Στενά συνδεδεμένη με τη παχυσαρκία, που έχει αυξηθεί κατακόρυφα σε όλο τον αναπτυγμένο κόσμο, εμφανίζεται σύμφωνα με τους ειδικούς, η αύξηση της κατανάλωσης «βρώμικου φαγητού», ενώ παράλληλα οι σύγχρονες διατροφικές συνήθειες ευθύνονται για τη συχνότερη εμφάνιση σοβαρών νοσημάτων, όπως τα καρδιαγγειακά, ο διαβήτης, ή ο καρκίνος.
Ειδικότερα, η κοιλιακή παχυσαρκία την οποία προκαλεί σε μεγάλο βαθμό το λιπαρό φαγητό, θεωρείται ένοχη για την εμφάνιση του διαβήτη και της στεφανιαίας νόσου, ασθένειες που παρουσιάζουν αυξητικές τάσεις τα τελευταία χρόνια.
Το τρικ με το αλάτι
Το λεγόμενο «junk food», ταυτισμένο σε πολλές περιπτώσεις με το «fast food», κερδίζει διαρκώς έδαφος και στη χώρα μας, ειδικότερα στις προτιμήσεις των παιδιών και των νέων. Βασικός σύμμαχος της βιομηχανίας του γρήγορου και πρόχειρου φαγητού στην κατάκτηση του καταναλωτικού κοινού είναι το αλάτι και το λίπος, όπως επισημαίνει ο κ. Τάσος Παπαλαζάρου, κλινικός διαιτολόγος - διατροφολόγος.
«Το αλάτι και το λίπος αυξάνουν τη νοστιμιά στις τροφές και γι' αυτό τα χάμπουργκερ είναι ιδιαίτερα ελκυστικά για τα παιδιά. Το αλάτι λειτουργεί σαν σεντόνι που σκεπάζει τα πάντα στη γεύση και την οσμή γι' αυτό και χρησιμοποιείται κατά κόρον από τα καταστήματα που πουλάνε τέτοιο φαγητό. Είναι το σημαντικότερο τρικ τους.
Μια καλής και μια κακής ποιότητας μπριζόλα καταλήγουν να έχουν την ίδια γεύση αν έχουν πολύ αλάτι», εξηγεί ο κ. Παπαλαζάρου και υπογραμμίζει τους κινδύνους που κρύβονται πίσω από ένα χάμπουργκερ ή ένα σουβλάκι για τον οργανισμό μας: «Το αλάτι φαίνεται να σχετίζεται με την υπέρταση, ενώ πολυάριθμες μελέτες το ενοχοποιούν για την πρόκληση καρκίνου του στομάχου. Επίσης τα κορεσμένα και τα trans λιπαρά που έχουν αυτές οι τροφές συμβάλλουν στην πρόκληση καρδιαγγειακών νοσημάτων. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για πολυθερμιδικά γεύματα που φέρουν μεγάλη ευθύνη για τη παχυσαρκία στις μέρες μας».
Οπως μας πληροφορεί ο ίδιος, ο πολλαπλασιασμός των «ταχυφαγείων» διεθνώς ξεκίνησε από τη δεκαετία του 70 ενώ η εποχή αυτή συμπίπτει με την τεράστια αύξηση της παχυσαρκίας παγκοσμίως: «Εχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι υπάρχει άμεση συσχέτιση ανάμεσα στις δύο τάσεις.
Χαρακτηριστικό της τεράστιας αύξησης κατανάλωσης βρώμικου φαγητού είναι ότι το 1970 οι Αμερικάνοι ξόδεψαν 6 δισ. δολάρια σε φαστ φουντ ενώ το 2001 ξόδεψαν 110 δισ. Μέσα σε αυτά τα χρόνια άλλαξε επίσης και το μέγεθος της μερίδας των κλασικών χάμπουργκερ και επομένως η περιεκτικότητά τους σε θερμίδες. Ετσι, ενώ το πρώτο χάμπουργκερ το 1957 είχε 210 θερμίδες, σήμερα τα δημοφιλή μεγάλα χάμπουργκερ έχουν περίπου 610 θερμίδες. Ταυτόχρονα, τα τελευταία 15 χρόνια παρουσιάζεται αύξηση κατά 65% του ποσοστού παχύσαρκων στον δυτικό κόσμο».
Πάντως, σύμφωνα με τον κ. Παπαλαζάρου, μολονότι συνηθίζουμε να θεωρούμε πιο ανθυγιεινό φαγητό το ξενόφερτο χάμπουργκερ ή την πίτσα, στην πραγματικότητα το... δικό μας σουβλάκι δεν είναι πιο αθώο διατροφικά: «Δεν υπάρχουν σημαντικές διαφορές ανάμεσα σε αυτά τα είδη φαγητού. Όλα έχουν ως βάση τους το κρέας που δεν είναι καλής ποιότητας, έχουν πολλά συντηρητικά και πολύ αλάτι», λέει, ενώ απαντώντας στην ερώτηση τι θα ήταν προτιμότερο να επιλέγουμε όταν αναγκαζόμαστε να τρώμε σε φαστ φουντ σημειώνει: «Αν ήμουν υποχρεωμένος να επιλέξω κάτι, αυτό θα ήταν ένα σουβλάκι με κοτόπουλο που έχει λιγότερα λιπαρά από τα άλλα κρέατα ή ακόμα και μια πίτσα χωρίς αλλαντικά. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να θυμόμαστε ότι ακόμα και τα πιο αθώα φαγητά, όπως οι σαλάτες είναι πιο παχυντικά στα φαστ φουντ γιατί έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε σάλτσες ώστε να αποκτούν νοστιμιά. Η δημοφιλής «σαλάτα του Κάισαρα» (Caesars) στο φαστ φουντ έχει περίπου 650 θερμίδες, ενώ αν τη φτιάχναμε στο σπίτι μας θα μπορούσε να έχει λιγότερες από 500».
Ο ίδιος τονίζει ότι ακόμα κι αν οι πατάτες που τηγανίζουμε στο σπίτι έχουν την ίδια θερμιδική αξία με μια μερίδα που θα αγοράσουμε από φαστ φουντ, οι σπιτικές είναι σε κάθε περίπτωση προτιμότερες καθώς δεν έχουν άλλα επιβλαβή συστατικά και έχουν καλύτερης ποιότητας θερμίδες.
«Το πιο ανησυχητικό από όλα είναι η έντονη στροφή των παιδιών προς τα φαστ φουντ. Είναι κρίσιμος ο ρόλος των γονιών που θα πρέπει να στρέψουν τα παιδιά στη σπιτική κουζίνα. Οι γονείς μπορούν να εξηγήσουν στα παιδιά ότι είναι καλύτερο να φάνε ένα χάμπουργκερ στο σπίτι με ένα μαγειρεμένο μπιφτέκι ή μια πίτσα που θα φτιάξει η μαμά και να περιορίσουν τις εξόδους σε φαστ φουντ σε μια φορά την εβδομάδα. Δυστυχώς δεν είναι εύκολο να αποκλείσεις εντελώς τα παιδιά από το συγκεκριμένο είδος τροφής, καθώς έχει πλέον ενταχθεί στη ζωή και την καθημερινότητα μας», τονίζει ο κ. Παπαλαζάρου.
ΜΟΥΣΕΙΟ ΠΛΑΣΤΙΚΟΥ ΦΑΓΗΤΟΥ
Χάμπουργκερ ηλικίας 19 ετών, αναλλοίωτα σε οσμή και εμφάνιση
Μολονότι τα καταστήματα φαστ φουντ, που έχουν κατακλύσει ολόκληρο το δυτικό κόσμο, ξεκίνησαν ως αμερικανική ιδέα, σοβαρές αμφισβητήσεις του συγκεκριμένου τρόπου διατροφής εκδηλώνονται πλέον από πολίτες των ΗΠΑ.
Ο Αμερικανός Λεν Φόλεϊ έχει δημιουργήσει στο Διαδίκτυο ιστοσελίδα, όπου παρουσιάζει μια πρωτότυπη μουσειακή συλλογή. Η ιδέα να φτιάξει το «Μουσείο του Χάμπουργκερ» προέκυψε όταν πληροφορήθηκε μια ενδιαφέρουσα ιστορία:
Την Πρωτοχρονιά του 1989, ένας συμπατριώτης του, ο Ματ Μάλμγκρεν, αγόρασε δύο χάμπουργκερ από γνωστή πολυεθνική αλυσίδα φαστ φουντ. Εφαγε το ένα και έβαλε το άλλο στην τσέπη του μπουφάν του, προφανώς έχοντας την πρόθεση να το φάει κάποια στιγμή αργότερα. Φαίνεται ότι το ένα χάμπουργκερ αποδείχτηκε αρκετό ώστε να χορτάσει και να ξεχάσει το δεύτερο στην τσέπη του μπουφάν, το οποίο και δεν φόρεσε ξανά για ένα χρόνο. Οταν αναζήτησε το μπουφάν του διαπίστωσε ότι μέσα στην τσέπη τον... περίμενε ακόμα ένα χάμπουργκερ φαινομενικά φρέσκο ένα χρόνο μετά.
Τότε αποφάσισε πρώτος να κάνει μια συλλογή από χάμπουργκερ, ώστε να επιβεβαιώσει ότι δεν επρόκειτο για τυχαίο γεγονός. Πράγματι, η συλλογή του έχει σήμερα να παρουσιάσει μια ποικιλία από «βιονικά χάμπουργκερ» ηλικίας έως και 19 ετών που παραμένουν σχεδόν αναλλοίωτα σε οσμή και εμφάνιση.
Ο Λεν Φόλεϊ με τη σειρά του, παρακινημένος από τη συγκεκριμένη ιστορία προχώρησε σε μια χημική ανάλυση που ανέδειξε μια μακρά λίστα από ουσίες που συνθέτουν ένα χάμπουργκερ, νομιμοποιώντας σε μεγάλο βαθμό το χαρακτηρισμό του ως «πλαστικό φαγητό».
Σύμφωνα με τον κ. Φόλεϊ, δεν πρόκειται για μια σατανική σκευωρία των πολυεθνικών εταιρειών γρήγορου φαγητού αλλά για μια αποτελεσματική πρακτική που υιοθετούν προκειμένου να παρέχουν ένα ομοειδές σε γεύση και οσμή προϊόν στα χιλιάδες καταστήματα που διατηρούν σε όλο τον κόσμο.
Ο ίδιος μέσα από την ιστοσελίδα του δίνει οδηγίες σε όποιον επιθυμεί να φτιάξει το δικό του μουσείο από «αθάνατο φαγητό» για να πεισθεί ότι δεν πρόκειται απλώς για ένα προπαγανδιστικό τέχνασμα. Σημειώνει μάλιστα ότι οι ενδιαφερόμενοι θα διαπιστώσουν ότι λίγες μέρες μετά την παρασκευή του φαγητού αυτού ακόμα και τα ζώα και τα έντομα θα αδιαφορούν για την ύπαρξή του... Στόχος του είναι, όπως λέει, να προκαλέσει προβληματισμό στη νεολαία που καταναλώνει το συγκεκριμένο είδος φαγητού σε μεγάλη ποσότητα, με μεγάλη συχνότητα.
Οποιος θέλει να παρακολουθήσει διεξοδικά τα διατροφικά διδάγματα του κ. Φόλεϊ, μπορεί να επισκεφθεί το «Μουσείου του Χάμπουργκερ» μέσω της ιστοσελίδας του
ΑΡΓΥΡΩ ΛΥΤΡΑ