«Εις ολίγην απόστασιν, έξω της Χώρας του Μανταμάδου, εις μέρος πεδινόν, προς βορράν, καλούμενον «Λεσβάδος», από της Λέσβου νήσου (ή από του Ήρωος Λέσβου· ή, ίσως Αρισβάδος, εκ της Αρίσβης παλαιάς εν τη Λέσβω πόλεως),υπάρχει Ναός περικαλλής, επ’ ονόματι τιμώμενος του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ· και εντός αυτού, φαίνεται εν Προσκυνητηρίω (Κουβουκλίω) εξ εβένου (αμπανόζι), πεποικιλμένου μ’ εξειργασμένον όστρακον (σεντέφι), και κεχρυσωμένω άνωθεν, Εικών, ή μάλλον Ανάγλυφον του Αγγέλου τούτου, φέρον μορφήν και πρόσωπον μελανόχρωμον, και σχήμα, και γενναίον, και ένοπλον, και γιγαντιαίον, και τερατώδες, και στέφανον επί της κεφαλής, ή Τιάραν αργυροκόλλητον και κεχρυσωμένην. Οι κάτοικοι προ πάντων (καθώς και όλη η Νήσος), πανηγυρίζουσι πολλάκις του έτους, και προσφέρουσι μέγιστον σέβας προς τούτο και ευλάβειαν, θεωρούντες τον Άγγελον τούτον έφορον και πολιούχον της πατρίδος αυτών· ούτε παρά τίνος, ούτε εν ποία εποχή, ούτε εκ ποίας ύλης είνε κατασκευασμένον τούτο γνωρίζει τις, αλλ’ ουδέ τολμά περιέργως να ερευνήση· όσα δε διηγούνται περί της αρχής του οι κάτοικοι, είνε όλα μυθωδη.»
(έμβλημα, από Σταυράκη Αναγνώστου «Η Λεσβίας Ωδή» ή ιστορικόν εγκώμιον της
Νήσου Λέσβου, εν Μανδ. 1824).
Στην τοποθεσία «Λεσβάδος», στο λεσβιακό χωριό Μανταμάδο, υπάρχει μεγάλη
εκκλησιά στ’ όνομα και στη χάρη του Ταξιάρχη Μιχαήλ, που στα παλιά χρόνια
ήτανε μοναστήρι.
Η εκκλησιά ανακαινίστηκε μετά την κατάληψη της Λέσβου από τους Τούρκους, που
έγινε το 1462. Καλλωπίστηκε με τέμπλο, άμβωνα και δεσποτικό θρόνο, ξυλόγλυπτα,
χτίστηκε από τον Μυτιληνιό αρχιτέκτονα Γιώργο Φούρκα. Το μαρμάρινο τέμπλο από
τους Αϊβαλιώτες μαρμαρογλύπτες Γιώργο κι Αθανάσιο Περγαμηνούς. Ένα έγγραφο του
1661 μας πληροφορεί πως ήτανε μετόχι σ’ ένα Μολυβιάτικο μοναστήρι, κι από το
ίδιο χαρτί μαθαίνουμε πως τούτη η εκκλησιά του Ταξιάρχη, γιόρταζε δυο φορές το
χρόνο, όπως και σήμερα.
Οι Μανταμαδιώτες ονομάζουν τον Ταξιάρχη «Αστράτ’γου», που θα πει Αρχιστράτηγος
ή Άγιος Στρατηγός.
Το κόνισμα του άγιου είναι ανάγλυφο και παριστάνει τον Ταξιάρχη Μιχαήλ.
Φαίνεται το πάνω μέρος από τους ώμους του και τα φτερά του. Είναι σκεπασμένος
ολάκαιρος από ασήμι κι αφιερώματα από τους πιστούς Λεσβίους, εκτός από το
πρόσωπό του το μαυριδερό, που η λεσβιακή παράδοση λέγει ότι είναι ζυμωμένο με
το αίμα από 40 μάρτυρες. Οι Μανταμαδιώτες το ‘χουνε κάνει προσκυνητάρι στη
δεξιά πλευρά από το τέμπλο.
Ο Κόνρε λέγει πως το ανάγλυφο αυτό είναι βυζαντινό, κι ο Κεραμέας του 6ου
μ.Χ. αιώνα. Πάνω στ’ αψιδωτό πλαίσιο υπάρχουνε μικρές παραστάσεις αγίων. Μέσα
στην εκκλησιά φυλάγεται αρχιερατικός σάκκος, που, από ένα έγγραφο του 1912,
μαθαίνουμε πως ήτανε του Εθνομάρτυρα Γρηγορίου του Ε΄.
Όλοι οι απλοί χωριάτες της Λέσβου, τον Μανταμαδιώτη Ταξιάρχη τον θεωρούνε για
πολύ θαυματουργό και τον φοβούνται. Γι’ αυτό στη χάρη του χιλιάδες πηγαίνουνε
και τόνε προσκυνάνε.
Κείνους που βλαστημάνε κι όσοι κάνουνε μεγάλες αμαρτίες, τη νύχτα, στον ύπνο
τους, ο Μανταμαδιώτης Ταξιάρχης τους δέρνει από την πλατιά μεριά του σπαθιού
του και, μεγάλη η χάρη του, ένα σωρό τέτοιοι μαυρισμένοι στο ξύλο σηκωθήκανε
το πρωί με μελανιές σ’ ολάκερο το κορμί τους.
Η εκκλησιά του Αρχάγγελου είναι πλούσια, γεμάτη από αφιερώματα, χρυσαφικά κι
ασημικά. Μια φορά τα βάλανε στο μάτι κάποιοι κλεφταράδες, που ανεβήκανε τον
τοίχο στην αυλή του ναού κι ετοιμαζόντανε να μπούνε στον αυλόγυρο. Άξαφνα όμως
είδανε με δέος πως ο αυλόγυρος είχε γίνει θάλασσα.
Κάποια λεσβιακή παράδοση λέγει πως μια χρονιά κατορθώσανε και κλέψανε τ’
ασημικά του Ταξιάρχη. Ο λαός διάβαινε μπροστά στη μεγαλοσύνη του, έκλαιγε και
τόνε προσκυνούσε. Τότες ο Αστράτ’γους φανερώθηκε σ’ έναν αγνό κι αγιασμένο
χωριάτη και του είπε πως τ’ ασημικά θα ξαναγυρίσουνε πίσω. Μια μέρα, που
γύριζαν οι χωροφυλάκοι και ψάχνανε τα χωριατόσπιτα να βρούνε τα κλεμμένα, τους
αντάμωσε στο δρόμο ένα βοσκόπουλο και τους είπε: «Χτες το βράδυ κατέβηκε μια
φωτιά από τον ουρανό και στάθηκε στο βουνό, πάνω σ’ ένα πυρομάχι, που έφεγγε
και λαμποκοπούσε ολάκερος ο τόπος.» Σηκώθηκαν οι χωροφυλάκοι και πήγανε σε
κείνο τον τόπο, όπου πραγματικά βρήκανε τ’ ασημικά. Τα βάλανε σε σάκκους και
τα πήγανε ξανά στην εκκλησιά. Τ’ αποθέσανε στον τόπο που ήτανε πρωτύτερα.
Στον παλιό καιρό, στον Αρχιστράτηγο του Μανταμάδου, πηγαίναν οι γυναίκες,
θυμιάζαν, ανάβανε κεριά, και το καντήλι του που ήτανε κρεμασμένο σ’ ένα
δέντρο. Αλλά ο Αρχιστράτηγος δεν ήθελε να ‘ναι σ’ αυτόν τον τόπο η εκκλησιά
του. Κι όταν καταπιαστήκανε να χτίσουνε μεγάλη εκκλησιά στην ίδια τοποθεσία,
ό,τι χτίζαν οι μαστόροι όλη τη μέρα, το πρωί το βρίσκανε χαλασμένο. Κι ένα
πρωί που πήγαν οι χτίστες να δουλέψουνε, δεν βρήκανε τα σύνεργα και τα σφυριά
τους. Ήτανε χωμένα εκειδά που είναι τώρα χτισμένη η εκκλησιά.
To 1912 ο ίδιος ο Μανταμαδιώτης Ταξιάρχης έδιωξε τους Τούρκους μέσα από το
χωριό του, που είχανε σκοπό να του το κάψουνε. Σα γίνεται πόλεμος ο
Αστράτ’γους λείπει από την εκκλησιά, διαβαίνει μαζί με τους Λέσβιους
στρατιώτες που αγωνίζονται και τους βοηθά στις μάχες. Αν φύγει, το
καταλαβαίνουνε μονάχα κάμποσοι αγνοί κι απλοί χωριάτες Μανταμαδιώτες, που δεν
αισθάνονται κείνη τη μυρουδιά μέσα στην εκκλησιά, γιατί σαν είναι ο Μιχαήλ
κοντά τους, μοσκοβολά ολάκαιρος ο τόπος. Γι’ αυτό για τούτα τα ταξίδια του, οι
Μανταμαδιώτες τού κάνουνε κάθε χρόνο σιδερένια παπούτσια, που τα βάζουνε μέσα
σε μια κάσα κάτω από το κόνισμά του. Τούτα τα σιδερένια παπούτσια, που είναι
μυτερά στις άκρες, οι χωριάτες κάθε χρόνο τα βρίσκουνε παλιωμένα. Στη Λέσβο,
όταν αργούνε να πρωτοπερπατήξουνε τα παιδιά, τότες οι γυναίκες τάζουνε στον
άγιο Στράτη, να τα στείλουνε στη χάρη του ξυπόλυτα. Κι ο Αρχιστράτηγος βοηθά
και περπατάνε τα παιδιά γρήγορα.
Τον Ταξιάρχη γιορτάζει ο λεσβιακός λαός δυο φορές το χρόνο, τη μια στις 8
Νοέμβρη και την άλλη την Κυριακή των Μυροφόρων, μετά το Πάσχα. Στο Μανταμάδο
γίνεται μεγάλο πανηγύρι τούτη τη μέρα, που είναι παλλεσβιακό κι από τα πιο
πρωτότυπα ελληνικά πανηγύρια. Στη χάρη του οι χωριάτες φέρνουνε ζωντανά, του
τα θυσιάζουνε και γίνεται το λεγόμενο «Κουλμπάνι».
Μια μαξουλοχρονιά για τα ζωντανά ή τα γεννήματα, ή μια φοβερή αρρώστια στις
σοδειές, γίνεται αφορμή για να τάξουν οι ξοχάρηδες το ζωντανό τους στον
Ταξιάρχη. Η θυσία με βόδια κι αρνιά γίνεται την παραμονή, στο σπερνό, όπου ο
παπάς διαβάζει την πρέπουσα ευκή. Τα ζωντανά γονατίζουνε μοναχά τους κάτω από
το μαυρομάνικο μαχαίρι, γιατί, λένε οι χωριάτες, καταλαβαίνουνε τον αγιασμένο
σκοπό που σφάζουνται. Σαν γίνει η θυσία, οι πανηγυριώτες πηγαίνουνε κει που
τρέχει τ’ αγιασμένο αίμα από τα ζωντανά, βοτάνε τα δαχτύλια τους μέσα, κι
απάνου στο κούτελό τους ζουγραφίζουνε σταυρό, γιατί τόχουνε σε καλό τους. Τα
κρέατα όλη τη νύχτα, ως το πρωί που θα χτυπήσει η καμπάνα για τη λειτουργιά, βράζουνε μέσα σε καζάνια μαζί με κοπανισμένο στάρι, και γίνεται το «κισκέτσ’», που απολείτουργα θα πάρουν όλ’ οι πανηγυριώτες και θα φάνε.
Μια χρονιά στο πανηγύρι του, που σφάξανε κουλμπάνια δυο βόδια και πρόβατα και κάνανε κισκέτσια, ο μάγερας είπε στον επίτροπο, πως έχει πολύ κόσμο και δεν θα φτάσει το μαγείρεμα. Είπε ο επίτροπος, σα φύγει λίγος κόσμος, τότες να το μοιράσει. Ο Ταξιάρχης θύμωσε, φουρκίστηκε και βρώμεψε τα φαγιά. Ήτανε γεμάτα σκουλήκια. Το βράδυ τράβηξε κι ένα διαβολόξυλο στο μάγερα, κι από τότες απόμεινε σακάτης.
Οι πανηγυριώτες που έρχονται απ’ όλο το νησί πάνω σε κεντημένα υφαντά π’ απλώνουνε στ’ αλόγατα, μετά από τη λειτουργιά το ρίχνουνε στο χορό, το τραγούδι, το γλέντι και το φαγοπότι, που οι μεγαλόψυχοι το βαστάνε τέσσερα μερόνυχτα γιομάτα. Ίσαμε που ήταν οι Τουρκαλάδες στο νησί ερχότανε και πολλοί Ανατολήτες στη χάρη του Ταξιάρχη. Μόσχονησιώτες και Κυδωνιάτες, και τα παιδιά του νησιού με τα παιδιά της Μικρασίας παίζανε το θρυλικό πετροπόλεμο, καταπώς μας τα διηγούνται οι παλιοί Μανταμαδιώτες. Στο πανηγύρι όμως αυτό γίνεται το πιότερο γραφικό κι όμορφο. Οι Λεσβιοπούλες στήνουνε κούνιες και γίνονται διαγωνισμοί πιο κοπελάρι ή κοπέλα θα πει τ’ ομορφότερο τετράστιχο ή δίστιχο.
«Σαν τι τραγούδι να σι πω,
πουλί μ’ για να σ’ αρέσει,
πώχεις αγγιλικό κορμί
τσι δαχτυλίδι μέση;
Άγγιλους είσι μάτια μου,
τσ αγγιλικά χουρεύγεις,
τσ αγγιλικά πατείς στη γη
τσι την καρδιά μου παίρνεις.
Τα μάτια σ’ τα ουλόμαυρα,
τα φρύδια σ’ τα διμένα,
μι κάνανι να αρνηστώ
τη μάνα που μι γέννα.
Αχ! σιγανουπιρπάτητη
τσι χαμηλούβλιπούσα,
άμα δεν είχις πίσματα,
διπλά θα σ’ αγαπούσα.
Λάμπουν τα δαχτυλίδια σου
τσι φέγγουν τα φλουριά σου,
ισύ σι η γι ουμουρφότιρη,
μέσα στη γειτουνιά σου.
Πέρνα ψηλέ μ’, πέρνα λιγνέ μ’,
πέρνα χρυσό μου ταίρι,
που σ’ έχουν οι γειτόνισσις,
μες στην καρδιά μαχαίρι.»
Στερνά από την κούνια, ανάβει η φωτιά στις καρδιές, στα παλικάρια και στις
κοπέλες. Με το γέρμα του ο ήλιος αγκαλιασμένες οι συντροφιές με τα παιχνίδια
μπροστά, μ’ ανοιχτά τα δασωμένα στήθια και με τη μαντήλα στο κεφάλι ή στο
λαιμό, θα πάρουνε γελαζούμενοι και με τον παθιάρικο σκοπό στο στόμα τις
γειτονιές στο χωριό, να τραγουδήσουνε και να παινέψουνε τις κοπελούδες τους
που τους απαντέχουνε με τους δίσκους στις ξώπορτες για να τους τρατάρουνε
ρακί. Κατεβαίνουνε στη μεσοχωριά, αγκαλιά με τις παρθένες κι αρχινάνε το χορό
και κει ξημεροβραδιάζουνται, γλεντάνε με τη λαχτάρα τη λεβέντικη, τη δίψα για
τον έρωτα και το πάθιασμα, ίσαμε που βαστά η κόρδα από τον βιολιτζή και η
τρέλα από το μεθύσι.
*Από το βιβλίο του Β.Π. «Ελληνικά Λαϊκά Πανηγύρια», πρόλογος Στράτη Μυριβήλη,
ξυλογραφίες Ράλλη Κοψίδη. Από το ίδιο βιβλίο ήταν η «Παναγιά Πετρανή η
Γλυκοφιλούσα», Εκδόσεις «Φιλιππότης».