Wednesday 14 February 2018

«Ντροπαλοί σαν μανόλιες»: Μια γλυκιά και τρυφερή ιστορία

Μανόλια σε κόκκινο βελούδο, 1885 - 1995, ΜΑΡΤΙΝ ΤΖΟΝΣΟΝ ΧΙΝΤ

Η μεγάλη κυρία είχε βγει και σκούπιζε το πεζοδρόμιο έξω από την παλιά μονοκατοικία που ήταν το σπίτι της. Διαρκώς κάτι μουρμούριζε, ότι αυτός ο δήμος ποτέ δεν καθαρίζει τα πεζοδρόμια, ότι με τόσα πεσμένα φύλλα θα βουλώσουν οι αγωγοί των ομβρίων και πάλι μόλις βρέξει θα πλημμυρίσουν οι δρόμοι.

Στη γειτονιά την αγαπούσαν όλοι, ευγενική, σοβαρή, λογική, συμβιβαστική, άνθρωπος στον οποίο προσέτρεχαν όλοι. Έμενε ακόμη στην παλιά μονοκατοικία της, ένα σπίτι χτισμένο μπορεί και εβδομήντα χρόνια πριν, από τους γονείς της, σε ένα οικόπεδο μικρό, αλλά με έναν μικρό κήπο, πάντα γεμάτο λουλούδια. Σε μια γωνιά του είχε φυτεμένη μια μανόλια, που όλοι ήξεραν ότι την αγαπούσε πολύ.

Δεν είχε πει τίποτα σε κανέναν, το καταλάβαιναν από τον τρόπο που τη φρόντιζε, που τη λίπαινε, που την πότιζε, που σκάλιζε το χώμα στον νερόλακκό της.

Την άνοιξη έβαζε μια πολυθρόνα και καθόταν στον ίσκιο της. Παρακολουθούσε τα φύλλα της, παχιά και σκούρα πράσινα, τα μικρά καρπόφυλλα που θα μεγάλωναν και μετά θα άνοιγαν στα περήφανα λουλούδια της, μπουμπούκια στο μέγεθος γροθιάς που τον Ιούνιο θα πλημμύριζαν τον τόπο ευωδιά. Κάτι σαν τη μυρωδιά του λεμονανθού, λίγο πιο βαριά ίσως.

Τα παιδιά της, όταν πήγαιναν να τη δουν, την έπιαναν που μιλούσε στη μανόλια. Έτσι όπως μιλούν τα μικρά παιδιά με τα παιχνίδια τους, τα κοριτσάκια με τις κούκλες τους. Τη «συμβούλευε» να μη βιαστεί να ανθίσει, της μιλούσε για τον καιρό, την προειδοποιούσε για τις καταιγίδες και κάλυπτε τη ρίζα της όταν έπεφτε πολύ η θερμοκρασία.

Και τα εγγόνια της, που τα φρόντιζε όποτε μπορούσε, ήξεραν το μυστικό και πρόσεχαν. Έπαιζαν, έτρεχαν, υπό το άγρυπνο βλέμμα της, ενώ εκείνη κάτι έκανε: ετοίμαζε τα λαχανικά για το φαγητό, έπλεκε ή διάβαζε την εφημερίδα της.

Το δέντρο ήταν παλιό και ψηλό, ήταν κοριτσάκι όταν το φύτεψε ο πατέρας της στον κήπο και πια για να το φτάσει και να το φροντίσει, όταν χρειαζόταν, ανέβαινε σε μια σκαλίτσα. Και τότε, με άνετες και ελαφρές κινήσεις, καθάριζε τα σπάνια κίτρινα φύλλα της.

Μετά κατέβαινε τη σκαλίτσα με ένα μικρό πηδηματάκι, τίναζε τη φούστα της, ίσιωνε την ποδιά της. Τότε ήταν που έμοιαζε με κοπελίτσα, ανάλαφρη και χαριτωμένη. Δεν έκοβε ποτέ λουλούδι για τα βάζα της, «δεν θέλω να την πληγώσω» έλεγε.

Μετά έμπαινε στο σπίτι, για να ξαναγυρίσει στις δουλειές της, στο μαγείρεμα για τα παιδιά που δουλεύουν, για τα εγγόνια που θα έρχονταν από το σχολείο. Γινόταν πάλι η μάνα κι η γιαγιά.

Κάποτε αρρώστησε, μπήκε στο νοσοκομείο για λίγο καιρό. Η κόρη της, που έμενε μαζί της τα απογεύματα, την άκουσε να παραμιλά. Μέσα στα ακατάληπτα λόγια του πυρετού της, διέκρινε ένα αντρικό όνομα, άγνωστό της, δεν ήταν του πατέρα ή του αδελφού της, ούτε κάποιου συγγενή ή φίλου.

Όταν, μέρες μετά, η μάνα συνήλθε, η κόρη της δεν κρατήθηκε και ρώτησε: «Ποιος είναι;»

«Το πρώτο μου φιλί», είπε η μάνα. «Εκεί, ένα βράδυ, στη μεγάλη μανόλια. Ήμουν 17 χρονώ».

Η κόρη δεν μίλησε, δεν ήθελε να ρωτήσει περισσότερα, ούτε ήξερε αν ήθελε να μάθει. Κατάλαβε. Κατάλαβε και γιατί η μάνα αγαπούσε το δέντρο με τα μεγάλα σε μέγεθος γροθιάς λουλούδια με το άρωμα λεμονανθού.

Και θυμήθηκε ένα βιβλίο με δοκίμια που είχε πέσει κάποτε στα χέρια της*. Εκεί η σπουδαία συγγραφέας έλεγε ότι οι άνθρωποι δεν μεγαλώνουν, κυρίως γερνούν εξωτερικά.

Στα σώματα και τα πρόσωπά τους συγκεντρώνουν τα σημάδια του χρόνου, αλλά ο πραγματικός εαυτός τους, το παιδί που όλοι κρύβουμε μέσα μας, παραμένει έως το τέλος αθώο και ντροπαλό σαν το λουλούδι της μανόλιας.

Τότε της έπιασε το χέρι και το κρατούσε σφιχτά μέχρι που η μάνα αποκοιμήθηκε.

«Γράμμα προς την κόρη μου»
Μάγια Αγγέλου, 2009

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki