Το πλύσιμο στο ρέμα ή στο ποτάμι ήταν μια σπάνια ευκαιρία να περάσουν μια ολόκληρη μέρα με τα μικρά παιδιά τους αλλά και τις φίλες τους, να μάθει η μία τα νέα της άλλης, να μοιραστούν τα όνειρα αλλά και τις ανησυχίες τους για τη ζωή.
Φυσικά, στο τέλος της μέρας, πρωτίστως για τα παιδιά αλλά και για τις μητέρες τους ήταν απαραίτητο το λούσιμο με το μοναδικό σαμπουάν… αλισίβα με άρωμα δάφνης! Κατάκοποι αλλά πεντακάθαροι επέστρεφαν όλοι το βράδυ στα σπίτια τους.
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα με τη σειρά…
Βασικό πρόβλημα, η έλλειψη νερού
Τις περασμένες δεκαετίες ένα πολύ βασικό πρόβλημα ήταν η έλλειψη παροχής ύδρευσης στα νοικοκυριά. Το νερό ήταν υπερπολύτιμο αγαθό, τόσο για «πιει» (πόσιμο) όσο και για «σκέρεμα», δηλ. χρήση του για το πλύσιμο μαγειρικών σκευών.
Αν δεν υπήρχε πηγάδι ή στέρνα (δεξαμενή), που ήταν και το συνηθέστερο, τότε οι λύσεις ήταν οι βρύσες του χωριού, τα ρέματα, τα ποτάμια και οι λίμνες (π.χ. στα Γιάννενα).
Τον χειμώνα ήταν πιο απλά τα πράγματα, καθώς οι προνοητικές νοικοκυρές συγκέντρωναν το βρόχινο νερό σε βαρέλια, λεκάνες, κουβάδες. Μάλιστα, για να είναι απολύτως καθαρό το νερό της βροχής, το συνέλεγαν… απευθείας απ’ τον ουρανό, δηλ. χωρίς αυτό να συγκεντρώνεται απ’ τις υδρορροές, καθώς οι πλάκες και τα κεραμίδια μπορεί να είχαν σκόνη ή κάπνα απ’ το τζάκι.
Το πολυτιμότατο αγαθό του νερού λοιπόν το εξασφάλιζαν «άνωθεν» μέχρι και τις αρχές ή τα μέσα της άνοιξης, ανάλογα με τις βροχοπτώσεις.
«Αφού δεν είχαμαν νιρό στα σπίτια, πάιναμαν για πλύσιμου στου ρέμα ή στου πουτάμι, μια φουρά τ’ βδουμάδα… Του χειμώνα έπιαναμαν (συγκεντρώναμε) νιρό, σταλάματα απ’ τ’ βρουχή… Αλλά του καλουκαίρι, κάθι ουχτώ μέρις, πάιναμαν στου ρέμα, γιατί δεν είχαμαν δραγκιά (σταγόνα) νερό».
Μετά άρχιζαν τα δύσκολα για τις γυναίκες…
Αφήνω τα πολλά λόγια, για να ακούσουμε τι σήμαινε παλιά το πλύσιμο των ρούχων (εκτός από τη μητέρα μου, πληροφορήτριες ήταν και άλλες ηλικιωμένες Ηπειρώτισσες):
«Πάιναμαν ζαλιγκουμένις (φορτωμένες στην πλάτη) τα ρούχα, του καζάνι κι ξύλα, μία φουρά ούλα μαζί! Άναφταμαν φουτιά για να ζιστάνουμι του καζάνι… Πού ν’ ανάψει φουτιά, αφού του χειμώνα ήταν κρούσταλλου καταή… Άναβι η φουτιά, γένουνταν του καζάνι (ζεσταινόταν το νερό) κι έφκιαναμαν αλισίβα… Κι του καλουκαίρι πουλλές φουρές έπιανι βρουχή κι ζήβαγι τ’ φουτιά κι βρέχουντα τ’ απόπλενα τα ρούχα…».
Σκαφίδα: Από τον πλάτανο… στο πλαστικό!
Σε ορισμένα χωριά υπήρχε μόνιμη εγκατάσταση για πλύσιμο, τα πλυσταρειά ή κοπάνες (χρησίμευαν και ως ποτίστρες των υποζυγίων), στις βρύσες των χωριών, εντός ή εκτός των οικισμών.
Όμως επειδή αυτές οι εγκαταστάσεις ήταν μια πολυτέλεια της εποχής, υπήρχε μια… φορητή λύση: η σκαφίδα ή σκαφίδι. Πρόκειται για τη γνωστή σε όλους σκάφη, το βασικότερο μέσο για το πλύσιμο των ρούχων. Τα πολύ παλιά χρόνια ήταν ξύλινη, μονοκόμματη, κατασκευασμένη από κορμό πλατάνου με φυσική κοιλότητα (κουφάλα), έτσι ώστε να τοποθετούνται τα ρούχα για πλύσιμο.
Αργότερα κατασκευάζονταν ξύλινες σκάφες από σανίδες. Λόγω της συχνής χρήσης, ήταν φυσικό να υφίστανται φθορά και να εμφανίζονται ρωγμές. Η ευρηματικότητα της λύσης για να εξασφαλίζουν στεγανοποίηση είναι πραγματικά αξιοθαύμαστη. Τι έκαναν; Έκοβαν ένα πλαστικό τσουβάλι και με μικρές πρόκες το χρησιμοποιούσαν σαν επένδυση στο σκαφίδι, δηλ. με αυτό «έντυναν» τη σκάφη. «Άμα τρύπαγαν οι σκαφίδις, έβαναμαν νάιλου απού μέσα, για να κρατάει του νιρό… Αυτό π’ σου μουλουγάου το ‘καμα κι ιγώ… Δεν είχαμαν λιπτά για ν’ αγουράσουμι κινούργια σκαφίδα…».
Επόμενος διάδοχος της σκάφης ήταν οι τσίγκινες, οι οποίες είχαν το πλεονέκτημα ότι ήταν βολικές αλλά και πιο ελαφριές.
Στα νεότερα χρόνια, το πλαστικό, που ήδη σάρωνε τα πάντα, έκανε κι εδώ την εμφάνισή του με πλαστικές σκάφες και λεκάνες, οι οποίες θεωρούνταν η ιδανική λύση, όμως έχουν το μειονέκτημα ότι, αν εκτεθούν στον ήλιο, σπάνε.
Αλισίβα: Το φυσικό απορρυπαντικό, αρωματισμένο με δάφνη
Η αλισίβα είναι το γνωστό σταχτόνερο, δηλ. στάχτη η οποία βράζει μέσα σε νερό και η ουσία που παράγεται έχει καθαριστική δράση. Μπορεί να ακούγεται απλό πράγμα το να φτιάξεις αλισίβα, όμως καθόλου εύκολο δεν είναι, αφού παίζει ρόλο μέχρι και η επιλογή των ξύλων απ’ τα οποία προέρχεται η στάχτη: «Για να φκιάσεις αλισίβα, έπριπι να ξέρ’ς ακόμα κι τι στάχτη να βάλ’ς… Έπριπι να είνι απού καθαρή στάχτη… Άμα ήταν απού χλουρά φιλίκια ήταν καλύτιρη, άμα ήταν απού πλατάνια δεν ήταν καλή… Κι άμα ήταν αψιά η αλισίβα, τρύπαγαν οι ρόγις απ’ τα δάχ’λα (τα μήλα των δαχτύλων), κίναγαν αίμα! Γιατί ήμασταν ούλη μέρα στου ρέμα ή στου πουτάμι, για να πλύνουμι…».
Θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά την εξής εικόνα: Όταν πηγαίναμε στο ρέμα με τη μητέρα μου για πλύσιμο, μέσα στο καζάνι που έβραζε το νερό υπήρχε μια πάνινη σακούλα. Τότε, φυσικά, δεν καταλάβαινα τι ήταν, επειδή ήμουν πολύ μικρός. Η μητέρα μου όμως διαλευκαίνει τα πράγματα: «Έφκιαναμαν μια μπακούλα (σακούλα) απού παλιά μαξ’λάρα. Τ’ν έραβαμαν. Τ’ γιόμ’ζαμαν στάχτη, καθαρή, απ’ του τζιάκι. Πάιναμαν στου ρέμα. Άναβαμαν φουτιά, έβαναμαν του καζάνι μι τ’ μπακούλα κι λίγου νιρό, για να χουχλάξει, για να βγάλει η στάχτη λίγδα (τη λιπαρή ουσία που χρησιμοποιούνταν ως φυσικό απορρυπαντικό). Έβαναμαν κι μια βάντα (κλαδάκι) δάφνη, για να μουσκουβουλάει του νιρό κι τα ρούχα…
Κι όταν χόχλαζι κι έβγινι η λίγδα απ’ τ’ στάχτη, του γιόμ’ζαμαν του καζάνι νιρό. Έπλιναμαν κι ματαέβαναμαν νιρό… Έπιρπι να χουχλάξει υπουχριουτικά η αλισίβα, για να απουλύσει λίγδα. Κουντά έβαναμαν κρύου νιρό, για να κατακάτσει η στάχτη, να λαγαρίσει η αλισίβα, να βγει λαγαρή, δάκρυ!».
Ωραία λοιπόν… Η αλισίβα είναι έτοιμη, όμως πώς τη χρησιμοποιούσαν; Αφού η αλισίβα με το κρύο νερό είχε κατακάτσει και ήταν απολύτως διαυγής, άρχιζαν με μια λίτρα να παίρνουν απ’ το θαυματουργό αυτό καθαριστικό και να το χρησιμοποιούν, «απού νια λίτρα τ’ φουρά…».
Τα ρούχα βέβαια τα έπλεναν «ένα χέρι» με πράσινο σαπούνι (το συνηθέστερο αγοραστό υποτυπώδες απορρυπαντικό) και αλισίβα. Στη συνέχεια έβαζαν τα ρούχα σε μια πλεχτή καλάθα (το γνωστό μπουγαδοκόφινο), κάτω τα πιο σκούρα, αποπάνω τα λευκά (τα μαύρα και τα πολύ σκούρα τα έπλεναν χωριστά, στη σκάφη).
Συνέχεια της αφήγησης: «Τα σκούρα τα ρούχα τά ‘πλιναμαν στου σκαφίδι, ξύλινου σκαφίδι… Όσου να πλύνουμι τα σκούρα, είχαμαν τ’ ασπρόρουχα μι τ’ν αλισίβα…
Σε ένα κουφίνι έβαναμαν τα ρούχα του ένα απάν’ τ’ άλλου, διπλουμένα, ούλου άσπρα, ασπρόρουχα… Γιόμιζι του κουφίνι, έβαναμαν αχπάνου ένα σταχτουπάνι, για να μην περάει η θελούρα απ’ τ’ν αλισίβα… Του σταχτουπάνι τό ‘βαναμαν απλουτά, κι έκαναμαν μια γούβα (λακκάκι) στ’ μέση, για να ρίξουμι τ’ν αλισίβα… Κι αρχίναγαμαν… Απού μία λίτρα καυτή αλισίβα έρ’χναμαν στα ασπρόρουχα… Τ’ν έπ’ναν (απορροφούσαν) τ’ν αλισίβα κάτου κι κάτου… Κι κουντά ξανάρ’χναμαν… Πέντ-έξι φουρές, μέχρι να τ’ν πιουν τ’ν αλισίβα, τ’ν έπ’νι του σταχτουπάνι, αλλά πότ’ζαν κάτου κι κάτου τα ρούχα τ’ άσπρα… Κι έβγιναν τα ρούχα, ιδίους τ’ άσπρα… τσιόφλιου (κάτασπρα σαν το τσόφλι), σα να ‘χαμαν ρίξει χλουρίνη!».
Άρα τελείωσε το πλύσιμο; Όχι βέβαια! «Κουντά έβγαναμαν του σταχτουπάνι κι έβαναμαν τα ρούχα απού ένα, απού δυο, στ’ σκαφίδα, για να τα πλύνουμι μι σαπούνι κι αλισίβα κι άμα τιλείουναν μέχρι τουν πάτου, τότι τα ξέβγαναμαν μι κρύου νιρό στ’ν πλακανίδα…».
Πλακανίδα: η πέτρινη μπανιέρα
Η πλακανίδα (ή πλακανήθρα) είναι μια μικρή φυσική πέτρινη κοιλότητα, στην οποία συγκεντρώνεται σχετικά μεγάλη ποσότητα νερού. «Η πλακανίδα ήταν μ’κρή, μ’κρή κι η γκούρα (ροή νερού). Όταν μολεύονταν (λερωνόταν) του νιρό απ’ τα ρούχα (ξέβγαλμα), τ’ άδειαζαμαν μ’ ένα μπακράτσι (μικρός μεταλλικός κουβάς)… Κι πάλι γιόμ’ζι η πλακανίδα λαγαρό νιρό απ’ τ’ γκούρα…. Οι πλακανίδις ήταν καθαρές… Πλάκα καταή… Έπιανι (συγκέντρωνε) νιρό… Δεν είχι χώμα… Τώρα π' μι θύμ'σις, πάει ου νους μ' ικεί… Πάιναμαν του προυί στου ρέμα, έβαναμαν αλισίβα κι δάφνη να βράζουν στου καζάνι κι κουντά σκούπαγαμαν μι μία τούφα απού σκίντα (κλαδί σχίνου) τ'ν πλακανίδα, να είνι ντιπ καθαρή καταή... Γυαλί! Κι τα ρούχα όταν τα 'πλενα ήταν κάτασπρα, σα να τα 'χα πλύνει στου πλυντήριου…».
Ο… πολύ χρήσιμος κόπανος!
Τη λέξη κόπανος οι περισσότεροι τη χρησιμοποιούν με μειωτική σημασία, για να δηλώσουν τον τεμπέλη, τον άχρηστο.
Μόνο οι παλιές νοικοκυρές ξέρουν τι είναι κατά κυριολεξία ο κόπανος, αυτό το ξύλινο ρόπαλο: «Για τα χουντρόρουχα είχαμαν τουν κόπανου στ’ν πλακανίδα. Ου κόπανους ήταν φκιασμένους απού πλάτανου, όπους ήταν κι η σκαφίδα. Μι τουν κόπανου κουπάναγαμαν τα ρούχα για να βγει η λέρα…».
Ξέβγαλμα: Κι εδώ κόπος…
Όταν βάζουμε τα ρούχα στο πλυντήριο, τα ξεχνάμε μέχρι να πλυθούν και σχεδόν να στεγνώσουν. Τα κάνει όλα η τεχνολογία!
Στη διαδικασία του πλυσίματος ρούχων στο ρέμα όμως, ακόμη και το ξέβγαλμα γινόταν με συγκεκριμένο τρόπο: «Ξέπλιναμαν τα σκούρα τα ρούχα πρώτα. Κι κουντά έπιρναμαν τ’ άσπρα, τά ’βγαναμαν ένα-ένα, τά ’πλιναμαν μι σαπούνι μες στου σκαφίδι, τα ξέβγαζαμαν κι κουντά τά ‘βαναμαν στου σκαφίδι, απ’ κάτου τα σκούρα κι απάν’ τ’ άσπρα, για να μην ξιβάφουν… Απουπάνου απ’ τ’ άσπρα, έβαναμαν κι ένα σκούρου πανί, για να μην ξιβάψει η τριχιά π’ ζαλιγκώνουμασταν του σκαφίδι…
Του σκαφίδι μι τα ρούχα τού ζαλιγκώνουμασταν, μαζί μι του καζάνι, να πάμι στου σπίτι, για να τ’ απλώσουμι… Κι τ’ς κουπέλις γύρα στα 15 αρχίναγαμαν να τ’ς ζαλιγκώνουμι… Για να έχουμι ένα βόηθειου στου κουβάλημα…».
Το πλύσιμο… έβλαπτε σοβαρά την υγεία!
Εκτός από πολύ κοπιαστική δουλειά, το πλύσιμο των ρούχων έκρυβε και πολλούς κινδύνους για την υγεία και τη σωματική ακεραιότητα των γυναικών: «Νιρό δεν είχαμαν τότι στα σπίτια… Στου σπίτι δεν είχαμαν ούτι στέρνα ούτι π’γάδι… Ιμείς πάιναμαν στου ρέμα για πλύσιμου, χειμώνα-καλουκαίρι, ας έκανι κι κρύου… Θ’μάμι είχα πάει νιόνυφη μες στα κρούσταλλα (πάγος), ξυπόλυτη… Ήταν κρουσταλλιασμένη η λάσπη στου ρέμα… Ξυπόλυτη… Για να πλύνου χειμώνα-καιρό, Πέμπτη ήταν… Τ’ς Πέμπτις πάιναμαν οι νυόνιφις για πλύσιμου… Δικέμβριου μήνα…
Θ’μάμι απ’ αυτήνη τ’ φουρά που ‘χα πλύνει χειμώνα (σαν κι ήξιραμαν γιατρό τότι…) ώς τ’ν άνοιξη ήμαν άρρουστη απ’ του κρυολόγημα ικειό… Άρπαξα πούντα! Κόντιψα να πιθάνου!».
«Ήμασταν ούλη μέρα μες στου νιρό, ξυπόλητις, για να πλύνουμι τα σκ’τιά (σκουτιά: ρούχα). Γι’ αυτό τώρα π’ γέρασαμαν, μας πουνούν χέρια, πουδάρια, απ’ τα πλυσίματα αυτά!».
«Τα χουντρουσκούτια (χοντρόρουχα) τά ’πλιναμαν μια φουρά τού χρόνου, κάθι καλουκαίρι, Θιρτή (Θεριστή: Ιούνιο). Κουντά έστυβι του νιρό, λιγόστιβι… Θ’μάμι κάπουτι ήμαν ζαλιγκουμένη, κ’βάλαγα τα ρούχα για να τα πλύνου στου ρέμα… Όπους πιρπάταγα σι μία κατηφόρα, ξαγκλίστρησα κι ξικόμπ’σα του πουδάρι μ’, στουν κόμπου (έπαθα διάστρεμμα). Ικείνη τ’ν ώρα δε μι πόνισι, ζαλιγκώθ’κα πάλι κι πήγα στου ρέμα…
Ωχ κι σα μ’ αρχίν’σαν οι πόνοι... Ίσια π’ τα νιρουδιάβασα (τα έβαλα για πολύ λίγο στο νερό), τ’ άπλουσα στ’ς σκίντις κι έφ’γα… Μόλις γύρ’σα στου κατ’κιό μ’ (κατοικιό: σπίτι), αχ, μανούλα μ’, είχα πόν’ς ανυπούφιρτους…».
Αυτά π’ σ’ μουλουγάου να τα γράψεις, για να τ’ διαβάσουν οι νέες οι γ’ναίκις, π’ λέν’ ‘έβαλα δυο πλυντήρια κι απόστασα’… Τι κάνουν… Ίσια π’ πατάν’ του κουμπί…».
Τι σημαίνει το ρήμα «λουλακώνω»;
Σήμερα στο εμπόριο κυκλοφορούν τα πιο ευφάνταστα προϊόντα που αφορούν το πλύσιμο των ρούχων. Από… άρωμα «Ανοιξιάτικο πρωινό» και «Θαλάσσια αύρα» για το πλύσιμο των μάλλινων, μέχρι ειδικό μαλακτικό για τα μαύρα μεταξωτά (για τα λευκά είναι άλλο!), αλλά και… απορρυπαντικό με βαθμιαία ένταση αρώματος μαύρης ορχιδέας του Αμαζονίου!
Οι παλιές νοικοκυρές εννοείται ότι είχαν ελάχιστα μέσα στη διάθεσή τους: την αλισίβα, το πράσινο σαπούνι, το λουλάκι. Πρόκειται για μια μπλε ουσία, στο διάλυμα της οποίας εμβάπτιζαν τα λευκά ρούχα για να αποκτήσουν ένα όμορφο χρώμα.
Ας αφήσουμε μια παλιά νοικοκυρά να μας το περιγράψει: «Του λουλάκι τού ‘χαμαν για τ’ ασπρόρουχα, σιντόνια, φανέλις, ούλα… Για να είνι άσπρα τα ρούχα, αλλά να βαρούν (τείνουν) κι λίγου στου μπλε…
Ιμείς τότι δεν είχαμαν φάρμακα (απορρυπαντικά)… Πλάκις σαπούνι αγόραζαμαν, πουτάσια (ποτάσα: υδροξείδιο του καλίου, όπως και η αλισίβα) κι λουλάκι… Στα μπακάλικα τ’ αγόραζαμαν αυτά τα πράματα… Τα άσπρα τα ρούχα τα λουλάκουναμαν… Του λουλάκι ήταν πλακούλις, όπους είνι του σπιρτουκούτι… Έκουβαμαν λίγου μι τα χέρια… Έσπαγι έτσι (δείχνει) κι το ‘βαναμαν στου νιρό, σι σκαφίδα ή σι λικάνη, ό,τι είχαμαν… Ξιβγαλιμένα τα ρούχα… Σ’ αυτό τού κρύου τού νιρό, μι του λουλάκι, έβαναμαν τα ρούχα κι τα κούναγαμαν λίγου… Τά ‘στιβαμαν, τά ’βαναμαν στου σκαφίδι, απουκάτου τα σκούρα κι αχ’πάνου τα άσπρα, τα ζαλιγκώνουμασταν κι έρθουμασταν στου σπίτι, να τ’ απλώσουμι…
Α! Ξαστόησα (ξέχασα) να σ’ που… Ιπειδής τότι δεν ύπαρχαν χρώματα για να βάψουμι, είχαμαν ασβέστη για ν’ ασβιστώνουμι… Κάπουτι έβαναμαν κι λίγου λουλάκι στουν ασβέστη, να βαρεί στου μπλε, να γένιτι όμουρφου του δουμάτιου…».
Και η καυστική ποτάσα… στο οπλοστάσιο της νοικοκυράς!
Όταν δεν είχαν αλισίβα, ιδίως στις πόλεις, χρησιμοποιούσαν ποτάσα (υδροξείδιο του καλίου, όπως και η αλισίβα) για να καθαρίσουν αλλά και για να λευκάνουν τα ρούχα.
Μια καλονοικοκυρά μού είχε αφηγηθεί: «Τ’ν πουτάσια τ’ν είχαν στ’ς πόλεις, π’ δεν είχαν στάχτη για να φκιάσουν αλισίβα, αγόραζαν πουτάσια για να πλύνουν τα ρούχα… Η πουτάσια είνι σα σκόνη σαπούνι, τ’ν αγόραζι ου κόσμους απ’ τα μπακάλικα… Ήταν αψιά η πουτάσια… Άμα έπιφτι έτσι στα ρούχα, θα τα τρύπαγι… Στου καζάνι πο’ βραζι του νιρό, έρ’χναν κανιά χούφτα πουτάσια κι έβραζι μαζί μι του νιρό… Λίγδουνι του νιρό, όπους μι τ’ν αλισίβα κι έβγιναν τα ρούχα… Αλλά έβαναμαν κι σαπούνι πράσινου… Πλάκις ήταν… Τα τρόχαγαμαν (τρίβαμε) στ’ σκαφίδα μι του σαπούνι… Κι άμα είχαν πουλλή λέρα, τα τρόχαγαμαν πουλύ, τά πλιναμαν 2-3 φουρές, για να βγουν καθαρά… Λιρώνουνταν πουλύ τα σκ’τιά μας τότι, γιατί τα ‘χαν μονοφόρι ου κόσμους, ουλουένα τα ίδια φόραγαν… Δεν είνι όπους τώρα π’ πατάν’ του κουμπί οι γ’ναίκις κι πλένει του πλυντήριου… Κι εμείς τώρα έχουμι πλυντήριου, αλλά ιμείς πέρασαν δύσκουλη ζουή τα παλιά τα χρόνια, κι τα τιμάμι τα καλά πό’ ’χουμι τώρα… Όπουτι πλένου, ιγώ λέου, Θιός σχουρέστ’ς αυτ’νούς πο’ ‘βγαλαν τα πλυντήρια (τους εφευρέτες και κατασκευαστές). Έσουσαν τ’ς γ’ναίκις…».
(...)
Πλύστρες: Μια ζωή στις μπουγάδες!
Μπορεί στα χωριά το πλύσιμο των ρούχων να ήταν μια βασανιστική διαδικασία, όμως και στις πόλεις ήταν δύσκολα τα πράγματα. Βέβαια εκεί υπήρχε παροχή νερού σε κάθε σπίτι, όμως το πλύσιμο γινόταν στα πλυσταριά, δηλ. σε ειδικούς χώρους, συνήθως σε υπόστεγα.
Όμως υπήρχε και μια άλλη λύση στις πόλεις. Ποια; Οι πλύστρες, δηλαδή οι γυναίκες που επ’ αμοιβή έπλεναν τα ρούχα μιας οικογένειας (την καλούσαν στο σπίτι για το πλύσιμο), δουλειά πραγματικά εξαντλητική και με χρήματα πολύ λίγα. Πληροφορήτρια μού είχε πει: «Αυτές τ'ς πλύστρις τ'ς παίρναμαν για πλύμα, για τα ρούχα, όχι για να καθαρίσουν του σπίτι... Αυτό τού καθάρ'ζι η νοικουκυρά τ' κάθι σπιτιού. Οι πλούσιοι είχαν δούλις (υπηρέτριες) για να καθαρίζουν.
Ιδώ στα Γιάννινα αυτές τ'ς πλύστρις τ'ς είχαμαν για να πλένουν τα χουντρά τα ρούχα στ' λίμνη, τ'ς στρώσις, τ'ς φλουκουτές, τ'ς κουριλούδις, τ'ς καρπέτις (λεπτά χαλιά), κι τα κιλίμια, π’ τα ‘λιγαν κι σιτζιαντέδις...
Τέλη Αυγούστου σάπ’ζαν τα νέρατα (υδρόβια φυτά με πολύ ισχυρό ριζικό σύστημα και μεγάλο ύψος) κι βρόμαγαν τα νιρά… Τότι δεν έπλιναν στ’ λίμνη…
Οι πλύστρις δούλιβαν σκαφίδι στ’ς χουρουφυλάκους, σι κάνα μπεκιάρη (ανύπαντρο), στ’ς αξιουματικούς τ’ στρατού… (σημ.: τα παλιά χρόνια υπήρχε όριο ηλικίας για τον γάμο των ενστόλων)
Πουλλές πλύστρις δούλιβαν για ένα πιάτου φαΐ… Για του καρβέλι… Φτουχές γ’ναίκις… Κι αν έπιρναν κι καμιά δραχμή… Κι ξέρ’ς τι κακουπληρουτές ήταν οι αρχόντοι, οι πλούσιοι… Τσιγκούν’δις! Γρουσούζ’δις! Μέχρι κι του φαΐ τσιγκουνεύουνταν! Άμα είχαν στου σπίτι πλύστρα ή κάναν ιργάτη, τ’ς μαγείριβαν φασ’λάδα ή φακή, κι αυτοίνοι έτρουγαν χώρια… Κριάσι!».
Είχα σχεδόν τελειώσει το παρόν άρθρο, όταν το μόνο που απέμενε ήταν ο επίλογος, ο οποίος όμως μου ήρθε σαν δώρο στο μετρό της Αθήνας. Σε διπλανό κάθισμα ήταν μια περιποιημένη κυρία γύρω στα 50-55 και, απ’ ό,τι κατάλαβα, τηλεφωνούσε στον τεχνικό για να της επισκευάσει το πλυντήριο. Με διαπεραστική φωνή ωρυόταν:
-Μα τι λέτε; Ούτε σήμερα δεν θα το φτιάξετε; Είστε με τα καλά σας; Και τι σημαίνει ότι έχετε πολλή δουλειά; Δηλαδή, εγώ τι πρέπει να κάνω; Να πλύνω τα ρούχα στη σκάφη; Στον Μεσαίωνα ζούμε;!!
Η γιαγιά της σίγουρα, ενδεχομένως όμως και η μητέρα της να είχε όντως ζήσει στον Μεσαίωνα… μερικές δεκαετίες πριν!
ολόκληρο το άρθρο στην πηγή