Sunday, 13 May 2012

Ο ήρωας της οικογένειας στο χωριό... η μάνα...

«Ο πραγματικός ήρωας της οικογένειας»

13 του Μάη σήμερα, δεύτερη Κυριακή του μήνα, και γιορτάζουν οι μάνες όλου του κόσμου.
Γιορτάζει η κλασσική Ελληνίδα μάνα με την αστείρευτη πηγή δύναμης, αγάπης και τρυφερότητας.

Ας δούμε πως περνούσε την μέρα της μια μάνα στα παλιά εκείνα χρόνια στα χωριά μας...
Γύριζε το βράδυ εξουθενωμένη από την ολοήμερη δουλειά κάτω από τον ήλιο, το κρύο ή τη βροχή χωρίς να πάρει ανάσα έπρεπε να αρχίσει της δουλειές του σπιτιού.
Να αρμέξει τα ζώα, να ταΐσει, στη συνέχεια να βάλει το γάλα (για να το πάει το μεγαλύτερο παιδί στα σπίτια που το πουλούσαν), να ετοιμάσει το βραδινό φαγητό που συνήθως ήταν τραχανάς, κουρκούτι, τηγανητό, γλίνα, κλωτσοτύρι και αυγά.

Κρέας η οικογένεια έτρωγε μία φορά ανά 8 ή 15 ημέρες σε ελάχιστες μερίδες. Το Πάσχα και τα Χριστούγεννα που έσφαζαν γουρούνι γινόταν φαγοπότι με κρέας, λουκάνικα, μπουμπάρια, τσιγαρίδες, καπνιστό ψαχνό (μεσίσκλια). Το χοιρινό λίπος, η γλίνα, έλυνε τα χέρια της μάνας στο φαγητό για το πρωινό με τη μπουκουβάλα, τις ζυμαρόπιτες και τα τηγανητά.
Το λάδι ήταν πανάκριβο και το χρησιμοποιούσαν ελάχιστα με το σταγονόμετρο.
Για αυτό η γλίνα (το λίπος του χοιρινού) έλυνε τα χέρια της νοικοκυράς στην παρασκευή του φαγητού.
Η μάνα αφού τακτοποιούσε το βραδινό, όπως είπαμε, έπρεπε να ζυμώσει και να ψήσει ψωμί, να ετοιμάσει το φαγητό της επόμενης, να σηκωθεί νύχτα, να ταΐσει τα ζώα που θα τα πήγαινε για δουλειά το πρωί, να αρμέξει πάλι τα ζώα, να ετοιμάσει το πρωινό για τα παιδιά για να πάνε σχολείο.
Ακόμη, να τους δώσει οδηγίες για το τι πρέπει να κάνουν όταν γυρίσουν από το σχολείο.

Αυτή είναι η μάνα...
Ας μην ξεχνάμε ότι Μάνα είναι μόνο μία και ας τη βάλουμε στον πιο ψηλό θρόνο που της αξίζει: στην καρδιά μας.
Χρόνια Πολλά Μάνα...

Για την γιορτή της μάνας

ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΕΚΕΙΝΑ ΕΝΑΣ ΑΛΛΟΣ ΗΛΙΟΣ ΕΛΑΜΠΕ,
 ΠΟΥ ΤΟΝ ΛΕΓΑΝΕ « ΜΑΝΑ »

Δεν ήταν το μόνο που τα χωριά μας τα χρόνια εκείνα ήταν απομονωμένα από τον κόσμο με βαθιές χαράδρες με ψηλά βουνά γκρεμούς χωρίς δρόμους που δεν είχαν δει πως είναι το αυτοκίνητο σαν ένα άγριο και απάτητο βασίλειο αλλά και τα περισσότερα σπίτια σε αυτόν το ειδυλλιακό τόπο είχανε βαριές φουρτούνες και μέσα δινότανε η μάχη της ζωής με την καταραμένη φτώχεια...

Η μάνα έκανε και τις πέτρες να ανθίζουν.
Κάθε μέρα γραφότανε και μια ιστορία ηρωισμού και αυτοθυσίας από τους ανθρώπους που ζούσανε εκεί μα ποτέ η ζωή δεν παράδινε τα όπλα.
Ηρωισμός και πάλαιμα του κόσμου σε ένα τόπο που ήταν μόνο να τον βλέπεις και όχι να περιμένεις να σε θρέψει.
Πήχτρα οι πέτρες πάνω στη γη που την κάνανε απέραντο καλντερίμι. 

Πέτρες κάτω από χώμα που με τον κασμά, όταν βάραγε, πετάγονταν φωτιές και στράβωνε το υνί από το αλέτρι.
Πώς να ζήσει ο άνθρωπος, στην τραχιά γης-έρημος, απροστάτευτος της σκληρής,
δίχως έλεος, ανέχειας, μοναχά με το έλεος του Θεού;
Και όμως έζησε γιατί σε κάθε σπίτι βρισκότανε και ένας φύλακας – άγγελος ένας ήλιος στο πρόσωπο ενός υπεράνθρωπου που τον λέγανε ΜΑΝΑ.
Να η εξήγηση σε αυτό το θαύμα. 

Η μάνα έκανε και τις πέτρες να ανθίζουν. 
Με το χαμόγελό της εφώταγε τη σκοτεινιά της μαύρης ζωής και εφύτευε στην ψυχή των παιδιών της το μαγικό βότανο της πίστης. 
Με ένα φίλημα μπόραγε να αναστήσει πεθαμένο και με ένα αγκάλιασμα έκανε το χειμώνα άνοιξη. 
Με το ιδρώτα και το αίμα της πότιζε τα αδύνατα βλαστάρια της τα ρίζωνε στη πετρωμένη γη τα έκανε να πετάνε μπόι να ανθίζουν και να κοιτάνε στα μάτια τη ζωή
Έτσι κρατήθηκε η ζωή σε αυτόν τον ηρωικό τόπο, τα χωριά μας, χάρις στη φροντίδα της μάνας.
Μια ζωή κερδισμένη με σκληρές και απίστευτες πολλές θυσίες των γονιών. 

Από τον Άρη Πολυχρονόπουλο (Τσιριμόπανου) 

Μυγδαλιά Αρκαδίας

Μαχμούντ Νταρουίς «Μάνα»

ΜΑΝΑ

Μου λείπει το ψωμί της μάνας μου
Ο καφές της μάνας μου
Το άγγιγμά της
Φουσκώνουν μέσα μου οι παιδικές μου αναμνήσεις
Μέρα τη μέρα
Πρέπει να δώσω αξία στη ζωή μου
Την ώρα του θανάτου μου
Πρέπει να αξίζω τα δάκρυα της μάνας μου
Και αν έρθω πίσω κάποια μέρα
Βάλε με σα μαντήλι στα βλέφαρά σου
Τα κόκαλά μου σκέπασε με χλόη
Που την αγίασαν τα βήματά σου
Δέσε μας μαζί
Με μια μπούκλα απ’ τα μαλλιά σου
Με μια κλωστή που κρέμεται από το φόρεμά σου
Μπορεί να γίνω αθάνατος
Μπορεί να γίνω Θεός
Εάν αγγίξω τα βάθη της καρδιάς σου
Αν καταφέρω και γυρίσω
Κάνε με ξύλα να ανάψεις τη φωτιά σου
Σκοινί για να απλώνεις τα ρούχα σου στην ταράτσα του σπιτιού σου
Δίχως την ευχή σου
Είμαι πολύ αδύναμος για να σταθώ
Μεγάλωσα πολύ
Δώσε μου πίσω τους χάρτες των αστεριών που είχα παιδί
Για να βρω με τα χελιδόνια
Το δρόμο πίσω
Στην άδεια σου αγκαλιά.

του παλαιστίνιου ποιητή Μαχμούντ Νταρουίς..
σε μετάφραση του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου 

I long for my mother's bread
My mother's coffee
Her touch

Childhood memories grow up in me
Day after day
I must be worth my life
At the hour of my death
Worth the tears of my mother.

And if I come back one day
Take me as a veil to your eyelashes
Cover my bones with the grass
Blessed by your footsteps
Bind us together
With a lock of your hair
With a thread that trails from the back of your dress
I might become immortal
Become a God
If I touch the depths of your heart.

If I come back
Use me as wood to feed your fire
As the clothesline on the roof of your house
Without your blessing
I am too weak to stand.

I am old
Give me back the star maps of childhood
So that I
Along with the swallows
Can chart the path
Back to your waiting nest.

أحنُ إلى خبز أمي
وقهوةِ أمي
ولمسةِ أمي ..

وتكبر فيَّ الطفولةُ
يوماً على صدر يومِ
أعشق عمري لأني
إذا متُّ
أخجل من دمع أمي !

خذيني .. إذا عدتُ يوماً
وشاحاً لهدبكْ
وغطي عظامي بعشبٍ
تعمَّد من طهر كعبكْ
وشدِّي وثاقي..
بخصلة شعرٍ ..
بخيطٍ يلوِّح في ذيل ثوبك..

عساني اصير إله
إله اصير
اذا ما لامست قرارة قلبك

ضعيني إذا مارجعتُ
وقودا بتنور ناركْ
وحبل غسيل على سطح داركْ
لأني فقدت الوقوف
بدون صلاةِ نهاركْ

هرمتُ فردّي نجوم الطفولة
حتى اشاركْ
صغار العصافير ..
درب الرجوع ..
لعُشِّ إنتظارك !!

ردّي نجوم الطفولة
حتى اشارك صغار العصافير
درب الرجوع ...
لعش انتظارك !!

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki