Thursday, 23 May 2024

Τι εννοεί ο δάσκαλος, όταν μας λέει...

Η σχέση των γονιών με το δάσκαλο δεν πάντα και η πλέον αρμονική και αυτό γιατί εμείς οι γονείς πολλές φορές νιώθουμε ότι μας κάνει υποδείξεις για το πώς να «κάνουμε τη δουλειά μας».
Το ίδιο ακριβώς ισχύει και αντίστροφα. Κανένας δάσκαλος δεν περιμένει από εμάς να μάθει πώς να κάνει τη δική του δουλειά.
Ευτυχώς, έχουν όλοι λάβει την απαραίτητη εκπαίδευση, πολλοί έχουν ιδιαίτερα σημαντική εμπειρία και οι περισσότεροι αγαπούν τόσο τη δουλειά τους, ώστε να μπορούν να την κάνουν με συνέπεια, ευαισθησία και εξαιρετικά αποτελέσματα.

Εδώ σας παρουσιάζουμε αυτά που μας λέει (συνήθως) ο δάσκαλος του παιδιού μας και τις αληθινές τους εξηγήσεις!

1. Τι λέει ο δάσκαλος:
«Η αλήθεια είναι ότι είναι ένα παιδί με ανεξάρτητο πνεύμα.»
Τι εννοεί: « Είναι άτακτο, δεν ακούει τις οδηγίες, είναι απείθαρχο και αντιδραστικό!»

2. Τι λέει ο δάσκαλος: «Ακολουθεί τη δική του αισθητική»

Τι εννοεί: «Μα πως αφήνουν αυτό το παιδί να ντύνεται έτσι;, να έχει μακριά μαλλιά και να φοράει σκισμένα τζην;  

3. Τι λέει ο δάσκαλος: «Το παιδί σας δεν εξαντλεί όλες του τις δυνατότητες»
Τι εννοεί: Είναι ελαφρώς τεμπέλης , γι’ αυτό καλό θα ήταν να το προσέχατε λίγο περισσότερο»


4. Τι λέει ο δάσκαλος: «Έχει σαφώς πολλή υποστήριξη στο σπίτι.»
Τι εννοεί: Κάνει αυτό που θέλει και εσείς μάλλον δεν τον προτρέπετε να διαβάσει, να υπακούει, να είναι προσεκτικός και πειθαρχημένος. Με λίγα λόγια είναι κακομαθημένο!
Εναλλακτικά εννοεί: Καλά μη γελιόμαστε. Ξέρω ότι όλες του τις εργασίες τις κάνετε εσείς!

5. Τι λέει ο δάσκαλος: «Προσπαθεί πολύ τελευταία»
Τι εννοεί: «Δεν προσπαθούσε ποτέ, και τώρα προσπαθεί ελάχιστα»

6. Τι λέει ο δάσκαλος: «Έκανα ό,τι ήταν δυνατόν για να το βοηθήσω. Αλλά…».
Τι εννοεί: «Θέλει παιδοψυχολόγο»

7. Τι λέει ο δάσκαλος: «Έχει κάνει σημαντικές προόδους»
Τι εννοεί: «Είστε σε πολύ καλό δρόμο ως γονιός»

8. Τι λέει ο δάσκαλος: «Είναι ένα άψογο παιδί, δεν έχω να του προσάψω τίποτα»

Τι εννοεί: «Είστε εξαιρετικοί γονείς»

Ωστόσο πέρα από όλα αυτά που θα ήθελε να πει κάθε δάσκαλος στους γονείς η αλήθεια είναι μια:
Οι δάσκαλοι είναι εκπαιδευτικοί και όχι νταντάδες.   Είναι επαγγελματίες που εργάζονται καθημερινά με παιδιά, και συχνά βλέπουν τα παιδιά μας από διαφορετική σκοπιά σε σχέση με αυτή που το βλέπουμε εμείς. Αυτό που θα ήθελαν από εμάς είναι τα εξής:
Αν θέλουν να μας δώσουν κάποιες συμβουλές για το παιδί μας, ας μην αντιδράμε άσχημα. Καλό είναι να ακούμε και να αποδεχόμασταν τις συμβουλές τους, όπως θα κάναμε με ένα γιατρό ή ένα δικηγόρο.
Συνήθως οι γονείς δεν θέλουν να ακούσουν τίποτα αρνητικό για το παιδί τους. Όμως κάποιες φορές, καλό θα ήταν να λαμβάνουμε τις έγκαιρες προειδοποιήσεις τους, ώστε να προλάβουν και να αποτρέψουν κάποιο πρόβλημα που μπορεί να γίνει ακόμα μεγαλύτερο σε το μέλλον.
Συνεπώς καλό θα ήταν να αποφεύγουμε τις όποιες δικαιολογίες όταν πρόκειται για τα παιδιά μας. Μερικοί γονείς βρίσκουν δικαιολογίες ανεξαρτήτως των αντικειμενικών δεδομένων, και τότε θα μεγαλώσουν παιδιά που θα εξελιχθούν σε ενήλικες που πάντα θα ψάχνουν δικαιολογίες.
Αν υπάρχει πρόβλημα, ζητήστε από το δάσκαλο να σας υποδείξει μερικές καλές ιδέες για να δώσετε κίνητρο στο παιδί σας εντός και εκτός της τάξης, που να συνάδουν με την προσωπικότητά του.
Αν πάλι ανησυχείτε για το παιδί σας, διατυπώστε τις ανησυχίες σας στο δάσκαλο χωρίς ευθεία επίθεση, εξηγώντας του όσα σας διηγείται το παιδί στο σπίτι.
Ζητήστε του να σας συμβουλέψει τι πρέπει να κάνει το παιδί για να αισθάνεται ασφάλεια και ζητήστε τη διαβεβαίωσή του ότι μόλις υποπέσει κάτι στην αντίληψή του θα σας ενημερώσει άμεσα.
Και αποφύγετε να του δείξετε ότι είναι ανεπαρκής.
Ακόμη κι αν πιστεύετε πως ότι δεν προετοιμάζει τα παιδιά σωστά, διατυπώστε την ερώτηση πιο διπλωματικά ώστε να μην προσβάλετε με ευθύ τρόπο το δάσκαλο. Πείτε για παράδειγμα: «Αναρωτιέμαι γιατί το παιδί μου δεν τα πήγε καλά, εφόσον διαβάσαμε μαζί όλα όσα μας υποδείξατε» και ζητήστε του να σας υποδείξει μερικούς τρόπους να αποφύγετε παρόμοιες καταστάσεις στο μέλλον.
Εμπιστοσύνη, στήριξη και συνεργασία είναι οι τρεις λέξεις κλειδιά  για μια αρμονική συνεργασία μεταξύ δασκάλων γονέων και παιδιών!

imommy

«Οι Γονείς-Ελικόπτερα εμπλέκονται στη ζωή των παιδιών τους σε βαθμό που ξεπερνά κατά πολύ το γονεϊκό τους καθήκον»

«Δεν θέλω να πηγαίνω με τα παιδιά στην πλατεία, φοβάμαι ότι θα χτυπήσουν», 
«μη χοροπηδάς, μπορεί να πέσεις», 
«δεν αφήνω τους γιους μου να κάνουν ποδήλατο, διότι μπορεί να τραυματιστούν», 
«σήμερα πήραμε μπράβο από τη δασκάλα», 
«δεν ξέρεις εσύ τι είναι καλό για σένα, εγώ ξέρω», 
«όπως ο μπαμπάς έπαιζε μπάσκετ, έτσι θα παίζεις κι εσύ». 
Σας θυμίζουν κάτι αυτές οι φράσεις; Έχετε ακούσει φίλους γονείς να τις λένε στα παιδιά τους ή μήπως κάποιες λέτε και εσείς στα δικά σας; 
Πολλοί είναι οι γονείς που θα ήθελαν να «σκεπάσουν» τα παιδιά τους με μια προστατευτική ομπρέλα, περίτρανη απόδειξη της αγάπης τους και ασπίδα ενάντια σε κάθε κακό, ή να «περιπολούν» τον χώρο τους, για να απομακρύνουν εχθρούς και κινδύνους, αλλά η ζωή έχει αποδείξει ότι αυτό είναι αδύνατο και η ψυχολογία έχει διαπιστώσει ότι είναι ταυτόχρονα επιβλαβές για την ψυχική τους υγεία και ανάπτυξη.

Ο όρος helicopter parents (γονείς-ελικόπτερα) χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Dr Haim Ginott το 1969 στο βιβλίο του «Parents & Teenagers» και προήλθε από εφήβους που είπαν πως νιώθουν ότι οι γονείς τους «αιωρούνταν» από πάνω τους σαν ένα ελικόπτερο. 

«Πρόκειται για γονείς υπερβολικά εμπλεκόμενους στη ζωή των παιδιών τους, υπερκαθοδηγητικούς, υπερεπικεντρωμένους σε αυτά, υπερπροστατευτικούς και συχνά τελειομανείς. 
Ο τρόπος με τον οποίο εμπλέκονται στη ζωή των παιδιών τους ξεπερνά κατά πολύ το γονεϊκό τους καθήκον» μας δίνει το προφίλ τους η Εύα Τορνάρη, σύμβουλος ψυχικής υγείας. 
Οι γονείς αυτοί ανησυχούν και φοβούνται υπερβολικά για το παιδί τους και προσπαθούν να καλύψουν κάθε επιθυμία του πριν ακόμα αυτή εκφραστεί. 
«Βέβαια», διευκρινίζει, «η υπερπροστασία δεν ικανοποιεί κάποια πραγματική ανάγκη των παιδιών, αλλά την ανάγκη, την ανασφάλεια και τον φόβο των ίδιων των γονιών». 
Έτσι καταλήγουν να υποκαθιστούν τα παιδιά τους στις υποχρεώσεις τους, κάνουν γι’ αυτά όσα θα μπορούσαν να καταφέρουν αν προσπαθούσαν μόνα τους και παίρνουν αποφάσεις βασισμένες στο «εγώ» τους.

Καταπιεσμένα παιδιά
Αυτού του είδους η γονεϊκή συμπεριφορά μπορεί να ναρκοθετήσει την ομαλή ψυχική και πνευματική ανάπτυξη ενός παιδιού. 

«Η τακτική των καταπιεστικών γονιών είναι να καταπνίγουν τις επιθυμίες των παιδιών· δεν τους δίνουν τα περιθώρια για πρωτοβουλία και αυτονομία και καταλήγουν στο μέλλον να διαμορφώσουν σχέσεις και χαρακτήρες εξαρτητικού τύπου» διευκρινίζει η παιδοψυχίατρος Βασιλική Θεμελή και προσθέτει, 

«επίσης οι καταπιεστικοί γονείς συχνά αποξενώνουν το παιδί από τον εξωτερικό κόσμο, κάνοντάς το αρκετά ντροπαλό, εσωστρεφές, μοναχικό, αυξάνοντας τις πιθανότητες στο μέλλον να γίνει ένας ενήλικας με δυσκολίες στην κοινωνική του συμπεριφορά ή να πέσει σε μια καταθλιπτικόμορφη κατάσταση».
Μήπως λοιπόν οι σημερινοί καταπιεστικοί-υπερπροστατευτικοί γονείς μεγαλώνουν τους αυριανούς καταθλιπτικούς ενηλίκους; Η παιδοψυχολόγος Ειρήνη Γρίβα θεωρεί ότι υπάρχει σχέση ανάμεσα στην καταπίεση στην παιδική ηλικία και στην εμφάνιση κατάθλιψης στην ενήλικη ζωή. 
«Η κατάθλιψη μπορεί να έρθει», σημειώνει, «όταν τα παιδιά δεν ζουν τη ζωή τους και δεν αποφασίζουν γι’ αυτή». 
Πότε μπορεί να συμβεί αυτό; Η κ. Γρίβα ξεχωρίζει τρεις περιπτώσεις: 
Όταν υπάρχουν γονείς αγχώδεις που καλλιεργούν τον φόβο και την ανασφάλεια στα παιδιά τους μέσα από τη δική τους υπερπροστατευτική συμπεριφορά και εμπλέκονται στη ζωή τους με σκοπό να τα προφυλάξουν και να τα κάνουν ευτυχισμένα, αποδυναμώνοντας έτσι τις επιθυμίες και σαμποτάροντας την οποιαδήποτε προσπάθεια του παιδιού για ανεξαρτησία. 

Με τον τρόπο αυτό το παιδί νιώθει αδύναμο και ανήμπορο και εκεί υπάρχει κατάλληλο έδαφος για να αναπτυχθεί η κατάθλιψη. Επίσης, όταν τα παιδιά βιώνουν συναισθηματική απαξίωση και καταπίεση. Εδώ έχουμε να κάνουμε με γονείς που μονοπωλούν με την αγάπη τους το ενδιαφέρον του παιδιού τους, επενδύοντας στις εξαρτητικές σχέσεις και περιμένουν τα παιδιά τους να τους την ανταποδώσουν, με αποτέλεσμα να τα εμποδίζουν να δημιουργήσουν οποιαδήποτε άλλη σχέση με οποιονδήποτε άλλο άνθρωπο.

Εχθρικοί γονείς
Τέλος, είναι οι γονείς που είναι εχθρικοί, κρίνουν αυστηρά τα παιδιά τους, δεν είναι ικανοποιημένοι με την απόδοσή τους και τα επαινούν πολύ σπάνια ή σχεδόν ποτέ. 

Οι γονείς αυτοί μεγαλώνουν μοναχικούς ενηλίκους με σοβαρά προβλήματα κοινωνικής και συναισθηματικής συμπεριφοράς, παιδιά που δεν ωριμάζουν, δεν αυτονομούνται, δεν νιώθουν σημαντικά και δεν διαθέτουν κοινωνικές δεξιότητες, έχουν μια αρνητική εικόνα για τον εαυτό τους, τον κόσμο και το μέλλον.

Έρευνα σε 100.000 Αμερικανούς φοιτητές διαπίστωσε ότι το 84% των ερωτηθέντων ένιωθε να μην αντέχει το βάρος των ευθυνών του, το 60,5% ήταν λυπημένο και το 57% μόνο. 

Άλλες έρευνες έχουν διαπιστώσει ότι τουλάχιστον το 10% των γονέων των πρωτοετών αναμειγνύεται ενεργά στην πανεπιστημιακή τους καθημερινότητα.

Συνηθισμένα λάθη γονέων
Δυστυχώς, το ποσοστό των καταπιεστικών/υπερπροστατευτικών γονιών είναι μεγάλο και ανάλογα συχνά είναι τα λάθη στα οποία υποπίπτουν. 

«Σε πολλές περιπτώσεις δεν σέβονται την προσωπικότητα του παιδιού και το θεωρούν κτήμα τους», εξηγεί η κ. Θεμελή. «Εξασκούν υπερβολική επίβλεψη, του στερούν τα δικαιώματά του, ταπεινώνουν τον εγωισμό του, με αποτέλεσμα το παιδί να νιώθει ανίκανο να κάνει οτιδήποτε. 
Μεγάλο λάθος είναι και η επιθυμία των γονιών το παιδί τους να είναι τέλειο, λόγω των μεγάλων προσωπικών ναρκισσιστικών αναγκών τους, με αποτέλεσμα να μη βλέπουν τις επιθυμίες του παιδιού, αλλά τις δικές τους», καταλήγει. 
«Οι γονείς αυτοί συχνά αναλαμβάνουν την ευθύνη για τις πράξεις των παιδιών τους και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να τα αποκλείουν από το αυθεντικό βίωμα της εμπειρίας τους. Με αυτό τον τρόπο αναστέλλουν την ωρίμανσή τους και αποδυναμώνουν την αυτοπεποίθησή τους», συμπληρώνει η κ. Τορνάρη.

Όσο για το θέμα της προστασίας είναι προφανές ότι κανείς δεν μπορεί να προφυλάξει το παιδί του από κάθε κίνδυνο. Μάλιστα, η προσπάθεια να το κάνει αυτό κρύβει παγίδες, «μπορεί να ευνουχίσει το παιδί», επισημαίνει η κ. Γρίβα. «Ο φόβος του κινδύνου υπάρχει, όλοι οι γονείς αγχώνονται και φοβούνται για τα παιδιά τους. Το θέμα είναι πως εκφράζουν την ανησυχία τους. Αν είναι συνεχώς από πίσω τους και, για να διαχειριστούν το άγχος τους, φωνάζουν συνεχώς παρατηρήσεις, μην κάνεις αυτό, πρόσεχε εκεί, θα χτυπήσεις, όλο αυτό περνά στο παιδί ως μια μορφή καταπίεσης. Εναλλακτικά, μπορούμε να παρατηρούμε τα παιδιά, να είμαστε σε εγρήγορση και να τα καθοδηγούμε με ψυχραιμία».

Μεγαλώνοντας χαρούμενα παιδιά
«Θα προτιμούσα να σταματούσαμε να λέγαμε “θέλω το καλύτερο για το παιδί μου” και να δίναμε προτεραιότητα στο “θέλω το παιδί μου να είναι ευτυχισμένο, να χαίρεται τη ζωή του”», συμβουλεύει η Βασιλική Θεμελή, όταν της ζητάμε απάντηση στο ερώτημα πώς μπορούμε να μεγαλώσουμε παιδιά αυτόνομα, χαρούμενα, αυτάρκη. 

Η Ειρήνη Γρίβα προκρίνει «ένα σταθερό, χαρούμενο και υγιές οικογενειακό περιβάλλον για να “ανθίσουν” τα παιδιά». Προτού οι γονείς διαπαιδαγωγήσουν τα παιδιά τους, πρέπει να χτίσουν μια καλή σχέση μαζί τους, μια γόνιμη επικοινωνία. 
«Όταν το παιδί νιώθει ότι οι γονείς του το εμπιστεύονται, αναπτύσσει δεξιότητες που του επιτρέπουν να χειρίζεται τις καταστάσεις με σιγουριά και αισιοδοξία», προσθέτει. 
«Τα χαρούμενα παιδιά έχουν αυτοπεποίθηση. Για τον λόγο αυτό, οι γονείς πρέπει να οπλιστούν με υπομονή, να γελούν και να παίζουν με το παιδί τους και να μην ξεχνούν να το αγαπούν γι’ αυτό που είναι και όχι γι’ αυτό που θα ήθελαν να είναι».

kathimerini.gr

Πόσο βλάπτετε το παιδί σας όταν το συγκρίνετε με τα άλλα παιδιά

Πολλοί γονείς φορτώνουν τα παιδιά τους. Τα θέλουν πρώτα.
Ίσως γιατί αυτοί δεν έγιναν πρώτοι… Αν η σύγκριση γίνει στοιχείο της ζωής του παιδιού, τότε μπορεί να του διασφαλίσει σημαντικές διακρίσεις, αλλά και μια βασανιστική ζωή.
Η σύγκριση είναι μια ύπουλη μολυσματική νόσος που διαβρώνει την προσωπικότητα. Ξεκινά από την παιδική ηλικία. 
Οι γονείς προκειμένου να παραδειγματίσουν και να κινητοποιήσουν τα παιδιά τους, διαρκώς τα συγκρίνουν με άλλα παιδιά.
Το παιδί, ακόμη κι αν πετύχει τον στόχο, νιώθει ευάλωτο. Ο γονιός δεν συνειδητοποιεί τον πόνο που δημιουργεί στο παιδί του. Μπορεί άραγε η αγάπη του γονιού να στηρίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια συμμόρφωσης και απόδοσης;

Η σύγκριση αποτελεί μια μόνιμη διαρροή της χαράς και της ικανοποίησης από κάθε επιτυχία. Παραμένει μόνο η κούραση και η πίκρα. Ζητάει να καλύψει κενά του παρελθόντος και έτσι δεν επιτρέπει την ευτυχία στις μικρές πολύτιμες στιγμές του παρόντος.

Η σύγκριση απαγορεύει την ισότιμη λειτουργική σχέση. Αναζητεί κατώτερους, για να καθησυχάζονται και να επιβεβαιώνονται εκείνοι που την οικειοποιούνται.

Η σύγκριση ζει ισόβια με το άγχος των εξετάσεων. Είναι ισόβιος πόλεμος με έναν αόρατο εχθρό. Η χαρά της επιτυχίας χάνεται την αμέσως επόμενη στιγμή, καθώς επικρέμαται διαρκώς η επιβουλή κάποιου αντιπάλου.

Η σύγκριση αρρωσταίνει τους υγιείς. Δημιουργεί ντοπαρισμένους άρρωστους πρωταθλητές. Όταν κανείς μετρά τη ζωή του με γνώμονα την σύγκριση, τότε το βλέμμα του είναι μόνιμα στραμμένο προς τους άλλους. Δεν ικανοποιείται από τα όποια δικά του επιτεύγματα, καθώς το σημαντικό δεν είναι το ίδιο το γεγονός, αλλά η επικράτηση.

Το νερό της όποιας επιτυχίας δεν τον ξεδιψά, γιατί είναι γλυφό. Τελικά ο ανταγωνισμός που δημιουργεί η σύγκριση λειτουργεί ως εθισμός. Ως ναρκωτικό προσωρινά προσφέρει ικανοποίηση, αλλά αμέσως μετά δημιουργεί στερητικά συμπτώματα.

Η αίσθηση αδικίας είναι μονίμως παρούσα στις συγκρίσεις. Από την βαθμολογία και την κατάταξη των παιδιών στο σχολείο, μέχρι την κατάληψη μιας ανώτατης επαγγελματικής θέσης. Η γενικευμένη αυτή στάση βασίζεται στην αντίληψη που ορίζει ότι αν δέχεσαι την καλύτερη αξιολόγηση, το αξίζεις. Αν είναι κάποιος άλλος που αναγνωρίζεται, τότε αδικείσαι, αφού κάτι ύποπτο συνέβη.

Αυτοί που διψούν για αναγνώριση δεν νιώθουν ότι κρίνεται ένα έργο τους, αλλά εισπράττουν την αξιολόγηση ως κρίση του ίδιου του εαυτού τους. Επομένως μια δυσμενής κρίση τους καταρρακώνει και θα πρέπει υποχρεωτικά να την αρνηθούν για ν’ αντέξουν.
Είναι σαν τα μικρά παιδιά που πηγαίνουν χαρούμενα να αναγγείλουν τον καλό βαθμό στους γονείς τους και αυτοί ρωτούν για τους βαθμούς των συμμαθητών, για να κρίνουν αν θα πρέπει να επαινέσουν τα παιδιά τους. 
Είναι οι ανασφαλείς γονείς που φοβούνται να εκφράσουν απλόχερα τα θετικά τους συναισθήματα προς τα παιδιά τους, με τον φόβο μήπως εκείνα εφησυχάσουν και δεν συνεχίσουν να προσπαθούν.

Πίσω από τις συγκρίσεις μεταξύ αδελφών, ξαδελφών και γνωστών
εκφράζονται οι προσωπικές άλυτες εμπλοκές των γονιών. Ο στόχος μπορεί να είναι καλοπροαίρετος, αλλά η μέθοδος απάνθρωπη και τις περισσότερες φορές αναποτελεσματική.

Αν η σύγκριση γίνει στοιχείο της ζωής του παιδιού, τότε μπορεί να του διασφαλίσει σημαντικές διακρίσεις, αλλά και μια βασανιστική ζωή. Η ένταξη των παιδιών στον ανηλεή ανταγωνισμό και επαχθή πρωταθλητισμό δημιουργεί στρέβλωση στην διαμορφούμενη προσωπικότητά τους.

Πολλοί γονείς φορτώνουν τα παιδιά τους. Τα θέλουν πρώτα. Ίσως γιατί αυτοί δεν έγιναν πρώτοι. Τα πιέζουν διαρκώς να διαβάζουν για να πετύχουν. Αλλά όχι μόνο στα μαθήματα.

Όταν το παιδί δέχεται να παίξει τον ρόλο του κυνηγού της πρωτιάς, υφίσταται τέτοια εσωτερική πίεση που πολλές φορές το καταβάλλει. Θυμάμαι τις έντονες φοβίες και τους τρομερούς νυχτερινούς εφιάλτες κάποιου νεαρού πρωταθλητή γυμναστικής, που κάθε βράδυ έβλεπε ότι έπεφτε από την δοκό.
Η σύγκριση είναι μια πληγή διαρκώς ανοιχτή και δεν επουλώνεται. Ανεξάρτητα από το όποιο αποτέλεσμα, αξιολογείται ως βλαπτική.
Το να είσαι καλύτερος από κάποιον άλλο δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι είσαι και όντως καλός. Το να είσαι ο καλύτερος όλων δεν σημαίνει ότι αυτή την ιδιότητα θα την έχεις και την αμέσως επόμενη στιγμή.
Ο στόχος είναι να είσαι καλός σύμφωνα με τον εαυτό σου. Αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να σου το αμφισβητήσει κανείς.
Η υγιής άρνηση της σύγκρισης δεν αντιστοιχεί στον εφησυχασμό και την μετριότητα. Δεν στοχεύει στην ισοπέδωση και στην απουσία φιλοδοξιών. Δεν κολακεύει τους ράθυμους διεκδικητές της διαρκούς ευχαρίστησης. Δεν ευνοεί την άκοπη απολαβή, την απουσία της αξιοκρατικής κρίσης, την διαρκή αναζήτηση της αλήθειας, την δημιουργική εργασία.

Η υγιής άρνηση της σύγκρισης αντιστοιχεί στην επίτευξη υγιούς άμιλλας σε συνεργατικές σχέσεις. Τα πρόσωπα είναι ανοιχτά να κερδίσουν από τον άλλο. Διαπνέονται από την επιθυμία και την τρυφερή ζήλεια που λαχταρά, δίχως να επιζητεί το κακό του άλλου. Η διαρκής αμοιβαία ανατροφοδότηση με την έκφραση των θετικών συναισθημάτων επιτρέπει το άνοιγμα προς τον άλλο, τη θαυμαστή ευρυχωρία που μόνο κέρδος δύναται να αποφέρει.

Η σύγκριση απαγορεύει την ανάδειξη των διαφορετικοτήτων, καθώς υπάρχει μόνο μια θέση. Τελικά κάθε φορά που υπεισερχόμαστε σε συγκρίσεις, χάνουμε το θεϊκό στοιχείο της μοναδικότητας του προσώπου μας.

Πηγή: Η αδικία που πληγώνει, Δημήτρης Καραγιάννης, εκδόσεις Αρμός
zarpanews.gr

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki