ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ
«Ξέρεις ποιος είμαι εγώ»; Η αυτοθαυμαστική αυτή μεγαλοστομία που εκτοξεύει σε κάθε ευκαιρία ο συνήθης Ελληνας σκιαγραφείται πολύ παραστατικά στους Οξυρρύγχειους Παπύρους που διασώζουν συμβουλές του ρωμαίου συγκλητικού Μενένιου Απιου προς τον φίλο του Ατίλιο Νάβιο, μελλοντικό ρωμαίο κυβερνήτη τής υπό κατοχή Αχαΐας πριν από 2.300 χρόνια.
«Αρέσει στον Ελληνα να δίνει στον ασθενέστερο, στον αβοήθητο. Είναι κι αυτό ένας τρόπος υπεροχής. Λέγοντας πως ο Ελληνας αδιαφορεί για τον πλησίον του, κάτι άλλο θέλω να πω, αλλά μου πέφτει δύσκολο να σου το εξηγήσω. Ακόμη υπάρχουν ποιητές πολλοί και τεχνίτες στις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας.
Πλησίασέ τους καθώς είναι χρέος σου και πες μου αν άκουσες κανέναν από αυτούς ποτέ να επαινεί τον ομότεχνό του.
Δεν χάνει τον καιρό του σε επαίνους ο Ελληνας. Δεν χαίρεται τον έπαινο. Χαίρεται όμως τον ψόγο και για αυτόν πάντα βρίσκει καιρό. Για την κατανόηση την αληθινή, αυτήν που βγαίνει από τη συμπάθεια για αυτό που κατανοείς, δεν θέλει τίποτε να θυσιάσει. Το κίνητρο της δικαιοσύνης δεν τον κινεί για να επαινέσει ό,τι αξίζει τον έπαινο. Θαυμάζει ό,τι είναι ο δικός του κόσμος. Κάθε άλλον τον υποτιμά. Οταν ένας πολίτης άξιοςδεν αναγνωρίζεται κατά την αξία του, λέει ο Ελληνας “αφού δεν αναγνωρίζομαι εγώ ο αξιότερός του, τι πειράζει αν και αυτός δεν αναγνωρίζεται”.
Ο εγωκεντρισμός αφαιρεί από τον Ελληνα τη δυνατότητα να είναι δίκαιος. Μόνον όταν δημιουργηθούν συμφέροντα που συμβαίνει να είναι κοινά σε πολλά άτομα μαζί, βλέπεις τη συναδέλφωση και την αλληλεγγύη. Στον κάθε Ελληνα τα ιδανικά είναι ατομικά. Γι΄ αυτό οι πολιτικές των φατρίες είναι φατρίες συμφερόντων, και το ιδανικό του κάθε ηγέτη είναι ο εαυτός του».
«Κινημένος από την ίδια εγωπάθεια, τη ρίζα αυτή του κάθε ελληνικού κακού, ο Ελληνας δεν συγχωρεί στον συμπολίτη του καμιά προκοπή. Όποιος τον ξεπεράσει, ο Ελληνας τον φθονεί με πάθος και αν είναι στο χέρι του να τον γκρεμίσει από εκεί που ανέβηκε θα το κάνει. Μα το πιο σπουδαίο, για να καταλάβεις τον Ελληνα, είναι να σπουδάσεις τον τρόπο με τον οποίο εκδηλώνει τον φθόνο του, τον τρόπο που εφηύρε για να γκρεμίζει καλύτερα. Είναι ένας τρόπος πιο κομψός από το δικό μας γέννημα σοφιστικής ευστροφίας και διανοητικής δεξιοτεχνίας. Δεν του αρέσει η χοντροκομμένη δολοφονία στους διαδρόμους του παλατιού, αλλά η λεπτοκαμωμένη συκοφαντία, ένα είδος αναίμακτου, ηθικού φόνου, ενός φόνου διακριτικότερου και εντελέστερου που αφήνει του δολοφονημένου τη σάρκα σχεδόν ανέπαφη, να περιφέρει την ατίμωση και τη γύμνια της στους δρόμους και στις πλατείες.
Γιατί και τη συκοφαντία, αγαπητέ μου, την έχουν αναγάγει σε τέχνη οι θαυμάσιοι, οι φιλότεχνοι Ελληνες, οι πρώτοι δημιουργοί του καλού και του κακού λόγου. Η τέχνη είναι να βρίσκεις τον διφορούμενο λόγο, που άμα σε ρωτήσουν γιατί τον είπες, να μπορείς να πεις πως τον είπες με την καλή σημασία, και πάλι εκείνος που τον ακούει να αισθάνεται ότι πρέπει να τον εννοήσει με την κακή του σημασία. Αυτό είναι το αγχέμαχο όπλο με το οποίο πολεμάει ο Ελληνας τον Ελληνα, ο ηγέτης τον ηγέτη, ο φιλόσοφος τον φιλόσοφο, ο ποιητής τον ποιητή αλλά και ο ανάξιος τον άξιο, ο ουσιαστικά αδύνατος τον ουσιαστικά δυνατό».
Νομίζω ότι έχει ιδιαίτερη αξία η ανάδειξη αυτής της διαχρονικής ψυχαναλυτικής περιγραφής του χαρακτήρα των Ελλήνων που αμετάβλητα υπαγορεύει την καταστροφική συμπεριφορά τους και σήμερα. Και προειδοποιεί ότι, αν δεν αλλάξουμε (πολιτικοί και πολιτικές), όντως θα βουλιάξουμε.
Κυριακή 29 Αυγούστου 2010