Το θαύμα της γέννησης ήταν γυναικεία υπόθεση.
Οι άντρες περίμεναν το κλάμα, τα συχαρίκια.
Οι άντρες περίμεναν το κλάμα, τα συχαρίκια.
Γονατιστή στο κρεβάτι με τα χέρια στηριγμένα στους αγκώνες δάγκωνε τους πόνους, έπνιγε τη φωνή, γιατί δίπλα στο άλλο δωμάτιο χωρισμένο με μισάντρα (ξύλινο διαχωριστικό) οι άντρες της οικογενείας περίμεναν με αγωνία το άκουσμα του κλάματος του μωρού και όχι τις κραυγές του πόνου της μάνας.Τα μεγαλύτερα παιδιά είχαν απομακρυνθεί σε συγγενικά σπίτια, γιατί το δωμάτιο μαιευτήριο αποτελούσε άβατο για άντρες και παιδιά. Το θαύμα της γέννησης ήταν γυναικεία υπόθεση. Η γυναίκα γεννούσε και γυναίκες κατ' αποκλειστικότητα το έφερναν εις πέρας. Οι άντρες από δίπλα περίμεναν το άγγελμα, το κλάμα, τα συχαρίκια.
Η υπομονή και η αντοχή στον πόνο ήταν τα χαρακτηριστικά της άξιας γυναίκας. Η μάνα, η πεθερά φρόντιζαν για την εξέλιξη του θαύματος της γέννας ανάβοντας το καντήλι, καίγοντας θυμίαμα και προσευχόμενες να πάνε όλα κατ' ευχήν. Τότε και η άφιξη της μαμής. Η θεια Χρυσούλα η Τζαβάραινα κατέφθασε και πρόσθεσε την εμπειρία της.
Έτσι εγώ πήρα την πρώτη μου ανάσα στο ιδιωτικό μου μαιευτήριο, με την προσωπική μου μαμή που συνέχεια είχα τη δυνατότητα πάντα να την βλέπω, να την χαιρετάω και να με αποκαλεί μέχρι τα γεράματά της με την πιο γλυκιά προσφώνηση «τσούπρα μου». Από τη ζεστασιά της μήτρας βρέθηκα στην ζεστασιά του χειμωνιάτικου. Αυτό ήταν το μεγάλο δωμάτιο κάθε σπιτιού, εκεί ήταν το τζάκι, εκεί μαζευόταν όλη η οικογένεια για θέρμανση, φωτισμό, μαγείρεμα, φαγητό, ύπνο. Εκεί δένονταν οι σχέσεις.Εκεί όταν το χιόνι δεν άφηνε περιθώριο για ξεμύτισμα οι παππούληδες και οι γιαγιάδες μέσα από τις ιστορίες και τα παραμύθια τους στάλαζαν στο μυαλό και στην ψυχή μας την εμπειρία τους. Εκεί μαθαίναμε τη ζωή. Εκεί είναι οι χειμωνιάτικες αναμνήσεις μας. Εκεί αναβαπτίζουμε στα δύσκολα τον εαυτό μας. Εκεί είναι η όαση των παιδικών μας χρόνων.
Κάποιες γυναίκες αναλόγως της εποχής μπορεί να μην προλάβαιναν να γυρίσουν στη θαλπωρή του σπιτιού τους και να γεννήσουν τα μωρά τους εκεί με βοήθεια, αλλά να γεννούσαν μόνες τους στο χωράφι, στο καλύβι ή στα πρόβατα. Πάλι όμως και τότε γυναίκα είχε τη φροντίδα τους, η Παναγία, και έσωζε και αυτές και τα μωρά τους.Έτσι γεννούσαν οι γυναίκες στο χωριό μου μέχρι περίπου τη δεκαετία του εξήντα. Μαμές ήταν συνήθως οι μανάδες τους ή οι πεθερές τους. Όμως υπήρχε πάντα και η έμπειρη μαστόρισσα μαμή. Η θεια Χιόνα παλιότερα (Ευσταθία Πολίτη) είχε καλό αναραχό (θετική ενέργεια) για τις επίτοκες. Ήτανε γουρλού. Με ικανοποίηση δεχόταν οι ετοιμόγεννες τη βοήθειά της και φερνανστον κόσμο τα παιδιά τους. Επίσης η εμπόρισσα, η γυναίκα του εμποράκου -ποιος θυμάται αλήθεια το όνομά της;-εκτελούσε χρέη μαμής. Ξακουστή μαμή, κυρίως όταν υπήρχε δυσκολία στην εξέλιξη του τοκετού και το παιδί ερχόταν ανάποδα ήταν η θεια Λευτερία (Ελευθερία) του Θανάση του Γόντικα η γυναίκα.
Αργότερα διορίστηκαν μαμές πια, όχι εμπειρικές αλλά σπουδαγμένες, στο Βαλτεσινίκο και είχαν υπό την παρακολούθησή τους και τις έγκυες των Μαγουλιάνων.
Με δική τους πια καθοδήγηση και πιο εξελιγμένα μέσα οι γυναίκες και πάλι γεννούσαν στα σπίτια τους. Η εξέλιξη της κοινωνίας οδήγησε τις επίτοκες στη συνέχεια στις αίθουσες των μαιευτηρίων. Όταν τα μωρά γεννιούνταν πρόωρα ή ελλιποβαρή τα περίμενε η θερμοκοιτίδα, φτιαγμένη από μαλλιά προβάτων. Αφού τα άλειφαν με ξύγκι (λίπος από τα πρόβατα) για θερμαντικό, τα φάσκιωναν, τα τύλιγαν καλά με τα μαλλιά, δημιουργούσαν δηλαδή συνθήκες ζεστής μήτρας, τα πότιζαν μητρικό γάλα και βούτυρο για να δυναμώσουν, έκαναν το σταυρό τους, τους έδιναν αγάπη, αγάπη, αγάπη και έτσι ζούσαν ή πέθαιναν…
Με την ίδια φροντίδα και την ίδια αγάπη στη θαλπωρή του χειμωνιάτικου ζεσταίναμε και τα άλλα νεογέννητα μωρά που έρχονταν στο σπιτικό μας το καταχείμωνο από την κοιλιά της κατσικούλας ή της προβατίνας μας. Όταν ο πατέρας τα έφερνε από το στάβλο στο σπίτι όλοι μεριάζαμε στο παραγώνι, κάναμε χώρο, στρώναμε το σάϊσμα τα σκουπίζαμε από τα κατάλοιπα
της γέννας, τα ζεσταίναμε μέχρι τρικλίζοντας να μπορέσουν να σταθούν στα ποδαράκια τους και τότε ο πατέρας να τα ξαναπάει στη μανούλα τους για βύζαγμα. Αγαστή συνύπαρξη ανθρώπων και ζώων!!
Με δική τους πια καθοδήγηση και πιο εξελιγμένα μέσα οι γυναίκες και πάλι γεννούσαν στα σπίτια τους. Η εξέλιξη της κοινωνίας οδήγησε τις επίτοκες στη συνέχεια στις αίθουσες των μαιευτηρίων. Όταν τα μωρά γεννιούνταν πρόωρα ή ελλιποβαρή τα περίμενε η θερμοκοιτίδα, φτιαγμένη από μαλλιά προβάτων. Αφού τα άλειφαν με ξύγκι (λίπος από τα πρόβατα) για θερμαντικό, τα φάσκιωναν, τα τύλιγαν καλά με τα μαλλιά, δημιουργούσαν δηλαδή συνθήκες ζεστής μήτρας, τα πότιζαν μητρικό γάλα και βούτυρο για να δυναμώσουν, έκαναν το σταυρό τους, τους έδιναν αγάπη, αγάπη, αγάπη και έτσι ζούσαν ή πέθαιναν…
Με την ίδια φροντίδα και την ίδια αγάπη στη θαλπωρή του χειμωνιάτικου ζεσταίναμε και τα άλλα νεογέννητα μωρά που έρχονταν στο σπιτικό μας το καταχείμωνο από την κοιλιά της κατσικούλας ή της προβατίνας μας. Όταν ο πατέρας τα έφερνε από το στάβλο στο σπίτι όλοι μεριάζαμε στο παραγώνι, κάναμε χώρο, στρώναμε το σάϊσμα τα σκουπίζαμε από τα κατάλοιπα
της γέννας, τα ζεσταίναμε μέχρι τρικλίζοντας να μπορέσουν να σταθούν στα ποδαράκια τους και τότε ο πατέρας να τα ξαναπάει στη μανούλα τους για βύζαγμα. Αγαστή συνύπαρξη ανθρώπων και ζώων!!
Στην αγκαλιά της μανούλας μας μεγαλώναμε και μείς με το γάλα της και την αγάπη της. Λεχώνα αυτή μέχρι να σαραντίσει δεν έβγαινε από το σπίτι, ούτε πολλές επισκέψεις δεχόταν, ούτε έπρεπε να πάει ξένος βράδυ στο σπίτι της· έτσι αποφεύγανε το κακό μάτι, την κακή ενέργεια. Μ' αυτό τον τρόπο γεννημένα τα παιδιά και μεγαλωμένα στον όμορφο τούτο τόπο φαίνεται γινόταν όμορφα, γι αυτό στο χωριό μου κάθε γειτονιά είχε και την ξεματιάστρα της, χώρια το διάβασμα της βασκανίας από τον παπα-Γιάννη.Στη Μπάρτζελη η θεια Μπουρνού (Αγγελική Θοδωρή Μπουρνά) έδενε κόμπο στο μαντήλι, έλεγε τις ευχές, μέτραγε με την...