Οι τσιγγάνοι
Τι να γράψει κανείς για τους αιώνια κυνηγημένους;
Τους αιώνια απόβλητους και εσταυρωμένους;
Κανείς δεν διώχθηκε,
κανείς δεν διώκεται,
κανείς δεν θα διώκεται σαν τους τσιγγάνους.
Του Θανάση Τριαρίδη
Οι τσιγγάνοι αποτελούν ένα άλυτο αίνιγμα στην ιστορία του ευρωπαϊκού πολιτισμού:
για χίλια χρόνια περιπλανιώνται μέσα στην Ευρώπη, για χίλια χρόνια διώκονται, για χίλια χρόνια καίγονται από τις διάφορες εξουσίες, για χίλια χρόνια διατηρούν μια προφορική γλώσσα, ήθη, παραδόσεις, έναν νομαδικό τρόπο ζωής, μια κυκλική αντίληψη του χρόνου, μια συλλογική λογική αναίρεσης του θανάτου.
Ποτέ δεν πολέμησαν οι τσιγγάνοι, ποτέ δεν σήκωσαν όπλα εναντίον κανενός, ποτέ δεν φόρεσαν την στολή του στρατιώτη ακόμη κι όταν το αντάλλαγμα ήταν η ίδια τους η ζωή - όπως ποτέ δεν καλλιέργησαν την γη.
Όλοι τους κυνήγησαν:
η Εκκλησία τους έδιωχνε, η Ιερή Εξέταση τους έκαιγε, όλες οι εξουσίες εκπόνησαν δραστήρια προγράμματα εξόντωσής τους, με πρώτη την καθολική Ισαβέλλα της Καστίλης, η Ναζιστική Γερμανία τους έκαψε στα φούρνους των στρατοπέδων συγκέντρωσης.
Σήμερα σε όλη την Ευρώπη αλλά και στην Ελλάδα οι τοπικές αρχές θέλουν να τους εκβάλλουν εκτός των πόλεων, σε ένα αόρατο πουθενά, ει δυνατόν να αφανιστούν. Όσο τους έκαιγαν, τόσο περισσότερο οι τσιγγάνοι στοίχειωναν την Ευρώπη, στοίχειωναν τον ευρωπαϊκό πολιτισμό.
Αναμφίβολα υπήρξαν οι σημαντικότεροι μουσικοί της Ευρώπης, αυτοί ήταν που μορφοποίησαν και διέσωσαν τις παραδοσιακές μουσικές όπου κι αν πήγαν: το ισπανικό φλαμέγκο, που όλοι ξέρετε, είναι δικό τους, το ίδιο και τα βαλκανικά κρουστά με τις τρομπέτες που τόσο μας γοητεύουν τον τελευταία χρόνια, το ίδιο και η ελληνική δημοτική μουσική με την σχεδόν αποκλειστικά δική τους χρήση του κλαρίνου, το ίδιο και οι μελωδίες της Ιβηρικής με την σχεδόν αποκλειστική χρήση της κιθάρας τους.
Μα και οι ιρλανδικές ή οι σαξονικές μπαλάντες μέσα από τους τσιγγάνους πέρασαν - και βέβαια οι παραδουνάβιες μελωδίες δεν θα υπήρχαν δίχως αυτούς.
Για αιώνες ήσαν οι κορυφαίοι βιολιστές στον κόσμο: τσιγγάνικη καταγωγή λένε πως είχε ο Παγκανίνι, τσιγγάνος ήτανε ο Σαραζάτ - κοντά σε αυτούς, θυμηθείτε τα τσιγγάνικα βιολιά της Βουδαπέστης.
Σήμερα είναι κοινή παραδοχή: οι τσιγγάνοι ήταν που όργωσαν το χωράφι για να γεννηθεί η κλασσική μουσική μα και οι εθνικές μουσικές του εικοστού αιώνα.
Αυτό που ακούμε ως μουσική σήμερα υπάρχει στο μεγαλύτερο μέρος του χάρη στους τσιγγάνους.
Δεν ήσαν μονάχα μουσικοί οι τσιγγάνοι, ήσαν και τεχνίτες, σιδεράδες, γανωτήδες, ξυλουργοί, καλαθοπλέχτες, έφτιαχαν κεντήματα γεμάτα με τους ουρανούς, τους ήλιους και τα αστέρια τους.
Κι ακόμη ήσαν φημισμένοι καβαλάρηδες -λένε πως αυτοί δίδαξαν στους μαγιάρους την ιππασία κι ακόμη ήσαν έμποροι, στα κάρα τους μπορούσες να βρεις ό,τι θέλεις, από φυλαχτά μέχρι μαγικά βοτάνια που γυρίζουν πίσω τον αγαπημένο.
Και τέλος ήσαν πανηγυρτζήδες, ταχυδαχτυλουργοί, ζογκλέρ κι ακροβάτες, χορευτές και τραγουδιστές, ηθοποιοί ενός παράξενου θεάτρου του δρόμου εδώ και αιώνες.
Κι ακόμη: οι τσιγγάνοι ήταν που μας δώρισαν τους χιλιάδες ανεξίτηλους μύθους του τσιγγάνικου πάθους, της τσιγγάνικης τιμής και της γενναιότητας, της μαγείας, της μελαγχολίας και του παραπόνου, της ομορφιάς που δίνεται με τίμημα τον θάνατο, ρομαντικά σχήματα που ενέπνευσαν αναρίθμητους καλλιτέχνες και συγγραφείς.
Ενδεικτικά αναφέρω: την Καταιγίδα του Τζορτζόνε, την Κάρμεν του Μεριμέ και την όπερα του Μπιζέ, ή τον Ιππότη και τον Θάνατο του Γκαίτε, την Παναγία των Παρισίων του Ουγκό (τσιγγάνα είναι και η Εσμεράλδα, τσιγγάνος και ο Κουασιμόδος), τον Τροβατόρε του Βέρντι, τα ποιήματα του Λόρκα (που έμαθε κιθάρα από τους τσιγγάνους της Ανδαλουσίας), τον "Δωδεκάλογο του Γύφτου" του Παλαμά και την "Τσιγγάνα Μάγισσα" του Τσιτσάνη, τις ταινίες του Κουστορίτσα με την μουσική του Μπρέγκοβιτς, τις ταινίες του Τόνι Γκάτλιφ και τόσες άλλες.
Ο νομπελίστας συγγραφέας Γκίντερ Γκρας έγραψε πως οι τσιγγάνοι είναι οι πρώτοι που συνειδητοποίησαν την ευρωπαϊκή τους ταυτότητα.
Σίγουρα δεν υπάρχει Ευρώπη χωρίς τσιγγάνους διότι η ιστορία των διωκόμενων είναι και η ιστορία των διωκτών τους.
Εδώ και χίλια χρόνια, οι παράξενοι νομάδες με τα πολύχρωμα ρούχα και την ακατανόητη γλώσσα γυρίζουν ολόκληρη την Ευρώπη από την Ιρλανδία μέχρι την Κρήτη και γίνονται στόχος κάθε λογής διώξεων που εμφορούνται από κάθε είδους κίνητρο: θρησκευτικό, φυλετικό, γλωσσικό, κοινωνικό, ξενοφοβικό.
Η ιστορία των τσιγγάνων θα μπορούσε να είναι η ιστορία των διωγμών τους, που περιλαμβάνει παπικά διατάγματα, βασιλικές αποφάσεις, διοικητικά διατάγματα, διωγμούς, προσπάθειες αφομοίωσης, απαγορεύσεις διέλευσης, κυνηγητό της ιερής εξέτασης, ολοκαυτώματα.
Στα αλήθεια, πόσοι γνωρίζουν πως 500.000 τσιγγάνοι (κυρίως από Πολωνία, Ουγγαρία και Βαλκανική) βρήκαν τον θάνατο στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκεντρώσεως του 1939-1945;
Πόσοι γνωρίζουν πως ο διωγμός για την καθαρότητα της Ιβηρικής των καθολικών βασιλέων της Ισπανίας του τέλους του 15ου αιώνα αφορούσε Άραβες, Εβραίους και Τσιγγάνους;
Σας ζήτησα πριν να μην μετέχετε στον ρατσισμό των στερεοτύπων: να μην λέτε πως οι τσιγγάνοι είναι κλέφτες και να μην αποκαλείτε «γυφτιά» ό,τι σας φαίνεται για αναξιοπρέπεια. Σας λέω πως αντίστοιχες παροιμίες του τύπου:
«οι τσιγγάνες της Σιέρα Μορένα, πίνουν τις νύχτες ανθρώπινο αίμα», «την μέρα οι δαίμονες γίνονται τσιγγάνοι» ή το γνωστότερο «οι γύφτοι φτιάξαν τα καρφιά που σταυρώθηκε ο Χριστός» καταγράφονται ως αιτιολογία για καούν άνθρωποι, να σκλαβωθούν παιδιά, να ξεριζωθούν πληθυσμοί ή να οδηγηθούν στους θαλάμους αερίων.
Σήμερα στην Ευρώπη ζούνε 10-12.000.000 τσιγγάνοι. Οι μεγαλύτεροι τσιγγάνικοι πληθυσμοί ζούνε στην Ρουμανία (κοντά δύο εκατομμύρια), στην Ουγγαρία (περισσότεροι από ένα εκατομμύριο), στην Ιβηρική (περίπου ένα εκατομμύριο), στην Τουρκία και εν γένει στα Βαλκάνια, στην Τσεχία, στη Σλοβακία, στις Δημοκρατίες του Καυκάσου.
Μιλούνε την ίδια προφορική γλώσσα, την ρομανί, όπως την λένε οι γλωσσολόγοι (που εδώ και εκατό χρόνια κάνουν προσπάθεια για την γραπτή καταγραφή της), και είτε είναι Χριστιανοί είτε Μουσουλμάνοι (συνήθως αποκτούνε το θρήσκευμα του τόπου όπου ζούνε) επί της ουσίας λατρεύουν τον Άη Γιώργη σε μια παγανιστική μυσταγωγία της άνοιξης που κλείνει τον κύκλο του χρόνου και ακυρώνει τον θάνατο και τον φόβο του θανάτου είναι το γνωστό σε όλους σας Εντερλέζι.
Σήμερα οι τσιγγάνοι της Ευρώπης διώκονται: τώρα δεν υπάρχουν στους νόμους των κρατών της ρητές διατάξεις που να τους θεωρούν επικίνδυνη φύρα, όπως υπήρχαν για αιώνες σε όλα σχεδόν τα βασίλεια της Ευρώπης, με αποκορύφωμα την καθολική Ισπανία και την ναζιστική Γερμανία, υπάρχουν όμως οι περίφημες «τοπικές κοινωνίες» που γυρεύουν με κάθε τρόπο να τους αφανίσουν.
Σε όλες σχεδόν τις μεγάλες πόλεις της Ευρώπης (Πράγα, Βουδαπέστη, Βερολίνο, Μόναχο, Βουκουρέστι, Παρίσι, Μασσαλία, Μαδρίτη, Βαρκελώνη, Βαλένθια, Σεβίλλη, Μιλάνο) έχουν δημιουργηθεί παραγκουπόλεις εκτός του αστικού ιστού που κατοικούνται από μετανάστες και σκηνίτες τσιγγάνους.
Τα βράδια νεοφασιστικές οργανώσεις κάνουν επιδρομές εναντίων αυτών των πληθυσμών, τους τρομοκρατούν, τους καίνε τα σπίτια τους, ενώ οι καθώς πρέπει δημοτικοί άρχοντες ψηφίζουν διατάγματα διωγμού των τσιγγάνων από τα όρια των πόλεων τους για να μην υποβαθμιστεί η περιοχή τους.
Οι τσιγγάνοι ανήκουν πια στο επικίνδυνο περιθώριο των φτωχών, ανέργων, αποκλεισμένων από το σχολείο, απελπισμένων, το περιθώριο που όλοι αποστρέφονται.
Στην Ελλάδα σήμερα ζούνε 250.000 τσιγγάνοι οι μισοί από αυτούς είναι εγκατεστημένοι και σχετικά ενταγμένοι στον κοινωνικό ιστό, δηλαδή έχουν δουλειά και έχουν συμμετοχή τουλάχιστον στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση (ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η συνοικία της Αγίας Βαρβάρας των Αθηνών).
Οι άλλοι μισοί τσιγγάνοι της Ελλάδας (περίπου 100.000 έως 120.000 άνθρωποι) είναι σκηνίτες και ζουν διασκορπισμένοι σε 70 περίπου καταυλισμούς: Αλάν Κόγιου της Κομοτηνής, Ασπρόπυργος, Χωματερή των Λιοσίων, Μενίδι, Ζεφύρι, Χαλάνδρι, Νέα Αλικαρνασσός Κρήτης, Ριγανόκαμπος Πάτρας, Τρίπολη, Νέα Κίος, Καλαμάτα, Καρδίτσα, Σοφάδες, Ρόδος, Κέρκυρα, Κεφαλλονιά, Νέα Ιωνία Βόλου, Σέρρες, Δράμα, Διδυμότειχο, Παραλίμνη Ιωαννίνων, Πρέβεζα, Άρτα και αλλού.
Απόσπασμα από ομιλία του Θανάση Τριαρίδη στο Τεχνικό-Επαγγελματικό Λύκειο Πυλαίας, σε εκδήλωση ενάντια στο ρατσισμό και την ξενοφοβία.