Saturday 10 February 2024

Τάσος Λειβαδίτης: Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα ποῦ μυρίζει ἡ γῆ!


Καὶ νὰ ποὺ φτάσαμε ἐδῶ
Χωρὶς ἀποσκευὲς
Μὰ μ᾿ ἕνα τόσο ὡραῖο φεγγάρι
Καὶ ἐγὼ ὀνειρεύτηκα ἕναν καλύτερο κόσμο
Φτωχὴ ἀνθρωπότητα, δὲν μπόρεσες
οὔτε ἕνα κεφαλαῖο νὰ γράψεις ἀκόμα
Σὰ σανίδα ἀπὸ θλιβερὸ ναυάγιο
ταξιδεύει ἡ γηραιά μας ἤπειρος

Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα
ποῦ μυρίζει ἡ γῆ!

Βέβαια ἀγάπησε
τὰ ἰδανικά της ἀνθρωπότητας,
ἀλλὰ τὰ πουλιὰ
πετοῦσαν πιὸ πέρα

Σκληρός, ἄκαρδος κόσμος,
ποῦ δὲν ἄνοιξε ποτὲ μίαν ὀμπρέλα
πάνω ἀπ᾿ τὸ δέντρο ποὺ βρέχεται

Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα
ποῦ μυρίζει ἡ γῆ!



Ὕστερα ἀνακάλυψαν τὴν πυξίδα
γιὰ νὰ πεθαίνουν κι ἀλλοῦ
καὶ τὴν ἀπληστία
γιὰ νὰ μένουν νεκροὶ γιὰ πάντα

Ἀλλὰ καθὼς βραδιάζει
ἕνα φλάουτο κάπου
ἢ ἕνα ἄστρο συνηγορεῖ
γιὰ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα

Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα
ποῦ μυρίζει ἡ γῆ!

Καθὼς μένω στὸ δωμάτιό μου,
μοῦ ᾿ρχονται ἄξαφνα φαεινὲς ἰδέες
Φοράω τὸ σακάκι τοῦ πατέρα
κι ἔτσι εἴμαστε δύο,
κι ἂν κάποτε μ᾿ ἄκουσαν νὰ γαβγίζω
ἦταν γιὰ νὰ δώσω
ἕναν ἀέρα ἐξοχῆς στὸ δωμάτιο

Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα
ποῦ μυρίζει ἡ γῆ!

Κάποτε θὰ ἀποδίδουμε δικαιοσύνη
μ᾿ ἕνα ἄστρο ἢ μ᾿ ἕνα γιασεμὶ
σὰν ἕνα τραγοῦδι ποὺ καθὼς βρέχει
παίρνει τὸ μέρος τῶν φτωχῶν

Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα
ποῦ μυρίζει ἡ γῆ!

Δῶς μου τὸ χέρι σου..
Δῶς μου τὸ χέρι σου

Άθικτοι, περήφανοι Ανθρωποι

Γενναιοδωρία είναι να δίνεις περισσότερα απ' όσα µπορείς... 
Περηφάνεια είναι να παίρνεις λιγότερα από αυτά που χρειάζεσαι...
Είναι κάποιοι άνθρωποι που χαράζουν µια πορεία στη ζωή τους, επιµένοντας να ακολουθούν αξίες που µπορεί να µην εκτιµούνται πια. Κάποιοι µπορεί να τους βλέπουν «µικρούς», µα µέσα τους να ζηλεύουν τη δύναµή που αυτοί δείχνουν. Σαν έναν ∆ον Κιχώτη που τολµά να τα βάζει µε ανεµόµυλους ενώ αυτοί φοβούνται. Άλλοι, όµως, κρυφά τους θαυµάζουν και τους θυµούνται για πάντα, ως φάρους που τους ενέπνευσαν, που δεν άφησαν τις ανθρώπινες αξίες να χαθούν όταν υπήρχε τρικυµία...
Έλεγε κάποτε ένας τέτοιος «άθικτος» άνθρωπος, μάρτυρας σε αυτοκινητιστικό ατύχηµα, ότι ενώ προσπαθούσε να απεγκλωβίσει τον κόσµο από τα άµορφα σίδερα, κοίταξε για µια στιγµή γύρω του και είδε αρκετούς να παρακολουθούν διστακτικά. 
Τον παραξένεψε γιατί απλώς κοιτούσαν. Ίσως να δίσταζαν, ίσως να «µάθαιναν» από το παράδειγµά του... Μακάρι να ήταν αυτό! Να «µάθαιναν»...Ο ίδιος ντρεπόταν που φαινόταν «ήρωας», δεν ήθελε να «ξεχωρίζει». Μου είπε την φράση: «Ίσως πρέπει να έχεις βιώσει τον ανθρώπινο πόνο, για να µπορείς να τον καταλάβεις και να θες να τον σταµατήσεις, όπου υπάρχει...»!
Οι περήφανοι άνθρωποι, λοιπόν, είναι αυτοί που δεν ζητούν χάρες για να διακριθούν, δεν θυσιάζουν τον εαυτό τους για να πάρουν εύκολα µία θέση που θα τους δώσει αξία, αναγνώριση των ικανοτήτων τους... Αντίθετα, δίνουν οι ίδιοι αξία στη θέση που έχουν, όποια και να είναι αυτή, βοηθώντας τους γύρω τους... Οι τίτλοι, ξέρουν, δεν δίνουν αξία. Αυτοί οι άνθρωποι βλέπουν «µέσα» στους ανθρώπους, τον πυρήνα τους, αυτός τους ενδιαφέρει.
Θέλουν ό,τι επιτυγχάνουν να οφείλεται στην αξία τους και µόνο και δεν τους ενδιαφέρει πόσο σπουδαίοι δείχνουν στους άλλους. Ξέρουν ότι µπορεί ποτέ να µην αναγνωριστεί το καλό που κάνουν, προσφέρουν για να βλέπουν το χαµόγελο στα πρόσωπα των άλλων, και συνήθως τους βρίσκεις µέσα στον «απλό» κόσµο...
Ένας από αυτούς τους ανθρώπους δούλευε υπάλληλος µεταµεσονύχτια βάρδια σε ένα περίπτερο. Μία σοκολάτα να έτρωγε, θα άφηνε τα χρήµατα στο ταµείο. Οι γνώσεις του πολλές, γενικές όχι εξειδικευµένες, καλύτερες από σαράντα πτυχία. Πάντα µε το χαµόγελο, παρότι δεν προλάβαινε να δει το παιδί του... Κι ο κόσµος έκανε ουρά για να µιλήσει µαζί του όταν, νιώθοντας µοναξιά, έβγαινε να αγοράσει κάτι, ζητώντας ουσιαστικά, άνθρωπο για να µιλήσει. Κι εκείνος, αν και είχε κιβώτια να τακτοποιήσει, ντρεπόταν πάντα να τους διακόψει ενώ του µιλούσαν.
Έχουν δοκιµαστεί καιρό στα δύσκολα αυτοί οι άνθρωποι, µπορεί µέσα στην οικογένειά τους, µπορεί πιο µετά στη ζωή... Μπορεί να στηρίχτηκαν κι αυτοί από κάποιον ∆ον Κιχώτη να παλέψουν, και µετά αυτός έγινε το πρότυπό τους στη ζωή. Γι' αυτό και ζητάνε πολύ λίγα για να περάσουν καλά στη ζωή, ανθρώπινα πράγµατα, όχι υλικά, µια ∆ουλτσινέα ίσως...
Έχουν ισχυρή αυτοεκτίµηση γιατί δεν µετράνε τον εαυτό τους και τους άλλους µε το τι έχουν στην τσέπη, µα συγκρίνονται µε το χειρότερο, και νιώθουν πάντα πολύ πλούσιοι... Κι έτσι αντέχουν πολύ καιρό σε κακουχίες γιατί είναι ολιγαρκείς, κι έτσι, πάντα ελεύθεροι στη σκέψη. Είναι πάντα ελεύθεροι γιατί δεν ασχολούνται µε το τι θα µπορούσαν να κατέχουν. Αυτό τους δίνει ένα εντυπωσιακό πείσµα να παλεύουν για την αξιοπρέπεια, τη δική τους ή των άλλων.
Οι άθικτοι άνθρωποι, λοιπόν, είναι θεµατοφύλακες ιδεών και ιδανικών, ακόµη και όταν αυτά κατακτηθούν, και πολλοί τα ξεχάσουν γιατί τα νόµισαν δεδοµένα. Στους δύσκολους καιρούς θα είναι εκεί όταν χρειαστεί να τα ξαναθυµίσουν... και θα ξεκινήσουν πρώτοι για τους ανεµόµυλους...

Νικόλαος Βακόνδιος
Ψυχολόγος – πτυχιούχος ΑΠΘ
nvakondios.gr


Ένας παππούς και το «κακομαθημένο» εγγονάκι του

Η καλύτερη ιστορία για το πώς θα ελέγξετε ένα «κακομαθημένο» παιδί.
Συμβαίνει μερικές φορές η πιο αγαπημένη συνήθεια ενός παιδιού να είναι πώς να σας εκνευρίσει. Αυτό μπορεί να συμβεί όταν πηγαίνετε έναν περίπατο ή όταν πηγαίνετε στο σούπερ μάρκετ.
Αλλά πώς μπορείτε να κρατήσετε την ψυχραιμία σας σε αυτές τις καταστάσεις, όταν το παιδί σας αρχίζει να συμπεριφέρεται άσχημα και δεν μπορεί να ελεγχθεί; 

Διαβάστε την απάντηση στην ιστορία ενός παππού που ήξερε το μυστικό για την αντιμετώπιση πολύ ιδιότροπων παιδιών.
👴👦
Μια γυναίκα σε ένα μπακάλικο συνάντησε έναν παππού με τον κακομαθημένο τρίχρονο εγγονό του. 
Ήταν φανερό ότι τα χέρια του ήταν γεμάτα, με το παιδί να ουρλιάζει για καραμέλες στο διάδρομο με τις καραμέλες, για μπισκότα στο διάδρομο με τα μπισκότα και το ίδιο έκανε για τα φρούτα,τα δημητριακά και τα αναψυκτικά στους αντίστοιχους διαδρόμους τους. 
Εν τω μεταξύ, καθώς ο ηλικιωμένος έψαχνε για αυτά που ήθελε, έλεγε με μια ελεγχόμενη φωνή: 
«Σιγά Άλμπερτ, δεν θα είναι για πολύ. Σιγά αγόρι μου.» 

Στη συνέχεια ήρθε ένα άλλο ξέσπασμα και η γυναίκα τον άκουσε να λέει ήρεμα: 
«Εντάξει, Άλμπερτ. Δυο λεπτά ακόμη και θα φύγουμε από εδώ. Υπομονή, αγόρι μου.»

Στο ταμείο, ο μικρός φασαρίας άρχισε να ρίχνει αντικείμενα από τα καλάθια και ο παππούς είπε, και πάλι με μια ελεγχόμενη φωνή: 
«Άλμπερτ, Άλμπερτ, χαλάρωσε φίλε. Μην εκνευρίζεσαι. Θα είσαι σπίτι σε πέντε λεπτά. Μείνε ψύχραιμος Άλμπερτ.» 

Πολύ εντυπωσιασμένη, η γυναίκα βγήκε έξω, όπου ο άνδρας είχε βάλει τα ψώνια και το αγόρι μέσα στο αυτοκίνητο. 
«Ξέρετε, κύριε, αυτό δεν με αφορά αλλά είστε καταπληκτικός. Δεν ξέρω πώς τα καταφέρατε εκεί μέσα και όλη την ώρα κρατήσατε την ψυχραιμία σας ενώ με απλά, ήρεμα λόγια λέγατε ότι όλα είναι εντάξει. Ο Άλμπερτ είναι πολύ τυχερός που σας έχει παππού
«Ευχαριστώ, κυρία μου» είπε ο ηλικιωμένος «αλλά ο Άλμπερτ είμαι εγώ. Το όνομα του μικρού φασαρία είναι Στηβ.»

[amazon]

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki