Ελάχιστοι ακόμα γνωρίζουν ότι η Σπάρτη μπήκε στο μάτι ενός Γάλλου ευγενούς ο οποίος βάλθηκε να ισοπεδώσει και να διαλύσει οτιδήποτε είχε διασωθεί, με μανία που θυμίζει την πρόσφατη βεβήλωση της πόλεως Nimrud και όχι μόνον. Σημειώστε λοιπόν ότι Γάλλοι και Άγγλοι έκαναν το πλιάτσικο του αιώνα, Γάλλος ο καταστροφέας της Σπάρτης και το όνομά του δεν πρέπει να ξεχαστεί ποτέ. Michel Fourmont.
Ένας από τους πιο γνωστούς αρχαιοθήρες και τους πιο διαβόητους βανδάλους των ελληνικών αρχαιοτήτων υπήρξε ο Γάλλος μυστικιστής, Αββάς Μισέλ Φουρμόντ. Ο Michel Fourmont γεννήθηκε στη πόλη Herblay στις 28/9/1690. Το 1720 γίνεται δεκτός ως εταίρος στο Academy Royale des inscriptions et Belles-Letters. Πολλά αδιευκρίνιστα σημεία υπάρχουν γύρω απ’ την καθολική του κουρά και ιδιότητα σαν Αββάς. Ο ίδιος μιλούσε την Συριακή, Εβραϊκή και Ελληνική γλώσσα, λέγεται δε πως είχε επαφές με το μυστικιστικό σύστημα «Amitié et Fraternité». Το 1720 όμως είναι γνωστό ότι μυήθηκε σε μυστικά τάγματα που του υπέδειξαν να γίνει καθολικός Αββάς και στη συνέχεια έγινε καθηγητής της συριακής στο γαλλικό κολλέγιο και διερμηνέας στη Βασιλική Βιβλιοθήκη. Τέλος, το 1724 ανακηρύχτηκε μέλος της Ακαδημίας Επιγραφών και Καλών Τεχνών. Τον Φουρμόντ έστειλε στην Ανατολή ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος ΙΕ’, με την εντολή να συλλέξει βυζαντινά χειρόγραφα και άλλες αρχαιότητες που θα μεταφέρονταν εύκολα στο Παρίσι. Έτσι, τον Φεβρουάριο του 1729, συνοδευόμενος από τον ανιψιό του, ο Φουρμόντ έφτασε στην Κωνσταντινούπολη και εφοδιάστηκε με φιρμάνι του Σουλτάνου Αχμέτ Γ’, με το οποίο αποκτούσε το δικαίωμα να ερευνήσει και να μελετήσει όσους αρχαιολογικούς χώρους ήθελε στην επικράτεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Πρώτος σταθμός του Γάλλου στην Ελλάδα υπήρξε η Αθήνα, όπου έμεινε πέντε μέρες. Έπειτα πήγε στην Πελοπόννησο και μέσω Μεγαλοπόλεως έφτασε στον Μυστρά, όπου οι δημογεροντία τον υποδέχτηκε σαν φιλέλληνα. Όμως ο Γάλλος «με τον Παυσανία στο χέρι» αναζητούσε στην περιοχή της Λακεδαίμονος τα ερείπια της αρχαίας Σπάρτης και των άλλων σημαντικών πόλεων της Λακωνίας. Τις πρώτες μέρες της παραμονής του στον Μυστρά ο ανιψιός του, που τον βοηθούσε στις έρευνές του, ανακάλυψε εντοιχισμένα στο μεσαιωνικό τείχος ενεπίγραφα αρχαία βάθρα. Αμέσως, με δέκα εργάτες, τα «ξήλωσε» από την αρχική τους θέση. Έπειτα βρέθηκαν στο τείχος των Παλαιολόγων είκοσι ακόμη κομμάτια ενεπίγραφων λίθων που είχαν την ίδια με τα προηγούμενα τύχη. Αμέσως ο Φουρμόντ προσέλαβε άλλους πενήντα εργάτες.
Επί 53 συνεχώς μέρες δεν άφησε στην κυριολεξία «λίθον επί λίθου» στον Μυστρά, στην Σπάρτη και στις Αμύκλες. Ο Φουρμόντ κατεδαφίζοντας και ανασκάπτοντας αποκάλυψε 300 επιγραφές τις οποίες αντέγραψε καθώς επίσης διάφορα ανάγλυφα, αναθήματα και μικροτεχνήματα τα οποία έστειλε στην Γαλλία. Η κατεδάφιση των μεσαιωνικών τειχών του Μυστρά και η ανασκαφή των αρχαίων μνημείων και τάφων της Σπάρτης από τον Μισέλ Φουρμόντ δυσχεραίνει πολύ την αρχαιολογική έρευνα στη Σπάρτη, όταν μετά από δύο περίπου αιώνες η έρευνα αυτή επιχειρήθηκε από την επιστήμη, πλέον, της αρχαιολογίας.
Στην Σπάρτη, το καταστροφικό έργο του Γάλλου αρχαιοκάπηλου εκδηλώθηκε με ιδιαίτερη βαρβαρότητα. Το εκπληκτικό είναι ότι ο Μισέλ Φουρμόντ καυχιόταν για τους βανδαλισμούς αυτούς στις επιστολές που συνέτασσε: «Τα ισοπέδωσα όλα, τα ξεθεμελίωσα όλα» έγραφε τον Απρίλιο του 1730 προς το φίλο του Φρενέ, «Από την μεγάλη αυτή πολιτεία (την Σπάρτη), δεν απόμεινε λίθος επί λίθου. Εδώ και ένα μήνα συνεργεία από τριάντα και μερικές φορές σαράντα ή εξήντα εργάτες γκρεμίζουν, καταστρέφουν, εξολοθρεύουν τη Σπάρτη. Ο βρόντος από το γκρέμισμα των τειχών, το κατρακύλισμα των λίθων ως τις όχθες του Ευρώτα, ακούγεται όχι μονάχα στη Λακωνία αλλά και σ’ ολόκληρο τον Μοριά και παραπέρα ακόμη. Τούρκοι, Εβραίοι, Έλληνες έρχονται να δουν από πενήντα λεύγες μακριά. Αλλά το μόνο που αντικρύζουν είναι χιλιάδες ενεπίγραφα μάρμαρα.
Μια μέρα ο ανιψιός μου που επιστατούσε στις εργασίες, βρήκε μια ντουζίνα μάρμαρα, τα καλύτερα του κόσμου, γεμάτα επιγραφές. Έστειλε αμέσως να με πληροφορήσει, φροντίζοντας στο δρόμο να το διαλαλήσει σε όλη την περιοχή. Σε λίγο έφτασε στην Σπάρτη όλος ο Μυστράς. Αυτή τη στιγμή μόνον τέσσερις πύργοι απομένουν όρθιοι… Για να είμαι ειλικρινής, απορώ κι εγώ με αυτή την εκστρατεία. Από όσα έχω διαβάσει κανείς δε σκέφτηκε ως τώρα να ξεθεμελιώσει πολιτείες ολόκληρες…»
Αλλά η επιστολή αυτή έχει και συνέχεια: «Δεν θέλω να αφήσω λίθο επί λίθου. Δεν ξέρω κύριε και αγαπητέ φίλε αν υπάρχει στον κόσμο πράγμα ικανό να δοξάσει μια αποστολή περισσότερο από του να σκορπίσεις στους ανέμους τη στάχτη του Αγησιλάου, από το να ανακαλύψεις τα ονόματα των εφόρων, των γυμνασιαρχών, αγορανόμων, φιλοσόφων, γιατρών, ποιητών, ρητόρων, διάσημων γυναικών, ψηφίσματα της Γερουσίας, τους νόμους του Λυκούργου. Οι Αμύκλες είναι πολύ κοντά για να τις παραμελήσω. Έστειλα εργάτες και γκρέμισαν τα λείψανα του περίφημου ναού του Απόλλωνα.
Φανταστείτε τη χαρά μου, αλλά θα ήταν μεγαλύτερη αν είχα λίγη άνεση χρόνου. Υπάρχουν ακόμη η Μαντινεία, η Στύμφαλος, το Παλλάδιον, η Τεγέα και κυρίως η Νεμέα και η Ολυμπία. Θα άξιζε να τις φέρω άνω κάτω, απ’ τα θεμέλια ως την κορυφή.
Η Iστορία δεν μπορεί να είναι μόνο αυτή που κάποιοι μας επιβάλουν. Σχεδόν όλες τις φορές, αναγκαστικά πρέπει να γυρίζουμε πίσω, προκειμένου να συναντήσουμε τη μήτρα που γέννησε τη σύγχρονη ιστορία, η οποία ως σήμερα δεν παρουσιάστηκε σωστά παρά «κουτσουρεμένα» και κάτω απ’ το «μακιγιάζ» που κατά καιρούς επέβαλαν διάφοροι λόγιοι και συμφέροντα. Από εκεί πρέπει να αρχίσουμε, απ’ τις ρίζες της, που δεν φαίνονται αν δεν τις σκαλίσεις.
Οι ρίζες του αποτελειώματος, στο χαλασμό που άφησαν οι δύο κατακτητικές Αυτοκρατορίες (Ρωμαϊκή-Οθωμανική), στον πανάρχαιο πολιτισμό των Ελλήνων, ήρθε να διαπράξει το 1730, Ο Michel Fourmont απεσταλμένος του Λουδοβίκου ΙΔ’, αναζητώντας χρυσούς θησαυρούς… και γράμματα (καθώς έγραφε στους επισήμους της πατρίδας του). Θα πρέπει λοιπόν να μελετήσουμε τη ρίζα, της αυτής ιστορίας και που γιατί σήμερα δεν έχουμε σχεδόν τίποτα απ’ το πανάρχαιο Μυκηναϊκό μυστηριακό κέντρο Αμύκλαι, μα και απ’ την αρχαία ένδοξη Σπάρτη. Δεν θα πάμε ευτυχώς πολύ πίσω στο χρόνο, όλα τα γεγονότα, είναι ιστορικώς καταγεγραμμένα με βασιλικές εντολές, μυστικά (και ίσως κωδικοποιημένα) γράμματα προς τον Λουδοβίκο και τον τότε πρωθυπουργό της Γαλλίας τον Ντε Φλερί, Οθωμανικά φιρμάνια κ.α…
Ο προηγούμενος βασιλιάς της Γαλλίας, Λουδοβίκος ΙΔ΄ (1638-1715), είχε αφήσει την χώρα σε τραγική οικονομική κατάσταση και ο διάδοχος του Λουδοβίκος ΙΕ΄ (1710-1774), δεν μπόρεσε να ξεπεράσει την κρίση αυτή λόγω έλλειψης αποφασιστικότητας. Η μοναρχία ήταν σε συνεχή παρακμή, και αυτό το αντιλαμβανόταν ο Λουδοβίκος ΙΕ΄, χωρίς όμως να κάνει κάτι αποφασιστικό, πέρα απ’ το να στέλνει «δικούς» του ανθρώπους να ψάχνουν για χρυσό σε διάφορα μέρη που θα βοηθούσαν να ξεπεράσει την οικονομική ύφεση η Γαλλία. Μάλιστα είχε προβλέψει ο ίδιος, «Μετά από εμένα ο κατακλυσμός» («Après moi, le déluge»). Ο Λουδοβίκος ΙΕ΄ έβαλε στο νου του την αρχαία χώρα που παρέδωσε στην ανθρωπότητα το Πολιτισμό και πιθανόν το χρυσό που θα υπήρχε στην Ελλάδα θαμμένος απ’ τους πολιτισμένους Έλληνες, (νόμισε πως θα είχε την ίδια, ίσως, και καλύτερη τύχη των Ισπανών, καθώς έγινε με τον παρμένο χρυσό απ’ τους ιθαγενείς της Αμερικής). Με όλα τα διπλωματικά μέσα της εποχής, έστειλε το 1730, στο Σουλτάνο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας Αχμέτ Γ’, τον προσωπικό του φίλο Μισέλ Φουρμόντ όπου και απέσπασε απ’ τον Αχμέτ Γ΄ την γραπτή νόμιμη εντολή (φιρμάνι), να ερευνήσει για δήθεν βυζαντινά αντίγραφα και αρχαιότητες που δεν θα τις αποσπούσε από το μέρος τους, αλλά θα τις αντέγραφε απλώς για τα πανεπιστήμια της Γαλλίας!
Εδώ δεν θα γράψω, εάν ήταν οργανωμένη συγκυρία η οικονομική ανάκαμψη, ή, ένα τυχαίο γεγονός. Αλλά η περίοδος 1726-1743 μνημονεύεται στην ιστορία της Γαλλίας σαν: «Την οικονομία που άρχισε πάλι να ανακάμπτει μετά τα δύσκολα τελευταία χρόνια του Λουδοβίκου ΙΔ΄ και το γαλλικό νόμισμα ισχυροποιήθηκε στην Ευρώπη και την Αμερική.»
«….Έχω τη δύναμη να το κάνω. Απόκτησα μια οξυδέρκεια σ’ αυτού του είδους. Εγώ δε μοιάζω με αυτούς που τρέχουν από πόλη σε πόλη για να ιδούν. Πρέπει να παίρνω χρήσιμα πράγματα.
Όταν θα καταστρέψω ολοκληρωτικά τη Σπάρτη και τις Αμύκλες, θα πάω στο Ναύπλιο για λίγη ανάπαυση. Από κει θα μπορέσω να μπαρκάρω για την επιστροφή στη Γαλλία. Τώρα είμαι απασχολημένος με την καταστροφή του ναού του Απόλλωνα στις Αμύκλες. Βρίσκω κάθε μέρα θαυμαστά πράγματα. Δεν μετανιώνω για της υπηρεσίες μου στον «πολυαγαπημένο» (έτσι αποκαλούσαν τον Λουδοβίκο ΙΕ΄).»
Δύο εβδομάδες αργότερα, στις 20 Απριλίου 1730, ο Φουρμόντ γράφοντας στον πρεσβευτή της Γαλλίας στην Κωνσταντινούπολη Βιλλενεβέ, δικαιολογεί τους βανδαλισμούς του στην Σπάρτη σαν εκδίκηση, από την κακή απέναντί του συμπεριφορά των Μανιατών: «Βρίσκομαι σε έναν φοβερό τόπο, στην περίφημη Μάνη. Κακός λαός κι είμαι ευτυχής που γλίτωσα. Έφυγα από την βάρβαρη πατρίδα τους χωρίς να αποκομίσω τίποτα αξιόλογο, τίποτα για να βγουν τουλάχιστον τα έξοδά μου. Για να ξεσπάσω, για να εκδικηθώ αυτό το σκυλολόι, ρίχτηκα πάνω στην αρχαία Σπάρτη. Δεν ήθελα να μείνει τίποτα από την πόλη που έκτισαν οι πρόγονοί τους. Την έσβησα, την ανασκάλεψα, την ξεθεμελίωσα, δεν έμεινε λίθος επί λίθου.
Και γιατί, θα ρωτήσει η εξοχότητα σας, επέπεσα με τόση μανία πάνω σε αυτή την πόλη, ώστε να γίνει αγνώριστη πληρώνοντας τις αμαρτίες των απογόνων της; Έχω την τιμή να σας απαντήσω. Ήταν πολύ αρχαία και έκρυβε με φιλαργυρία πολλούς θησαυρούς. Αυτό δεν μπορούσα να το συγχωρέσω. Ως τώρα κανένας ταξιδιώτης δεν τόλμησε να τους αγγίξει. Οι Βενετοί, μ’ όλο που υπήρξαν κάποτε κυρίαρχοι αυτής της χώρας, τους σεβάστηκαν. Έκρινα πως δεν έπρεπε να τρέφω τέτοιο σεβασμό. Την ισοπέδωσα λοιπόν με κάθε επισημότητα. Κι αυτό προκάλεσε το θαυμασμό των Τούρκων, ενώ οι Έλληνες λύσσαξαν και οι Εβραίοι έμειναν κατάπληκτοι. Είμαι ήσυχος, πολύ περισσότερο γιατί απόκτησα από το ταξίδι μου πράγματα ικανά να βοηθήσουν και να θαμπώσουν όλους τους σοφούς.
Ποιος θα φανταζόταν ποτέ ότι θα ήταν δυνατόν να βρεθεί ο τάφος του Αγησιλάου και του Λύσανδρου, των περίφημων βασιλιάδων της Σπάρτης; Ποιος θα φανταζόταν πως ύστερα από τόσους πολέμους, σεισμούς και άλλες θεομηνίες που αφάνισαν αυτή την πόλη, θα έβρισκα ακόμη θαυμαστά μάρμαρα που μας κάνουν γνωστούς όλους τους εφόρους, ρήτορες και άλλες προσωπικότητες, άγνωστες ως την τελευταία καταστροφή που έγινε από εμένα; Βιβλία δεν υπάρχουν», συνεχίζει στην επιστολή του ο βάνδαλος. «Πολλοί δεν ξέρουν σ’ αυτή την χώρα ούτε να γράφουν, ούτε να διαβάζουν. Χρησιμοποιούν τα χειρόγραφα για φυσέκια. Κι αφού δεν υπάρχουν βιβλία φρόντισα για κάτι άλλο, ώστε το ταξίδι μου να ωφελήσει τη Γαλλία και τα Γράμματα. Αφοσιώθηκα με τόσο ενθουσιασμό σ’ αυτό κι έδωσα τέτοια χτυπήματα, που ο αντίλαλός τους θα ακουστεί σ’ ολόκληρη την Ευρώπη. Δεν γκρεμίζει κανείς δύο και τρεις πολιτείες χωρίς θόρυβο. Εγώ τις ξεθεμελίωσα, ενώ οι παλαιότεροι περιηγητές έρχονταν μόνο για να τις βρουν.»
Αποκαλυπτικό για το ανεξήγητο μίσος που έτρεφε ο Γάλλος Φουρμόντ προς την Σπάρτη και τα μέσα που χρησιμοποιούσε, είναι και η επιστολή του προς τον τότε πρωθυπουργό της Γαλλίας, Καρδινάλιο Ντε Φλερί. Του αναγγέλλει ότι πήγε στην Λακωνία σε αναζήτηση των γνωστών λόγων(?) και παλαιών χειρογράφων. «Αλλά σεβασμιότατε», γράφει σ’ αυτήν, «ο λαός, αυτά τα παιδιά της Λακεδαίμονος, δεν κράτησαν από τους προγόνους τους τίποτε άλλο από την αγάπη της ελευθερίας και την μανία του πολέμου. Το όνειρό τους είναι να αποκτήσουν όπλα. Τα βιβλία τα χρησιμοποιούν για τα φυσέκια τους…
Έριξα την θλίψη μου πάνω στην κυριότερη πόλη της περιοχής, την αρχαία Σπάρτη. Το βλέμμα μου έπεσε πάνω στα κτίσματα που κατά την γνώμη μου έκρυβαν θησαυρούς για τα Γράμματα. Ήταν κίονες, ανάβαθρα, ενεπίγραφες μετώπες. Ν’ αφήσω όλα αυτά σε άλλους (γιατί δεν είμαι εδώ ο μοναδικός ερευνητής), θα ήταν έλλειψη καλού γούστου, θα ήταν αδιαφορία για την τιμή του έθνους μου, θα σήμαινε πως είμαι ανάξιος να αντιληφθώ τις προθέσεις του βασιλιά μου και να εκπληρώσω τις διαταγές μου. Πρόκειται, όπως θα κατάλαβε η εξοχότητα σας, για το καλό των Γραμμάτων.
Γι’ αυτό μίσθωσα εργάτες και κατέστρεψα ως τα θεμέλια τα λείψανα της υπέροχης αυτής πολιτείας, σε σημείο που να μην απομείνει λίθος επί λίθου. Μπορεί, σεβασμιότατε, να καταντήσει σε λίγο ένας άγνωστος τόπος εγώ όμως έχω τον τρόπο να την αναστήσω στο όνομα της Γαλλίας και το πνεύμα των ανθρώπων, ακόμη και των πιο μακρινών γενεών, γιατί έχω καταρτίσει ολόκληρο κατάλογο των ιερέων και ιερειών της, των εφόρων, των αγορανόμων και των γυμνασίαρχων.
…Η καλή μου τύχη θέλησε να ανακαλύψω επιγραφές για πολλούς φιλοσόφους, ρήτορες, στρατηγούς, ποιητές, καλλιτέχνες, ακόμα και διάσημες γυναίκες, άγνωστες ως τώρα. Οι επιγραφές αυτές μας πληροφορούν ποιοι αυτοκράτορες ευεργέτησαν την πόλη, ποιοι ευλαβείς ιδιώτες έκτισαν ναούς, ποιοι από αλαζονεία χρηματοδοτούσαν δημόσια θεάματα.
Η ευσέβειά μου, σεβασμιώτατε, δεν έφτασε στο σημείο ν’ αφήσω στη γαλήνη, ούτε την τέφρα των βασιλιάδων. Σκόρπισα στον άνεμο την τέφρα του Αγησίλαου. Μπήκα στον τάφο του Λύσανδρου και ανακάλυψα τον τάφο του Ορέστη.»
Σε ένα άλλο γράμμα του στον φίλο του Μπινώ, σημειώνει ότι στην Λακεδαίμονα βρισκόταν κάποιος Μόρισον, Άγγλος αρχαιοσυλλέκτης «μέθυσος, βάρβαρος, αγροίκος». Και προσθέτει «λύσσαξε που τον πρόλαβα.»
Σε άλλη επιστολή του, προς τον υπουργό του Λουδοβίκου Μορεπώ, αναφέρει: «Αν ήμουν ο μοναδικός ερευνητής, αν δεν έβρισκα αρχαιολογικούς θησαυρούς, αν δεν ανησυχούσα μήπως επωφεληθούν άλλοι από τις ανακαλύψεις μου, θα έφευγα αμέσως».
Η μεγάλη χαρά του μισέλληνα και τυχοδιώκτη Γάλλου, η αγαλλίασή του για τη βεβήλωση και τον αφανισμό των λειψάνων της αρχαιότητος, εκδηλώνεται σε μια επιστολή του, πάλι από την Σπάρτη, προς τον Ιταλό μισσιονάριο Ντομένικο Ντελλαρόκα, που υπηρετούσε στη γαλλική Πρεσβεία της Πόλης: «Δεν άφησα λίθο επί λίθου» γράφει. «Πρέπει να σας εξομολογηθώ ότι βρίσκομαι σ’ ένα παραλήρημα χαράς που κατόρθωσα να καταστρέψω ολότελα τις ξακουστές αυτές πολιτείες, έτσι όπως γίνεται σε πόλεμο. Το έκανα για την Γαλλία, για την Αυτού εξοχότητα. Αυτό αποτελεί για μένα μια νέα δόξα».
Φαίνεται ότι οι ντόπιοι, έστω και αργά, προσπάθησαν να αντιδράσουν, όταν κατάλαβαν τον πραγματικό ρόλο του σατανικού Γάλλου, αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα, αφού ο Φουρμόντ είχε την έγκριση και την προστασία των Τούρκων. Σε μια παράγραφο στο γράμμα που έστειλε στον Σεβέν, γράφει: «Κατέβαλα πολύν κόπον για να κερδίσω με το μέρος μου τους Μυστριώτες. Εχρειάσθη να μεταχειρισθώ πολλήν σωφροσύνην, πολιτική, λεπτότητα, υπομονήν και αν θέλετε σθένος. Εκέρδισα προ πάντων με το μέρος μου τους Τούρκους και τους Εβραίους. Οι Έλληνες που είναι εδώ πολύ ισχυροί κατ’ αρχάς ήσαν πολύ ευχαριστημένοι να βλέπουν τα μάρμαρα αυτά αλλά όταν είδαν να ανέρχονται εις χιλιάδας και αντελήφθησαν ότι θα τα εναπόθετα πάλιν εις την γην βαθύτερα από όσον ήταν πρώτα, χωρίς να τους επιτρέψω να λάβουν αντίγραφα, επανήλθον εις τον φυσικόν των χαρακτήρα με την ελεεινήν των καχυποψίαν, αλλ’ έχων τους Τούρκους υπέρ εμού δεν τους φοβούμαι καθόλου».
Η πραγματική αλήθεια είναι ότι ένας μόνον Έλληνας έβρισκε θεσπέσιο το έργο του Γάλλου βανδάλου. Πρόκειται για τον γιατρό μυστικιστή απ’ τα Επτάνησα που είχε καταλήξει στο Μυστρά, Ηλία Δόξα σπουδαγμένου στη Γαλλία, τουρκολάτρη, και μια από τις πιο σκοτεινές μορφές στην πολιτική ζωή της Πελοποννήσου. Κατά τον σοφό καθηγητή του πανεπιστημίου Σωκράτη Κουγέα, ο Δόξας παρέσυρε τον Μητροπολίτη Παρθένιο και τους προκρίτους του Μυστρά «όχι μόνον εις το να βλέπουν τον βανδαλισμό του Φουρμόντ σιωπώντες και αδιαμαρτύρητοι, αλλά και να τους εκφράσουν δια ομαδικής επιστολής ευχαριστίας δι’ αυτόν».
Στην επιστολή του ο Παρθένιος και οι προύχοντες του Μυστρά, μεταξύ των οποίων και ο Δόξας, γράφουν: «Εμείς, δύναται να κηρύττωμεν ευεργεσίαν δια της οποίας έμελλε, καθώς δεν μας έπρεπε, να δούμε εις τον καθ’ ημάς χρόνον, όλο το κάλλος και στολήν της παλαιάς πατρίδος. Ευχαριστούμεν ημείς τοιαύτην την μεγαλουργίαν, το κηρύττει η Πελοπόννησος, το υμνεί η Ελλάς, θέλει να δεχθή ως ένδοξον λείψανον της παλαιάς εκείνης ευδαιμονίας….
αιώνας. Ω! πόσον οι πρόγονοί μας ήθελον στενάξει να ησθάνοντο τοσαύτην χάριν της θαυμασίας σου μεγαλοφροσύνης! Ας χαίρει η μεγαλόπολις Παρισίων όπου δέχεται εις τους θριάμβους της την παλαιάν Σπάρτην, και μεθ’ ημών την δούλην και ταπεινήν. Έρρωσο, τρισμέγιστε άνερ και δια την χάριν και δια την σοφίαν και δια την πατρίδα.»
Αλλά τόσος ήταν ο θαυμασμός του Δόξα προς τον Φουρμόντ, ώστε να του αφιερώσει και ένα ηρωοελεγειακό ποίημα. Το «ελεγείο» προσφωνείται: «τω σοφωτάτω και ελλογιμοτάτω ανδρί κυρίω Μιχαήλ Φουρμόντ, τω Παρισίησιν της εγκυκλοπαιδικής μαθήσεως και των υπό τας Ανατολάς γλωσσών αρίστω διδασκάλω κατά την παλαιάς Σπάρτης ανασκαφήν». Το ποίημα που αποτελείται από 34 στίχους, είναι ύμνος προς το κλέος της αρχαίας Σπάρτης και έπαινος προς τον Μιχαήλ Φουρμόντ, «όστις έφερεν εις το φώς τον κόσμον αυτής.» Παρά το ότι το μέτρο του ποιήματος δεν είναι τέλειο, οι στίχοι του δείχνουν εν τούτοις μια εκπληκτική αρχαιομάθεια του λογίου ιατρού του Μυστρά, αλλά συγχρόνως και τη δουλοπρέπεια ενός γραικύλου ο οποίος υπογράφει: «Εις αϊδίου ευλαβείας μαρτύριον Ηλίας Δόξας ο Σπαρτιάτης.»
Το εγκληματικό όργιο της καταστροφής των αρχαιοτήτων από τον Φουρμόντ, έγινε γνωστό στο Παρίσι και οι προϊστάμενοί του έσπευσαν να τον ανακαλέσουν μετά από τις παραινέσεις και τις απειλές των Άγγλων. Ανακλήθηκε ενώ βρισκόταν ακόμα στη Σπάρτη, τον Απρίλιο του 1730. Γύρισε στη Γαλλία και κατακρίθηκε δριμύτατα για τη λεηλασία των αρχαίων μνημείων και κατηγορήθηκε για πλαστογραφία αντιποίηση στολής (σαν Αββάς) και απάτη, αφού οι κριτικοί αμφισβήτησαν τη γνησιότητα της επιγραφικής συλλογής του, την οποία αποτελούσαν αντίγραφα 2.600 επιγραφών....