Friday 17 June 2016

«Κοράκιασα από τη δίψα»! Αλήθεια, από πότε και γιατί λέμε αυτή τη φράση; Ο αστερισμός του Κρατήρα και του Κόρακα

Σε κάποια µικρή, ορεινή πόλη της αρχαίας Ελλάδας οι κάτοικοι αποφάσισαν κάποτε να κάνουν µια σηµαντική θυσία στο θεό Απόλλωνα.
Υπήρχε στην περιοχή τους ανάµεσα σε δύσßατα φαράγγια μια πηγή της οποίας το νερό το θεωρούσαν ιερό και το χρησιµοποιούσαν στις θυσίες. Έπρεπε λοιπόν για αυτή τη σηµαντική θυσία να στείλουν κάποιον σε αυτή τη δύσκολη και ανηφορική διαδροµή για να φέρει το «ιερό» νερό.
Ξαφνικά, ακούστηκε µια φωνή από ένα δέντρο εκεί κοντά. Ήταν η φωνή ενός µεγαλόσωµου κόρακα ο οποίος προσφερόταν να αναλάßει το συγκεκριµένο εγχείρηµα. Παρά την έκπληξη που ένιωσαν οι κάτοικοι ακούγοντας τη φωνή του κόρακα, αποφάσισαν να του αναθέσουν την αποστολή, µιας και µε τα φτερά του θα έφτανε γρήγορα και εύκολα στην πηγή που έτρεχε το «ιερό» αυτό νερό.
Έδωσαν λοιπόν, οι άνθρωποι στον κόρακα µια µικρή υδρία, αυτός την άρπαξε µε τα νύχια του και πέταξε στον ουρανό µε κατεύθυνση την πηγή. Ο κόρακας έφτασε γρήγορα στην πηγή. Πλάι της αντίκρισε µια συκιά γεµάτη σύκα και λιχούδης καθώς ήταν άρχισε να δοκιµάζει µερικά σύκα. Τα σύκα όµως ήταν άγουρα και ο κόρακας αποφάσισε να περιµένει µέχρι να ωριµάσουν, ξεχνώντας όµως την αποστολή που είχε αναλάßει για λογαριασµό των ανθρώπων.
Περίµενε τελικά δύο ολόκληρες µέρες ώσπου τα σύκα ωρίµασαν. Έφαγε πολλά µέχρι που κάποια στιγµή θυµήθηκε τον πραγµατικό λόγο για τον οποίο είχε έρθει στην πηγή. Άρχισε να σκέφτεται λοιπόν, πώς θα δικαιολογούσε την αργοπορία του στους κατοίκους της πόλης. Τελικά γέµισε µε νερό τη µικρή υδρία, άρπαξε µε το ράµφος του ένα µεγάλο φίδι το οποίο διέκρινε να κινείται κοντά στους θάµνους και πέταξε για την πόλη.
Όταν ο κόρακας έφτασε στην πόλη, οι κάτοικοι θέλησαν να µάθουν το λόγο για τον οποίο άργησε να επιστρέψει µε το νερό από την πηγή. Ο κόρακας αφού άφησε κάτω την υδρία και το φίδι, ισχυρίστηκε ότι το συγκεκριµένο φίδι ρουφούσε το νερό από την πηγή µε αποτέλεσµα αυτή να αρχίσει να ξεραίνεται. Έπειτα τους είπε πως όταν το φίδι αποκοιµήθηκε, αυτός γέµισε την υδρία µε το νερό και γράπωσε και το φίδι για να το παρουσιάσει στους κατοίκους.
Οι άνθρωποι τον πίστεψαν και σκότωσαν το φίδι χτυπώντας το µε πέτρες και ξύλα. Όµως, το φίδι αυτό ήταν του θεού Απόλλωνα και ο θεός του φωτός οργισµένος αποφάσισε να τιµωρήσει τον κόρακα για το ψέµα του. Έτσι από εκείνη την ηµέρα, κάθε φορά που ο κόρακας προσπαθούσε να πιει νερό από κάποια πηγή, αυτή στέρευε. Κράτησε πολύ καιρό το µαρτύριο αυτό της δίψας του κόρακα, µέχρι που ο Απόλλωνας τον λυπήθηκε και τον έκανε αστέρι στον ουρανό.
Από τότε, όταν κάποιος διψούσε πολύ, έλεγε τη φράση «Κοράκιασα από τη δίψα». Και αυτή η φράση έχει παραµείνει ως τις µέρες µας…

antikleidi


Ο αστερισμός του Κρατήρα και του Κόρακα

Tοῦτο τὸ ἄστρον κοινόν ἐστιν ἀπὸ πράξεως γεγονὸς ἐναργοῦς. τιμὴν γὰρ ἔχει ὁ κόραξ παρὰ τῷ Ἀπόλλωνι· ἑκάστῳ γὰρ τῶν Θεῶν ὄρνεόν ἐστιν ἀνακείμενον· θυσίας δὲ γενομένης τοῖς Θεοῖς σπονδὴν πεμφθεὶς κομίσαι [ἐνέγκαι] ἀπὸ κρήνης τινός, ἰδὼν παρὰ τὴν κρήνην συκῆν ὀλίνθους [ἐρινεοὺς] ἔχουσαν ἔμεινεν ἕως πεπανθῶσιν· μεθ' ἱκανὰς δὲ ἡμέρας πεπανθέντων τούτων καὶ φαγὼν τῶν συκῶν αἰσθόμενος τὸ ἁμάρτημα ἐξαρπάσας καὶ τὸν ἐν τῇ κρήνῃ ὕδρον ἔφερε σὺν τῷ κρατῆρι, φάσκων αὐτὸν ἐκπίνειν καθ' ἡμέραν τὸ γιγνόμενον ἐν τῇ κρήνῃ ὕδωρ· ὁ δὲ Ἀπόλλων ἐπιγνοὺς τὰ ὄντα τῷ μὲν κόρακι ἐν τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτίμιον ἔθηκεν ἱκανὸν τὸν χρόνον τοῦτον διψῆν, καθάπερ Ἀριστοτέλης εἴρηκεν ἐν τοῖς περὶ θηρίων, καὶ Ἀρχέλαος δέ φησιν ὁμοίως ἐν τοῖς Ἰδιοφυέσιν. μνημόνευμα δὲ δώσων τῆς εἰς Θεοὺς ἁμαρτίας σαφές, εἰκονίσας ἐν τοῖς ἄστροις ἔθηκεν εἶναι τόν τε Ὑδρον καὶ <τὸν Κρατῆρα καὶ τὸν Κόρακα> μὴ δυνάμενον πιεῖν καὶ μὴ προσελθεῖν.

Ερατοσθένης, Καταστερισμοί, 1,41

Μαθήματα ζωής - «Γερνάω» λες. Κι όμως, κανείς δεν γερνάει από τα χρόνια που περνάνε από πάνω του.

Αυτά σε γερνάνε...
Σκέφτεσαι ότι γερνάς.
Κοιτάς στον καθρέπτη σου και πάντα ανακαλύπτεις μια καινούργια άσπρη τρίχα που δεν την έπιασε καλά η βαφή, μια χαρακιά- επονομαζόμενη ρυτίδα- στις άκρες των ματιών ή στο κούτελο, μια μικρή χαλάρωση στα μάγουλα.

Κοιτάς το κορμί σου και πάντα κάτι αλλάζει. Κάτι που αλλάζει και δεν ξαναφτιάχνεται. Κάτι που για να βελτιωθεί θέλει τη διπλάσια προσπάθεια.

Και μετά βγαίνεις στο δρόμο και παρατηρείς.
Κάτι νέους που δείχνουν πιο γέροι από σένα κι ας μην έχουν ούτε μια ρυτίδα.
Κάτι γέρους που δείχνουν πιο νέοι από σένα κι ας μην μπορούν πλέον ούτε καν να τις μετρήσουν.
Κάτι καμπουριασμένα κορμιά με λαμπερά μάτια και κάτι λαμπάδες με θολό βλέμμα.
Κάτι πιασμένα σαν κόμπο γερασμένα χέρια και κάτι άλλα λευκά και αδούλευτα που κινούνται μόνα τους κατά μήκος του σώματος.

Μπαίνεις σε σπίτια και βλέπεις.
Σαμπανιέρες γεμάτες ξύδι και ριχτάρια γεμάτα κόμπους.
Πλαστικά ποτήρια γεμάτα με το καλύτερο κρασί και ψωμοτύρι που σε χορταίνει.
Χάπια που συντηρούν το σώμα σου και χάπια που καταστρέφουν το μυαλό σου.
Κρέμες για το γέμισμα των ρυτίδων και κάπου αλλού ευτυχία που τις κάνει να μη φαίνονται.

Γερνάω λες.
Κι όμως, κανείς δεν γερνάει από τα χρόνια που περνάνε από πάνω του.
Κανείς δεν δίνει σημασία αν μπορεί ή δεν μπορεί να κάνει αυτά που έκανε στα νιάτα του, όταν έχει βρει διαφορετικά πράγματα να κάνει μεγαλώνοντας.
Κανείς δεν γερνάει όταν η ζωή του είναι πλημμυρισμένη από ευγένεια, αγάπη, αφοσίωση, χαμόγελα, στιγμές ευτυχίας. 
Δεν γερνάει όταν τα προβλήματα υγείας του είναι αντιμετωπίσιμα, όταν η ανταμοιβή από αυτά που δίνει στα παιδιά του είναι η βελτίωσή τους, όταν το βράδυ κοιμάται κουμπωμένος σε μια αγκαλιά, όταν το πρωί ξυπνάει θέλοντας να γίνει καλύτερος.
Κανείς δεν γερνάει όταν τρώει από ευχαρίστηση, όταν κοιμάται χωρίς ανάγκη, όταν μιλάει χωρίς προσπάθεια, όταν κάνει πράγματα που τον ευχαριστούν.
Κι ας μην τα κάνει τέλεια. Κι ας μην κερδίσει ποτέ βραβείο.
Ας μην υπάρχει κανείς να τον χειροκροτήσει. Ας μην υπάρχει κανείς να καταγράψει το γεγονός.
Κανείς δεν γερνάει όταν δεν στάζουν στην καρδιά του φαρμάκι.
Όταν εκτιμούν και σέβονται την αγάπη που δίνει. Χωρίς απαραίτητη ανταπόκριση αλλά με την απαραίτητη προσοχή.

Οι λεπτομέρειες γερνάνε.

Εκείνες οι μικρές αλλά σημαντικές λεπτομέρειες που μένουν χαραγμένες στη ψυχή και μεταφέρονται στο δέρμα και στα όργανα.
Εκείνα τα «δεν θέλω» που έγιναν πραγματικότητα. Εκείνα τα «δεν μπορώ» που έγιναν καθημερινότητα.
Αυτές οι δουλειές που δεν παράγουν έργο. Εκείνες οι φιλίες που υπάρχουν προς εκμετάλλευση.
Οι αγάπες που σε πρόδωσαν με αντίτιμο . Οι σχέσεις που κρατήθηκαν χωρίς να υπάρχουν.
Τα ξύλινα ή χάρτινα σπίτια.
Η έλλειψη εμπιστοσύνης. Η ξεφτίλα που ανέχεσαι. Η ζωή που δεν ζεις.

Οι αναπάντητες λέξεις γερνάνε και όχι αυτές που σου απαντάνε ακόμα κι αν δεν είναι αυτό που περιμένεις.
Η αδιαφορία στο ενδιαφέρον γερνάει. Ο τζάμπα κόπος. Οι χαμένες ώρες και οι μη αναγνωρίσιμες προσπάθειες.
Οι τοίχοι και τα σίδερα. Οι παγωμένες αντιδράσεις.
Το τρύπημα του στομαχιού από τα οξέα. Οι χτύποι της καρδιάς από το ανώφελο άγχος.
Η προσπάθεια να αρέσεις εκεί που δεν σου αρέσει.
Η αποδοχή της διαφορετικότητας σου από κάποιους που δεν έχουν δεχθεί ούτε τον εαυτό τους.
Η εξάρτιση χωρίς σκοινιά και ο θάνατος χωρίς μαχαίρι.
Αυτά σε γερνάνε.
Όλα τα άλλα είναι απλά σημάδια στο σώμα σου χωρίς καμία ιδιαίτερη σημασία.
Σκέφτεσαι ότι γερνάς.
Κοιτάς στον καθρέπτη σου και επιβεβαιώνεις ότι το μόνο που πρέπει να κάνεις είναι να αλλάξεις τις αιτίες πρόκλησης των ρυτίδων.
Ας υπάρχουν εκεί.
Απλά φρόντισε οι ιστορίες που κρύβουν μέσα τους, να είναι όλες άξια χαραγμένες.

___________________
~ Δήμητρα Καφρομάνη

o-klooun
antikleidi.com

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki