Δεν τα κατέβηκες εσύ τα μαρμαρένια αλώνια,
τα στρώσανε στη στράτα σου απ' τα μικρά σου χρόνια,
τα χρόνια τότε που 'σουνα έν' αχαμνό κλαράκι,
χορτάρι ανεμόσουρτο,
στο λίβα και την παγωνιά χιλιοπαραδομένο.
Και πάλεψες σα Διγενής, μικρός μ' αντρειωμένος,
με δυο στοιχειά με δυο θεριά, θανατομάχη άτιμη,
σκληρή κι από τα πριν χαμένη, μέσα στο νου
του δράκοντα, μακρότριχου και άγριου,
με το κεντρί τής κάτω γης θαρρείς αρματωμένου.
Βρωμοκοπάει η ανάσα τους, τα μάτια τους φοβέρα,
μόλυσμα του αγέρα σου και της μικρής ζωής σου.
Κι έβγαλες ατσαλόριζες, τραχιές και πεισμωμένες,
ορθή, ολόρθη στήθηκες, γενναία αντρειωμένη.
Αβάσταγος ο πόνος σου, χωρίς να σε νικήσουν
δεν ήξεραν πως το κλαρί είχε ψυχούλα μέσα.
Στιγμές και ώρες και μηνούς, στις πλάτες σου, και χρόνους,
τον ουρανό σ΄απίθωσαν και τονε κουβαλούσες...
μα σ' έκρυψα, σ' απόθεσα σε δροσερή σπηλίτσα,
την κατοικιά της λησμονιάς, ψυχής παρηγορήτρα,
μέχρι να 'ρθει ο Ηρακλής ο κοσμοξακουσμένος,
γιος τ' Ουρανού, παιδί της Γης, της Μάνας Γης
που ματωμένα μυστικά κατέχει τα κι αντέχει,
από τις πλάτες τις μικρές το βάρος να σου πάρει.
Τον Ουρανό σού χάρισε, στον έκαμε τραγούδι,
κι από τις μαρμαρόπετρες τ' απέραντου αλωνιού μας
βγήκαν τ' αγριολούλουδα τα μοσχομυρισμένα,
του κάμπου και της εξοχής κρινάκια λευκογάλανα
χαμομηλάκια μύρια,
αντίδωρα της αγκαλιάς, στολίδια της ζωής μας.