Το Χαμομηλάκι
Saturday, 15 April 2023
Ανάστα ο Θεός…
ὅτι σύ κατακληρονομήσεις ἐν πᾶσι τοῖς ἔθνεσι.
Ὁ Θεὸς ἔστη ἐν συναγωγῇ Θεῶν,
ἐν μέσῳ δὲ θεοὺς διακρινεῖ.
Ἀνάστα, ὁ Θεός, κρῖνον τὴν γῆν,
Ἀνάστα, ὁ Θεός, κρῖνον τὴν γῆν,
ὅτι σὺ κατακληρονομήσεις ἐν πᾶσι τοῖς ἔθνεσι.
Ἕως πότε κρίνετε ἀδικίαν,
καὶ πρόσωπα ἁμαρτωλῶν λαμβάνετε;
Ἀνάστα, ὁ Θεός, κρῖνον τὴν γήν,
Ἀνάστα, ὁ Θεός, κρῖνον τὴν γήν,
ὅτι σὺ κατακληρονομήσεις ἐν πᾶσι τοῖς ἔθνεσι.
Κρίνατε ὀρφανῷ καὶ πτωχῷ,
ταπεινὸν καὶ πένητα δικαιώσατε.
Ἀνάστα, ὁ Θεός, κρῖνον τὴν γῆν,
Ἀνάστα, ὁ Θεός, κρῖνον τὴν γῆν,
ὅτι σὺ κατακληρονομήσεις ἐν πᾶσι τοῖς ἔθνεσι.
Ἐξέλεσθε πένητα καὶ πτωχόν,
ἐκ χειρὸς ἁμαρτωλοῦ ῥύσασθε αὐτόν.
Ἀνάστα, ὁ Θεός, κρῖνον τὴν γῆν,
Ἀνάστα, ὁ Θεός, κρῖνον τὴν γῆν,
ὅτι σὺ κατακληρονομήσεις ἐν πᾶσι τοῖς ἔθνεσι.
Οὐκ ἔγνωσαν, οὐδὲ συνῆκαν, ἐν σκότει διαπορεύονται,
σαλευθήτωσαν πάντα τὰ θεμέλια τῆς γῆς.
Ἀνάστα, ὁ Θεός, κρῖνον τὴν γῆν,
Ἀνάστα, ὁ Θεός, κρῖνον τὴν γῆν,
ὅτι σὺ κατακληρονομήσεις ἐν πᾶσι τοῖς ἔθνεσι.
Ἐγὼ εἶπα· Θεοί ἐστε, καὶ υἱοὶ Ὑψίστου πάντες·
ὑμεῖς δὲ ὡς ἄνθρωποι ἀποθνῄσκετε,
καὶ ὡς εἷς τῶν ἀρχόντων πίπτετε.
Ἀνάστα, ὁ Θεός, κρῖνον τὴν γῆν,
Ἀνάστα, ὁ Θεός, κρῖνον τὴν γῆν,
ὅτι σὺ κατακληρονομήσεις ἐν πᾶσι τοῖς ἔθνεσι.
Κωστής Παλαμάς: Το Τραγούδι του Σταυρού
Κ' έγυρ' Εκείνος το άχραντο κεφάλι και ξεψύχησε
στο μαύρο το κορμί μου απάνου· άστρα γινήκαν τα καρφιά του μαρτυρίου του, άστραψα
κι από τα χιόνια πιο λευκός τα αιώνια του Λιβάνου.
Οι καταφρονεμένοι μ' αγκαλιάσανε
και σα βουνά και σα Θαβώρ υψώθηκαν εμπρός μου·
οι δυνατοί του κόσμου με κατάτρεξαν
γονάτισα στον ήσκιο μου τους δυνατούς του κόσμου.
Τον κόσμο αν εμαρμάρωσα, τον κόσμο τον ανάστησα,
στά πόδια μου άγγελοι οι Καιροί, γύρω μου σκλάβες οι Ώρες.
Δείχνω μια μυστική Χαναάν στα γαλανά υπερκόσμια·
μα εδώ πατρίδες πάναγνες είσαστ' εσείς, τρεις Χώρες!
Ω πρώτη εσύ, Ιερουσαλήμ! του βασιλιά προφήτη σου
μικρή είν' η άρπα για να ειπή τη νέα μεγαλωσύνη.
Του Σολομώντα σου ο ναός μ' αντίκρυσε, και ράγισε·
καινούργια δόξα ντύθηκαν της Ιουδαίας οι κρίνοι.
Κ' ύστερα υψώθηκα σ' εσένα, ω Πόλη, εφτάλοφο όραμα,
κ' έγινα φως των ουρανών, το θάμα του Ιορδάνη,
τους Κωνσταντίνους φώτισα και τους Ηράκλειους δόξασα,
και τρικυμίες δεν έσβησαν εμέ, μηδέ Σουλτάνοι.
Και ύστερα, ταξιδευτής, ήρθα σ' εσένα, ασύγκριτη,
Αθήνα, των ωραίων πηγή, των εθνικών κορώνα,
τον άγνωστο έφερα Θεό, και, απόκοτος, αψήφησα
την πολεμόχαρη Παλλάδα μεσ' τον Παρθενώνα.
Και γνώρισα τους ιλαρούς θεούς και στεφανώθηκα
την αγριλιά της Αττικής, τη δάφνη απ' την Ελλάδα,
και ω λόγος πρωταγροίκητος! του Γολγοθά το σύγνεφο
πήρε την άσπρη ομηρική του Ολύμπου λαμπεράδα.
Τα είδωλα τ' αφρόντιστα και τα πασίχαρα έφυγαν,
αλλ' ούτε πια μεθάει τη γη το ασκητικό μεθύσι,
ας λάμπη η μυστική χαρά στα γαλανά υπερκόσμια·
ειν' εδώ κάπου μια ζωή, και είν' άξια για να ζήσει.
Με τα κλαδιά της φοινικιάς νέα ωσαννά λαχτάρισα
σ' εσένα, ω Γη Πανάγια και ω πρώτη μου πατρίδα.
Σ' εσέ γυρνώ, Ιερουσαλήμ, κ' ένα τραγούδι φέρνω σου·
Είναι πλασμένο από ψυχή και από φωνή Ελληνίδα!
στο μαύρο το κορμί μου απάνου· άστρα γινήκαν τα καρφιά του μαρτυρίου του, άστραψα
κι από τα χιόνια πιο λευκός τα αιώνια του Λιβάνου.
Οι καταφρονεμένοι μ' αγκαλιάσανε
και σα βουνά και σα Θαβώρ υψώθηκαν εμπρός μου·
οι δυνατοί του κόσμου με κατάτρεξαν
γονάτισα στον ήσκιο μου τους δυνατούς του κόσμου.
Τον κόσμο αν εμαρμάρωσα, τον κόσμο τον ανάστησα,
στά πόδια μου άγγελοι οι Καιροί, γύρω μου σκλάβες οι Ώρες.
Δείχνω μια μυστική Χαναάν στα γαλανά υπερκόσμια·
μα εδώ πατρίδες πάναγνες είσαστ' εσείς, τρεις Χώρες!
Ω πρώτη εσύ, Ιερουσαλήμ! του βασιλιά προφήτη σου
μικρή είν' η άρπα για να ειπή τη νέα μεγαλωσύνη.
Του Σολομώντα σου ο ναός μ' αντίκρυσε, και ράγισε·
καινούργια δόξα ντύθηκαν της Ιουδαίας οι κρίνοι.
Κ' ύστερα υψώθηκα σ' εσένα, ω Πόλη, εφτάλοφο όραμα,
κ' έγινα φως των ουρανών, το θάμα του Ιορδάνη,
τους Κωνσταντίνους φώτισα και τους Ηράκλειους δόξασα,
και τρικυμίες δεν έσβησαν εμέ, μηδέ Σουλτάνοι.
Και ύστερα, ταξιδευτής, ήρθα σ' εσένα, ασύγκριτη,
Αθήνα, των ωραίων πηγή, των εθνικών κορώνα,
τον άγνωστο έφερα Θεό, και, απόκοτος, αψήφησα
την πολεμόχαρη Παλλάδα μεσ' τον Παρθενώνα.
Και γνώρισα τους ιλαρούς θεούς και στεφανώθηκα
την αγριλιά της Αττικής, τη δάφνη απ' την Ελλάδα,
και ω λόγος πρωταγροίκητος! του Γολγοθά το σύγνεφο
πήρε την άσπρη ομηρική του Ολύμπου λαμπεράδα.
Τα είδωλα τ' αφρόντιστα και τα πασίχαρα έφυγαν,
αλλ' ούτε πια μεθάει τη γη το ασκητικό μεθύσι,
ας λάμπη η μυστική χαρά στα γαλανά υπερκόσμια·
ειν' εδώ κάπου μια ζωή, και είν' άξια για να ζήσει.
Με τα κλαδιά της φοινικιάς νέα ωσαννά λαχτάρισα
σ' εσένα, ω Γη Πανάγια και ω πρώτη μου πατρίδα.
Σ' εσέ γυρνώ, Ιερουσαλήμ, κ' ένα τραγούδι φέρνω σου·
Είναι πλασμένο από ψυχή και από φωνή Ελληνίδα!
Subscribe to:
Posts (Atom)