Saturday, 22 November 2008

Μάθημα ΖΩΗΣ, από ένα πεντάχρονο αγοράκι!!

Ένας πατέρας γυρίζει σπίτι  από την εργασία αργά, κουρασμένος και εκνευρισμένος , για να βρει τον πεντάχρονο γιο του  να τον περιμένει  στην πόρτα.
  • ΓΙΟΣ:     «Μπαμπά, μπορώ να σε ρωτήσω κάτι;»
  • Πατέρας: «Ναι βεβαίως, τι είναι;»
  • ΓΙΟΣ:     «Μπαμπά, πόσα παίρνεις στη μια ώρα;»
  • Πατέρας: «Αυτό δεν είναι δική σου δουλειά. Γιατί ρωτάς  ένα τέτοιο πράγμα;» ρώτησε θυμωμένα.
  • ΓΙΟΣ:     «Θέλω ακριβώς να ξέρω. Παρακαλώ πες μου, πόσα παίρνεις στη μια ώρα;»
  • Πατέρας: «Εάν πρέπει να ξέρεις παίρνω 50 ευρώ την ώρα.»
  • ΓΙΟΣ:     «Ωχ, απάντησε το παιδί με το κεφάλι του κάτω, μπαμπά σε παρακαλώ μπορείς να μου  δανείσεις 25 ευρώ;»

Ο πατέρας εξαγριωμένος, «Εάν ο μόνος λόγος που  εσύ ρώτησες είναι, ώστε να  δανειστείς  κάποια χρήματα για να αγοράσεις ένα ανόητο παιχνίδι ή κάποιες άλλες αηδίες, τότε να πας  κατ' ευθείαν στο δωμάτιό σου και στο κρεβάτι σου. Σκέψου γιατί είσαι τόσο εγωιστής. Δεν εργάζομαι σκληρά καθημερινά για τέτοιες παιδαριώδεις επιπολαιότητες.»
Το μικρό παιδί πήγε ήσυχα στο δωμάτιό του και έκλεισε την πόρτα.

Ο μπαμπάς κάθισε σκεπτόμενος την ερώτηση του παιδιού και νευρίαζε περισσότερο. Πώς τόλμησε να υποβάλλει τέτοια ερώτηση για να πάρει μόνο κάποια χρήματα;
Μετά από μια περίπου ώρα, ο μπαμπάς είχε ηρεμήσει  και είχε αρχίσει να σκέφτεται:
Ίσως είναι  κάτι  που πρέπει πραγματικά να αγοράσει ο μικρός με τα 25 ευρώ και  δεν ζητάει  χρήματα πολύ συχνά. Πήγε στην πόρτα του δωματίου του παιδιού και άνοιξε την πόρτα.

«Κοιμάσαι γιε μου;» Ρώτησε.
«Δεν κοιμάμαι » απάντησε το αγόρι.
«Σκεφτόμουν, ότι ίσως ήμουν πάρα πολύ σκληρός μαζί σου νωρίτερα» είπε ο μπαμπάς .«Ήταν μια μεγάλη ημέρα και έβγαλα την κούραση μου σε σένα. Εδώ είναι τα 25 ευρώ που μου ζήτησες »
Το παιδί έτρεξε κατ' ευθείαν επάνω του χαμογελώντας. «Σε ευχαριστώ μπαμπά!» φώναξε. Κατόπιν, πάει στο μαξιλάρι του  και  βγάζει από κάτω κάποια τσαλακωμένα χρήματα.
Ο πατέρας μόλις βλέπει ότι το παιδί έχει ήδη κάποια χρήματα, αρχίζει να νευριάζει.
Το μικρό παιδί αρχίζει να μετράει σιγά τα χρήματά του, και κοιτάζει τον μπαμπά του.
«Γιατί θέλεις περισσότερα χρήματα εφόσον έχεις ήδη  μερικά;» ο πατέρας του γκρινιάζει.
«Επειδή δεν είχα αρκετά, αλλά τώρα έχω» το μικρό παιδί απάντησε.
«Μπαμπά, έχω 50 ευρώ τώρα. Μπορώ να αγοράσω μια ώρα του χρόνου σου;     
 Σε παρακαλώ έλα νωρίς αύριο σπίτι. Θα ήθελα  πολύ να  φάμε μαζί.»

Ο πατέρας συντρίφτηκε. Αγκάλιασε τον μικρό γιο του και ικέτευσε για τη συγχώρεσή του.
Είναι ακριβώς μια σύντομη υπενθύμιση σε όλους σας που εργάζεστε τόσο σκληρά στη ζωή. Δεν πρέπει να αφήσουμε το χρόνο να περνάει από τα χέρια μας χωρίς να περνάμε χρόνο  με εκείνους που πραγματικά σημαίνουν κάτι για εμάς , εκείνους που είναι κοντά στις καρδιές μας. Θυμηθείτε να μοιραστείτε  εκείνη την αξία των 50 ευρώ του χρόνου σας με κάποιους  που αγαπάτε.

«Εάν πεθάνουμε αύριο, η επιχείρηση για την οποία εργαζόμαστε θα μπορέσει εύκολα να μας αντικαταστήσει μέσα σε λίγες  ώρες . Αλλά η οικογένεια και οι φίλοι που αφήνουμε  πίσω θα αισθανθούν την απώλεια για το υπόλοιπο της ζωής τους.»

Πώς γίνονται οι καλοί μαθητές; Μην μπερδεύετε το μαθητή με το παιδί

Το σχολείο είναι ένας από τους πιο σημαντικούς σταθμούς στη ζωή κάθε ανθρώπου, αλλά ακόμα σημαντικότερος φαίνεται και είναι όταν διανύει κάποιος τη σχολική ηλικία. Ακόμη και για τον πιο «αδιάφορο» μαθητή είναι επώδυνο να μην τα καταφέρνει, να έχει αποτυχίες, να μην μπορεί να προσαρμοστεί στο σχολικό περιβάλλον. Υπάρχει, όμως, η «συνταγή της επιτυχίας» που κάνει τον καλό μαθητή, είναι εύχρηστη και χωρίς παρενέργειες;

Τι σημαίνει καλός μαθητής; Πολύ απλό, θα έλεγαν οι περισσότεροι. Είναι ο μαθητής που είναι επιμελής, συνεπής στις σχολικές του υποχρεώσεις, δεν έχει ο ίδιος και δεν δημιουργεί προβλήματα στο σχολείο, στους δασκάλους και στους συμμαθητές του και, γενικά, παίρνει καλούς βαθμούς και δεν δυσκολεύεται ιδιαίτερα στις εξετάσεις. Όλα αυτά είναι σωστά και κατανοητά, δεν παύουν όμως να αποδίδουν μια αρκετά στατική εικόνα αυτού που ονομάζουμε «καλό μαθητή», αγνοώντας έτσι τους δύο βασικότερους παράγοντες που διαμορφώνουν, ο καθένας με τον τρόπο του, την έννοια αυτή: Τα παιδιά, τους ίδιους δηλαδή τους μαθητές από τη μία και τους γονείς από την άλλη.


Δεν μπορούμε όμως να αγνοήσουμε ότι, όταν μιλάμε για καλούς μαθητές, μιλάμε για παιδιά και συγκεκριμένα για παιδιά ηλικίας από 6 έως 18 ετών. Αυτά τα δώδεκα χρόνια της σχολικής σταδιοδρομίας είναι χρόνια διαρκούς και πολύ ραγδαίας ανάπτυξης, χρόνια συνεχόμενων αλλαγών στην προσωπικότητα, το συναισθηματικό κόσμο, το γνωστικό επίπεδο, τις αντιδράσεις, τη συμπεριφορά του κάθε παιδιού. Αυτές όλες οι αλλαγές, οι έντονες και συνήθως αναπάντεχες μεταπτώσεις στον τρόπο που κάθε παιδί βιώνει τον κόσμο γύρω του και μέσα του, δεν είναι απλώς μικρά, δευτερεύοντα μικροπροβληματάκια που πρέπει να ξεπεραστούν το γρηγορότερο για να συνεχίσει το παιδί να είναι λειτουργικό και αποτελεσματικό στις μαθητικές του υποχρεώσεις, αλλά είναι το «εδώ και τώρα», η καθημερινή, ζωντανή και συχνά πολύ δύσκολη πραγματικότητά τους.


Από την άλλη μεριά, έχουμε τους γονείς. Είναι αυτοί που έχουν τις προσδοκίες, τα όνειρα που -όσο στεγνό και άχαρο κι αν ακούγεται- έχουν «επενδύσει» με πολλούς τρόπους στο παιδί ή στα παιδιά τους και περιμένουν και μέσα από τις επιδόσεις του στο σχολείο (αν όχι κυρίως μέσα από αυτές), να «ανταμειφθούν», να δουν τις προσπάθειές τους να καρποφορούν. Για τους γονείς, το «καλός μαθητής» είναι συχνά πολύ προσωπική υπόθεση. Καταρχήν, είναι η αγνή χαρά και ικανοποίηση να βλέπουν το παιδί τους να τα καταφέρνει και να μη δυσκολεύεται. Είναι όμως και πολλά άλλα: είναι η προσωπική τους επιβεβαίωση ότι τα έχουν καταφέρει καλά ως γονείς. Είναι μια -πολλές φορές αβάσιμη- ανακούφιση ότι το παιδί τους εξασφαλίζει ένα -σύμφωνα με τα κριτήριά τους- καλό μέλλον. Είναι, ακόμη, «ξόρκι» για τις δικές τους κακοτυχίες ή αποτυχίες («Εσύ θα καταφέρεις αυτό που δεν κατάφερα εγώ»), «τρόπαιο» σε ανταγωνιστικά παιχνίδια με άλλους, «τροφή» για τη ματαιοδοξία τους.


O καλός μαθητής, λοιπόν, είναι αυτός που ξεπερνά ακάθεκτος όλες τις δυσκολίες και τις μεταπτώσεις της ηλικίας του και συνεχίζει να «φέρνει καλούς βαθμούς», εκπληρώνοντας έτσι τις προσδοκίες των γονιών του. Υπάρχουν παιδιά που το καταφέρνουν. Γιατί έτσι είναι φτιαγμένα, γιατί στάθηκαν σε μερικά πράγματα τυχερά, γιατί είχαν πάντα την κατάλληλη στήριξη. Υπάρχουν όμως και άλλα που δεν τα καταφέρνουν, που το να είναι πάντα καλοί μαθητές κάποια μέρα το πληρώνουν αρκετά ακριβά. Λέει η μητέρα του Γιώργου, που είναι 14 ετών: «Το ότι ήταν καλός μαθητής ήταν για μας απόδειξη ότι όλα πάνε καλά. Είχαμε μπερδέψει το παιδί Γιώργο με το μαθητή. Το ότι δεν πήγαινε σινεμά ή βόλτα με τους φίλους του, ότι είχε απομονωθεί, δεν μας απασχολούσε ιδιαίτερα, γιατί λέγαμε ότι αν είχε προβλήματα, θα έπεφταν και οι σχολικές του επιδόσεις. Πόσο έξω μπορεί να πέφτει κανείς ως γονιός... Όταν άρχισαν οι εφιάλτες και ο παιδοψυχολόγος μάς μίλησε για κατάθλιψη, τότε δυστυχώς το καταλάβαμε».
 

Ίσως λοιπόν είναι απαραίτητο να αναθεωρήσουμε κάπως τις αντιλήψεις περί καλών μαθητών και να τις προσαρμόσουμε στο κάθε παιδί ξεχωριστά. Καλός μαθητής είναι αυτός που τα καταφέρνει στο σχολείο και στα μαθήματα, αλλά όχι σε βάρος της προσωπικής του ευτυχίας. Όταν δηλαδή υπάρχει ισορροπία ανάμεσα στις σχολικές επιδόσεις και στην ευχαρίστηση, στο παιχνίδι, στην παρέα με συνομηλίκους, στην τεμπελιά και στο χασομέρι, απαραίτητο συστατικό, ιδιαίτερα της εφηβικής ηλικίας. Είναι όχι μόνο άχρηστο, αλλά και πολύ επικίνδυνο να είναι κάποιος πρώτος μαθητής και μια μέρα να αναγκαστεί να «εγκαταλείψει» επειδή «κάηκε το σύστημα». Καλός μαθητής είναι κι αυτός που οι επιδόσεις του δεν είναι πάντα οι ίδιες, αλλά μπορεί να πέφτουν όταν κάτι σοβαρό τον απασχολεί, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ήρθε η συντέλεια του κόσμου, ούτε για τους γονείς του και, κατά συνέπεια, ούτε για τον ίδιο. Καλός μαθητής είναι κι αυτός που είναι καλός σε ορισμένα μαθήματα και σε άλλα λιγότερο. Καλός μαθητής είναι επίσης και εκείνος που παίρνει μέτριους βαθμούς και είναι ευχαριστημένος, έχει ενδιαφέροντα πράγματα που αγαπάει και προσπαθεί γι’ αυτά, έστω κι εξωσχολικά. Ίσως πρέπει να γίνουμε λίγο πιο γενναιόδωροι με τον τίτλο του καλού μαθητή και να τον διευρύνουμε.


Καλός μαθητής είναι μόνο ο πρώτος μαθητής ή αυτός που είναι ανάμεσα στους πρώτους; Δυστυχώς, εμείς οι γονείς, σπρωγμένοι εν μέρει από τις προσωπικές μας φιλοδοξίες και εν μέρει από το σχολικό σύστημα, τείνουμε να παίρνουμε ως βασικότερο κριτήριο αξιολόγησης του καλού μαθητή τις μελλοντικές πιθανότητες που έχει (όπως τις έχουμε εκτιμήσει βέβαια οι ίδιοι χρόνια πριν) να πάει καλά στις εκάστοτε Πανελλήνιες και να μπει σε μια «καλή σχολή». Ίσως, όμως, να είναι προτιμότερο, για το καλό των παιδιών κυρίως, να αξιολογούμε τις σχολικές τους επιδόσεις την κάθε στιγμή (χωρίς να αλληθωρίζουμε προς το μέλλον), σύμφωνα με τις προσπάθειες που καταβάλλουν, τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν και τις υπόλοιπες «επιδόσεις» σε άλλους τομείς της ζωής τους.

Μιλώντας λοιπόν γι’ αυτό τον πιο «διευρυμένο» καλό μαθητή, μπορούμε να δούμε τι χρειάζεται και τι μπορεί να βοηθήσει ένα παιδί να τα πηγαίνει καλά στο σχολείο.
Το σχολείο είναι δουλειά του παιδιού. Μια σχολική σταδιοδρομία που αρχίζει με τη λογική: «Έχουμε να κάνουμε μαθήματα» και με συνεχείς παραινέσεις των γονιών στο παιδί για να μελετήσει, μπαίνει σε κακές βάσεις. Η αυτονομία μαθαίνεται σιγά-σιγά, πριν και μετά την αρχή του σχολείου, όταν οι γονείς εμπιστεύονται τα παιδιά τους και τα ενθαρρύνουν να κάνουν πράγματα μόνα τους, να συμμετέχουν ανάλογα με την ηλικία τους σε δουλειές του σπιτιού, να έχουν φίλους και να διαχειρίζονται τις σχέσεις τους.
αυτού που προσπαθεί ένα παιδί είναι κάτι το οποίο χρειάζεται μεγάλη γενναιοδωρία εκ μέρους των γονιών και, ίσως, κάτι παραπάνω. Πρέπει να είναι όσο πιο ειλικρινείς γίνεται. Ένα καθήκον των γονιών είναι να αναγνωρίσουν μέσα τους και να μετριάσουν, όσο γίνεται, την τελειομανία και την υπέρμετρη φιλοδοξία τους σε σχέση με τα παιδιά τους, γιατί δεν υπάρχει το τέλειο παιδί, όπως δεν υπάρχουν οι τέλειοι γονείς. Σχετικά με τα μαθήματα του σχολείου, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να εμπιστευτούμε το παιδί ότι θα βρει το δικό του ρυθμό και τρόπο, ενώ ας έχουμε υπόψη ότι όσο περισσότερη πίεση ασκούμε, τόσο λιγότερες είναι οι πιθανότητες να συμβεί αυτό.

Αυτό φυσικά δεν είναι εύκολο, γιατί η ανησυχία των γονιών βάζει σε δοκιμασία την υπομονή τους. Επειδή, όμως, οι φωνές και ο θυμός τελικά δεν έχουν κανένα θετικό αποτέλεσμα, έχει πιο ουσιαστική σημασία το να βοηθήσουν το παιδί τους να βρει τρόπους να είναι πιο συστηματικό. Να βρει πού του αρέσει να διαβάζει, ποια ώρα, να μην το αφήνουν περισσότερο από ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, ανάλογο της ηλικίας του (π.χ. όχι παραπάνω από μισή με μία ώρα στην πρώτη τάξη, μία με μιάμιση στη δευτέρα και στην τρίτη κ.ο.κ.), να κοιτάει πρώτα τι έχει και μετά να αρχίζει, να κάνει μικρά ενδιάμεσα διαλείμματα, να εναλλάσσει γραπτές με προφορικές ασκήσεις, για να μένει συγκεντρωμένο. Όλα αυτά έχουν μεγάλη σημασία και πολλά παιδιά πελαγώνουν γιατί δεν μπορούν να οργανώσουν τη μελέτη τους και όχι τόσο γιατί δυσκολεύονται με το περιεχόμενο.

Όχι για να τους υπενθυμίζουν συνέχεια ότι έχουν κι άλλα μαθήματα, ότι δεν τα πήγαν αρκετά καλά στην τελευταία ορθογραφία ή στο τεστ και για να τα κρατάνε καθισμένα 4 ώρες στην καρέκλα μέχρι να τελειώσουν τη μελέτη τους. Χρειάζονται τους γονείς για βοήθεια σε ό,τι δεν καταλαβαίνουν και δυσκολεύονται. Για να έχουν κάποιον που θα τα ακούσει, όταν έστω και μικροπροβληματάκια με τη συμμαθήτρια, τη δασκάλα, το γυμναστή, τον καλύτερο φίλο, τον καθηγητή της Χημείας τούς προκαλούν ανησυχία, ένταση, λύπη.


O ρόλος των γονιών είναι να μη συγχέουν το μαθητή με το παιδί και να δίνουν στο παιδί τους να καταλαβαίνει ότι μια αποτυχία στο σχολείο δεν σημαίνει γι’ αυτούς ότι απογοητεύονται ή ότι κλονίζεται η αγάπη τους γι’ αυτό. Αυτό μπορεί πολλοί γονείς να το θεωρούν αυτονόητο («Αλίμονο, εγώ το παιδί μου το αγαπάω ό,τι κι αν κάνει, ό,τι μαθητής κι αν είναι»), πολύ συχνά, όμως, του δίνουν άλλα μηνύματα. Με την πρόθεση να του δείξουν ότι «πρέπει να το πάρει στα σοβαρά», το τιμωρούν, το μαλώνουν ή δείχνουν μόνο τη δυσαρέσκεια και την απογοήτευσή τους, χωρίς να προσπαθήσουν καν να το καταλάβουν και να το βοηθήσουν. Για να ξεπεράσουν όμως τις δυσκολίες τους, τα παιδιά χρειάζονται ανθρώπους που ενδιαφέρονται να ακούσουν και να καταλάβουν. Με τον τρόπο αυτό, μαθαίνουν να ζητούν βοήθεια όταν τη χρειάζονται και να μην εγκαταλείπουν όταν κάτι δεν πάει καλά. Χρειάζονται γονείς που καταλαβαίνουν ότι πραγματικά καλός μαθητής είναι μόνο αυτός που είναι καλά και στην υπόλοιπη ζωή του.

Λουίζα Bογιατζή-συμβουλευτική ψυχολόγος

Ο Ευτυχισμένος Πρίγκιπας του Oscar Wilde

Ψηλά πάνω από την πόλη, σε ένα μεγάλο βάθρο, στεκόταν το άγαλμα του Ευτυχισμένου Πρίγκιπα. Ήταν όλος επιχρυσωμένος με λεπτά φύλλα καθαρού χρυσού, για μάτια είχε δυο λαμπερά ζαφείρια και ένα μεγάλο κόκκινο ρουμπίνι έλαμπε στην λαβή του σπαθιού του.
Πραγματικά τον θαύμαζαν πολύ. "Είναι όμορφος σαν ανεμοδούρα", είπε ένας απ' τους δημοτικούς συμβούλους που ήθελε να ξεχωρίζει για το καλλιτεχνικό του γούστο, "όμως όχι το ίδιο χρήσιμος", πρόσθεσε επειδή φοβόταν ότι οι ταπεινότεροι άνθρωποι θα νόμιζαν ότι στερείται πρακτικής σκέψης, πράγμα που αυτός δεν το πίστευε καθόλου για τον εαυτό του.

"Γιατί δεν γίνεσαι σαν τον Ευτυχισμένο Πρίγκιπα;" ρώτησε μια πρακτική μητέρα το αγοράκι της που έκλαιγε ζητώντας το φεγγάρι. "Του Ευτυχισμένου Πρίγκιπα δεν του περνάει καν από το μυαλό να κλάψει, για οτιδήποτε".
"Χαίρομαι που κάποιος στον κόσμο είναι τόσο χαρούμενος", μουρμούρισε ένας δυστυχής, καθώς ατένιζε το θαυμάσιο άγαλμα.
"Μοιάζει σαν άγγελος", είπαν τα παιδιά του φιλόπτωχου καθώς βγαίναν από τον καθεδρικό με τους ακριβούς κατακόκκινους μανδύες τους και τις καθαρές λευκές φορεσιές τους.
"Κι εσύ πού το ξέρεις;", είπε ο Διδάσκαλος των Μαθηματικών, "ποτέ σου δεν έχεις δει άγγελο".
"Μα! Έχουμε δει στα όνειρά μας", απάντησε ένα απ' τα παιδιά - και ο Διδάσκαλος των Μαθηματικών συνοφρυώθηκε και τα κοίταξε πολύ αυστηρά, καθώς εκείνος δεν ενέκρινε τα παιδικά όνειρα.

Μια νύχτα, πέταξε εκεί κοντά στην πόλη ένα μικρό Χελιδόνι. Οι φίλοι του είχαν πάει στην Αίγυπτο πριν έξι βδομάδες, μα αυτός είχε μείνει πίσω, επειδή ήταν ερωτευμένος με την πιο όμορφη Κουφαηδόνα. Είχαν συναντηθεί νωρίς την άνοιξη, καθώς πέταγε πάνω απ' τον ποταμό ακολουθώντας ένα μεγάλο κίτρινο σκόρο, και μαγεύτηκε τόσο από την λεπτοκαμωμένη μέση της που σταμάτησε για να της μιλήσει.
"Να σ' αγαπήσω;" είπε το Χελιδόνι, που του άρεσε να μπαίνει αμέσως στο ψητό, και η Κουφαηδόνα του 'κανε μια μικρή υπόκλιση. Κι έτσι το Χελιδόνι πέταξε γύρω της, αγγίζοντας το νερό με τα φτερά του και κάνοντας ασημένια κυμματάκια. 
Αυτός ήταν ο έρωτάς τους και διήρκησε όλο το καλοκαίρι.

"Είναι γελοίος δεσμός", τιτίβισαν τα άλλα Περιστέρια, "αυτή δεν έχει καθόλου λεφτά και έχει κι ένα σωρό συγγενείς" - στ' αλήθεια ο ποταμός ήταν γεμάτος Κουφαηδόνια. Μετά, ήρθε το φθινόπωρο κι όλα πέταξαν μακρυά.
Αφού έφυγαν ένιωθε μόνος, κι άρχισε να κουράζεται απ' την αγαπημένη του. "Δεν συζητάει καθόλου", είπε, "και φοβάμαι ότι είναι μια κοκέτα, επειδή πάντα φλερτάρει με τον άνεμο". Και σίγουρα, όποτε φύσαγε ο άνεμος, η Κουφαηδόνα έκανε τις πιο χαριτωμένες ρεβερέντσες (σημ. ελαφρές υποκλίσεις). “Παραδέχομαι ότι είναι εγχώριο πτηνό", συνέχισε, "αλλά εγώ είμαι αποδημητικό και μου αρέσουν τα ταξίδια. Συνεπώς θα λατρεύει τα ταξίδια και η γυναίκα μου".
“Θα πετάξεις μακριά μαζί μου;” την ρώτησε, μα η Κουφαηδόνα κούνησε το κεφάλι της αρνητικά, ήταν πολύ συνδεδεμένη συναισθηματικά με το σπίτι της.
“Έπαιξες με την αγάπη μου", της είπε. "Φεύγω για τις Πυραμίδες. Έχε γεια!" και πέταξε μακρυά.

Όλη τη μέρα πετούσε και την νύχτα έφτασε στην πόλη. "Που θα με δεχτούν;" είπε, "ελπίζω η πόλη να έχει κάνει τις κατάλληλες προετοιμασίες".
Και τότε είδε το άγαλμα στο ψηλό βάθρο.
"Εκεί θα φωλιάσω", είπε, "είναι ένα ιδανικό μέρος, με πολύ καθαρό αέρα". Και βολεύτηκε ανάμεσα στα παπούτσια του Ευτυχισμένου Πρίγκιπα.
"Έχω χρυσή κρεβατοκάμαρα", είπε απαλά στον εαυτό του και κοίταξε τριγύρω καθώς προετοιμαζόταν να κοιμηθεί. Μα καθώς έβαζε το κεφάλι του κάτω απ' την φτερούγα του έπεσε πάνω του μια μεγάλη σταγόνα νερό. "Τι παράξενο!", είπε, "δεν υπάρχει ούτε ένα σύννεφο στον ουρανό, τα αστέρια λάμπουν, κι όμως βρέχει. Το κλίμα στην βόρεια Ευρώπη είναι πραγματικά φρικτό. Η Κουφαηδόνα έβρισκε την βροχή όμορφη, αλλά αυτό ήταν απλά ο εγωισμός της".
Και τότε έπεσε άλλη μια σταγόνα.
"Μα αυτό το άγαλμα δεν μπορεί ούτε την βροχή να εμποδίζει;" είπε. "Πρέπει να βρω μια καλή καμινάδα να φωλιάσω" και αποφάσισε να πετάξει μακριά.
Αλλά πριν προλάβει να ανοίξει τα φτερά του, έπεσε και τρίτη σταγόνα, κι όταν κοίταξε ψηλά, είδε, α! Τι ήταν αυτό που είδε;

Τα μάτια του Ευτυχισμένου Πρίγκιπα ήταν γεμάτα δάκρυα και τα δάκρυα κυλούσαν στα χρυσαφένια μάγουλά του. Το πρόσωπό του φάνταζε τόσο όμορφο στο σεληνόφως που το Χελιδόνι γέμισε οίκτο.
"Ποιος είσαι;" ρώτησε.
"Είμαι ο Ευτυχισμένος Πρίγκιπας".
"Και τότε γιατί κλαις;" ρώτησε το χελιδόνι, "με κατάβρεξες"!
"Τότε που ζούσα και είχα ανθρώπινη καρδιά", απάντησε το άγαλμα, "δεν ήξερα τι είναι τα δάκρυα, επειδή ζούσα στο παλάτι του Sans-Souci, όπου η λύπη δεν έβρισκε είσοδο να μπει. Την ημέρα έπαιζα με τους φίλους μου στο κήπο, και το απόγευμα ήμουν πρώτος στο χορό στη Μεγάλη Αίθουσα. Γύρω απ' τον κήπο υπήρχε ψηλός τοίχος, μα ποτέ δεν νοιάστηκα να ρωτήσω τι υπήρχε παραέξω, όλα ήταν πανέμορφα για μένα. Οι αυλικοί μου με φώναζαν απλά Ευτυχισμένο Πρίγκιπα, και ευτυχισμένος στ' αλήθεια ήμουν, αν η ευχαρίστηση είναι το ίδιο με την ευτυχία. Έτσι έζησα, και έτσι πέθανα. Και τώρα που είμαι νεκρός με στήσανε εδώ τόσο ψηλά, που μπορώ να δω όλη την ασχήμια και όλη την δυστυχία της πόλης μου, και αν κι η καρδιά μου είναι από μολύβι, δε μπορώ παρά να κλαίω".
"Τι! Δεν είναι ατόφιο χρυσάφι;" σκέφτηκε το Χελιδόνι. Ήταν πολύ ευγενικό και δεν έκανε φωναχτά προσωπικά σχόλια.
"Μακριά", συνέχισε το άγαλμα με την μπάσα μελωδική φωνή του, "μακριά σε ένα σοκάκι υπάρχει ένα φτωχόσπιτο. Ένα απ' τα παράθυρα του είναι ανοιχτό, και βλέπω μια γυναίκα να κάθεται σε ένα τραπέζι. Το πρόσωπό της είναι αδύνατο και κουρασμένο, κι έχει τραχιές, κόκκινες παλάμες, όλες τρυπημένες απ' την βελόνα, επειδή είναι ράφτρα. Κεντάει λουλούδια του πάθους σε μια τουαλέτα από σατέν για την πιο όμορφη δεσποινίδα επί των τιμών της Βασίλισσας, που θα το φορέσει στον επόμενο Βασιλικό Χορό. Σε ένα κρεβάτι στη γωνία του δωματίου ένα άρρωστο αγόρι είναι ξαπλωμένο. Έχει πυρετό και ζητάει πορτοκάλια. Η μητέρα του έχει να του δώσει μόνο νερό απ' το ποτάμι, και το μικρό αγόρι κλαίει. Χελιδόνι, Χελιδόνι, Χελιδονάκι, θα βγάλεις το ρουμπίνι απ΄τη λαβή του σπαθιού μου; Τα πόδια μου είναι σφαλισμένα σ' αυτό το βάθρο και δεν μπορώ να κινηθώ".

"Με περιμένουν στην Αίγυπτο", είπε το Χελιδόνι. "Οι φίλοι μου πετούν πάνω απ' τον Νείλο, και μιλούν στα μεγάλα νούφαρα. Σύντομα θα κοιμηθούν στον τάφο του μεγάλου Φαραώ. Ο ίδιος ο Φαραώ βρίσκεται εκεί στο πολύχρωμο φέρετρό του. Είναι τυλιγμένος σε κίτρινο λινό και είναι ταριχευμένος με αρώματα. Γύρω απ' τον λαιμό του υπάρχει μια αλυσίδα με χλωμούς πράσινους νεφρίτες, και τα χέρια του μοιάζουν με μαραμένα φύλλα".
"Χελιδόνι, Χελιδόνι, Χελιδονάκι", είπε ο Πρίγκιπας, "δε θα μείνεις μαζί μου για ένα βράδι, να γίνεις ο αγγελιοφόρος μου; Το αγόρι διψάει τόσο πολύ, και η μητέρα του είναι τόσο λυπημένη".
"Δεν νομίζω ότι μου αρέσουν τα μικρά παιδιά", απάντησε το Χελιδόνι. "Πέρσι το καλοκαίρι που έμενα στον ποταμό, ήρθαν εκεί δυο αγενή αγόρια, τα παιδιά του μυλωνά, και μου πέταγαν πέτρες κάθε μέρα. Ποτέ δεν με πέτυχαν, φυσικά, τα χελιδόνια πετάμε πάρα πολύ καλά, άσε που κατάγομαι από οικογένεια που 'ναι διάσημη για την σβελτάδα. Αλλά όπως και να το πάρεις ήταν μια σοβαρή ένδειξη ασέβειας".

Αλλά ο Ευτυχισμένος Πρίγκιπας φάνηκε τόσο λυπημένος που το Χελιδονάκι το μετάνιωσε. "Κάνει πολύ κρύο εδώ", είπε, "αλλά θα μείνω μαζί σου για ένα βράδι και θα γίνω ο αγγελιοφόρος σου".
"Σ' ευχαριστώ, Χελιδονάκι", είπε ο Πρίγκιπας.
Έτσι λοιπόν το Χελιδόνι διάλεξε ένα μεγάλο ρουμπίνι από το σπαθί του Πρίγκιπα και πέταξε κουβαλώντας το στο ράμφος του πάνω απ' τις σκεπές της πόλης.
Πέρασε πάνω από το καμπαναριό, που ήταν στολισμένος με λευκούς αγγέλους από μάρμαρο. Πέρασε πάνω από το παλάτι και άκουσε την μουσική του χορού. Μια όμορφη κοπέλα βγήκε στην βεράντα με τον αγαπημένο της. "Τι υπέροχα που είναι τα αστέρια", της είπε, "και τι υπέροχη που είναι η αγάπη!"
"Ελπίζω το φόρεμά μου να είναι εγκαίρως έτοιμο για τον Βασιλικό Χορό", του απάντησε εκείνη, "παρήγγειλα να το κεντήσουν με λουλούδια του πάθους αλλά η ράφτρα είναι τόσο τεμπέλα".

Πέταξε πάνω από τον ποταμό και είδε τα φανάρια να κρέμονται απ' τους ιστούς των πλοίων. Πέρασε πάνω από το Γκέτο, και είδε γέρους Εβραίους να κάνουν παζάρια και να ανταλλάσσουν χρήματα. Τέλος έφτασε στο φτωχόσπιτο και κοίταξε μέσα. Το αγόρι έτρεμε απ' τον πυρετό στο κρεβάτι του, και η μητέρα του είχε αποκοιμηθεί από την κούραση. Μέσα μπήκε και άφησε το μεγάλο ρουμπίνι στο τραπέζι δίπλα στη δαχτυλήθρα της. Μετά πέταξε απαλά γύρω από το κρεβάτι, ανέμισε τα φτερά του για να δροσίσει το μέτωπο του αγοριού. "Τι δροσιά που νιώθω". είπε το αγόρι, "μάλλον αναρρώνω" είπε, και βυθίστηκε σε ένα γαλήνιο ύπνο.

Στη συνέχεια το Χελιδόνι πέταξε πίσω στον Ευτυχισμένο Πρίγκιπα και του είπε τι είχε κάνει. "Παράξενο", παρατήρησε, "αλλά νιώθω πιο ζεστά τώρα, κι ας έχει τόσο κρύο".
"Είναι που έκανες μια καλή πράξη", είπε ο Πρίγκιπας. Και το Χελιδονάκι άρχισε να σκέφτεται και έπεσε να κοιμηθεί. Η σκέψη πάντα τον αποκοίμιζε.
Όταν ήρθε η μέρα πέταξε στο ποτάμι και έκανε μπάνιο. "Τι καταπληκτικό φαινόμενο", είπε ο Καθηγητής Ορνιθολογίας καθώς περνούσε τη γέφυρα. "Ένα χελιδόνι μες στο καταχείμωνο!" Κι έγραψε μια μεγάλη επιστολή σχετικά με το θέμα στην τοπική εφημερίδα. Όλοι στην πόλη παπαγάλιζαν φράσεις από την επιστολή, επειδή ήταν γεμάτη παράξενες λέξεις που δεν μπορούσαν να κατανοήσουν.

"Απόψε πάω στην Αίγυπτο", είπε το Χελιδόνι, και είχε μεγάλα κέφια που το σκεφτόταν. Είχε πάει σε όλα τα δημόσια μνημεία, έκατσε μάλιστα πολύ ώρα πάνω στο καμπαναριό της εκκλησίας. Όποτε πήγαινε εκεί τα Σπουργίτια τιτίβιζαν και έλεγαν μεταξύ τους, "Τι εκλεκτός ξένος!" και το Χελιδόνι το απολάμβανε πολύ αυτό.
Όταν βγήκε το φεγγάρι πέταξε πίσω στον Ευτυχισμένο Πρίγκιπα. "Έχεις καμιά παραγγελία για την Αίγυπτο;" φώναξε, "τώρα ξεκινάω".
"Χελιδόνι, Χελιδόνι, Χελιδονάκι", είπε ο Πρίγκιπας, "δε θα μείνεις μαζί μου άλλο ένα βράδυ;"
"Με περιμένουν στην Αίγυπτο", απάντησε το Χελιδόνι. "Αύριο οι φίλοι μου κι εγώ θα πετάξουμε στον Δεύτερο Καταράκτη. Ο ιπποπόταμος ζαρώνει εκεί ανάμεσα στα βούρλα, και στο μεγάλο θρόνο από γρανίτη κάθεται ο Θεός Μέμνων. Όλη την νύχτα κοιτάει τα αστέρια, και όταν το πρωινό αστέρι λάμψει, βγάζει μια κραυγή χαράς και μετά μένει ήσυχος. Το μεσημέρι, τα κίτρινα λιοντάρια έρχονται στην άκρη του νερού για να πιουν. Τα μάτια τους μοιάζουν με πράσινο βήρυλλο και ο βρυχηθμός τους είναι πιο δυνατός απ' την βουή του καταρράκτη.
"Χελιδόνι, Χελιδόνι, Χελιδονάκι", είπε ο Πρίγκιπας, "μακριά στην πόλη βλέπω ένα νεαρό άντρα σε μια άθλια σοφίτα. Σκύβει πάνω από ένα γραφείο γεμάτο χαρτιά και σε ένα ποτήρι δίπλα του, έχει ένα μπουκέτο μαραμένες βιολέτες. Τα μαλλιά του είναι καστανά και κατσαρά, τα χείλη του είναι κόκκινα σαν τη ροδιά, κι έχει μεγάλα ονειροπόλα μάτια. Προσπαθεί να τελειώσει ένα θεατρικό για τον Σκηνοθέτη του Θεάτρου, αλλά έχει παγώσει και του είναι αδύνατο να γράψει πλέον. Δεν έχει φωτιά στο τζάκι και η πείνα τον έχει μισολιπόθυμο".
"Θα περιμένω μαζί σου για άλλη μια νύχτα", είπε το Χελιδόνι που στ' αλήθεια ήταν καλόκαρδο. "Να του πάω άλλο ένα ρουμπίνι;"
"Αλίμονο! Δεν έχω άλλο ρουμπίνι πια", είπε ο Πρίγκιπας, "μόνο τα μάτια μου, μου έχουν μείνει. Είναι φτιαγμένα από σπάνια ζαφείρια, που τα έφεραν από την Ινδία πριν χίλια χρόνια. Βγάλε το ένα τους και πάν' το σ' εκείνον. Θα το πουλήσει στον κοσμηματοπώλη και θα αγοράσει φαγητό και καυσόξυλα, για να τελειώσει το θεατρικό του".
"Καλέ μου Πρίγκιπα, δεν μπορώ να το κάνω αυτό", είπε το Χελιδόνι κι άρχισε να κλαίει.
"Χελιδόνι, Χελιδόνι, Χελιδονάκι", είπε ο Πρίγκιπας, "κάνε όπως προστάζω".

Έτσι το Χελιδόνι έβγαλε το ένα ζαφειρένιο μάτι του Πρίγκιπα και πέταξε στη σοφίτα. Ήταν πολύ εύκολο να μπει μέσα, επειδή είχε μια τρύπα στη στέγη. Χίμηξε μέσα απ' την τρύπα και βρέθηκε στο δωμάτιο. Ο νεαρός είχε καλύψει το κεφάλι του με τα χέρια του απελπισμένος, και δεν άκουσε το φτερούγισμα του πουλιού, μα όταν σήκωσε το βλέμα του βρήκε το πανέμορφο ζαφείρι ανάμεσα στις μαραμένες βιολέτες.
"Άρχισαν να με εκτιμούν", είπε, "αυτό είναι από κάποιον μεγάλο θαυμαστή μου. Τώρα μπορώ να ολοκληρώσω το θεατρικό μου", και φαινόταν κάμποσο χαρούμενος.
Την άλλη μέρα το Χελιδόνι πέταξε στο λιμάνι. Στάθηκε στο κατάρτι ενός μεγάλου σκάφους και παρακολούθησε τους ναυτικούς που έβγαζαν με σχοινιά μεγάλα κιβώτια από το αμπάρι. "Φεύγω για Αίγυπτο!" φώναξε το Χελιδόνι, μα κανείς δεν νοιάστηκε, και όταν βγήκε το φεγγάρι πέταξε πίσω στον Ευτυχισμένο Πρίγκιπα.
"Ήρθα να σε αποχαιρετήσω", του φώναξε.
"Χελιδόνι, Χελιδόνι, Χελιδονάκι", είπε ο Πρίγκιπας, "δε θα κάτσεις μαζί μου άλλη μια νύχτα;"
"Είναι χειμώνας", απάντησε το Χελιδόνι, "και σύντομα το κρύο του χιονιού θα φτάσει κι εδώ. Στην Αίγυπτο ο ήλιος είναι ζεστός πάνω στους πράσινους φοίνικες, και οι κροκόδειλοι στέκονται νωχελικά στη λάσπη. Οι σύντροφοί μου φτιάχνουν φωλιά στον Ναό του Μπααλμπέκ και τα μωβ και τα λευκά περιστέρια τους παρακολουθούν και γουργουρίζουν το ένα στο άλλο. Καλέ μου Πρίγκιπα, πρέπει να σε αφήσω, μα δε θα σε ξεχάσω ποτέ και την επόμενη άνοιξη θα επιστρέψω με δυο πανέμορφους πολύτιμους λίθους για να αντικαταστήσουμε αυτούς που χάρισες. Το ρουμπίνι θα 'ναι πιο κόκκινο απ' το κόκκινο τριαντάφυλλο και το ζαφείρι θα ναι μπλε σαν τον ωκεανό".
"Στην πλατεία εκεί κάτω", είπε ο Ευτυχισμένος Πρίγκιπας, "στέκει ένα κοριτσάκι που πουλάει σπίρτα. Της έπεσαν τα σπίρτα κάτω, βραχήκαν και χαλάσαν όλα. Δεν έχει παπούτσια ή κάλτσες και το κεφαλάκι της είναι χωρίς σκουφάκι. Βγάλε και το άλλο μάτι μου και δώσ' της το, έτσι θα γλυτώσει το ξύλο απ' τον πατέρα της".
"Θα μείνω μαζί σου άλλη μια νύχτα", είπε το Χελιδόνι, "αλλά δεν μπορώ να σου βγάλω το μάτι. Θα είσαι εντελώς τυφλός μετά".
"Χελιδόνι, Χελιδόνι, Χελιδονάκι", είπε ο Πρίγκιπας, "κάνε όπως προστάζω".
Έτσι έβγαλε και το δεύτερο μάτι του Πρίγκιμα και πέταξε με ορμή. Με μια βουτιά πέρασε δίπλα απ' το κοριτσάκι με τα σπίρτα και άφησε τον πολύτιμο λίθο στην παλάμη της. "Τι όμορφο γυαλάκι", είπε το κοριτσάκι κι έτρεξε σπίτι της γελώντας.
Το Χελιδόνι γύρισε τότε στον Πρίγκιπα. "Είσαι τυφλός τώρα", είπε, "και θα μείνω μαζί σου να σε προσέχω".
"Όχι, Χελιδονάκι", είπε ο καϋμένος Πρίγκιπας, "πρέπει να φύγεις για την Αίγυπτο".
"Θα μείνω μαζί σου για πάντα, να σε προσέχω", είπε το Χελιδόνι και κοιμήθηκε στα πόδια του Πρίγκιπα.
Όλη την επόμενη μέρα κάθισε στον ώμο του Πρίγκιπα και του είπε ιστορίες από μακρινούς παράξενους τόπους. Του είπε πόσο κόκκινος είναι ο ίβις, που στέκεται σε σειρές με τους φίλους του στον Νείλο και πιάνουν τα χρυσόψαρα με τα ράμφη τους, για την Σφίγγα, που είναι παλιά όσο κι ο κόσμος, ζει στην έρημο και ξέρει τα πάντα, για τους εμπόρους που προχωρούν αργά δίπλα στις καμήλες τους και κρατούν κόκκινα κορδόνια στα χέρια τους, για τον Βασιλιά των Βουνών της Σελήνης, που είναι μαύρος σαν τον έβενο και λατρεύει ένα μεγάλο κρύσταλο, για ένα μεγάλο πράσινο φίδι που κοιμάται σε ένα φοινικόδεντρο και έχει είκοσι ιερείς που το ταΐζουν με κερύθρα, και για τους Πυγμαίους που ταξιδεύουν πάνω σε μεγάλα πλατιά φύλλα σε μια λίμνη και έχουν πάντοτε πόλεμο με τις πεταλούδες.

"Αγαπημένο μου Χελιδονάκι", είπε ο Πρίγκιπας, "μου λες θαυμαστές ιστορίες, αλλά πιο θαυμαστό απ' όλα είναι πόσο υποφέρουν οι άνδρες και οι γυναίκες. Η Δυστυχία είναι το μεγαλύτερο Μυστήριο. Πέταξε πάνω από την πόλη μου, Χελιδονάκι, και πες μου τι θα δεις".
Έτσι το Χελιδόνι πέταξε πάνω απ' τη μεγάλη πόλη και είδε τους πλούσιους να γιορτάζουν στα όμορφα σπίτια τους, ενώ οι ζητιάνοι έστεκαν έξω από τους φράχτες των κήπων τους. Πέταξε σε σκοτεινά σοκάκια και είδε τα λευκά προσωπάκια παιδιών που πεινούσαν, κοιτάζοντας άτονα τους μαύρους δρόμους. Κάτω από το τόξο μια γέφυρας είδε δυο αγοράκια που είχαν ξαπλώσει αγκαλιασμένα για να ζεσταθούν. "Αχ πόσο πεινούμε!" μονολογούσαν. "Απαγορεύεται να ξαπλώνετε εκεί", φώναξε ο Φύλακας και απομακρύνθηκε στην βροχή.
Μετά επέστρεψε στον Πρίγκιπα και του διηγήθηκε όσα είχε δει.
"Είμαι επιχρυσωμένος με φύλλα από ατόφιο χρυσάφι", είπε ο Πρίγκιπας, "πρέπει να τα βγάλεις ένα-ένα, και να τα δώσεις στους φτωχούς μου. Οι ζωντανοί πάντα νομίζουν ότι ο χρυσός μπορεί να τους κάνει ευτυχισμένους".
Φύλλο το φύλλο, το Χελιδόνι έβγαζε το χρυσάφι μέχρι που ο Ευτυχισμένος Πρίγκιπας έμοιαζε αρκετά μουντός και γκρίζος. Φύλλο-φύλλο τα έδινε στους φτωχούς και τα πρόσωπα των παιδιών έγιναν πιο ροδαλά και γελούσαν παίζοντας στους δρόμους. "Έχουμε ψωμί να φάμε!" φώναζαν.
Κατόπιν ήρθε το χιόνι, και μετά το χιόνι ήρθε ο παγετός. Οι δρόμοι έμοιαζαν λες κι ήταν από ασήμι, λαμπεροί και γυαλιστεροί. Μεγάλοι παγοκρύσταλλοι σαν κρυστάλλινα ξιφίδια κρεμόντουσαν απ' τις στέγες των σπιτιών, όλοι τριγύριζαν φορώντας γούνες και τα αγοράκια φορούσαν κόκκινα σκουφιά και έκαναν πατινάζ στον πάγο.
Το καϋμένο Χελιδονάκι κρύωνε όλο και πιο πολύ, αλλά δεν άφηνε τον Πρίγκιπα, τον αγαπούσε πάρα πολύ. Μάζευε ψίχουλα έξω απ' τον φούρνο και όταν δεν έβλεπε ο φούρναρης προσπαθούσε να ζεσταθεί χτυπώντας τις φτερούγες του.
Μα στο τέλος κατάλαβε ότι θα πέθαινε. Είχε δύναμη ίσα-ίσα να πετάξει ως τον ώμο του Πρίγκιπα για μια τελευταία φορά. "Αντίο καλέ μου Πρίγκιπα!", μουρμούρισε, "μπορώ να φιλήσω το χέρι σου;"
"Χαίρομαι που θα πας τελικά στην Αίγυπτο, Χελιδονάκι", είπε ο Πρίγκιπας, "έμεινες πάρα πολύ καιρό, αλλά φίλησέ με στα μάγουλα επειδή σε αγαπώ".
"Δεν πάω στην Αίγυπτο", είπε το Χελιδόνι, "πάω στον Οίκο του Θανάτου. Ο Θάνατος είναι ο αδελφός του Ύπνου, έτσι δεν είναι;"
Φίλησε τον Ευτυχισμένο Πρίγκιπα στα μάγουλα και έπεσε νεκρό στα πόδια του.
Εκείνη τη στιγμή ένας παράξενος ήχος ακούστηκε μέσα στο άγαλμα, σαν να σπάει κάτι. Η μολυβένια καρδιά του Πρίγκιπα είχε σπάσει στα δύο. Σίγουρα ήταν φοβερά δυνατός ο παγετός.
Νωρίς το επόμενο πρωί ο Δήμαρχος προχωρούσε στην πλατεία, συντροφιά με τους Δημοτικούς Συμβούλους. Καθώς περάσαν από το βάθρο κοίταξαν ψηλά το άγαλμα: "Συμφορά! Πώς ξέπεσε έτσι ο Ευτυχισμένος Πρίγκιπας!" είπε.
"Ξέπεσε πολύ!" φώναξαν και οι Δημοτικοί Σύμβουλοι, που πάντοτε συμφωνούσαν με τον Δήμαρχο και κοιτούσαν το άγαλμα.
"Το ρουμπίνι έπεσε απ' το σπαθί του, τα μάτια του λείπουν και ο χρυσός έχει χαθεί", είπε ο Δήμαρχος, "μάλιστα, έχει τα ίδια χάλια με τους ζητιάνους!"
"Τα ίδια χάλια με τους ζητιάνους", είπαν οι Δημοτικοί Σύμβουλοι.
'Έχει κι όλας ένα νεκρό πουλί δίπλα στα παπούτσια του!" συνέχισε ο Δήμαρχος. "Πρέπει να εκδώσουμε μια δημόσια διακήρυξη ότι τα πουλιά δεν επιτρέπεται να πεθαίνουν εδώ". Και ο Γραμματέας του Δήμου σημείωσε την πρόταση.
Έτσι γκρέμισαν το άγαλμα του Ευτυχισμένου Πρίγκιπα. "Αφού δεν είναι πια όμορφος, δεν είναι πια χρήσιμος", είπε ο Καθηγητής Καλών Τέχνων στο Πανεπιστήμιο.
Μετά έλιωσαν το άγαλμα σε μια υψικάμινο και ο Δήμαρχος συνεδρίασε με το Σώμα για να αποφασιστεί τι θα κάνουν το μέταλλο. "Πρέπει να φτιάξουμε άλλο άγαλμα, φυσικά", είπε, "και θα είναι ένα άγαλμα δικό μου".
"Δικό μου", είπε κάθε μέλος του Δημοτικού Συμβουλίου και μαλλώσαν μεταξύ τους. Τελευταία φορά που τους άκουσα, ακόμα μαλλώνανε.
"Τι παράξενο πράγμα!" είπε ο επόπτης των εργατών στο χυτήριο. "Αυτή η σπασμένη καρδιά από μολύβι δεν λιώνει στην υψικάμινο. Πρέπει να την ξεφορτωθούμε". Έτσι την πέταξαν σε μια σκονισμένη στοίβα που είχαν πετάξει και το νεκρό Χελιδόνι.
"Φέρε μου τα δυο πολυτιμότερα πράγματα της πόλης", είπε ο Θεός σε έναν από τους Αγγέλους Του, και ο Άγγελος Του έφερε την μολυβένια καρδιά και το νεκρό πουλί.
"Διάλεξες σωστά", είπε ο Θεός, "επειδή στον κήπο μου του Παραδείσου αυτό το μικρό πουλί θα κελαηδάει για πάντα και στη χρυσή μου πόλη ο Ευτυχισμένος Πρίγκιπας θα με δοξάζει".

Μετάφραση στα Ελληνικά Ο.Κ.

Διαβάστε το πρωτότυπο κείμενο Happy Prince στα αγγλικά, μαζί με άλλα διηγήματα του Oscar Wilde.

Το παρόν αναδημοσιεύεται με την ευγενική παραχώρηση της Ματιάς.
Ευχαριστούμε.

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki