Τον Μένη Κουμανταρέα δεν τον είχα δει στη φάτσα του ποτέ. Είχα διαβάσει το βιβλίο του «Δυο φορές Έλληνας» και είχα γοητευθεί. Μου άρεσε η ιδέα που δεν έβγαινε στα κανάλια σαν μαϊντανός, του είχα ένα σεβασμό.
Και ξαφνικά τον πέτυχα σε ένα πάνελ. Ήταν ανάμεσα στις μέρες για την κακοποίηση του παιδιού, τα δικαιώματα του παιδιού, της βίας κατά των γυναικών. Ίσως να βγήκε στα κανάλια για να τιμήσει τις «επετείους» των ημερών. Ούτε ξέρω γιατί βγήκε. Καλύτερα να μην έβγαινε.
Όπως ο Τσόκλης, έτσι κι αυτός:
Κώστας Τσόκλης: Βιασμού Εγκώμιον
Συγγνώμη ζήτησε η ΕΡΤ για τον Τσόκλη
Ξαναχτύπησε ο Τσόκλης
Τον άκουσα να λέει:
«Άμα βιάσεις μια γυναίκα μπορεί και να το θέλει...»
Και νόμιζα ότι δεν άκουσα. Προσπαθούσα να διασταυρώσω αυτό που είπε, επειδή δεν πίστευα ότι το είπε.
Δεν με νοιάζει γιατί το είπε. Μπορεί να το είπε για πλάκα. Μπορεί να το είπε σοβαρά. Μπορεί αν ήθελε να πει κάτι άλλο. Σημασία έχει ότι το είπε αυτός.
Κανείς δεν δικαιούται να λέει τέτοια πράγματα.
Αλλά αυτός απαγορεύεται.
Από αυτόν περιμένουμε άλλα πράγματα. Όχι τέτοια.
Κάτσε να σκεφτείς Μένη, αν κάποιος από τους ήρωες σου στην Μακρόνησο, γούσταρε να τον βιάζουν. Βάλε τον εαυτό σου στη θέση ενός θύματος και σκέψου αν υπήρχε περίπτωση να γουστάρεις.
Αλλά ξέρετε τι με θλίβει περισσότερο; Είναι που, η Ελλαδίτσα μας είναι άρρωστη, η πατρίδα μας πονάει κι υποφέρει κι ούτε ένας από τους πνευματικούς ανθρώπους του τόπου μας, δεν βγαίνει να βοηθήσει, να δείξει τον δρόμο, να πει κάτι.
Αυτοί που αντιπροσωπευουν σήμερα, τους φιλοσόφους του Πλάτωνα, οι πνευματικοί ταγοί μας, αυτοί που έχουν υποχρέωση να δείξουν το Φως έξω από το σπήλαιο, είναι όλοι εξαφανισμένοι.
ΑΠΟΝΤΕΣ.
Ούτε ένας !
Και βγαίνεις εσύ, που δεν έβγαινες ποτέ, να πεις αυτή την παπαριά. Και μη νομίζεις, είναι κολακευτικό να την χαρακτηρίζω παπαριά αυτό που είπες. Επειδή όφειλες άλλο να κάνεις και άλλο έκανες.
Εγκληματείς Μένη κι εσύ και όλοι οι απόντες καθοδηγητές μας και καλά.
Τί έκανες ρε Μένη, επειδη ο κόσμος δεν έχει λεφτάκια να αγοράσει τα βιβλία σου, βγήκες να μας ιντριγκάρεις, μπας και ασχοληθούμε μαζί σου;
Άσε μας, ρε, καλά ήσουνα εκεί που ήσουνα και ξέραμε ότι επί χούντας συμμετείχες στη συγγραφή ενός "ακατάλληλου" βιβλίου.
Τώρα πάει κι αυτό, το βεβήλωσες.
Που είναι οι Ακαδημαϊκοί μας, που είναι οι Αθάνατοι, που είναι η Κική Δημουλά. Μια κουβέντα ρε, μια κουβέντα για τον λαό που υποφέρει.
H ίδρυση της Aκαδημίας Aθηνών, η επωνυμία της οποίας απηχεί την Aκαδημία
του Πλάτωνος και την πνευματική αίγλη της αρχαίας Aθήνας, που ο
Θουκυδίδης αποκαλεί "πόλιν της Eλλάδος παίδευσιν ", αποτελεί σήμερα ένα κενοτάφιο με ανύπαρκτους κληρόνομους του σχολείου του δασκάλου τους.
Πλάτων. Πολιτεία.
Τί δέ; τόδε οὐκ εἰκός, ἦν δ’ ἐγώ, καὶ ἀνάγκη ἐκ τῶν
προειρημένων, μήτε τοὺς ἀπαιδεύτους καὶ ἀληθείας ἀπείρους
[519c] ἱκανῶς ἄν ποτε πόλιν ἐπιτροπεῦσαι, μήτε τοὺς ἐν παιδείᾳ
ἐωμένους διατρίβειν διὰ τέλους, τοὺς μὲν ὅτι σκοπὸν ἐν
τῷ βίῳ οὐκ ἔχουσιν ἕνα, οὗ στοχαζομένους δεῖ ἅπαντα
πράττειν ἃ ἂν πράττωσιν ἰδίᾳ τε καὶ δημοσίᾳ, τοὺς δὲ ὅτι
ἑκόντες εἶναι οὐ πράξουσιν, ἡγούμενοι ἐν μακάρων νήσοις
ζῶντες ἔτι ἀπῳκίσθαι;
Ἀληθῆ, ἔφη.
Ἡμέτερον δὴ ἔργον, ἦν δ’ ἐγώ, τῶν οἰκιστῶν τάς τε
βελτίστας φύσεις ἀναγκάσαι ἀφικέσθαι πρὸς τὸ μάθημα
ὃ ἐν τῷ πρόσθεν ἔφαμεν εἶναι μέγιστον, ἰδεῖν τε τὸ ἀγαθὸν
[519d] καὶ ἀναβῆναι ἐκείνην τὴν ἀνάβασιν, καὶ ἐπειδὰν ἀναβάντες
ἱκανῶς ἴδωσι, μὴ ἐπιτρέπειν αὐτοῖς ὃ νῦν ἐπιτρέπεται.
Τὸ ποῖον δή;
Τὸ αὐτοῦ, ἦν δ’ ἐγώ, καταμένειν καὶ μὴ ἐθέλειν πάλιν
καταβαίνειν παρ’ ἐκείνους τοὺς δεσμώτας μηδὲ μετέχειν τῶν
παρ’ ἐκείνοις πόνων τε καὶ τιμῶν, εἴτε φαυλότεραι εἴτε
σπουδαιότεραι.
Μτφρ.
Τότε; Δεν είναι φυσικό, είπα εγώ, και δεν συνάγεται κατανάγκην από
όσα έχουμε πει ότι άνθρωποι αμόρφωτοι, δίχως καμιά εμπειρία της
αλήθειας, δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν να διοικήσουν ικανοποιητικά μια
πολιτεία ούτε, επίσης, άνθρωποι αφημένοι να περνούν ως το τέλος τη ζωή
τους μελετώντας; Οι πρώτοι επειδή δεν έχουν θέσει ένα στόχο προς τον
οποίο θα πρέπει να κατατείνουν όλες οι πράξεις τους, οι ιδιωτικές και οι
δημόσιες, οι δεύτεροι επειδή από δική τους προαίρεση δεν πρόκειται να
ασχοληθούν με τίποτε πρακτικό, καθώς θα νομίζουν ότι έχουν μεταφερθεί,
ζωντανοί ακόμη, και ζουν στα νησιά των μακάρων!
Δίκιο έχεις, είπε.
Το έργο λοιπόν, είπα εγώ, που έχουμε να επιτελέσουμε εμείς, οι
θεμελιωτές της πόλης, είναι να υποχρεώσουμε όσους από τη φύση τους είναι
προικισμένοι κατά τον καλύτερο τρόπο να προσεγγίσουν εκείνο το μάθημα
που προηγουμένως το χαρακτηρίσαμε ως το μέγιστο: να αντικρύσουν το Αγαθό
και να βγάλουν εκείνη την ανηφοριά, και σαν ανέβουν και το κοιτάξουν
αρκετά, να μην τους επιτρέψουμε αυτό που τώρα επιτρέπεται.
Δηλαδή ποιο;
Το να μένουν, είπα εγώ, εκεί και να μη θέλουν να κατέβουν πάλι δίπλα
σ' εκείνους τους δεσμώτες και να μοιραστούν μαζί τους τούς κόπους και
τις τιμές, είτε αυτές είναι τιποτένιες είτε σπουδαιότερες.