κάβουρας κι η αλεπού
Ο γάιδαρος και το αλάτι
Ο άνθρωπος και τα χρόνια του
Το λιοντάρι, ο Προμηθέας και ο ελέφαντας

Αίσωπος: Ὄνος καί Τέττιγξ - Ο γάιδαρος ὁ τζίτζικας

Ὀνος ἀκούσας φωνῆς τέττιγος ἡδέως αὐτῇ ἐπετέρπετο, καὶ τὸν τέττιγα ἐπηρώτα λέγων:
«Τί ἄρα τρεφόμενος οὔτω γλυκεῖαν ἔχεις τὴν φωνήν;»
Ὁ δὲ τέττιξ τῷ ὄνῳ ἀντέφησεν:
«Ἡ ἐμὴ τροφὴ ἀήρ ἐστι καὶ δρόσος».

Ὁ δὲ ὄνος τούτου ἀκούσας τοῦ ρήματος ἐνόμισε μέθοδον εὑρηκέναι δι᾿ ἧς ὅμοιαν τῷ τέττιγι σχοίη φωνήν καὶ τὸ στόμα εὐθὺς ἀνοίξας πρὸς τὸν ἀέρα κεχήνωτο ὡς δεξόμενος δῆθεν δρόσον εἰς διατροφήν, ἕως οὗ τῷ λιμῷ διεφθάρη.

Οὗτος ὁ μὺθος δηλοὶ ὅτι οὐ δεῖ τινα τὰ φυσικὰ τοῖς παρὰ φύσιν ἐξομοιοὺν καὶ τοῖς ἀδυνάτοις ἀφρόνως ἐπιχειρεῖν.

______

Ὁ γάιδαρος ἄκουσε κάποτε τὸ τζίτζικα καὶ κατευχαριστήθηκε.

«Μὰ τί τρῶς κι ἔχεις τόσο γλυκιὰ φωνή;» τὸν ρώτησε.
«Ἀέρα καὶ δροσιά» ἀπάντησε ἐκεῖνος.
Τότε ὁ γάιδαρος νόμισε πὼς ἔμαθε τὸ μεγάλο μυστικὸ ποὺ κάνει τὶς ὄμορφες φωνές. 

Ἄνοιξε λοιπὸν τὸ στόμα του, γιὰ νὰ χορτάσει τάχα μπόλικο ἀέρα καὶ δροσιά, κι ἔμεινε ἔτσι χάσκοντας, μέχρι ποὺ πέθανε ἀπὸ τὴν πείνα.

Ο μύθος λέει πὼς δὲν ἔχουμε, οὔτε πρέπει νὰ ἔχουμε, ὅλοι τὴν ἴδια φύση καὶ πὼς εἶναι καθαρὴ ἀπερισκεψία νὰ προσπαθοῦμε ἀφύσικα πράγματα.

Aesop For Children
One day as an Ass was walking in the pasture, he found some Grasshoppers chirping merrily in a grassy corner of the field.
He listened with a great deal of admiration to the song of the Grasshoppers. It was such a joyful song that his pleasure-loving heart was filled with a wish to sing as they did.
“What is it?” he asked very respectfully, “that has given you such beautiful voices? Is there any special food you eat, or is it some divine nectar that makes you sing so wonderfully?”
“Yes,” said the Grasshoppers, who were very fond of a joke; “it is the dew we drink! Try some and see.”
So thereafter the Ass would eat nothing and drink nothing but dew.
Naturally, the poor foolish Ass soon died.


Moral
The laws of nature are unchangeable.


fablesofaesop

Αίσωπος: Τζιτζίκι και Μυρμήγκι

Πῆγε λοιπὸν ὁ τζίτζικας καὶ τοῦ ζήτησε λιγάκι νὰ φάει κι αὐτός.
«Καὶ τί ἔκανες ὅλο τὸ καλοκαίρι; Πῶς τὰ κατάφερες νὰ μείνεις χωρὶς σιτάρι;» τὸν ρώτησε ὁ μέρμηγκας.

Ὁ μέρμηγκας ἀπολάμβανε, μέσα στὸν ἄγριο χειμώνα,
τὸ σιτάρι ποὺ εἶχε μαζέψει ἀπὸ τὸ καλοκαίρι.
«Τραγουδοῦσα» ἀπάντησε ἐκεῖνος «καὶ δὲ μοῦ ἔμεινε καιρὸς».

«Ἐ, ἀφοῦ τραγούδησες καλά-καλὰ, ἦρθε κι ἡ ὥρα νὰ χορέψεις!» εἶπε γελώντας ὁ μέρμηγκας κι ἔκρυψε τὸ σιτάρι πιὸ βαθιὰ στὴ φωλιά του.
Ὁ μύθος λέει γιὰ τοὺς τεμπέληδες καὶ τοὺς ἀνοργάνωτους ἀνθρώπους ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ ἀνόητα πράγματα και στο τέλος δὲν ἔχουν οὔτε νὰ φᾶνε.

Και στην αρχαία μας γλώσσα...

ΜΥΡΜΗΞ ΚΑΙ ΤΕΤΤΙΞ.
Μύρμηξ τις ὥρᾳ χειμῶνος ὃν θέρους συνήγαγε σῖτον καθ᾿ ἑαυτὸν ἤσθιεν. Ὁ δὲ τέττιξ προσελθὼν αὐτῷ ᾐτεῖτο μεταδοθῆναι αὐτῷ ἐκ τῶν αὐτοῦ σιτίων. Ὁ δὲ μύρμηξ ἔφη πρὸς αὐτόν:
«Καὶ τί ἄρα πράττων διετέλεις ἐφ᾿ ὅλῳ τῷ τοῦ θέρους καιρῷ, ὅτι μὴ συνέλεξας σῖτον ἑαυτῷ εἰς διατροφήν;»

Ὁ δὲ τέττιξ ἀντέφησεν αὐτῷ ὡς:

«Τῷ μελῳδεῖν ἀπασχολούμενος τῆς συλλογῆς ἐκωλυόμην».

Τῇ γοῦν τοιαύτῃ τοῦ τέττιγος ἀποκρίσει ὁ μύρμηξ ἐπιγελάσας, τὸν ἑαυτοῦ σῖτον τοῖς ἐνδοτέροις τῆς γῆς μυχοῖς ἐναπέκρυψε καὶ πρὸς αὐτὸν ἀπεφθέγξατο ὡς:

«Ἐπεὶ τότε ματαίως ἐμελώδεις, νυνὶ λοιπὸν ὁρχήσασθαι θέλησον».

Οὗτος παρίστησι τοὺς ὀκνηρούς τε καὶ ἀμελεῖς καὶ τοὺς ἐν ματαιοπραγίαις διάγοντας κἀντεῦθεν ὑστερουμένους.
πηγή

Και για τα μικρά χαμομηλάκια 
Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε ένας μικρούλης τζίτζικας, πολύ φωνακλάς. Όλο το καλοκαίρι δε σταματούσε να τραγουδάει.
Τζι τζι τζι τζι τζι! έκανε χωρίς σταματημό.
Πόσο του άρεσε να κολλάει πάνω στα κλαδιά των δέντρων και να γεμίζει με τη φωνούλα του τα καυτά μεσημέρια του καλοκαιριού! Κι όσο πιο πολλή ζέστη έκανε, τόσο πιο δυνατά τραγουδούσε.
Τραγουδούσε συνέχεια. Δεν έκανε τίποτε άλλο.
Κι εκεί που καθόταν στα κλαδιά, έβλεπε στους κορμούς των δέντρων ατελείωτη στρατιά από μυρμήγκια που ανεβοκατέβαιναν κουβαλώντας σποράκια. Ίδρωναν από τη ζέστη, ξεφυσούσαν, κοκκινιζαν, αλλά δε σταματούσαν λεπτό τη δουλειά τους.
Μια μέρα, που ο τζίτζικας τραγουδούσε και πάλι ανέμελα σ΄ένα κλαδί, είδε ένα μυρμήγκι που είχε σταματήσει να σκουπίσει τον ιδρώτα του.
Τι κάνεις, μυρμηγκάκι μου; το ρώτησεΔε βλέπεις τι κάνω; Μαζί με τα αδελφάκια μου δουλεύουμε. Κουβαλάμε στις φωλιές μας τις προμήθειες για το χειμώνα.Το καλοκαίρι το έφταξε ο Θεός για να ξεκουραζόμαστε και να διασκεδάζουμε! φώναξε ο τζίτζικας. Παράτα τις δουλειές κι έλα παρέα μου να τραγουδήσυμε ως το πρωϊ.Λάθος! είπε το μυρμήγκι. Το καλοκαίρι βρίσκουμε τροφή για το χείμωνα, αλλιως είμαστε χαμένοι. Το ίδιο να κάνεις κι εσύ. Ποιος θα σε βοηθήσει το χειμώνα μου λες;Ο χειμώνας είναι μακριά, απάντησε ο τζίτζικας. Τώρα έχουμε καλοκαίρι. Τραγούδι και ανεμελιά!
Το μυρμήγκι κούνησε το κεφάλι του και συνέχισε το δρόμο για τη φωλιά του.
Ο τζίτζικας συνέχισε να τραγουδάει και να απολαμβάνει το ζεστό ήλιο.
Τζι τζι τζι τζι τζι, χαζούλι μυρμηγκάκι μου εσύ, τις δουλειές παράτα, σε παρακαλώ, πιάσε το τραγούδι και το χορό!
Το μυρμήγκι κοντοστάθηκε ακούγοντας το τραγούδι του τζίτζικα. Μετά, συνέχισε το δρόμο του χαμογελώντας.
*Αχ, άμυαλε τζίτζικα*, σκέφτηκε.
*Στάσου να έρθει ο χειμώνας και θα δεις!*

Και πραγματικά, το καλοκαίρι δεν έμεινε για πάντα.
Ήρθε το φθινόπωρο και μετά ο χειμώνας ο βαρύς.
Τα κλαδιά των δέντρων απέμειναν γυμνά. Ολόκληρη η πλάση σκεπάστηκε με χιόνι. Τροφή δεν υπήρχε πουθενά.
Το στομάχι του τζίτζικα γουργούριζε συνέχεια. Φαγητό δεν έβρισκε πουθενά! Πεινούσε σα λύκος. Και τότε σκέφτηκε το μυρμηγκάκι και χτύπησε την πόρτα της φωλιά του.
Εσύ δεν είσαι ο τραγουδιστής του καλοκαιριού; είπε το μυρμήγκι που τον θυμήθηκε.
Που μου έλεγες πως πρέπει να τεμπελιάζω;
Ναι, μυρμηγκάκι μου καλό, απάντησε ο τζίτζικας.
Αλλά τώρα πεινάω. Με το τραγούδι δε βρήκα χρόνο να μαζέψω τίποτα για το χειμώνα. Σε παρακαλώ δώσε μου λίγα σποράκια.
Πιξ' το πάλι στο τραγούδι. Που ξέρεις; Μπορεί να σου κόψει την πείνα! είπε το μυρμήγκι και του έκλεισε κατάμουτρα την πόρτα της φωλιά του.
Και ο τραγουδιστής ο τζίτζικας γύρισε στη φωλιά του πεινασμένος, δίχως να γνωρίζει τι να πράξει. Το μόνο που γνώρισε και μάλιστα καλά ήταν πόσο δίκιο είχε το μυρμηγκάκι...
(Μύθοι Αισώπου από Modern Times) 

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki