Thursday 24 April 2008

Μεγάλη Παρασκευή: Παγκόσμια Ημέρα Αποξένωσης

Και πάλιν είπε διψώ.
 
Πλάστηκε ο άνθρωπος για τον Παράδεισο.
Η κορωνίδα της δημιουργίας είχε την ευκαιρία να κυβερνά, να τακτοποιεί και να απολαμβάνει τη Δημιουργία.
Από τη στιγμή που ελεύθερα αποφάσισε για το δικό του θέλω, έχασε τον εαυτό του και απομακρύνθηκε από την Κοινωνία της Αγάπης.
Αυτό το ΘΕΛΩ, το αποφάσισε με πλήρη συνείδηση, με ελεύθερη βούληση.
Θέλω εγώ, είπε ο υπερφίαλος άνθρωπος, διψασμένος για πλούτη και δόξα.
Προέταξε το ΕΓΩ του. 

Ο εγωισμός, η άρνηση της αγάπης, κυριάρχησε.
Άρχισε να αποθηκεύει τα υπάρχοντά του, έπεσε στην πλεονεξία.
Συσσώρευσε τα αγαθά του και έχασε τον εαυτό του.
Τον εαυτό του και τον συνάνθρωπο.
Αμάρτησε, αστόχησε, έγινε ξένος.
Κλεισμένος στο αποξενωμένο ΕΓΩ του, 
ζει στη δική του κόλαση, την Κόλαση της ΜΟΝΑΞΙΑΣ του.

Και ήρθε Εκείνος.
Ήπλωσεν τας παλάμας και ΗΝΩΣΕΝ τα διεστώτα.
Άνοιξε πάλιν, μπροστά στον αποξενωμένο άνθρωπο την ευθείαν ΟΔΟΝ της Κοινωνίας της Αγάπης.
Ο δρόμος της Αγάπης, της προσφοράς, είναι ο δρόμος που από την Κόλαση της αποξένωσης οδηγεί στον Παράδεισο της Κοινωνίας, της επικοινωνίας.
Ο δρόμος πλέον είναι ανοιχτός για όλους τους ανθρώπους, αρκεί να το θελήσουν.

Τα κόκκινα αυγά...

Ενα παραμύθι της γιαγιάς μου με το οποίο μεγάλωσα.
Δεν ξέρω που το άκουσε όταν ήταν παιδί κι αυτή.
Χάρη στο Νετ πολύ πρόσφατα έμαθα πως στα "απόκρυφα ευαγγέλια"αναφέρεται πως τα πουλάκια πλασμένα με χώμα από Εκείνον έγιναν κόκκινα αυγά!


Είχε πια ξημερώσει για τα καλά...
Ο φωτοδότης άρχισε να πυρώνει τους πέτρινους λόφους και την χρυσή απέραντη έρημο που άπλωνε τα κύματά της μίλια ολάκερα,πέρα από το πλίνθινο ασβεστοβαμμένο σπιτάκι.
Η Μύριαμ έβαλε το χέρι αντήλιο και κοίταξε τις φοινικιές που οριοθετούσαν τα σύνορά της μικρής τους κατοικίας. Ισχνές και κακοφορμισμένες ήταν από την έλλειψη του νερού. Θα μεγαλώσουν-σκέφτηκε-, o Κύριος προνοεί για όλα.
Τράβηξε για την μικρή της κουζίνα,έβρασε το κατσικίσιο γάλα και έριξε στο τηγάνι το άζυμο ψωμί.
Ως να τελειώσει,ο μαραγκός και ο μικρός γιος της ήρθαν αγουροξυπνημένοι και κάθισαν στο τραπέζι.
Χαρά ήταν για την Μύριαμ να τους βλέπει καθισμένους δίπλα-δίπλα.Μια σχέση περίεργη είχαν πατέρας και γιος,αλλά εκείνη δεχόταν μόνο την αγάπη που άνθιζε μεταξύ τους και ξεχνούσε όλα τα άλλα. Κι ήταν πολλά αυτά που ήθελε να ξεχάσει....
Ο μαραγκός σαν απόφαγε τράβηξε για το εργαστήρι του,η Μυριαμ πήγε να ξεβοτανίσει και να ποτίσει το μικρο της περιβόλι και ο εξάχρονος βάλθηκε να σκάβει μια λακκούβα στο ξερό χώμα για να μην πάει χαμένο το νερό που έριχνε η μάνα του στα λαχανικά της ,απο την ξύλινη στέρνα που της έφτιαξε ο μαραγκός για να μαζεύει το νερό της σπάνιας βροχής εκείνης της χώρας.

Φωνές ακούστηκαν και η Μύριαμ παράτησε τον κάδο με το νερό δίπλα στην στέρνα.
Παιδιά ήρθαν!Τα γειτονόπουλα τους ήταν.Ωρα για παιγνίδια!
Εδεσε το κεφαλομάντηλο της και τράβηξε για την κουζίνα με σκοπό να τους φτιάξει τηγανίτες...και τότε τον είδε και ανατρίχιασε σύγκορμη...

Το αγαπούσε αυτό το παιδί με τα μαύρα σαν την κόλαση μάτια,φωτιές έβγαζε η ματιά του,ανατρίχιαζε όταν την άγγιζε.Της προξενούσε χαρά και λύπη.Εναν ανεξήγητο φόβο,ένα δέος,μια πικρή προσμονή.

"θα φτιάξουμε βόλους από την λάσπη σήμερα-είπε ο μαυρομάτης.Ναι-ναι αναφώνησαν όλοι.
Οι βόλοι φτιάχτηκαν,παίχτηκαν και....έσπασαν!Και όλοι έπεσαν σε απελπισία.Δεν είχαν άλλο παιγνίδι.Και τότε ο γιος της Μύριαμ είπε:Θα κάνουμε πουλάκια από το χώμα,πάω να φέρω νερό από την στέρνα της μάνας μου.Και έτσι έκανε....
Αυτός και ο μαυρομάτης άρχισαν να πλάθουν τα πουλάκια.1,2,3,4,5,6,7,8,9,10,11,12, ενα για τον καθένα.
Ο γιος της Μυριαμ έκανε ήδη το έβδομο χωματένιο πουλί όταν ο μαυρομάτης είδε τα δικά του να διαλύονται σε ξερό χώμα.Οργισμένος όρμησε στα πουλιά του φίλου του και άρχισε να τα ποδοπατάει....
Το αγόρι της Μύριαμ δάκρυσε,ένωσε τα χεράκια του σε μια βουβή ικεσία,έστρεψε το βλέμμα στον ουρανό και ψιθύρισε"πετάξτε πουλάκια μου,πετάξτε!!!
Δώδεκα χρυσοκόκκινα πούλια πέταξαν με κατεύθυνση τον ήλιο και χάθηκαν στον ουρανό...

Το αγόρι έκλαιγε πεσμένο στο χώμα,ο μαυρομάτης τον αγκάλιασε κι έκλαψε κι αυτός.
Η Μύριαμ ένοιωσε για άλλη μια φορά τον πόνο να τρυπάει τα σπλάχνα της...

...Περάσαν τα χρόνια...
Ο καθένας τράβηξε τον δρόμο του.
Ο μαυρομάτης πέρασε στην φατρία των Ζηλωτών
Ηθελε να ελευθερώσει τον τόπο του από την Ρωμαϊκή κατοχή
Το αγόρι της Μυριαμ έγινε μαραγκός σαν τον πατέρα του
Μετά -λένε-πως πήγε στην Αίγυπτο,ή στους Εσσαίους ,στην νεκρά θάλασσα
Ποιος να ξέρει τι έγινε τότε?

..Η Μύριαμ φρόντισε τον μικρό της κήπο και πήγε στο κοτέτσι να μάσει τα αυγά. Ενας φόβος έσφιγγε την ψυχή της. Μια θλίψη την πότιζε τούτες τις μέρες.
Το αγόρι της είχε πάρει πια τον ταγμένο του δρόμο. Περίμενε,περίμενε μέχρι να δει το τέλος,το προδιαγραμμένο μέσα από τους προφήτες του Ισραήλ.

Ο φωτοδότης ήταν στο μεσουράνημα όταν ήρθε ο παραγιός του μαραγκού να της ανακοινώσει την είσοδο του υιού της επί πώλου όνου εις την Ιερουσαλήμ. Ηξερε πια το τέλος...
Τα τρεμάμενα χέρια της άφησαν την ποδιά με τα αυγά,κι εκείνα έπεσαν στο ξερό χώμα κι έσπασαν!!
Η Μυριαμ κοίταζε τα σπασμένα αυγά, άφωνη από την θλίψη όταν εμφανίστηκαν από το πουθενά δώδεκα χρυσοπόρφυρα πουλιά. Καθίσαν στην ποδιά της και αίμα άρχισε να σταλάζει από τα ράμφος τους.
Κι όταν το αίμα πότισε τα σπασμένα αυγά τα πουλιά έφυγαν από την ποδιά της Μύριαμ και κουρνιάζοντας πάνω τους,ένωσαν τις φτερούγες τους και ξαναέγιναν ένα με το χώμα από το οποίο τα έπλασε Εκείνος!
Αυγά και πουλάκια έγιναν ένα!
Δώδεκα λαμπερά ΚΟΚΚΙΝΑ αυγά κείτονταν καταγής!!

Η Μύριαμ έσκυψε και τα μάζεψε.
Το ρηθέν του Ησαΐα-σκέφτηκε-Οι προφητείες άρχισαν..
Αλλά ούτε η ζωή ούτε ο θάνατος μπορεί να μας χωρίσει από Την Αγάπη Του..
Τράβηξε για το ταπεινό της σπίτι,έβαλε τα 12 αυγά σε ένα ξύλινο κάνιστρο και άνοιξε το μπαούλο με τα υφασμένα ρούχα του πένθους.

Η Μυριαμ ήξερε πια τον δρόμο για τον Γολγοθά της. Ηξερε γιατί την τρόμαζε το άγγιγμα του μαυρομάτη.
Με ένα φιλί τον παρέδωσε για τριάκοντα αργύρια!
Και της έμελλε πολύ να κλάψει για τον Μονάκριβό Της...

Καλή Ανάσταση εύχομαι σε όλους και προπάντων στα χαμομηλάκια που δεν έχουν τα δώρα και τις χαρές που τους πρέπει, εξ αιτίας ημών των "ανθρώπων"
Ειθε η αγάπη Του να μας κάνει καλύτερους!
Μόνο μέσα από την αγάπη που μας δίδαξε και σταυρώθηκε γι'αυτήν θα βρούμε τον αληθινό δρόμο της ύπαρξής μας...

Οι αγωνιστές της ζωής

Με τον πανικό στην ταβέρνα

Πήγα σήμερα με μια καλή παρέα σε μια ταβέρνα. Ήταν όμορφα, η κουβέντα της παρέας ενδιαφέρουσα αλλά και διασκεδαστική και το κλίμα ευχάριστο. Κάποια στιγμή, ήρθαν στο μαγαζί και δύο ακόμη παρέες, αυξήθηκε ο κόσμος, ο θόρυβος και από τις άλλες παρέες και αυτό με προκάλεσε μια δυσφορία. Άρχισα να αισθάνομαι ένα ανακάτεμα, μία σωματική αδυναμία, φοβόμουν ότι αν θα σηκωθώ από την καρέκλα θα έπεφτα κάτω. Τόσο αδύναμος αισθανόμουν σωματικά. Κοίταξα καλά στο μαγαζί, στην ταβέρνα δηλαδή, που είναι η τουαλέτα για αν δεν αισθανθώ καλά, να πάω να πλύνω το πρόσωπό μου. Καταλάβαινα ότι είχα αγχωθεί που είχε πιο πολύ κόσμο από ότι πριν, που είχε πιο πολύ θόρυβο (αφού είχε πιο πολλά άτομα και φυσιολογικό είναι σε ένα μέρος τέτοιο να έχει θόρυβο κάπως) και σκεφτόμουν, πως αν χρειαστεί να χαλαρώσω, αν αισθανθώ ότι θα λιποθυμήσω θα πάω κάπου που να μη γίνω αντιληπτός. Έκανα και πάλι κάποιες με τρόπο διερευνητικές κινήσεις με τα μάτια μου, έξω από το μαγαζί που θα μπορούσα να πάω να κάτσω αν με έπιανε κρίση αφού είδα ότι ο πανικός με είχε από κοντά. Όμως είπα «όσο σκέφτεσαι ότι έχεις ταχυπαλμία, ότι έχεις σωματική αδυναμία, ότι το στομάχι σου έχει ανακατευτεί και μπορεί να τα βγάλεις μπροστά σε κόσμο και να γίνεις ρεζίλη, τόσο περισσότερο αγχώνεσαι. Όσο περισσότερο αγχώνεσαι, τόσο περισσότερο τα σωματικά συμπτώματα του πανικού γίνονται πιο έντονα και έτσι ο φαύλος κύκλος συνεχίζεται. Κοίτα λίγο έξω από την ταβέρνα πόσο όμορφο είναι το τοπίο (ήμασταν κοντά στη θάλασσα), μη δίνεις σημασία στο τι αισθάνεσαι σωματικά, και αν λιποθυμήσεις ε τι να κάνουμε λιποθύμησες!!». Έτσι έμεινα στην ταβέρνα, κοιτούσα για λίγο τη θάλασσα, έλεγα μέσα μου ότι δεν είναι τίποτα και θα περάσει, ότι είναι από το άγχος ότι σωματικά αισθάνομαι και δεν είναι τίποτα απειλητικό. Όντως χαλάρωσα, αισθάνθηκα και πάλι δυνατός σωματικά, το μυαλό μου ήταν καθαρό από τις σκέψεις του πανικού, βέβαια το άγχος δεν έφυγε εντελώς, αλλά και εγώ δεν έφυγα λόγω του πανικού. Έμεινα εκεί και τα πήγα καλά. Παλιά θα τσατιζόμουν που στα καλά καθούμενα με έπιασε πανικός και μου χάλασε τη διάθεση. Όχι ότι δε με ενόχλησε. Με ενόχλησε, όχι όμως τόσο όσο παλιά. Πλέον δεν κάνω εύκολα πίσω. Αν δε θέλει να κάνει ο πανικός πίσω, δε θέλω ούτε εγώ να κάνω. Η μάχη λοιπόν συνεχίζεται. Πάντως ήταν όμορφα, ανανεώθηκα και νομίζω ότι τον γύρο αυτόν με τον άσπονδο φίλο τον πανικό τον κέρδισα. Μέχρι την επόμενη συνάντηση, προσπαθώ να κοιτάξω να έχω τις εσωτερικές μου άμυνες γερές.

Χωρίς την άδεια του συγγραφέα, από: Agorafovia

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki