Saturday, 11 April 2020

«Το ωόν του Πάσχα»: Ένας άγνωστος πίνακας του Νικηφόρου Λύτρα

Της Δήμητρας Ποντοπόρου.

Στις 12 Μαΐου του 2005 ο οίκος Σόθμπις στο Λονδίνο έβγαλε σε δημοπρασία έναν πρωτότυπο πίνακα του Νικηφόρου Λύτρα, ελάχιστα γνωστό στους ειδικούς και άγνωστο στο κοινό. 
Ο πίνακας είχε φιλοτεχνηθεί το 1874-75 στο Μόναχο, όταν ο Λύτρας έκανε ένα ταξίδι στην πόλη, όπου είχε αποκτήσει την εικαστική παιδεία του. Παρέδωσε το έργο στο στενό του φίλο και συντοπίτη Νικόλαο Γύζη, πιθανότατα μαζί με άλλα με σκοπό να πωληθούν ή να εκτεθούν.
Το έργο παρέμεινε αδιάθετο στο εργαστήριο του Γύζη μέχρι το 1887. Εκείνη τη χρονιά ο Γύζης το έστειλε στην Ελλάδα, επειδή δε διέθετε πλέον χώρο στο εργαστήριό του. Πρωτοπαρουσιάστηκε στο κοινό το επόμενο έτος, στην Πανελλήνια Εκθεση του 1888.
Ο τότε Γάλλος πρεσβευτής της Γαλλίας στην Ελλάδα υπήρξε ο πρώτος αγοραστής του έργου κατευθείαν από τον Νικηφόρο Λύτρα, που το κληροδότησε στους απογόνους του. Αυτοί το 2005 το κατέθεσαν προς δημοπράτηση στον οίκο Σόθμπις στο Λονδίνο. 
Το Πανελλήνιο Ιερό Ιδρυμα Ευαγγελιστρίας Τήνου έσπευσε να το αποκτήσει έναντι του ποσού των 404.932 ευρώ. 
Ο πίνακας εκτίθεται σήμερα στο Ιδρυμα Τηνιακού Πολιτισμού στη Χώρα της Τήνου, που ιδρύθηκε το 2002 από το Πανελλήνιο Ιερό Ιδρυμα Ευαγγελιστρίας Τήνου και αποτελεί κέντρο αναφοράς της πολιτιστικής δραστηριότητας του νησιού.
Όταν ο κ. Μάρκος Βιδάλης, ο διευθυντής του Ιδρύματος Τηνιακού Πολιτισμού, μου έδειξε το έργο, ένιωσα να με καθηλώνει η χρωματική ένταση και η αμεσότητα της σύνθεσης, παρότι πρόκειται για την απλή σκηνή ενός νεαρού κοριτσιού που ξεφλουδίζει το πασχαλινό αυγό.
Μία ιδιοφυής σύνθεση
Η εικαστική ανάλυση του πίνακα αποκαλύπτει την καλλιτεχνική ιδιοφυΐα του ζωγράφου που, αν και το θέμα του, το κόκκινο αυγό, είναι τόσο μικρό σε μέγεθος σε σχέση με την ανθρώπινη μορφή, κατάφερε να μαγνητίζει το μάτι του θεατή.
Αυτό το επιτυγχάνει καταρχήν με την επανάληψη των κυρίαρχων χρωμάτων του πασχαλινού αυγού, του κόκκινου και του λευκού σε μεγάλες επιφάνειες του πίνακα, οι οποίες μάλιστα είναι έτσι διανεμημένες, ώστε δημιουργούν άξονες που επικεντρώνονται στο αυγό.
Συγκεκριμένα μια μεγάλη επιφάνεια σκούρου κόκκινου χρώματος που αποτελεί η φούστα του κοριτσιού ενισχύει τη χρωματική εντύπωση του κόκκινου του αυγού και εντείνει το λαμπερότερο χρώμα του.
Στην προέκταση της φούστας τα πεσμένα κόκκινα τσόφλια και στον ίδιο κατακόρυφο άξονα το κόκκινο λουλούδι μέσα στη μπρούτζινη κανάτα, που ταυτόχρονα βρίσκεται στην προέκταση του χεριού που κρατάει το αυγό, δημιουργούν ένα ισοσκελές τρίγωνο που δείχνει το αυγό στην κορυφή του. Αντίστοιχα συνενώνονται και οι λευκές επιφάνειες.
Λίγο λευκό από τα αναποδογυρισμένα τσόφλια στο πάτωμα, ο ποδόγυρος από το λευκό μισοφόρι του κοριτσιού, το λευκό πουκάμισο στο λαιμό της, το λευκό μαντήλι σφιχτοδεμένο στο κεφάλι της και το λευκό λουλούδι στην κανάτα και τέλος το λευκό ασπράδι του αυγού.
Προσθέτοντας χρόνο και κίνηση
Με αριστουργηματικό τρόπο ο καλλιτέχνης έχει καταφέρει να προσθέσει στον πίνακα χρόνο και κίνηση. Δεν είναι τυχαίο ότι, για να αποδώσει ο Λύτρας την εξέλιξη της κίνησης, η φούστα είναι περισσότερο αδρά αποδοσμένη ως ενιαία χρωματική επιφάνεια, ενώ το γιλέκο είναι αποδοσμένο στις λεπτομέρειες του περίτεχνου σχεδίου του και των ελαφρών πτυχώσεών του από την κίνηση του μπράτσου.
Το γεγονός ότι οι παλάμες αναδύονται μέσα στο μπλε σκούρο των γυρισμένων μανικιών μαγνητίζει ακόμα περισσότερο το μάτι του θεατή στην κίνηση των δαχτύλων. 
Πόσο απαλά και σταθερά συνάμα κρατούν τα δάχτυλα του αριστερού χεριού το αυγό! Με πόση λεπτότητα και προσοχή προσπαθούν τα δάχτυλα του δεξιού χεριού να το ξεφλουδίσουν χωρίς να χαθεί ούτε ένα κομματάκι από το ασπράδι του πολύτιμου αποκτήματος!

Ο ζωγράφος επέλεξε χρωματικά μια μεγάλη επιφάνεια λαμπρού λευκού χωρίς φωτοσκιάσεις για το κεφαλομάντηλο, ώστε το μάτι του θεατή να κινείται από το ασπράδι προς το πρόσωπο του κοριτσιού. 
Πίσω από το λευκό μαντήλι επέλεξε να τοποθετήσει ένα οριζόντιο ξύλινο ράφι, επιτυγχάνοντας ταυτόχρονα και άλλους στόχους. Το σκούρο χρώμα του ραφιού ως φόντο του μαντηλιού τονίζει ακόμα περισσότερο τη λευκότητά του.
Το ράφι του έδωσε τη δυνατότητα να τοποθετήσει τη μπρούτζινη κανάτα, με τέτοιο τρόπο, ώστε αυτή και το ψηλό καλάθι κάτω δεξιά στον πίνακα δημιουργούν μία διαγώνιο στο κέντρο της οποίας ο Λύτρας έχει τοποθετήσει το αυγό. 
Και τα ψηλά αντικείμενα δημιουργούν την εντύπωση της κίνησης προς τα πάνω. Προσεκτική παρατήρηση δείχνει πως το στόμα και το αυγό τείνουν να συναντηθούν ευρισκόμενα στην άλλη διαγώνιο του πίνακα.
Πράγματι, αν κλείσει κανείς τα μάτια του και ξανακοιτάξει τον πίνακα έχει την εντύπωση πως κάθε φορά βλέπει άλλο στιγμιότυπο της κίνησης, στην προσήλωση του κοριτσιού στο ξεφλούδισμα και στην αδημονία να φέρει το αυγό στο στόμα του.
Με την οριζόντια ζώνη του ραφιού και το δάπεδο σε όμοιο χρώμα ισορροπεί η σύνθεση και επιτυγχάνεται τριμερής διαίρεση του πίνακα. 
Δημιουργείται εντός του πίνακα ένα δεύτερο πλαίσιο που, παράλληλα με τον εστιασμένο φωτισμό σαν από προβολέα, επικεντρώνει το μάτι στο τμήμα έμφασης, όπου η κίνηση βρίσκεται σε εξέλιξη.
Ο πίνακας είναι έργο της ωριμότητας του Λύτρα και χαρακτηριστικός της περιόδου, όπου αναδεικνύει σκηνές ηθογραφικές, από την καθημερινή ζωή των απλών ανθρώπων. Παρότι δεν εμπνέεται πλέον από αρχαιοελληνικά θέματα, όπως στην αρχή της εκπαίδευσής του στη «Σχολή του Μονάχου», συχνά στους πίνακές του τοποθετεί ένθετες αναφορές στην αρχαία Ελλάδα. 
Εδώ το ριγμένο ύφασμα πάνω στο σκαμνί παραπέμπει σε πτυχώσεις αρχαίων ανάγλυφων και παράλληλα προσθέτει ένα ανάλαφρο θέμα στο έδαφος της σύνθεσης.
Το κόκκινο αυγό σύμβολο της Ανάστασης
Το κόκκινο αυγό στη θρησκεία μας συμβολίζει ως κόκκινο χρώμα το αίμα από τα Πάθη του Χριστού. Το αυγό καθαυτό και το λευκό ασπράδι συμβολίζουν τη νέα ζωή, την Ανάσταση. 
Σε όλον τον πίνακα κυριαρχεί η ανοδική κίνηση, από την κόκκινη φούστα προς τη λευκότητα του μαντηλιού του κοριτσιού, ώστε η σύνθεση στο σύνολό της υπερβαίνει την απλή περιγραφή και υποβάλλει την αίσθηση της ανάτασης από το κόκκινο του Πάθους στο λευκό της Ανάστασης.
Το νεαρό αυτό κορίτσι, που πόζαρε ως μοντέλο του ζωγράφου, στη διάρκεια της ζωής του θα πρέπει να έζησε πολέμους που είχαν ως στόχο την ποθητή Ανάσταση του γένους, μιας και την εποχή που φιλοτεχνήθηκε ο πίνακας η Ελλάδα είχε ελευθερωθεί μόνο μέχρι τη Θεσσαλία και την Ηπειρο. 
Στο πρόσωπό του διακρίνεται περισσότερο σοβαρότητα παρά παιδική ανεμελιά.
Δεν μπορώ να αποφύγω να φέρω στο μυαλό μου τα νέα παιδιά της Ελλάδας και το μέλλον τους. Με την ευχή της Ανάστασης αφιερώνεται το έργο στους 500.000 νέους που έχουν αναγκαστεί τελευταία να φύγουν από την πατρίδα.

«ΠΑΙΔΙΚΗ ΠΑΣΧΑΛΙΑ» Παπαδιαμάντης

«Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης αγαπούσε τα γράμματα και τα βιβλία. Αυτό που κυριάρχησε, όμως, στη ζωή του ήταν η ζωγραφική. Μεγαλώνοντας του δημιουργήθηκε ο πόθος να γίνει λογογράφος, να γράφει διηγήματα, κι έτσι ζωγράφιζε με την πένα του. Το ταλέντο του αυτό και η προσωπική του μελέτη και γνώση τον έφτασαν στην ψηλότερη κορυφή της εθνικής μας λογοτεχνίας, γιατί ήταν αληθινός δημιουργός.
Στα διηγήματά του με ήρωες παιδιά αφηγείται τις παιδικές του αναμνήσεις. Σε αυτό, παρουσιάζει την εικόνα της παιδικής ορφάνιας, είναι ύμνος για τη χαμένη μάνα που είναι αναντικατάστατη, και δίνει την πιο αισθηματική, την πιο λεπτή περιγραφή της Λαμπρής».
Απόσπασμα από τον πρόλογο της Αθηνάς Παπαγεωργίου, διευθύντριας του Μουσείου Αλ. Παπαδιαμάντη.
bookstars

1891


Τὸν υἱόν της τὸν καπετὰν Κομνιανὸν τὸν ἐπαντρολογοῦσεν ἤδη ἡ γρια-Κομνιανάκαινα, ἂν 〈καὶ〉 δὲν εἶχε χρονίσει ἀκόμη ἡ νύμφη της, ἡ μακαρῖτις. Τὰ δύο ὀρφανά, μία κόρη ὀκταέτις καὶ ἓν τετραετὲς παιδίον, ἐφόρουν μαῦρα, κατάμαυρα, ὁποὺ ἐστενοχώρουν κ᾽ ἐχλώμιαιναν τὰ πτωχὰ κάτισχνα κορμάκια των, καὶ ἦτον καημὸς καρδιᾶς νὰ τὰ βλέπῃ τις. Ἐνθύμιζαν τὸ δημῶδες δίστιχον:
Βαρύτερ᾽ ἀπ᾽ τὰ σίδερα εἶναι τὰ μαῦρα ροῦχα,
γιατὶ τὰ φόρεσα κ᾽ ἐγὼ γιὰ μιὰν ἀγάπη πού ᾽χα.
Ἡ γραῖα ἔκειτο ἐπὶ τῆς κλίνης καθ᾽ ὅλην τὴν ἑβδομάδα τῶν Παθῶν, γογγύζουσα, ρέγχουσα, φωνάζουσα. Ἐβεβαίου ὅτι «ἀγγελιάστηκε», καὶ ἡτοιμάζετο ν᾽ ἀποθάνῃ. Ἐπέβαλλεν εἰς τὴν Μόρφω, τὴν μικρὰν ἐγγονήν της, ἐργασίας ἀνωτέρας τῆς ἡλικίας τοῦ πτωχοῦ κορασίου. Αἴφνης, ἐν μέσῳ δύο γογγυσμῶν, ἔβαλλε μίαν φωνήν, κ᾽ ἔκραζεν ἀπὸ τῆς κλίνης πρὸς τὴν ἐκτὸς τοῦ ἰσογείου θαλάμου πηγαινοερχομένην καὶ ὑπηρετοῦσαν παιδίσκην.
― Μὴ χύνῃς στὴν αὐλὴ τὰ νερά, χίλιες φορὲς σ᾽ τὸ εἶπα· στὸ νεροχύτη!
Κ᾽ ἐπανελάμβανε τοὺς ἀφορήτους στεναγμούς, ἐπιτείνουσα μάλιστα αὐτοὺς ὁσάκις τυχὸν πτωχὴ γειτόνισσα, μὴ τολμῶσα νὰ εἰσέλθῃ, ἤρχετο δειλῶς μέχρι τῆς θύρας καὶ ἠρώτα πῶς ἦτο ἡ ἀσθενής.
Βεβαίως ἡ γρια-Κομνιανάκαινα ἔπασχεν, ἀλλ᾽ ἴσως ἐμεγαλοποίει τὸ πρᾶγμα. Ἔκλαιε «τὰ νιᾶτα της», ἔλεγεν ὅτι δὲν θὰ προφθάσῃ νὰ κάμῃ ἐφέτος Πάσχα. Ἡ γειτόνισσα ἡ Μηλιὰ ἐβεβαίου ὅτι ἡ γραῖα εἶχε καὶ «κομπόδεμα», ἀλλὰ ποῦ νὰ ἐμβάσῃ μέσα καμμίαν ἐκ τῶν γειτονισσῶν της! Ἐλλείψει ἄλλης ἀσθενείας ἦτον ἱκανὴ ν᾽ ἀποθάνῃ ἀπὸ τὴν φιλαργυρίαν της. Δὲν ἐβάστα ἡ ψυχή της νὰ δώσῃ κάτι τι εἰς μίαν πτωχὴν γυναῖκα διὰ νὰ τὴν «κοιτάξῃ», κ᾽ ἐπέβαλλε βαρεῖαν ἀγγαρείαν εἰς τὴν Μόρφω, ὀκταετῆ παιδίσκην. Ἐνίοτε παρελήρει ἀληθῶς. Εἶτα ἔβαλλεν ἀγρίαν κραυγήν. Ἔκραζε τὴν παιδίσκην νὰ τὴν σκεπάσῃ μὲ τὸ σινδόνιον, ἀλλὰ χωρὶς αὕτη νὰ τὴν ἐγγίσῃ κἂν, ἡ γερόντισσα ἔβαλλε τοιαύτην ὠρυγήν, ὥστε ἡ μικρὰ κατετρόμαζε.
Ὁ καπετὰν Κομνιανὸς ἔλειπε μὲ τὸ γολετί, κ᾽ ἐπεριμένετο νὰ ἔλθῃ. Εἶχε μαζί του, μὲ τὸ γολετί, καὶ τὸν πρωτότοκον υἱόν του, τὸν Γεώργην, δωδεκαετῆ παῖδα. Τοῦτο ἦτο ἕνας ἀπὸ τοὺς καημοὺς τῆς γραίας, ὅτι ἔμελλε ν᾽ ἀποθάνῃ, ὡς ἔλεγε, χωρὶς νὰ ἐπανίδῃ τὸν υἱόν της, καὶ τὸν ἔγγονόν της τὸν μεγάλον, ὅστις ὡμοίαζε τόσον μὲ τὸν μακαρίτην τὸν πάππον του. Καὶ ποῖος νὰ τῆς σφαλήσῃ τὰ μάτια; Αἱ ἀνεψιαί της, ὑπανδρευμέναι καὶ αἱ δύο, τῆς ἐβαστοῦσαν κακίαν διὰ κάτι κληρονομικὰς διαφοράς, καὶ δὲν ἔσπασαν τὸ πόδι «οἱ λαχταρισμένες, οἱ ἀχρόνιαστες!» νὰ ἔλθουν νὰ τὴν ἰδοῦν. Οὕτω τῆς ἤρχετο καὶ αὐτῆς ν᾽ ἀποθάνῃ εἰς τὸ πεῖσμα των, ν᾽ ἀποθάνῃ χωρὶς νὰ τῆς φιλήσωσι τὴν χεῖρα.
Ἰατρός, ποῦ νὰ εὑρεθῇ; Εἶχεν αὐτὴ νὰ πληρώνῃ; Αὐτὴ ὤφειλε νὰ κάμνῃ οἰκονομίαν διὰ τὰ ὀρφανά, καὶ δὲν ἔπρεπε νὰ φθείρῃ τὸ βιὸ τοῦ υἱοῦ της εἰς γιατρικὰ καὶ δὲν ξέρω τί. Ψευτογιάτρισσες! Κάμε τὴ δουλειά σου! Ἔχουν ἐμπιστοσύνην τώρα αὐταὶ αἱ γυναῖκες; Ὁ κόσμος ἐχάλασε, τί τὰ θέλεις; Ἔμβαζε αὐτὴ μὲς στὸ βιό της, μὲς στὰ καλά της, ξένην γυναῖκα; Τῆς ἤρχετο νὰ ἐπαναλάβῃ πρὸς τὰς γειτονίσσας τὴν ἰδίαν κραυγήν, δι᾽ ἧς ἀπεδίωκε τὸ πάλαι παρείσακτον ὄρνιθα ἀπὸ τὸν ὀρνιθῶνά της. Ξού, ξένη!
Ὣς τόσον ἐπεθύμει νὰ ἤρχετο ὁ υἱός της διὰ νὰ τὸν νυμφεύσῃ, νὰ τοῦ δώσῃ καὶ τὴν εὐχήν της. Σαράντα χρόνων ἄνθρωπος, κι ὁ κόσμος εἶναι πέλαγο, σὰν ἐκεῖνο ποὺ ἀρμένιζε τώρα. Πῶς νὰ περάσῃ τὴ ζωήν του χωρὶς νὰ ἔλθῃ εἰς δεύτερον γάμον; Καὶ τὰ ὀρφανά, καὶ αὐτὰ θὰ εὕρισκαν μητέρα, μίαν καλὴν οἰκοκυρά, ἥτις ἀπὸ τώρα ἐπροσφέρετο μάλιστα νὰ ἔλθῃ νὰ τὴν ὑπηρετήσῃ εἰς τὴν ἀσθένειάν της. Ἀλλ᾽ ἡ γραῖα Κομνιανάκαινα, μὴ θέλουσα νὰ παραβῇ τὴν ἀρχήν της, δὲν ἐδέχθη τὴν ἐκδούλευσιν.
Τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι ἐκ τῶν δύο ὀρφανῶν, ἡ Μόρφω, ἥτις εἶχεν ἤδη αἴσθησιν, ἂν δὲν ἐπεθύμει ν᾽ ἀποκτήσῃ μητέρα, ἐνθυμεῖτο κ᾽ ἐλυπεῖτο τὴν μητέρα της. Ὁ Εὐαγγελινός, νήπιον τριετίζον ἐν καιρῷ τῆς συμφορᾶς, οὔτε ἤξευρε τίποτε οὔτε ἐνθυμεῖτο. Ἔκλαιε μόνον ὅταν ἡ μάμμη τὸν ἐβίαζε νὰ φορέσῃ τὸν κατάμαυρον σάκκον του. Ἡ Μόρφω, λευκὴ καὶ ὠχρὰ μὲ τὰ μαῦρα φουστανάκια της, καὶ μὲ τὸ μαῦρον μανδήλιον τὸ σκεπάζον τὰ ξανθά της μαλλιά, ἦτο κατηφής, κ᾽ ἐνθυμεῖτο τὸ περυσινὸν Πάσχα, ὅταν ἔζη ἡ μήτηρ της. Ἡ ἀτυχὴς γυνὴ εἶχεν ἀποθάνει ἀπὸ τὴν γένναν της, τὸ παρελθὸν θέρος, καὶ τὸ βρέφος μετ᾽ αὐτῆς. Τώρα ἡ κορασὶς εἶχεν ἀντὶ τῆς καλῆς καὶ πονετικῆς μητρὸς τὴν μάμμην μὲ τὴν ἀφόρητον παραξενιά της, ἥτις, ἐνῷ ἐβεβαίου ὅτι ὅλα τῆς ἐπόνουν, κεφαλή, λαιμός, χεῖρες, πόδες, πλάται, κοιλία, μέση καὶ τὰ λοιπά, πνιγομένη δὲ ἀπὸ τὸν βῆχα καὶ γογγύζουσα δυνατὰ καὶ βάλλουσα κραυγὰς ἀγρίας, ἐφείδετο νὰ δώσῃ εἰς ἰατροὺς καὶ φάρμακα, αἴφνης ἠγείρετο, ὑποβαστάζουσα τὴν κοιλίαν της, ἐξήρχετο μέχρι τῆς θύρας, ἔρριπτε βλέμμα εἰς τὸν ἐκτὸς κόσμον, κ᾽ ἔλεγεν:
― Ἄχ! τί γλυκιὰ πού ᾽ν᾽ ἡ ζωή!
* * *
Πέρυσι, ὤ! πέρυσι, τὴν Μεγάλην Πέμπτην πρωί, ἀφοῦ ἐγύρισαν ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν, ὅπου εἶχον μεταλάβει ὅλοι, ἡ καλὴ καὶ προκομμένη μήτηρ, καίτοι ἄγουσα ἤδη τὸν ἕβδομον μῆνα τῆς ἐγκυμοσύνης της, ἀνεσφουγγώθη καὶ ἤρχισε νὰ βάπτῃ ἐν τῇ χύτρᾳ τὰ αὐγά, μὲ ριζάρι, κιννάβαρι καὶ ὄξος. Εἶτα ἤρχισαν νὰ ἔρχωνται εἰς τὴν θύραν ἀνὰ ζεύγη τὰ παιδία τῆς πολίχνης, μὲ τὸν ὑψηλὸν καλάμινον σταυρὸν στεφανωμένον μὲ ρόδα εὐώδη καὶ μὲ μήκωνας κατακοκκίνους, μὲ δενδρολίβανον καὶ μὲ ποικιλόχροα ἀγριολούλουδα, μὲ τὸν ἀποσπασθέντα ἀπὸ τ᾽ Ὀχτωῆχι χάρτινον Ἐσταυρωμένον εἰς τὸ μέσον τοῦ σταυροῦ, καὶ μὲ ἐρυθρὸν μανδήλιον κυματίζον, μέλποντα τὸ ᾆσμα:
Βλέπεις ἐκεῖνο τὸ βουνὶ μὲ κόκκινη παντιέρα; Ἐκεῖ σταυρῶσαν τὸ Χριστό, τὸν πάντων βασιλέα.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Σύρε μητέρα μ᾽, στὸ καλὸ καὶ στὴν καλὴ τὴν ὥρα, κ᾽ ἐμένα νὰ μὲ καρτερῇς τὸ Σάββατο τὸ βράδυ· ὅταν σημαίνουν ἐκκλησιὲς καὶ ψέλνουνε παπάδες, τότες καὶ σύ, μαννούλα μου, νά ᾽χῃς χαρὲς μεγάλες.
Καὶ τί χαρὲς μεγάλες τῷ ὄντι, τί χαρὲς δι᾽ ὅλα τὰ παιδία! Καὶ ἡ καλὴ ἡ μήτηρ της προθυμότατα ἔδιδεν ἀνὰ δύο ἀρτιβαφῆ αὐγὰ εἰς ὅλα τὰ παιδία· δύο αὐγὰ κόκκινα, καὶ τί εὐτυχία! τί νίκη! ἐνῷ ἡ μάμμη ἐφώναζεν ὅτι ἀρκετὰ παιδία ἦλθαν, καὶ ἀρκετὰ ἐτραγούδησαν, καὶ ὅτι ἔπρεπε νὰ ὑπάγουν καὶ ἀλλοῦ.
Μετὰ ταῦτα ἡ μήτηρ ἤρχισε νὰ ζυμώνῃ, καὶ ἔπλασεν ἀρκετὲς κουλοῦρες μετ᾽ αὐγῶν διὰ τὸν σύζυγον, ἐπιδημοῦντα τότε, διὰ τὴν πενθεράν της, δι᾽ ἑαυτήν, διὰ τὲς κουμπάρες, ὡς καὶ μικρὲς «κοκῶνες» διὰ τὴν Μόρφω, διὰ τὸν Εὐαγγελινόν, διὰ τ᾽ ἀναδεξίμια της καὶ διὰ τὰ πτωχὰ παιδιὰ τῆς γειτονιᾶς.
Κ᾽ ἐπειδὴ ὁ μικρὸς Εὐαγγελινὸς ἔκλαιε, λέγων ὅτι δὲν εἶναι ἀρκετὰ μεγάλη ἡ κοκώνα του, ἡ μήτηρ τοῦ ἔδιδεν ἄλλην νὰ ἐκλέξῃ, ἀλλ᾽ αὐτὸς δὲν ἡμέρωνεν οὔτε ἤθελε νὰ ταιριασθῇ. Τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι τὰς ἤθελεν ὅλας διὰ τὸν ἑαυτόν του. Καὶ τότε ἡ μήτηρ τὸν ἐπαρηγόρει λέγουσα ὅτι «τὸ Σαββάτο τὸ βράδυ θὰ ᾽ρθῇ ἡ κουρούνα (κρά, κρά!), νὰ φέρῃ τὸ τυρὶ καὶ τὸ κρέας (τσί, τσί!), καὶ τότε νὰ ἰδῇς χαρὲς ὁ Βαγγελινός, σὰν ἀκούσῃ κρά, κρά! τὴν κουρούνα νὰ χτυπᾷ τὸ παραθύρι. Πάρε Βαγγελινὲ τὸ τυρί, πάρε καὶ τὸ τσὶ-τσί, νὰ φᾶτε!» Καὶ ὁ μικρὸς ἐψέλλιζε καὶ αὐτός, «θὰ ᾽θῇ κουούνα νὰ φέῃ τοὺ τσὶ-τσί», καὶ συνάπτων τὰς χεῖρας, δακτύλους μεταξὺ δακτύλων, κατὰ τὸ ὑπόδειγμα τῆς μητρός, ἐμιμεῖτο τὴν εἰρεσίαν τῶν πτερῶν τῆς κουρούνας, τὸ δὲ παιδίον τῆς γειτόνισσας τῆς Μηλιᾶς, ἑξαετές, ἄνιπτον, ρακένδυτον, ὀκλάζον εἰς μίαν γωνίαν, κρατοῦν τὴν κοκώνα του, τὴν ὁποίαν ἐσκέπτετο ἂν δὲν ἦτο καλὸν νὰ τὴν φάγῃ τώρα ποὺ εἶναι ζεστή, διεμαρτύρετο γρυλλίζον καὶ λέγον: «Ναί! θὰ ᾽ρθῇ ἡ κουρούνα! ἀμ᾽ δὲ θὰ ᾽ρθῇ!»
Καὶ τὴν Μεγάλην Παρασκευήν, περὶ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου, ἡ μήτηρ ὡδήγησε τὰ δύο παιδία εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ὅπου, ἀφοῦ ἔκαμαν τρεῖς γονυκλισίας πρὸ τοῦ ἀνθοστεφοῦς κουβουκλίου, ἠσπάσθησαν τὸν μυρόπνουν Ἐπιτάφιον, τὸ ἀργυρόχρυσον Εὐαγγέλιον μὲ τ᾽ ἀγγελούδια, καὶ τὸν Σταυρὸν μὲ τ᾽ ἀνθρωπάκια καὶ τὶς Παναγίτσες (τί χαρά, τί δόξα!), καὶ εἶτα ἐπέρασαν τρὶς ὑπὸ τὸν ὑψηλόν, μεγαλοπρεπῆ Ἐπιτάφιον, ὁ δ᾽ Εὐαγγελινὸς (ὅλα τὰ ἐνθυμεῖτο ἡ μικρὰ Μόρφω) ἀνέτρεψεν ἐξ ἀπροσεξίας πήλινον ἀμφορέα μὲ ὕδωρ, ἐξ ἐκείνων οὓς θέτουσιν ὑπὸ τὸν Ἐπιτάφιον πρὸς ἁγιασμόν, διὰ νὰ μεταχειρισθῶσι τὸ ὕδωρ εἰς τὸ καματηρό, ἤτοι τοὺς μεταξοσκώληκας, καὶ εἰς ἄλλας χρείας, αἱ νεώτεραι μυροφόροι, γυναῖκες διακαῶς ποθοῦσαι «νὰ ξενυχτίσουν τὸν Χριστὸν» μένουσαι ἄγρυπνοι ἐν τῷ ναῷ πέραν τοῦ μεσονυκτίου, διότι ἡ ἀκολουθία τοῦ Ἐπιταφίου ψάλλεται ἐκεῖ τὸ Μέγα Σάββατον, περὶ ὄρθρον βαθύν. Ὁ ἀμφορεὺς πεσὼν ἐθραύσθη, ἡ δὲ γυνὴ ἧς ἦτο κτῆμα ὠργίσθη, καὶ εἶπεν ὅτι τὸ ἔχει «σὲ κακό της». Τότε ἡ μήτηρ τοῦ Εὐαγγελινοῦ, ἀφοῦ ἐπέπληξεν αὐστηρῶς τὸ παιδίον, πειραχθεῖσα εἶπεν ὅτι «ἂν εἶναι κακό, ἂς εἶναι γιὰ μένα!» Καὶ τὴν πτωχὴν δὲν τὴν ηὗρε ὁ χρόνος!
Τὸ Μέγα Σάββατον δέ, μικρὸν μετὰ τὰ μεσάνυκτα, ἡ μήτηρ ἐξύπνισε τὸν Εὐαγγελινὸν καὶ τὴν Μόρφω, κ᾽ ἐνῷ ἐσήμαιναν διὰ μακρῶν οἱ κώδωνες, ἐπῆγαν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ὅπου ἐψάλη τὸ «ὦ γλυκύ μου ἔαρ» καὶ ἄλλα ἀκόμη παθητικὰ ᾄσματα. Εἶτα οἱ πιστοὶ ὅλοι μὲ ἀνημμένας λαμπάδας ἐξῆλθον εἰς τὸ ὕπαιθρον, ὑπὸ τὸ ἀμαυρωθὲν φέγγος τῆς φθινούσης σελήνης, ἐνῷ ἡ αὐγὴ ἔλαμπεν ἤδη ροδίνη καὶ ξανθή, προπέμποντες τὸν Ἐπιτάφιον ἀγλαόφωτον μὲ σειρὰς λαμπάδων. Καὶ ἡ αὔρα πραεῖα ἐκίνει ἠρέμα τοὺς πυρσούς, χωρὶς νὰ τοὺς σβήνῃ, καὶ ἡ ἄνοιξις ἔπεμπε τὰ ἐκλεκτότερα ἀρώματά της εἰς τὸν Παθόντα καὶ Ταφέντα, ὡς νὰ συνέψαλλε καὶ αὐτή, «ὦ γλυκύ μου ἔαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον!» καὶ ἡ θάλασσα φλοισβίζουσα καὶ μορμύρουσα παρὰ τὸν αἰγιαλὸν ἐπανελάμβανεν, «οἴμοι γλυκύτατε Ἰησοῦ!» Τὰ δὲ παιδία προπορευόμενα τῆς πομπῆς, μεγαλοφώνως ἔκραζον: Κύριε ἐλέησον! Κύριε ἐλέησον! Ὁ Εὐαγγελινὸς ἐψέλλιζε μετὰ τῶν ἄλλων: Κύιε ἔησον! Κύιε ἔησον!
Καὶ ὕστερον, ὅταν ἀνέτειλεν ὁ ἥλιος τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, διαλύων τὴν ἀπαραίτητον ὁμίχλην τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, (ἥτις καθιστᾷ μελαψὴν μιγάδα τὴν ἡμέραν καὶ παμμέλαιναν ἀράβισσαν τὴν νύκτα), ὁ Εὐαγγελινὸς ἐξύπνησεν ἀπὸ τὰ βελάσματα τοῦ ἀρνίου, τὸ ὁποῖον ἡτοιμάζετο νὰ σφάξῃ διὰ τὴν οἰκογένειαν τοῦ καπετὰν Κομνιανοῦ ὁ γείτονας Νικόλας, ὁ σύζυγος τῆς Μηλιᾶς. Ὁ Εὐαγγελινὸς καὶ ἡ Μόρφω ἐξῆλθον εἰς τὸ προαύλιον. Τί ὡραῖον, τί ἥμερον, τί λευκόμαλλον ποὺ ἦτο τὸ ἀρνί! Καὶ πῶς ἐβέλαζε (μπέ! μπέ!) τὸ καημένο. Ἐν τούτοις δὲν ἐφαίνετο πολὺ δυσαρεστημένον, διότι ἔμελλε νὰ σφαγῇ. Καὶ ἄλλος Ἀμνὸς ἄμωμος, Ἀμνὸς αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου, καὶ ἄλλος ἀτίμητος Ἀμνὸς ἐσφάγη…
Τὴν ἑσπέραν ἔφερεν οἴκαδε ὁ πατὴρ τὰς πασχαλινὰς λαμπάδας, ὡραίας, λεπτάς, περιτέχνους. Τί χαρά! τί θρίαμβος! φαντασθῆτε ὡραίας μικρὰς λαμπάδας, μὲ ἄνθη τεχνητά, μὲ χρυσόχαρτα. Ὁ Εὐαγγελινὸς ἤθελε νὰ πάρῃ τὴν τῆς ἀδελφῆς του, λέγων, ὅτι ἐκείνη εἶναι μεγαλυτέρα. Ἡ μήτηρ τοῦ τὴν ἔδωκεν, ἀλλ᾽ ὁ μικρὸς τὴν ἔσπασε, ἐκεῖ ποὺ ἔπαιζε μὲ αὐτήν, ἔσπασε καὶ τὴν ἰδικήν του, καὶ ὕστερον ἔβαλε τὰ κλάματα. Ὁ πατὴρ τοῦ ἠγόρασεν ἄλλην, ἀφοῦ τὸν ὑπεχρέωσε νὰ ὑποσχεθῇ ὅτι δὲν θὰ τὴν πιάσῃ εἰς τὴν χεῖρα, ἕως τὰ μεσάνυκτα, ὅταν θὰ ὑπάγουν εἰς τὴν Ἀνάστασιν. Ὁ μικρὸς ἀπεκοιμήθη κλαίων καὶ χαίρων.
Μετὰ τὰ μεσάνυκτα, ἀφοῦ ἔγινεν ἡ Ἀνάστασις, καὶ ἤστραψεν ὁ ναὸς ὅλος, ἤστραψε καὶ ἡ πλατεῖα ἀπὸ τὸ φῶς τῶν κηρίων, τὰ παιδία ἤρχισαν νὰ καίουν μετὰ κρότου σπίρτα καὶ μικρὰ πυροκρόταλα ἔξω εἰς τὸ πρόναον, καί τινες παῖδες δεκαετεῖς ἐπυροβόλουν μὲ μικρὰ πιστόλια, ἄλλοι ἔρριπτον ἐντὸς τοῦ ναοῦ ἐπὶ τῶν πλακῶν τοῦ ἐδάφους τὰ βαρέα καρφία μὲ τὰ καψύλια καταπτοοῦντες καὶ σκανδαλίζοντες τὰς πτωχὰς γραίας, αἵτινες, μεθ᾽ ὅλον τὸν διωγμὸν ὃν ἐκίνουν κατ᾽ αὐτῶν τὴν Μεγάλην Ἑβδομάδα κατ᾽ ἔτος οἱ ἐπίτροποι, ἀξιοῦντες νὰ περιορίσωσιν αὐτὰς εἰς τὸν γυναικωνίτην, οὐχ ἧττον ἐπέμενον καὶ παρεισέδυον ἐντὸς τοῦ ναοῦ ἀριστερά, εἰς τὴν μίαν κόγχην. Εἷς δ᾽ ἐπίτροπος τῆς ἐπάνω ἐνορίας, ἄνθρωπος προοδευτικός, βλέπων ὅτι ὅλοι οἱ ἐθελονταὶ ψάλται, νεανίαι εἰκοσαετεῖς, ἐφοίτων κατὰ προτίμησιν εἰς τὴν κάτω ἐκκλησίαν, εἰς δὲ τὴν ἐπάνω ἠναγκάζοντο νὰ ψάλλωσιν οἱ ἱερεῖς, τί ἐσοφίσθη; Πιάνει καὶ ἀποσπᾷ ἀπὸ τὸν γυναικωνίτην τὰ καφάσια, τὰ δικτυωτά, δι᾽ ὧν ἐφράττοντο τέως αἱ γυναικεῖαι μορφαὶ ἀπὸ τῆς ὄψεως τῶν ἀνδρῶν, καὶ ἀφήνει τὸν γυναικωνίτην ἄφρακτον. Τότε διὰ μιᾶς ὅλοι οἱ εὐλαβεῖς καὶ μουσόληπτοι νεανίσκοι ἀφῆκαν τὴν κάτω ἐκκλησίαν ἔρημον ψαλτῶν κ᾽ ἔτρεξαν ὅλοι εἰς τὴν ἐπάνω.
Εἶτα τὰ μικρὰ παιδία καί τινες παιδίσκαι τετραετεῖς, μὲ τὰς κομψὰς ποικιλτὰς λαμπάδας, ἐτάχθησαν ἀνὰ τὸν χορόν, περὶ τὰ δύο ἀναλόγια, καὶ παρὰ τὸ εἰκονοστάσιον, καὶ ἤρχισαν νὰ θορυβῶσι, νὰ παίζωσι, νὰ στάζωσιν εἰς τοὺς λαιμοὺς ἀλλήλων, καὶ νὰ τσουγκρίζωσι τὰ αὐγά των. Καὶ ἓν παιδίον ἑξαετές, πονηρότερον τῶν ἄλλων (ἦτο ὁ υἱὸς τῆς Μηλιᾶς τῆς γειτόνισσας) εἶχε πλαστὸν αὐγὸν εἰς τὸν κόλπον του, πωρώδη λίθον στρογγυλευμένον κοκκινοβαφῆ, καὶ δι᾽ αὐτοῦ ἔσπαζε τὰ αὐγὰ ὅλων τῶν παιδιῶν, καὶ τὰ ἔπαιρνε, κατὰ τὴν συμφωνίαν, καὶ τὰ ἔτρωγε.
Μία παιδίσκη καὶ εἷς παῖς, πενταετής, ἤρχισαν νὰ φιλονικῶσι περὶ τοῦ τίνος ἡ λαμπάδα ἦτο εὐμορφοτέρα.
―Ὄχι, ἡ δική μου ἡ λαμπάδα εἶναι καλύτερη.
―Ὄχι, ἡ δική μου.
―Ἐμένα ὁ πατέρας μ᾽ τὴν ἐδιάλεξε, κ᾽ εἶναι πλιὸ καλή.
―Ἐμένα ἡ μάννα μ᾽ τὴν ἐστόλισε μοναχή της.
― Καὶ ξέρει νὰ κάμῃ λαμπάδες ἡ μάννα σ᾽;
―Ὄχι, δὲ ξέρει; Σὰν τὴ δική σ᾽!
― Τέτοια παλιολαμπάδα!
― Ναί, παλιολαμπάδα;… νά!…
― Νά κ᾽ ἐσύ!
― Νά κι ἄλλη μιά! 

Καὶ ἤρχισαν νὰ τύπτουν ἀλύπητα τὰς κεφαλὰς ἀλλήλων μὲ τὰς λαμπάδας των, ἑωσοῦ ἔβαλαν τὰ κλάματα καὶ οἱ δύο.
Τὸ ἀπόγευμα πάλιν, ἀφοῦ ἐψάλη ἡ Β´ Ἀνάστασις κ᾽ ἔγινεν ἡ Ἀγάπη, ἐξῆλθαν ὅλοι εἰς τὴν πλατεῖαν κ᾽ ἐθεῶντο τὴν πυρπόλησιν τοῦ Ἑβραίου. Τί ἄσχημος καὶ τί εὐμορφοκαμωμένος ποὺ ἦτον ὁ Ἑβραῖος! Εἶχε μίαν χύτραν ὡς κεφαλήν, εἶχε καὶ λινάρι ὡς γένειον. Ἔφερε καὶ ζεῦγος γυαλιὰ (ἡ Μόρφω τὰ ἐνθυμεῖτο ὅλα), ὅμοια μ᾽ ἐκεῖνα ποὺ φορεῖ ἡ γραῖα μάμμη ὅταν ράπτῃ ἢ ἐμβαλώνῃ τὰ παλαιὰ ροῦχά της. Εἶχε κ᾽ ἕνα σακκούλι ἢ πουγγὶ κρεμασμένον εἰς τὸ ἀριστερὸν πλευρόν του. Ἐφόρει μακριά, μακριὰ φορέματα, παρδαλά, ραβδωτά! Καὶ ἀφοῦ τὸν ἐκρέμασαν ὑψηλὰ ὑψηλά, ἕως ἑπτὰ ὀργυιὰς ἐπάνω, ἤρχισαν οἱ ἄνδρες νὰ τὸν ματιάζουν, νὰ τὸν τουφεκίζουν ὅλοι, ἑωσότου τὸν ἔκαυσαν.
Καὶ ὕστερον ἡ μήτηρ ἔστρωσε τὴν τράπεζαν εἰς τὴν οἰκίαν, καὶ παρέθεσε τὰ αὐγὰ τὰ κόκκινα, τὸ τυρί, ποὺ εἶχε φέρει ἡ κουρούνα, καὶ τὸ ἀρνὶ τὸ ψημένο, καὶ τὰ παιδία ἐκάθισαν εἰς τὴν τράπεζαν καὶ ἤρχισαν νὰ τσουγκρίζουν τὰ αὐγά των. Τί χαρά! τί ἀγαλλίασις!
Ἐφέτος, δηλαδὴ κατὰ τὸ ἔτος ἐκεῖνο τῆς δυστυχίας διὰ τὰ δύο ὀρφανά, δὲν ἦτο πλέον ἐκεῖ οὔτε ὁ πατήρ των, ὅστις ἔλειπεν, οὔτε ἡ μήτηρ των, ἥτις ἐπῆγε μακρύτερα ἀκόμη. Ἀντὶ τῶν δύο ἦτο ἡ γηραιὰ μάμμη, ρογχάζουσα ἐπὶ τῆς κλίνης καὶ γογγύζουσα. Ἀντὶ τῶν κοκκίνων αὐγῶν, ἦσαν αἱ φλέγουσαι ἐκ τοῦ πυρετοῦ παρειαί της. Ἀντὶ τῶν ἐπιχρύσων λαμπάδων, ἦσαν οἱ δύο τρεμοσβήνοντες καὶ βλοσυροὶ ὀφθαλμοί της. Ἀντὶ τῆς ἀθῴας χαρᾶς, ἀντὶ τῆς ἀφάτου εὐτυχίας τοῦ παιδικοῦ Πάσχα, ἦτο ἡ λύπη ἡ βαρεῖα, ἡ ἀνεπανόρθωτος συμφορά. 

Εὐτυχῶς ἡ γρια-Κομνιανάκαινα δὲν ἀπέθανε, καὶ ὁ υἱός της ἔφθασεν ἀπόπασχα μὲ τὸ γολετί, καὶ ἤρχισε νὰ καλλωπίζηται καὶ νὰ στρίβῃ τὸν μύστακα ἀποβλέπων εἰς δεύτερον γάμον. Ἀλλά, διὰ τὰ δύο παιδία, τάχα θὰ ἐπανήρχετο πάλιν ἡ χαρὰ ἐκείνη, θ᾽ ἀνέτελλεν ἐκ νέου γλυκεῖα ἡ παιδικὴ Πασχαλιά; Διὰ τὸν Εὐαγγελινὸν ἴσως, διὰ τὴν Μόρφω ὅμως ποτέ. Αὕτη ᾐσθάνετο τὴν ἀπουσίαν τῆς μητρός της καὶ ἤξευρεν ὅτι δὲν ἔμελλε νὰ τὴν ἐπανίδῃ πλέον ἐπὶ τῆς γῆς.
Γλυκεῖα Πασχαλιά, ἡ μήτηρ τῆς χαρᾶς! Γλυκεῖα μήτηρ, τῆς Πασχαλιᾶς ἡ ἐνσάρκωσις!
Ἀλλ᾽ ὁ Χριστὸς ὑπεσχέθη νὰ πίῃ μὲ τοὺς ἐκλεκτούς του καινὸν τὸ γέννημα τῆς ἀμπέλου ἐν τῇ βασιλεία τοῦ Πατρός Του, καὶ οἱ ὑμνωδοὶ ἔψαλλον: «Ὦ Πάσχα τὸ μέγα καὶ ἱερώτατον, Χριστέ! δίδου ἡμῖν ἐκτυπώτερον σοῦ μετασχεῖν, ἐν τῇ ἀνεσπέρῳ ἡμέρᾳ τῆς βασιλείας Σου!» 

el.wikisource.org

Τα Πασχαλινά Διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη 
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

ΜένουμεΣπίτι: Κατασκευή για παιδιά – Χάρτινο Λουλούδι σε Καδράκι!

Μία εύκολη κατασκευή για τα παιδιά κάθε ηλικίας με χρώμα και χαρτοκοπτική! #ΜένουμεΣπίτι και απασχολούμαστε δημιουργικά μικροί και μεγάλοι!

Πάντα αγαπούσαμε τις εύκολες κατασκευές, αυτές που θέλουν απλές κινήσεις και εύκολα υλικά. Η περίοδος που διανύουμε μας θέλει στο σπίτι, οπότε ο καλύτερος τρόπος για να μη βαρεθούμε είναι με δημιουργική απασχόληση και κατασκευές! Άλλωστε για τις κατασκευές θέλουμε μόνο φαντασία και όρεξη! Και επειδή η Άνοιξη είναι εδώ, ασχέτως αν τη ζούμε στη Φύση ή όχι, είναι μία καλή ευκαιρία για μία χρωματιστή δημιουργία! 

Υλικά για Παιδική Κατασκευή – Χάρτινο Λουλούδι πάνω σε Καμβά:
χρωματιστά χαρτόνια
ψαλίδι
κόλλα
πινέλο
τέμπερες
προαιρετικά – χρώμα για 3D απεικονίσεις

Η κατασκευή είναι πραγματικά πανεύκολη και μπορούν να την κάνουν μόνα τους τα λίγο μεγαλύτερα παιδιά. Για τα μικρότερα, ίσως χρειαστούν βοήθεια με το ψαλίδι. Και αν δεν έχετε καμβαδάκια, γίνεται εύκολα και πάνω σε χαρτόνι σαν κάρτα ή ακόμα και σε κομμάτι από χαρτόκουτα! Στη δεύτερη περίπτωση, απλά περάστε το χρώμα πριν ξεκινήσετε να κολλάτε τα χαρτόνια. 
Ξεκινάμε λοιπόν!
Πρώτο βήμα, χρωματίζουμε τη βάση μας! 
Χρώμα και πινέλο, νερό και χαρτοπετσέτα δίπλα και η διασκέδαση ξεκινάει! Είτε μονόχρωμο, είτε ombre, βάζουμε χρώμα στον καμβά ή στο χαρτόκουτό μας. Στα δικά μας επιλέξαμε πράσινο βεραμάν με λαδί και ροζ του μήλου. Μη φανταστείτε, η πριγκίπισσα τρελαίνεται να φτιάχνει αποχρώσεις χρωμάτων με τις τέμπερες, οπότε αυτά είναι δική της δημιουργία! Για το ombre αποτέλεσμα, ουσιαστικά ξεκινάτε από τις δύο άκρες του καμβά με τις δύο διαφορετικές αποχρώσεις και βάφετε μέχρι να συναντηθούν. Στην ένωσή τους, απλά βάφετε απαλά και με τα δύο χρώματα!

Για το λουλούδι μας θα χρειαστούμε μόνο χαρτόνι, τα οποία θα πρέπει να κόψουμε σε κύκλους. Σχεδιάζουμε τον κύκλο με ένα καπάκι ή ποτήρι και η χαρτοκοπτική ξεκινάει. Ότι χρώμα μας αρέσει ή φυσικά ζωγραφίζουμε και το δικό μας λευκό χαρτόνι.

Αφού κόψουμε τους κύκλους μας, τους διπλώνουμε στη μέση. Τοποθετούμε τα διπλωμένα χαρτόνια πάνω στον καμβά με τη σειρά που μας αρέσει. Προσέχουμε το διπλωμένο χαρτί να έχει την ίδια φορά, οι άκρες να ενώνονται στη μέση δημιουργώντας έτσι ένα κύκλο. Βάζουμε όσα χαρτόνια θέλουμε, ανάλογα πόσα πέταλα έχει το άνθος μας. Κόλλα και τα στερεώνουμε.

Τελευταίο βήμα, φτιάχνουμε το κλωνάρι. Μπορείτε να το κάνετε με όσους τρόπους φανταστείτε! Με τέμπερα ζωγραφιστό, είτε με χαρτόνι που έχουμε κόψει κορμό είτε ακόμα και με αληθινό κλαδί που θα έχουμε κολλήσει με θερμοκόλλα. Τα δικά μας τα κάναμε με χρώμα απεικόνισης 3D για ντεκουπαζ και προσθέσαμε μία μικρή τσαχπινια!

Τα καδράκια μας είναι έτοιμα! Γεμάτα χρώμα να μας φτιάχνει τη διάθεση! Και επειδή τα παιδιά βρήκαν εύκολη την κατασκευή, ετοίμασαν και κάρτες για τους φίλους τους για να τους τις δώσουν μόλις επιστρέψουν στο σχολείο! Άλλωστε, η Άνοιξη είναι εδώ!

Χρώματα και πινέλα, χαρτόνια και ψαλίδια και η κατασκευή είναι εύκολη! Η δημιουργία θέλει μόνο φαντασία και λίγο χρόνο… και από το δεύτερο έχουμε πάρα πολύ τελευταία!

Καλές δημιουργίες! Και αν θέλετε να δείτε και άλλες απλές κατασκευές για τα μικρά χεράκια, πατήστε εδώ!

ματσ μουτσ
Ζήνα


efzincreations.com
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki