Monday 15 April 2024

Μην πατάτε τους Καλούς Ανθρώπους

Υπάρχει μια κατηγορία ανθρώπων, που σίγουρα την έχετε συναντήσει. Είναι εκείνοι που σας λένε καλημέρα χωρίς κάποιον σκοπό. Ή που μπορεί να μην χαμογελούν το πρωί, αλλά προσφέρουν βοήθεια, όταν χρειαστεί. Έτσι απλά, χωρίς αντίκρισμα.
.............. 
Μπορεί να το κάνουν γιατί σας έχουν συμπαθήσει, αλλά κυρίως το κάνουν γιατί πηγάζει από μέσα τους. Ένα παράξενο προϊόν του χαρακτήρα τους, ενίοτε εξαιρετικά επικίνδυνο.
Λέγεται Καλοσύνη.

    Ο καλός άνθρωπος, όμως, δεν σημαίνει ότι είναι ηλίθιος. Γιατί ο κόσμος έχει την τάση να θεωρεί το καλό, σαν αγαθότητα. Είναι τόσο διαδεδομένη η αντίληψη ότι για να τα καταφέρνει κάποιος στη ζωή πρέπει να είναι καπάτσος, να ελίσσεται δηλαδή ενάντια στα εμπόδια με πονηριά, που εξομοιώνεται στο τέλος η έννοια «εμπόδια» με το «οι άλλοι». Παραδεχτείτε το, πόσες φορές δεν έχετε ακούσει για το πόσο καλά τα κατάφεραν ο δείνα και η τάδε, αφήνοντας πίσω άλλους, λιγότερο ικανούς. Και πόσες φορές δεν έχει μείνει στα μικρά γράμματα ότι η ικανότητα αυτή οφείλεται στο «πατώντας πάνω σε άλλους».

    Πίσω στους καλούς ανθρώπους. Δεν προέρχονται από καμία συγκεκριμένη κοινωνική τάξη, ηλικία, φυλή, δεν γράφει το κούτελό τους «είμαι καλός», κανείς δεν γνωρίζει πώς κατέχουν αυτή την καλοσύνη. Όμως όταν συναντήσετε έναν καλό άνθρωπο θα το καταλάβετε με τη μία. Ίσως επειδή θα φανεί από τις πράξεις τους, που είναι καίριες, άμεσες και ανεπιτήδευτες και κάνουν μπαμ ακόμα και σε μια ζούγκλα υποκρισίας. Γεγονός που οδηγεί στο λογικό επακόλουθο, το πώς αντιδρούν οι περισσότεροι άνθρωποι στους καλούς. Ας δούμε…
Πρώτα είναι οι λεγόμενοι Αδιάφοροι. 
    Είναι στη φάση σαν τον μαστουρωμένο σε χρόνια κατάσταση. Τα αισθήματα βρίσκονται στο ελάχιστο δυνατό επίπεδο επιβίωσης, για να μην πω για πλήρη απουσία τους. Όλα γραμμένα εκεί που ξέρουν. Δεν πα να καίγεστε και να εκλιπαρείτε όταν έχετε ανάγκη; Βούδες σε νιρβάνα. Τους κάνετε το καλό και το ρίχνετε στο γιαλό; Καλύτερα να το ρίχνατε όντως στον γιαλό. Δεν είναι κακοί άνθρωποι, απλά η αδιαφορία τους είναι τέτοιου μεγέθους σαν εκείνη που επέτρεψε, δια της απραξίας, την καθιέρωση π.χ. του ναζισμού στην Ευρώπη του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Άπαξ λοιπόν και συναντήσουν στο δρόμο τους, τους καλούς ανθρώπους, δεν θα το κάνουν εσκεμμένα αλλά μπορεί να φτάσουν και να τους εκμεταλλευτούν, χωρίς καν να έχουν συνείδηση τι γίνεται. «Σε πάτησα καλέ μου άνθρωπε; Δεν το πρόσεξα» τους λένε. Και τζάμπα οδύρονται οι καλοί για να βρουν το δίκιο τους.

Μετά έχουμε τους Οκνηρούς. 
    Βαριούνται να σκεφτούν, βαριούνται να αποφασίσουν, βαριούνται που ζουν. Η ζωή τους όλη είναι να αγκιστρώνονται –σαν τους συμπαθείς βραδύποδες– σε κάποιον καλόν άνθρωπο και να τους απομυζούν σε μόνιμη βάση. Όπως π.χ. ο κισσός τυλίγεται γύρω από το δέντρο και το εκμεταλλεύεται μέχρις εσχάτων, χωρίς να βλέπει πέρα από τη τεμπέλικη μύτη του, ώσπου στο τέλος καταρρέει μαζί του. Ούτε αυτοί είναι πραγματικά κακοί άνθρωποι, αλλά τι να το κάνεις; «Μα πού να ταλαιπωριέμαι τώρα να προσπαθώ να μην σ’ εκμεταλλευτώ, αφού το ζητάς από μόνος σου, καλέ μου άνθρωπε, τι φταίω εγώ τώρα!» τους λένε και κάνουν τους καλούς να βγαίνουν στο τέλος από τα ρούχα τους. Και είναι άθλος πραγματικός να πετύχεις κάτι τέτοιο στον καλόν άνθρωπο.

Ύστερα είναι τα Αρπακτικά. 
    Εδώ έχουμε να κάνουμε με σαπουνόπερα αδίστακτων χαρακτήρων. Σημεία και τέρατα και δολοπλοκίες, θα πουν εκείνο για να τους κάνουν το άλλο, θα πιάσουν λυκοφιλίες με τον δείνα για να πλήξουν τον τάδε και πάει λέγοντας. Οι καλοί άνθρωποι για τα Αρπακτικά είναι ό,τι ο γλυκοαίματος για τα κουνούπια, τους μυρίζονται από χιλιόμετρα και άμα πέσουν πάνω τους, γίνεται της αφαίμαξης το κάγκελο. «Δεν είναι προσωπικό καλέ μου άνθρωπε, όχι, ποτέ» τους λένε «αλλά τι τα θες, έτσι είναι η ζωή, μια ζούγκλα, ο θάνατός σου η ζωή μου κλπ. κλπ.». Φυσικά και είναι κακοί, μίζεροι και μικρόψυχοι άνθρωποι τα Αρπακτικά, που καταλήγουν μια ημέρα των ημερών να ουρλιάζουν σαν τον Σκρουτζ στο τελευταίο Φάντασμα των Χριστουγέννων –την ώρα που τους πετάνε χώμα στον τάφο τους– πως μετάνιωσαν δεν θα το ξανακάνουν (αλλά ψέματα, θα το ξανακάνουν, σιγά μην αφήσουν την ευκαιρία).

Κι ύστερα είστε εσείς. 
    Που δεν ανήκετε σε καμία από τις παραπάνω κατηγορίες. Και συναντάτε τον καλόν άνθρωπο. Κι εκεί που σας τυλίγει σαν κουβερτούλα με την καλοσύνη του, όταν ίσως εκλιπαρεί μέχρι και να τον εκμεταλλευτείτε, όταν σας λέει «πάτα με βρ’ αδερφέ, δεν πειράζει, η ψυχή μου είναι σαν τον αφρό μνήμης στο στρωματέξ, την ισοπεδώνεις και μετά παφ επανέρχεται, ούτε γάτα, ούτε ζημιά» τι κάνετε; Λέτε ας πούμε «ας μη φανώ κι εγώ μαλάκας, αφού αυτό κάνουν όλοι, γιατί να μην ωφεληθώ από την καλοσύνη του; Εγώ φταίω που ο καλός θέλει και δίνει;».

    Ή μήπως το πάτε αλλιώς «τι με νοιάζει εμένα τι κάνουν οι άλλοι; Εγώ θέλω να έχω ήσυχη τη συνείδησή μου, που να γίνει πατάκι ο καλός άνθρωπος επιλέγω και δεν τον εκμεταλλεύομαι, όχι ρε φίλε, είσαι καλός, αλλά πρώτα από όλα είσαι άνθρωπος. Και οι άνθρωποι δεν είναι ούτε χαλιά, ούτε πατάκια να σκουπίζουμε τις αδυναμίες μας και τη μιζέρια μας». Και κάνετε τον καλό άνθρωπο, φίλο, αντί για σκαλοπάτι στη σκάλα της εξέλιξής σας.
Λοιπόν πραγματικοί άνθρωποι με μπέσα ή με φιλότιμο αν θέλετε, είναι αυτοί που από προσωπική επιλογή, όχι επειδή έτυχε ή επειδή δίστασαν, δεν εκμεταλλεύονται την καλοσύνη. Θέλουν και δεν ξεζουμίζουν το φως του καλού ανθρώπου. Όποια κι αν είναι η αιτία, όσο κι αν είναι το μέγεθος της αθρόας καλοσύνης και επιλέγουν να συμπορεύονται μαζί του με το πνεύμα της φιλίας ή έστω του σεβασμού.
    Και κοίτα να δεις ένα παράξενο πράγμα, όταν όχι απλά δεν εκμεταλλεύεστε τον καλό άνθρωπο, αλλά του προσφέρετε και την ανενδοίαστη φιλία σας, καταλήγετε να ζείτε μια γαργαλιστική χαρά, σαν ξέγνοιαστο χορό πυγολαμπίδων στο καλοκαιρινό απόβραδο. Όποιος το έχει ζήσει αυτό, ξέρει πολύ καλά τι ευτυχία προσφέρει. Οι υπόλοιποι, πραγματικά τους λυπάμαι κι ελπίζω να έχουν την ευκαιρία να αποδείξουν ότι αξίζουν να ζήσουν μια τέτοια εμπειρία.

    Γι’ αυτό σας λέω, οι καλοί άνθρωποι είναι η παρακαταθήκη του ανθρώπινου γένους. Από όπου κι αν προέρχονται, οποιασδήποτε φυλής, θρησκείας, χρώματος, φύλου, πλανήτη και δεν συμμαζεύεται, η καλοσύνη είναι η Λυδία λίθος της ζωής.

    Γιατί είναι πραγματικά πολύ γενναίοι άνθρωποι οι καλοί.     Αφήνονται απροστάτευτοι στην βορά της θέλησης των άλλων, όχι από ταπεινότητα, ή έλλειψη αυτοπεποίθησης, αλλά γιατί είναι οι πιο δυνατοί άνθρωποι του πλανήτη. Θα τους πατήσουν, θα σηκωθούν, θα ξεσκονίσουν τα λιανισμένα τους μέλη, θα ράψουν τις ματωμένες τους πληγές και θα συνεχίσουν. Με το χαμόγελο ή με τον φάρο της ουμανιστικής καλοσύνης. Ξανά και ξανά και ξανά. Μέχρι κάποιος μαλάκας να τους φορτώσει πολύ, μα πάρα πολύ, να θεωρήσει ότι καλοσύνη ίσον γρασίδι που το φτύνεις, το πατάς και το χέζεις άμα λάχει, επειδή «σιγά ρε φίλε, ποιος μπορεί να σου κάνει κάτι;» και τότε πέφτει στο κάρμα του καλού ανθρώπου που τα έχει πάρει στο κρανίο. Που θα κάνει να πληρώσει με ασύλληπτους τρόπους κάθε αδικία σε βάρος του καλού. Πώς ακριβώς; Χμ… δεν ξέρουμε, κανείς δεν επέζησε για να μας πει τι συνέβη μετά.

Έτσι καταλήγω σαν μοναδική λύση, να τυπώσω μπλουζάκια, πολλά μπλουζάκια, μπας και προλάβω τα χειρότερα για τους κοντόφθαλμους, που δεν εννοούν να καταλάβουν, στα οποία να βάλω το εξής λογότυπο:

Μην πατάτε τους καλούς ανθρώπους

Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

Το προσφυγόπουλο του ουρανού - Παύλος Νιρβάνας

    Εἰς τὸν προσφυγικὸν καταυλισμὸν τῆς Λαχαναγορᾶς Πειραιῶς ἐνεφανίσθη μίαν τῶν ἡμερῶν ἕνας ἀνέλπιστος, πληγωμένος πρόσφυξ. Δὲν ἦτο οὔτε Μικρασιάτης, οὔτε Θράξ. Δὲν τὸν εἶχαν κυνηγήσει αἱ ὀρδαὶ τοῦ Κεμάλ. Δὲν τοῦ εἶχαν σπάσει τὸ πόδι του οἱ Τοῦρκοι Τσέτηδες. Ἦτον ἁπλούστατα ἕνας ἀθῷος σπουργίτης. Καὶ καθὼς ἐπετοῦσε στὸν οὐρανόν, τὸν ὁποῖον δὲν διεκδικοῦν, ὡς γνωστὸν οὔτε οἱ Ἕλληνες, οὔτε οἱ Τοῦρκοι, τὸ λάστιχο ἑνὸς μικροῦ ἐντοπίου Τσέτη τὸν ἐτόξευσεν εἰς τὰ ὕψη καὶ δὲν εἶχε τὴν εὐσπλαγχνία νὰ τοῦ δώσῃ τουλάχιστον τὸν θάνατον. Τοῦ ἐτσάκισε τὸ ποδαράκι του. Καὶ ὁ πληγωμένος σπουργίτης, λιγοθυμισμένος ἀπὸ τὸν τρομερὸν πόνον ἔπεσεν ὡς νεκρὸν σῶμα, εἰς τὸ χῶμα. Ὁ μικρὸς Τσέτης ἔσπευσε νὰ τὸν αἰχμαλωτίσῃ, καὶ νεκρὸν ἀκόμη. Ἀλλὰ τὴν τελευταίαν στιγμήν, ὁ πτερωτὸς τραυματίας εὑρῆκε τὴν δύναμιν τῶν φτερῶν του. Καὶ ἐσώθη πάλιν, εἰς τὰ ὕψη ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἔπεσε.
    Tα φτερὰ του ὅμως ἀπέκαμαν εἰς τὴν οὐρανίαν περιπλάνησιν. Ἐδοκίμασε ν᾿ ἀκουμπήσῃ σ᾿ ἕνα κλαδὶ δένδρου νὰ ξεκουρασθῆ. Ἀλλὰ πῶς; Μόλις ἐπροσπάθησε νὰ στηριχθῇ στὸ ποδαράκι του, τρομεροὶ πόνοι τὸν ἔκαμαν νὰ παραιτηθῇ ἀπὸ κάθε ἰδέαν ἀναπαύσεως. Καὶ μὲ τὰς τελευταίας δυνάμεις, ποὺ ἀπέμεναν στὶς μουδιασμένες φτεροῦγες του, ἐδοκίμασε πάλιν νὰ πετάξῃ. Ἔκαμε δυὸ-τρεῖς γύρους εἰς τὸν ἀέρα, ἀλλὰ οἱ φτεροῦγες του δὲν τὸν ἐκρατοῦσαν πλέον. Ἔνοιωθε τώρα ὅτι ὕστερα ἀπὸ λίγα λεπτά, λίγα δευτερόλεπτα, θὰ εὑρίσκετο κάτω στὸ χῶμα, ἀνίκανος πλέον νὰ σωθῇ ἀπὸ τοὺς ἀγρίους Τσέτες τῆς γειτονιᾶς. Εἰς ὁμοίαν περίστασιν, ὁ ἀεροπόρος, τοῦ ὁποίου ἐσταμάτησεν ἔξαφνα ὁ μοτέρ, κατοπτεύει βιαστικὰ τὸ ἔδαφος καὶ ζητεῖ τὸ κατάλληλον ἔδαφος, διὰ νὰ προσγειωθῆ, ὅσον ἀσφαλέστερα μπορεῖ.

    Έτσι ἔκαμε καὶ ὁ μικρὸς πτερωτὸς ἀεροπόρος. Ὁ μοτέρ του δὲν ἐδούλευε πιά. Κατώπτευσε τὸ ἔδαφος. Παντοῦ δρόμοι, μὲ τρομερὰ παιδιά, ποὺ ἐπερίμεναν μὲ τὰ λάστιχα τεντωμένα. Παντοῦ ἐχθρικοὶ αὐλόγυροι. Παντοῦ ἄξενα κεραμίδια, ὅπου ἕνας τραυματίας σπουργίτης, ἀνίκανος ν᾿ ἀναζητήσῃ ἀλλοῦ τὴν τροφήν του, θὰ ἐκινδύνευε ἀσφαλῶς νὰ πεθάνῃ ἀπὸ ἀσιτίαν. Ἔξαφνα, πρὸς ἕνα σημεῖον τοῦ ἐδάφους διέκρινε μίαν αὐλήν, ὅπου γυναικοῦλες καὶ μικρὰ παιδάκια, ἐκινοῦντο, μὲ ἕνα ὕφος μεγάλης δυστυχίας. Καὶ ἐπειδὴ ἡ δυστυχία ἐννοεῖ τὴν δυστυχίαν, ὁ πληγωμένος σπουργίτης δὲν ἄργησε νὰ καταλάβη ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἦσαν ἀδελφοί του καὶ ὅτι ἡ αὐλὴ αὐτὴ δὲν ἦταν ὅπως οἱ ἄλλες αὐλὲς τῶν κακῶν ἀνθρώπων.

- Μαζὶ μὲ τοὺς δυστυχισμένους κι ἐγώ! ἐσκέφθη ὁ μικρὸς σπουργίτης.
Kαι, μ᾿ ἕνα τέλειον βὸλ-πλανέ, τὸ ὁποῖον οἱ ἄνθρωποι ἐδιδάχθησαν, ὡς γνωστόν, ἀπὸ τὰ πουλιά, εὑρέθη μέσα εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ προσφυγικοῦ καταυλισμοῦ, κατάκοιτος στὸ χῶμα, ἀνίκανος νὰ κινηθῇ, ἕτοιμος ν᾿ ἀποθάνῃ. Ἀλλὰ δὲν ἄργησε νὰ βεβαιωθῇ ὅτι εὑρίσκεται μεταξὺ πονετικῶν ψυχῶν. Μία ἀτμοσφαίρα συμπαθείας καὶ ἀγάπης ἐσχηματίσθη γύρω ἀπὸ τὴν δυστυχίαν του. Οἱ ἄλλοι δυστυχισμένοι ἐννοοῦσαν τὸν πόνον του. Τὰ παιδάκια δὲν ἦσαν ἐκεῖ σκληρὰ καὶ ἄσπλαγχνα, ὅπως τὰ ἄλλα παιδιά. Οἱ μεγάλοι δὲν ἦσαν κακοὶ καὶ ἀδιάφοροι. Ἀγαθὰ χέρια τὸν ἐσήκωσαν καὶ τὸν ἐχουχούλισαν. Καί, διὰ νὰ συμπληρωθῇ ἡ εὐτυχία του, μία ἀκόμη πονετικὴ ψυχὴ ἔσκυψε ἀπὸ πάνω του, ὡς Θεία Πρόνοια. Ἦταν ἡ ἀγαθὴ Πρόνοια καὶ τῶν ἄλλων δυστυχισμένων, ἡ δεσποινίς, ἡ διακονοῦσα τὴν Φιλανθρωπίαν εἰς τὸν προσφυγικὸν καταυλισμόν.

- Τὸ καημένο τὸ πουλάκι! εἶπεν ἡ δεσποινίς. Ἔχει σπασμένο τὸ ποδαράκι του. Πρέπει νὰ τὸ κρατήσουμε κι αὐτὸ δῶ, νὰ τὸ γιατρέψουμε, ὡς ποὺ νὰ μπορέση νὰ ξαναπετάξῃ.

Ὁ μικρὸς σπουργίτης, μολονότι δὲν ἐγνώριζε τὴν γλῶσσαν τῶν ἀνθρώπων, ἐκατάλαβε πολὺ καλὰ τί ἔλεγεν ἡ δεσποινίς, διότι ἡ γλῶσσα τῆς ἀγάπης εἶναι μία γιὰ ὅλα τὰ πλάσματα τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἔσπευσε νὰ εὐχαριστήσῃ τὴν δεσποινίδα μ᾿ ἕνα γλυκύτατον τσίου-τσίου.

- Εὐχαριστῶ, καλή μου κοπέλα, εὐχαριστῶ πολύ. Ὅταν γίνω καλά, θαρθῶ νὰ σοῦ πῶ ἕνα ὡραῖο τραγουδάκι στὸ παράθυρό σου. Δὲν τραγουδῶ σὰν τὸ ἀηδόνι. Ἀλλὰ τὰ γλυκύτερα τραγούδια δὲν εἶναι τὰ τεχνικώτερα. Εὐχαριστῶ, καλή μου κοπέλα, εὐχαριστῶ. Τσίου-τσίου!

Δύο τρυφερὰ χεράκια ἐπῆραν τὸν μικρὸν πτερωτὸν πρόσφυγα, τοῦ ἔδεσαν τὸ ποδαράκι του, τὸν ἐτάισαν, τὸν ἐπότισαν καὶ ὕστερα τὸν ἐτοποθέτησαν σὲ μιὰ ζεστὴ καὶ μαλακὴ φωλίτσα. Ἦτο καὶ αὐτὸς ἕνα προσφυγόπουλο τοῦ οὐρανοῦ, ὅπου ἡ κακία τῶν ἀνθρώπων φθάνει κάποτε ἀγρία καὶ τρομερά, ὡς νὰ μὴν τῆς ἔφθανε γιὰ νὰ χορτάση αὐτὴ ἡ μεγάλη καὶ ἀπέραντη Γῆ.

(ἀπὸ Τὰ Ἅπαντα, E´, Ἐκδοτικὸς Οἶκος Χρήστου Γιοβάνη 1968)

πηγή
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki