Οι πρόσφατες έρευνες καθώς και η καθημερινή επικαιρότητα παρουσιάζουν μεγάλη αύξηση στον αριθμό των παιδιών που φεύγουν από το σπίτι τους με τη θέλησή τους κάθε χρόνο. Τα παιδιά είναι σε προεφηβική ηλικία ή σε εφηβεία, κατά το μεγαλύτερο ποσοστό. Τα περισσότερα από αυτά επιστρέφουν σπίτι μετά από λίγες ώρες ή μια–δυο μέρες, κάποια –λίγα ευτυχώς– όμως εξαφανίζονται και η τύχη τους αγνοείται.
Τα παιδιά περιφέρονται άσκοπα, ή βρίσκουν καταφύγιο σε χώρους που συχνάζουν συνομήλικοι ή μεγαλύτεροί τους π.χ. internet café ή τέλος καταφεύγουν σε φιλικά ή και συγγενικά σπίτια.Συνήθως πού πηγαίνουν οι έφηβοι που «το σκάνε» από το σπίτι;«Σε φίλους ή στον σύντροφο. Στη δεύτερη περίπτωση τα πράγματα μπορεί να γίνουν τραγικά και επικίνδυνα. Τις περισσότερες φορές κάποιος μεγαλύτερος τους έχει πουλήσει έρωτα και η κατάληξη είναι η προώθηση στην πορνεία. Συνήθως στο εξωτερικό».
.
Τι κάνει, όμως, ένα παιδί να φύγει από το σπίτι;
Η φυγή είναι μια ακραία έκφραση αντίδρασης του παιδιού στη γενικότερη πίεση που εισπράττει τόσο από την οικογένειά του όσο και από το σχολείο, από την πλευρά δηλαδή των ενηλίκων. Νιώθοντας, λοιπόν ότι αδικείται, ότι κανείς δεν τον καταλαβαίνει, ότι όλοι έχουν υπερβολικές απαιτήσεις από αυτόν, ο έφηβος ανοίγει την πόρτα και φεύγει από το σπίτι προκαλώντας τους ενήλικες και τιμωρώντας τους μέσα από την ανησυχία που τους δημιουργεί.
Η φυγή, δηλαδή, χρησιμεύει ως όπλο για εκδίκηση για όσα το παιδί αισθάνεται ό,τι έχει υποστεί από τους μεγάλους.
Η καταπίεση που πιστεύει ότι δέχεται από το οικογενειακό του περιβάλλον είναι η βασική αιτία που ένα παιδί στην εφηβική ηλικία αποφασίζει να φύγει από το σπίτι του, ενώ στις μικρότερες ηλικίες αιτία της εξαφάνισης είναι η αρπαγή. Σύμφωνα με ψυχολόγους, οι κοπέλες μεταξύ 15 και 18 ετών πολύ συχνά θεωρούν ότι η φυγή είναι η λύση για πάρα πολλά θέματα, όπως για να αισθανθούν ανεξάρτητες, για να φοβίσουν τους γονείς τους ή ακόμη και να τους τιμωρήσουν επειδή, για παράδειγμα, τους απαγόρευσαν μια βραδινή έξοδο. Κανένα από αυτά τα παιδιά, όμως, δεν έχει επίγνωση των επιπτώσεων που θα έχει η φυγή του.
.
Αναλυτικότερα:
Η καταπίεση που πιστεύει ότι δέχεται από το οικογενειακό του περιβάλλον είναι η βασική αιτία που ένα παιδί στην εφηβική ηλικία αποφασίζει να φύγει από το σπίτι του, ενώ στις μικρότερες ηλικίες αιτία της εξαφάνισης είναι η αρπαγή. Σύμφωνα με ψυχολόγους, οι κοπέλες μεταξύ 15 και 18 ετών πολύ συχνά θεωρούν ότι η φυγή είναι η λύση για πάρα πολλά θέματα, όπως για να αισθανθούν ανεξάρτητες, για να φοβίσουν τους γονείς τους ή ακόμη και να τους τιμωρήσουν επειδή, για παράδειγμα, τους απαγόρευσαν μια βραδινή έξοδο. Κανένα από αυτά τα παιδιά, όμως, δεν έχει επίγνωση των επιπτώσεων που θα έχει η φυγή του.
Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας, όπως λένε οι ειδικοί, είναι η κατάσταση που επικρατεί στο σπίτι. Δηλαδή τα παιδιά αποφασίζουν να φύγουν επειδή δεν αντέχουν φαινόμενα ενδοοικογενειακής βίας ή να έχουν «ζήσει» το διαζύγιο των γονιών τους.
.
Ακόμη δεν είναι λίγες και εκείνες οι περιπτώσεις που παιδιά αποφασίζουν να αφήσουν το σπίτι τους για να πάνε να γνωρίσουν το άτομο με το οποίο συνομιλούν σε δωμάτιο επικοινωνίας (chat room) στο Διαδίκτυο.
.
Επιπροσθέτως ένας έφηβος μπορεί να εξαφανιστεί επειδή έχει τσακωθεί με φίλο του και ντρέπεται να πάει στο σχολείο γιατί φοβάται τις επιπτώσεις. Στις μικρότερες ηλικίες το παιδί όταν αισθανθεί ότι το έχει πλησιάσει απειλητικά κάποιος άγνωστος παραλύει από τον φόβο και πολλές φορές δεν ζητεί βοήθεια διότι αισθάνεται ότι δεν θα βρει ανταπόκριση.
.
Βέβαια, αυτό που υποδηλώνει η φυγή είναι αδυναμία διαλόγου και επικοινωνίας και από τις δύο πλευρές καθώς και κενά στη σχέση που δημιουργήθηκαν με το πέρασμα του χρόνου και δεν γεφυρώθηκαν.
Οι γονείς, λοιπόν, θα πρέπει να δομήσουν εξαρχής, από την πρώτη παιδική ηλικία έναν δίαυλο επικοινωνιακό με τα παιδιά τους μέσα από τη συζήτηση και τα επιχειρήματα που θα αναπτύσσουν για να εδραιώσουν την άποψή τους αλλά και με την παρότρυνση προς τα παιδιά τους να κάνουν ακριβώς το ίδιο.
Θα πρέπει να ακούμε προσεκτικά όσα μας λένε και όταν οι απόψεις τους και οι επιθυμίες τους είναι μέσα στα πλαίσια του λογικού και του εφικτού, να κάνουμε δεκτά τα αιτήματά τους.
Το παιδί πρέπει να νιώθει ότι ο γονιός δεν μιλάει μόνο αλλά και ακούει, δεν επιβάλλει συνεχώς αλλά και αποδέχεται, δεν αρνείται πάντα αλλά και υποχωρεί μερικές φορές.
Το παιδί πρέπει να νιώθει ότι ο γονιός δεν μιλάει μόνο αλλά και ακούει, δεν επιβάλλει συνεχώς αλλά και αποδέχεται, δεν αρνείται πάντα αλλά και υποχωρεί μερικές φορές.
.
Ο σεβασμός πρέπει να είναι αμφίδρομος, πρέπει να σεβόμαστε κι εμείς το παιδί όπως θέλουμε και πρέπει να μας σέβεται εκείνο.
Σε κάθε κρίση και ένταση, πρέπει να επιστρατεύουμε την υπομονή μας και με κατανόηση, αγάπη και επιχειρήματα να προσπαθούμε να επιλύνουμε το πρόβλημα, διδάσκοντας το παιδί ότι αυτός είναι ο ενδεδειγμένος τρόπος για να ξεπερνά τις κρίσεις και να λύνει το πρόβλημα.
Ο σεβασμός πρέπει να είναι αμφίδρομος, πρέπει να σεβόμαστε κι εμείς το παιδί όπως θέλουμε και πρέπει να μας σέβεται εκείνο.
Σε κάθε κρίση και ένταση, πρέπει να επιστρατεύουμε την υπομονή μας και με κατανόηση, αγάπη και επιχειρήματα να προσπαθούμε να επιλύνουμε το πρόβλημα, διδάσκοντας το παιδί ότι αυτός είναι ο ενδεδειγμένος τρόπος για να ξεπερνά τις κρίσεις και να λύνει το πρόβλημα.
.
Ο έφηβος θα πρέπει να είναι ενήμερος για τους κινδύνους που τον απειλούν σήμερα, χωρίς, όμως, υπερβολές και υπερμεγενθύνσεις γιατί χάνει την εμπιστοσύνη του στους ενήλικες και την κοινωνία συνολικά, αποκτά απαισιόδοξη και μηδενιστική αντίληψη ενώ συγχρόνως υπεραπλουστεύει τους κινδύνους και τους θεωρεί φανταστικούς και υπερβολικούς.
Ο έφηβος θα πρέπει να είναι ενήμερος για τους κινδύνους που τον απειλούν σήμερα, χωρίς, όμως, υπερβολές και υπερμεγενθύνσεις γιατί χάνει την εμπιστοσύνη του στους ενήλικες και την κοινωνία συνολικά, αποκτά απαισιόδοξη και μηδενιστική αντίληψη ενώ συγχρόνως υπεραπλουστεύει τους κινδύνους και τους θεωρεί φανταστικούς και υπερβολικούς.
Θα πρέπει, επίσης, να κατανοήσει ότι η φυγή μεγαλώνει το πρόβλημα που ήδη υπάρχει και δεν το λύνει, ενώ δημιουργεί πολύ μεγαλύτερα προβλήματα στο παρόν και το μέλλον του. Όταν κάτι δεν πάει καλά, ο μόνος δρόμος είναι ο διάλογος, η κατάθεση απόψεων και συναισθημάτων, η επιχειρηματολογία και κυρίως η αναγνώριση κι από τις δύο πλευρές, γονιών και παιδιών, ότι ο μόνος στόχος είναι το καλό του παιδιού τώρα και πάντα, και το μοναδικό κίνητρο είναι η αγάπη και το ενδιαφέρον.
.
Ξεκινώντας από αυτό το σημείο και κρατώντας το συνέχεια στο μυαλό μας, μικροί και μεγάλοι καθόμαστε στο τραπέζι και συζητούμε κρατώντας την πόρτα κλειστή στους κινδύνους και τις απειλές καθώς και στη ρήξη ανάμεσά μας.