Δεν ήξερε να ανάβει τζάκι. Όχι μέχρι πριν τρία, τέσσερα χρόνια…. Δεν χρειαζόταν. Έμπαινε απλά στο σπίτι και άνοιγε το καλοριφέρ…. Βασικά δεν το άνοιγε καν αυτός. Η σύζυγος θα το έκανε, και αυτός θα έβρισκε το σπίτι ζεστό όταν γυρνούσε.
Αυτά είχαν περάσει όμως….
Κάθισε πίσω στην ακριβή του πολυθρόνα, κάποτε του είχε κοστίσει τρεις φορές ο μισθός του σήμερα, και έβγαλε να στρίψει ένα τσιγάρο. Εκείνα τα λευκά, αλέκιαστα από την αμάθεια χέρια του, με δυσκολία στρίβαν πλέον τα τσιγάρα. Κάποτε δεν χρειαζόταν… Απλά άνοιγε την σκαλιστή του ταμπακιέρα και έβγαζε ένα cohibas από μέσα….Τώρα όμως τα χέρια του είχαν γρατζουνιές.
Τώρα τα χέρια του ήταν σκασμένα από το κρύο και από τα ξύλα τα οποία λίγα λίγα κουβαλούσε για να ζεστάνει την οικογένεια του. Και η ταμπακιέρα όμως, δεν ήταν πλέον εκεί. Ήταν κάπου μέσα στο σπίτι παρατημένη, καθώς δεν μπορούσε πλέον να την κρατά γεμάτη…Χάλασε δύο τρία χαρτάκια.. Τα δάχτυλα του ήταν ακόμη κρύα…
«Πως μας έφτασαν ως εδώ; Οι αλήτες… Τι κατάντια είναι αυτή…».
Άκουσε το αυτοκίνητο να παρκάρει από έξω.. Δεν μπορούσε να συνηθίσει τον ήχο από αυτοκινητάκι των 1.000 κυβικών…
Του είχε περάσει αέριο για οικονομικότερη μετακίνηση…Του έλειπε, του έλειπε ο ήχος της Cayenne, του έλειπε ο ήχος της μηχανής του…. Τα είχε σκοτώσει όμως αυτά….
Μόνο το κράνος και η στολές του είχαν μείνει αμανάτι....
Είχε ξενοικιάσει και τη θέση του parking…. Δεν την χρειαζόταν πλέον…. Ποιος θα του έκλεβε το 1000ράκι του….
Λίγο αργότερα μπήκε και η γυναίκα του με τα μικρά σπίτι….
Τα είχε μόλις μαζέψει από τα φροντιστήρια. «Γεια μπαμπά», φώναξαν τα μικρά. Γυρίσε ελαφρά το κεφάλι του προς το μέρος του και έγνεψε…
«Ελάτε να φάμε, το φαγητό είναι έτοιμο», είπε η σύζυγος…
«Τι έχουμε;», ρώτησε.
«Πατάτες στο φούρνο»….
«Μόνο»;
Δεν του απάντησε…
Η γυναίκα του έστρωσε το τραπέζι με τη βοήθεια της μικρής…
Παλιά δεν ήταν έτσι… Παλιά το τραπέζι το έστρωνε η κοπέλα που είχαν στο σπίτι…
Και τα σερβίτσια όμως... Τα σερβίτσια τα οποία φιλοξενούσαν για λίγα λεπτά τα καλύτερα εδέσματα, και το εκλεκτότερο κρασί τώρα ανέχονταν υπομονετικά τις πατάτες και το νερό…. Άντε και καμμιά μπύρα γι’ αυτόν.
Άρχισαν να τρώνε…. Κανείς δεν μιλούσε. Τα παιδιά κάποια στιγμή έσπασαν τη σιωπή, πειράζοντας το ένα το άλλο. Αυτός δεν σήκωσε το κεφάλι να τα κοιτάξει. Η σύζυγος, χαμογέλασε σπασμένα…
Οι σκέψεις στροβίλιζαν το μυαλό του… Η μία μετά την άλλη…
«Γιατί…. Γιατί…. Γιατί…. Μια ζωή μέχρι σήμερα ήμουν εξαίρετος οικογενειάρχης.... Δεν πήγα με άλλες…. Δούλευα για να προσφέρω τα πάντα στην οικογένεια μου…. Δεν έκλεψα…. Δεν αδίκησα…. Δεν έπινα…. Δεν τζόγαρα…. Γιατί…. Η ζωή μου καταστράφηκε…. Μου την κατέστρεψαν οι αλήτες…»
Πέταξε το πιρούνι του και σηκώθηκε από το τραπέζι. Η γυναίκα του σταμάτησε να τρώει. Και τα παιδιά αμέσως σώπασαν…
Πήγε και κάθισε δίπλα από το τζάκι ξανά. Άναψε το τσιγάρο του…Η φωτιά είχε τυλίξει τα ξύλα πλέον για τα καλά.. Κοίταξε έξω από το παράθυρο….
Ο καπνός συνέχιζε να βγαίνει από το διπλανό σπίτι….
Αυτή είναι η Ελλάδα της κρίσης…
---------------------------------------------------------------------
Στο δίπλα σπίτι, ο μπαμπάς καθόταν με τα τέσσερα παιδιά του στο πάτωμα δίπλα στη σόμπα…. Μια μαντεμένια σόμπα, με τζαμάκια μπροστά από όπου μπορούσες να διακρίνεις τις φωτίτσες να χορεύουν. Κάποτε είχε και αυτός καλοριφέρ αλλά που πετρέλαιο τώρα!
Τα γαργαλούσε και αυτά ξεσήκωναν το τόπο…. Η μαμά, πειραχτικά έκανε την θυμωμένη φωνάζοντας για ησυχία. Τη λάτρευε όμως τη φασαρία τους. Φωνές, γέλιο κακό….
Ξεσήκωναν το τόπο όλο.
«Θα σας φάω»…φώναζε ο μπαμπάς. Και δώστου γέλια και δώστου φωνές τα πιτσιρίκια…
Οι τοίχοι ελαφρώς καπνισμένοι..
«Θα τους βάψω εγώ αγάπη μου» της είχε υποσχεθεί ο άντρας της, «αλλά κάτσε να φτιάξει λίγο ο καιρός»…
«Άντε να σε δω», του είχε απαντήσει αυτή μισογελώντας…
«Παιδιά λίγο ησυχία τώρα…Ο μπαμπάς θέλει να κάνει ένα τσιγάρο, αλλά μην το μάθει η μαμά έεε…», είπε και έβγαλε να στρίψει.
«Σας ακούω», φώναξε αυτή από μέσα γελώντας…
Τα χέρια του ήταν σκασμένα από τη δουλειά από τότε που θυμόταν τον εαυτό του…Ταμπακιέρα δεν είχε ποτέ…
Στο αμάξι του, το πολυτεκνικό, τις είχε βγάλει τις πινακίδες… Δεν είναι καιροί για δίλιτρα!
Άλλωστε και το μικρό που είχε αγοράσει μια χαρά τους εξυπηρετούσε…
Ακριβά πράγματα, δεν είχε το σπίτι. Ήταν όμως αξιοπρεπέστατο και πεντακάθαρο....
Εκτός από την ελαφριά μαυρίλα στους τοίχους.
Αλλά είχε υποσχεθεί ότι θα βάψει…. Δεν έπινε, έκανε τα πάντα για την οικογένεια του, δεν τζόγαρε, δεν ξενοκοιτούσε, δεν είχε αδικήσει ποτέ κανέναν….
«Έτοιμο το φαγητό», φώναξε η μαμά....
«Πλύντε χέρια και ελάτε να κάνουμε προσευχή για να φάμε....»
Σηκώθηκαν τα παιδιά τρέχοντας και ψευτομαλώνοντας για το ποιο θα πάει πρώτο στη τουαλέτα για τα χέρια του…
Πήρε μια τελευταία τζούρα από το τσιγάρο του....
Άνοιξε το πορτάκι της σόμπας και πέταξε μέσα τη γόπα…
«Μαμά τι φαγητό έχουμε;», άκουσε το ένα πιτσιρίκι του να φωνάζει τρέχοντας στο μπάνιο..
«Πατάτες στο φούρνο», απάντησε η μαμά!!
«Βγάλε μου και μια μπύρα αγάπη μου», της φώναξε και σηκώθηκε να πλύνει τα χέρια του…
Αυτή είναι η Ελλάδα της κρίσης…
Ελευθεριάδης Γ. Ελευθέριος