Friday, 24 January 2020

Η χρήση της αντίστροφης ψυχολογίας

Σίγουρα έχετε χρησιμοποιήσει κάποια στιγμή την αντίστροφη ψυχολογία, ακόμα κι αν δεν γνωρίζετε την δύναμη που κρύβει.

Η χρήση της σε μία διαφωνία έγκειται στην υιοθέτηση από εσάς μίας θέσης, έτσι ώστε το άλλο άτομο να υιοθετήσει την αντίθετη.
Οι ειδικοί στην αντίστροφη ψυχολογία είναι οι έφηβοι. Καθώς βρίσκονται ηλικιακά στη μέση της διαδικασίας προσδιορισμού της δημόσιας εικόνας και της ταυτότητάς τους, αν υπάρχει ένα πράγμα που μισούν, αυτό είναι όταν κάποιος τους επηρεάζει ή τους λέει τι να κάνουν. Οπότε, για να αποφύγουν αυτή την αίσθηση, συχνά επιλέγουν να κάνουν το αντίθετο από αυτό που τους προτείνουν, ακόμα κι αν μέσα τους ξέρουν πως είναι η καλύτερη επιλογή.

Ο καθηγητής ψυχολογίας John Gottman είναι αντίθετος στη χρήση της αντίστροφης ψυχολογίας στους εφήβους, με τον ισχυρισμό ότι θα επαναστατήσουν, δηλώνοντας ότι «αυτές οι στρατηγικές είναι συγκεχυμένες, χειραγωγικές, ανέντιμες και σπάνια λειτουργούν».
Ωστόσο, αυτό δεν είναι χαρακτηριστικό μόνο των εφήβων. Οι άνθρωποι τείνουν να κρατούν μέρος αυτής της αντιδραστικής τάσης στην ενήλικη ζωή τους, ακόμα κι αν γίνεται με λιγότερη ένταση και συχνότητα.

Ας φανταστούμε ένα 5χρονο αγόρι που αρνείται να φάει λαχανικά. Επιμένετε να τον κάνετε να φάει ό,τι υπάρχει στο πιάτο του, αλλά όπως φαίνεται αυτό είναι ανώφελο: αρνείται να φάει τα καρότα και τα κολοκυθάκια. Αν συνεχίσετε να του γκρινιάζετε για να τα φάει, αυτό τις περισσότερες φορές θα έχει άσχημη κατάληξη. Θα τα παρατήσετε κάποια στιγμή κουρασμένη και αυτό θα φύγει χαρούμενο για να πάει να παίξει.

Φυσικά δεν είναι και τόσο απλό, όσο το να πείτε στο παιδί να μην τα φάει. Αν ακούσει κάτι τέτοιο, θα φύγει και θα καταλήξετε να τρώτε εσείς τα λαχανικά. Οπότε χρειάζεται να προετοιμαστούμε και να κάνουμε τα λαχανικά να φαίνονται πιο ελκυστικά: να τα κάνουμε να φαίνονται το ακριβώς αντίθετο του άνοστου και του βαρετού… να τα κάνουμε πιο διασκεδαστικά.

Σε αυτό το σημείο βάζουμε σε λειτουργία την αντίστροφη ψυχολογία, για να κάνουμε το πιάτο να μοιάζει πιο ελκυστικό. Όλοι έχουν νιώσει να αυξάνεται η αίσθηση περιέργειάς τους, όταν κάτι είναι απαγορευμένο. Αυτό συμβαίνει τόσο στην παιδική όσο και στην ενήλικη ζωή, επειδή οι γονείς πολύ συχνά απαγορεύουν στα παιδιά, να κάνουν πράγματα που και οι ίδιοι κάποτε θεωρούσαν διασκεδαστικά.

Ένας άλλος λόγος για να είστε αντιδραστικοί, μπορεί να έχει να κάνει με την αυτοπεποίθηση που νιώθετε σε μια συγκεκριμένη κατάσταση. Αν νιώθετε αβέβαιοι και κάποιος σας προκαλέσει να πάρετε ένα ρίσκο, πιθανώς θα προτιμήσετε την πιο συνηθισμένη ή τη λιγότερο αποκλίνουσα συμπεριφορά.

Αντίθετα όμως, όταν νιώθουμε γεμάτοι αυτοπεποίθηση, κλίνουμε προς την πιο ριψοκίνδυνη επιλογή, με πολύ περισσότερη αποφασιστικότητα, ακόμη και αν κάποιος προσπαθήσει να μας κάνει να επιλέξουμε τη σίγουρη οδό.

Οπότε, η αντιδραστικότητά σας σε αυτές τις περιπτώσεις, συνήθως δεν είναι αποφασιστικής σημασίας για το σε ποια πλευρά θα γείρει η ζυγαριά, αλλά την κάνει όντως να κλίνει πιο πολύ προς τη μία παρά προς την άλλη πλευρά.


Ίσως το παράδειγμα του παιδιού που αρνείται να φάει τα λαχανικά είναι κάτι πολύ απλό· ωστόσο, να έχετε υπόψιν σας ότι η αντίστροφη ψυχολογία χρησιμοποιείται πολύ συχνά στις επιχειρήσεις.

Για παράδειγμα, μια εταιρεία προσφέρει προαιρετικά μαθήματα για τους εργαζομένους της. Αλλά μέχρι το τέλος του ωραρίου, κανείς δεν έχει δηλώσει συμμετοχή. Έτσι οι διευθυντές, τους πληροφορούν ότι ξεκινώντας από τον επόμενο μήνα, τα μαθήματα θα μειωθούν στο μισό και οι πόροι θα κοπούν.
Με αυτή τη στρατηγική κίνηση, η επιχείρηση δεν σταμάτησε τα μαθήματα, αλλά αντίθετα οι υπάλληλοι συνειδητοποίησαν, ότι έχουν στη διάθεσή τους σημαντικούς πόρους και ότι αν δεν χρησιμοποιηθούν, θα αφιερωθούν σε μια άλλη δραστηριότητα. Κανείς δε θέλει να χάσει κάτι που έχει αξία, ακόμα κι αν το άτομο αυτό δεν το είχε αντιληφθεί, μέχρι να του το δώσουν.

Η αντίστροφη ψυχολογία έχει στενή σχέση στην ψυχοθεραπεία, με την τεχνική του «παράδοξου». Αυτή η τεχνική έχει επίσης ονομαστεί «συνταγογράφηση του συμπτώματος» και «αντίθετη υποχώρηση». Ο θεραπευτής πλαισιώνει το μήνυμά τους έτσι ώστε η αντίσταση σε αυτό να προωθεί την αλλαγή.

Τέτοιες παρεμβάσεις μπορούν να έχουν παρόμοιο αντίκτυπο με το χιούμορ, βοηθώντας τους θεραπευόμενους να δουν τα προβλήματά τους υπό ένα νέο φως… Πηγαίνοντας μαζί με αυτό, και όχι με την αντίσταση του θεραπευόμενου, ο θεραπευτής κάνει τη συμπεριφορά λιγότερο ελκυστική. Αυτό αναφέρεται ως αναπλαισίωση. Αυτό σημαίνει ότι προσποιείται ότι συμφωνεί με τις σκέψεις και τις πεποιθήσεις των πελατών ώστε να τους το επιβεβαιώσει φωναχτά ώστε οι ίδιοι οι θεραπευόμενοι να συνειδητοποιήσουν την λανθασμένη επιρρέπειά τους.

Πως να εφαρμόσετε την αντίστροφη ψυχολογία σε τρία βήματα

Ωστόσο η αντίστροφη ψυχολογία δεν μας λέει να ζούμε τη ζωή μας αρνούμενοι να κάνουμε πράγματα προς τους άλλους ώστε να κάνουν αυτό που θέλεις. Υπάρχουν κάποιες «ιδιαιτερότητες» ώστε να αποφύγουμε να μας γίνει συνήθεια και να καταλήξει σε χειραγώγηση:

1. Σε ποιον θα την εφαρμόσετε και γιατί;

Απαντήστε σε αυτή την ερώτηση πριν χρησιμοποιήσετε την τεχνική της αντίστροφης ψυχολογίας. Αν πρόκειται να την εφαρμόσετε στο παιδί σας ώστε να ντυθεί για το σχολείο ή να σταματήσει να βλέπει τηλεόραση, προχωρήστε ελεύθερα, αλλά αν είναι να πείσετε τους πελάτες σας να αγοράσουν ένα προϊόν, ίσως πρέπει να το ξανασκεφτείτε.

2. Τι επιπτώσεις μπορεί να έχει;

Αν συμφωνήσετε να αφήσετε το παιδί σας να μην κάνει τις δουλειές που πρέπει στο σπίτι και εκείνο καταλήξει να τις κάνει, έχει καλώς. Όμως, κάποιες φορές το πλάνο σας δεν θα καταλήξει όπως το έχετε προγραμματίσει και το παιδί θα σας απαντήσει όσο πιο χαρούμενα μπορεί: τέλεια, τώρα μπορώ να επιστρέψω στα βιντεοπαιχνίδια μου.

3. Πόσο ελεύθερο θέλει να νιώσει αυτό το άτομο;

Όσο μεγαλύτερη είναι η ανάγκη του για αυτοπροσδιορισμό (η ανάγκη δηλαδή να νιώθει ότι παίρνει αποφάσεις με τη δική του ελεύθερη βούληση), τόσο πιο πιθανό είναι να ακολουθήσει ένα διαφορετικό μονοπάτι από αυτό που του προτείνετε. Για παράδειγμα, ένα άτομο που δεν του αρέσει να δέχεται διαταγές, είναι ένας τέλειος υποψήφιος για την αντίστροφη ψυχολογία.

Πηγή: exploringyourmind.com
Απόδοση: Μαρία Τομπουλίδη - Φοιτήτρια Ψυχολογίας
Επιμέλεια:psychologynow.gr
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

Γιατί οι μπαμπάδες φαίνονται περισσότερο χαρούμενοι και λιγότερο αγχωμένοι από τις μαμάδες;

Οι μπαμπάδες συχνά φαίνονται πιο χαρούμενοι, λιγότερο αγχωμένοι και λιγότερο κουρασμένοι από τις μαμάδες, όταν φροντίζουν τα παιδιά ενώ έρευνες δείχνουν πως αυτές οι διαφορές πιθανώς οφείλονται στον τρόπο με τον οποίο μοιράζονται οι γονείς τις δραστηριότητες φροντίδας των παιδιών.
Σε έρευνα του Πανεπιστημίου της ΠΕΝΣΙΛΒΑΝΙΑ, οι ερευνητές μελέτησαν την ενασχόληση με τα παιδιά μέσα από το πλαίσιο της φροντίδας. Εκτός από τις μετρήσεις που έγιναν αναφορικά με το πόσο χρόνο αφιερώνει γενικά ο κάθε γονέας στη φροντίδα των παιδιών, διερευνήθηκε και ο τύπος της φροντίδας που παρείχαν σε συγκεκριμένες συνθήκες στα παιδιά-πότε και πού πραγματοποιήθηκε, ποιος άλλος ήταν παρών και πόση φροντίδα χρειάστηκε.

Η Cadhla McDonnell, υποψήφια διδάκτορας του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια στον τομέα της κοινωνιολογίας και της δημογραφίας, επισημαίνει πως αν και τα βιβλιογραφικά ευρήματα δείχνουν ότι αν και πλέον ο πατέρας διαδραματίζει ενεργότερο ρόλο στη ζωή του παιδιού σε σχέση με το παρελθόν, η γονεϊκότητα εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από έντονη διάκριση φύλου.
Η ίδια προσθέτει ότι υπάρχουν πολλοί τύποι δραστηριοτήτων που μπορούν να θεωρηθούν ως φροντίδα των παιδιών, αλλά κάποιοι από αυτούς είναι πιο κουραστικοί ή λιγότερο ευχάριστοι. Για παράδειγμα, μια οικογενειακή εκδρομή σε κάποια παιδική χαρά έχει άλλο αντίκρισμα στη διάθεση από την αλλαγή της πάνας.
Στη συγκεκριμένη έρευνα, έγινε προσπάθεια αποτύπωσης αυτών των ποιοτικών μεταβλητών, ώστε να διερευνηθεί τυχόν συσχέτισή τους με τις διαφορές που εντοπίζονται ανάμεσα στη διάθεση της μητέρας και του πατέρα.

Προηγούμενες μελέτες έδειξαν ότι σε σχέση με τον πατέρα, η μητέρα φαίνεται λιγότερο χαρούμενη και περισσότερο αγχωμένη και κουρασμένη, στο κομμάτι της φροντίδας των παιδιών. Ωστόσο, τα κοινωνικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά από μόνα τους δεν επαρκούν στο να εξηγήσουν αυτές τις διαφορές. Οι ερευνητές αναρωτήθηκαν εάν μια πιο σχολαστική ματιά στον τρόπο με τον οποίο μοιράζονται οι υποχρεώσεις των παιδιών μεταξύ των γονέων, θα μπορούσε να εξηγήσει τις διαφορές στη διάθεση των γονέων.

Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν δεδομένα από το Γραφείο Απογραφής των Η.Π.Α. Τα δεδομένα περιλάμβαναν πληροφορίες σχετικά με 4.486 δραστηριότητες παιδικής φροντίδας, καθώς και το ποιος γονιός είχε αναλάβει κάθε δραστηριότητα και ποια ήταν η διάθεσή του ολοκληρώνοντάς την.
Στη συνέχεια, οι ερευνητές ανέλυσαν την κάθε δραστηριότητα με βάση πέντε διαστάσεις. Η πρώτη που ήταν ο τύπος της δραστηριότητας, περιλάμβανε τις φυσικές ανάγκες (βασικές ανάγκες όπως ο ύπνος και το φαγητό), τις ψυχαγωγικές (όπως τα παιχνίδια και τα αθλήματα), τις εκπαιδευτικές (βοήθεια με τις εργασίες για το σπίτι και συζητήσεις με τους δασκάλους) και τα διαδικαστικά ζητήματα (επισκέψεις στο γιατρό και μετακινήσεις παιδιών).

Οι εναπομένουσες διαστάσεις περιελάμβαναν το χώρο και το χρόνο που είχε ολοκληρωθεί η δραστηριότητα, ποιος ήταν παρών κατά τη διάρκειά της και από το πόσο διήρκεσε.
Η έρευνα έδειξε ότι οι μπαμπάδες ήταν πιο πιθανό να συμμετέχουν σε ψυχαγωγικές δραστηριότητες τα σαββατοκύριακα, ενώ οι μαμάδες ήταν πιθανότερο να ασχολούνται με τις βρεφικές ανάγκες, οι οποίες δεν απαιτούν και την παρουσία και του άλλου γονέα.
Επίσης, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η συνεκτίμηση των συνθηκών της παιδικής φροντίδας παρείχε επαρκή εξήγηση για τις διαφορές ως προς τα επίπεδα ευτυχίας της μητέρας και του πατέρα και εξηγούσε εν μέρει τις διαφορές τους ως προς το στρες που βίωναν. Όμως, δεν εξήγησε τις διαφορές ως προς το αίσθημα της κούρασης.

Η έρευνα που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Journal of Family Issues, δείχνει ότι γενικά οι μαμάδες είναι περισσότερο αγχωμένες και κουρασμένες από τους μπαμπάδες, ενώ αναλαμβάνουν δραστηριότητες φροντίδας που προκαλούν περισσότερο στρες και λιγότερη χαρά. Αλλά παραμένει ασαφές το γιατί υπάρχουν αυτές οι διαφορές.

Τα ευρήματά μας δείχνουν πως κάποιες πτυχές της γονεϊκότητας είναι περισσότερο ευχάριστες, ενώ ο τρόπος με τον οποίο μέχρι τώρα μοιράζονται οι υποχρεώσεις των γονέων απέναντι στα παιδιά, έχει συναισθηματικά μεγαλύτερο κέρδος για τους μπαμπάδες παρά για τις μαμάδες. Ωστόσο στη συγκεκριμένη έρευνα δεν αποδεικνύεται το κατά πόσο αυτό το φαινόμενο είναι αποτέλεσμα προσωπικής επιλογής ή συνθήκη επιβαλλόμενη από εξωτερικούς παράγοντες, όπως είναι οι απαιτήσεις εργασίας, υποστηρίζουν οι ερευνητές.
Ακόμη ένα σημαντικό εύρημα, είναι το ότι ανεξάρτητα από τις διαφορές ανάμεσα στη μητέρα και τον πατέρα, το νόημα που βρίσκουν και οι δύο στο γονεϊκό ρόλο είναι το ίδιο. Αν και παραδοσιακά η φροντίδα του παιδιού ήταν πιο συνδεδεμένη με τη μητρική ταυτότητα, που σημαίνει ότι θα περίμενε κανείς οι γυναίκες να βρίσκουν περισσότερο νόημα στο ρόλο της μητέρας, η έρευνα δείχνει ότι και οι δύο γονείς βρίσκουν εξίσου σημαντικό νόημα στη φροντίδα των παιδιών και δεν υπάρχει διαφορά στο φύλο.
 
Οι ερευνητές τονίζουν ότι προηγούμενες έρευνες έχουν δείξει ότι οι γονείς έχουν χαμηλότερο δείκτη ικανοποίησης από τη ζωή σε σχέση με όσους δε βιώνουν το ρόλο του γονέα, ειδικότερα οι γυναίκες.

Μια ενδιαφέρουσα ερώτηση, θα ήταν το πώς συνδέεται αυτό το γεγονός με την παροχή φροντίδας στο παιδί ανάλογα με το φύλο. Γιατί η μητέρα φαίνεται να αναλαμβάνει δραστηριότητες που δεν την ανταμείβουν συναισθηματικά; Πώς μπορούν τα ζευγάρια να μοιράσουν τις δραστηριότητες με έναν τρόπο ισάξιας συναισθηματικής επιβράβευσης; Όλες αυτές οι ερωτήσεις είναι πολύ σημαντικές.

 

Απόδοση: Γλυκερία Αποστολοπούλου, Ψυχολόγος

psychologynow.gr
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

Τύποι γονέων και συμπεριφορά παιδιών και εφήβων / Types of Parenting Styles and Their Effects on Kids

Πριν από χρόνια, ο Γάλλος ψυχίατρος Andre Berge είχε πει ότι ενώ όλοι οι άνθρωποι λαμβάνουν σχετική εκπαίδευση για το επάγγελμα που θα εξασκήσουν, δεν εκπαιδεύονται για τα δύο πιο σημαντικά επαγγέλματα: του γονέα και του πολιτικού.
Κατά πόσον όμως είναι επάγγελμα το να είναι κάποιος γονιός τελικά;
Ίσως ο όρος "επάγγελμα" ξενίζει. Στο γονικό ρόλο θα μπορούσαν σίγουρα να αποδοθούν πολλοί και διαφορετικοί προσδιορισμοί. 
Ο όρος "επάγγελμα" αναδεικνύει τη σοβαρότητα και την υπευθυνότητα που απαιτείται από ένα γονιό κατά την άσκηση του ρόλου του, ενός ρόλου για την άσκηση του οποίου τυπικά δεν απαιτείται κανενός είδους προπαρασκευή ή γνώσεις.
Το "επάγγελμα" του γονιού "μαθαίνεται" σαφώς μέσα από την καθημερινή πρακτική, κυρίως μέσα από τα λάθη, αρκεί φυσικά ένας γονιός να έχει επίγνωση των "λαθών" του. 
Πριν όμως γίνει κάποιος γονιός, έχει ήδη κάποιες διαμορφωμένες αντιλήψεις και απόψεις σχετικά με το μεγάλωμα ενός παιδιού, που διαμορφώνονται από τις μνήμες και τα βιώματα που έχει από τη δική του οικογένεια προσανατολισμού, από τη συναναστροφή του με άλλους γονείς, καθώς και από τα δικά του διαβάσματα, τις δικές του γνώσεις γενικά, αλλά και από τις κοινωνικές, περιβαλλοντικές και πολιτισμικές συνθήκες στις οποίες ένας γονιός ζει.

Πέρα από την καθημερινή πρακτική, ωστόσο, το "επάγγελμα" του γονιού "μαθαίνεται" μέσα από τη συμμετοχή σε μια ομάδα Σχολής Γονέων, όπου παρέχεται τόσο η κατάλληλη ενημέρωση / πληροφόρηση στους γονείς (ανάλογα με το αναπτυξιακό στάδιο του παιδιού τους), όσο και η απαραίτητη συμβουλευτική μέσα από την ομαδική διαδικασία. 

Έτσι οι γονείς ενδυναμώνονται στην άσκηση του ρόλου τους, νιώθουν πιο ασφαλείς, πιο σίγουροι και γίνονται πιο θετικοί και αισιόδοξοι.

Είναι πραγματικά ελπιδοφόρο ότι οι γονείς μπορούν να αλλάξουν την οπτική τους, τις αντιλήψεις και τις στάσεις τους και να τις διαφοροποιήσουν από εκείνη των δικών τους γονιών. 
Ακόμα κι όταν οι δικοί τους γονείς αποτελούν ένα λαμπρό παράδειγμα, εκείνοι, ως γονείς οφείλουν να διαγράψουν τη δική τους ξεχωριστή πορεία, αποκτώντας τη δική τους ξεχωριστή ταυτότητα.
Συχνά, όμως, η συμπεριφορά των δικών τους γονιών δεν αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση, αλλά προς αποφυγή. Είναι σημαντικό, όταν γίνεται κάποιος γονιός, να μπορεί να κάνει συνειδητές επιλογές και να παίρνει αποφάσεις που απορρέουν από τις δικές του αρχές και αξίες.

Καλός ή κακός γονιός δεν υπάρχει. Πιο δόκιμος είναι ο όρος "αποτελεσματικός γονιός", ή "αρκετά καλός γονιός". Πρόκειται για το δημοκρατικό τύπο γονέα, καθώς και για κείνον που επιδιώκει να γίνει "συναισθηματικός μέντορας".

Τέλειος ή ιδανικός γονιός δεν υπάρχει, έτσι κι αλλιώς. 
"Καλός" γονιός λοιπόν είναι ο δημοκρατικός γονιός, αυτός που αποδεικνύεται αποτελεσματικός για τον ίδιο και το παιδί του. Βεβαίως, κατά πόσο κάποιος είναι αποτελεσματικός, κρίνεται εκ του αποτελέσματος! 
Η καθημερινή αλληλεπίδραση με το παιδί μπορεί να αναδείξει πολλές δυνάμεις αλλά και πάμπολλες αδυναμίες.

"Καλός" γονέας, είναι ο γονιός που αποκομίζει ευχαρίστηση από το ρόλο του, που ικανοποιεί τόσο τις ανάγκες του παιδιού του, όσο και τις δικές του ανάγκες για να υπάρχει μια όσο το δυνατόν ισόρροπη και παραγωγική σχέση.

"Καλός" γονέας είναι – όπως προανέφερα – ο δημοκρατικός γονέας. Όπως είναι αυτονόητο, "κακός" γονέας είναι ο γονιός που δεν ακολουθεί το δημοκρατικό τρόπο διαπαιδαγώγησης. 
Για παράδειγμα, ένας γονιός που δεν ακούει το παιδί του, ή που μόνο το ακούει, χωρίς να το καθοδηγεί, δεν αποδεικνύεται αποτελεσματικός.

Σύμφωνα με την τυπολογία της Baumrind (η οποία διαφοροποιήθηκε και από άλλους μελετητές), οι γονείς διακρίνονται σε: αυταρχικούς, ανεκτικούς-επιεικείς, ανεκτικούς-αδιάφορους και δημοκρατικούς.

Τα δυο βασικά κριτήρια ως προς την παραπάνω κατηγοριοποίηση είναι ο βαθμός απαιτήσεων που οι γονείς έχουν από τα παιδιά και ο βαθμός ανταπόκρισης που επιδεικνύουν στις ανάγκες τους. Τα παραπάνω κριτήρια επελέγησαν διότι μετά από σχετικές αναλύσεις αποδείχτηκε ότι αποτελούν τις βασικές παραμέτρους διαμόρφωσης του γονικού ρόλου.

Ο αυταρχικός τύπος γονέα ίσως μοιάζει παρωχημένος, όμως δυστυχώς συναντάται και σήμερα.
Είναι οι γονείς που κάνουν χρήση αυστηρού ελέγχου, έχουν πάρα πολλές απαιτήσεις από το παιδί, χωρίς να το στηρίζουν συναισθηματικά και είναι τιμωρητικοί. Είναι απόλυτοι και δίνουν μεγάλη σημασία στην υπακοή. Δε συζητούν, απλώς αναγκάζουν άμεσα ή έμμεσα το παιδί να ακολουθήσει τις επιθυμίες και τις οδηγίες τους.

Επιδεικνύουν σεβασμό στην εργατικότητα και τη σκληρή προσπάθεια (όταν επιφέρει θετικό αποτέλεσμα) και έχουν ιδιαίτερο άγχος όσον αφορά στην κοινωνική σύγκριση. Θέλουν το παιδί τους να πρωτεύει και μονίμως συγκρίνουν την επίδοσή του με εκείνη άλλων παιδιών.

Πιθανότατα πρόκειται για το γονιό που έχει ο ίδιος τύχει μιας αντίστοιχης διαπαιδαγώγησης από τους δικούς του γονείς, ή για ένα γονιό που είχε ιδιαιτέρως ανεκτικούς γονείς, οπότε κινήθηκε πολωτικά προς το άλλο άκρο. Σίγουρα πρόκειται για ένα γονέα με ψυχικά ελλείμματα που χρειάζεται να γνωρίζουμε την προσωπική του ιστορία για να αποφανθούμε.

Ας έχουμε επίσης κατά νου ότι με τη σύγχρονη έννοια του όρου "αυταρχικός" δε σκιαγραφούμε μόνο το γονιό που κακοποιεί σωματικά το παιδί του. Μπορεί κάλλιστα να απαξιώνει το παιδί του με τη στάση του, με έναν έμμεσο τρόπο. Σε μία σχετική έρευνα που έχει διεξαχθεί από τις Σχολές Γονέων, τα πρώτα αποτελέσματα παρουσιάζουν τους γονείς ανωτάτου μορφωτικού επιπέδου πιο αυταρχικούς από τους γονείς που ανήκουν στους υπόλοιπους τύπους.

Τα παιδιά με αυταρχικούς γονείς δεν είναι ευχαριστημένα με τον εαυτό τους. Δυσκολεύονται να θέσουν στόχους και παραιτούνται εύκολα από την προσπάθειά τους. Είναι συνήθως παιδιά εσωστρεφή και αποσυρμένα, φοβισμένα και αγχώδη. Δυσκολεύονται να εμπιστευτούν τους άλλους και διακρίνονται από χαμηλή αυτοεκτίμηση.
Ο ανεκτικός-επιεικής γονέας επιδεικνύει ιδιαίτερη ζεστασιά και είναι πολύ στοργικός με το παιδί του, δυσκολεύεται όμως ιδιαίτερα στην άσκηση ελέγχου. Συζητά υπερβολικά με το παιδί, χωρίς να θέτει όρια. 
Έχει εξαιρετικά λίγες απαιτήσεις από το παιδί του όσον αφορά στις δουλειές του σπιτιού και στη διατήρηση της τάξης. Αποδέχεται τις παρορμήσεις του παιδιού του και τα οποιαδήποτε "θέλω" του. 
Είναι ο γονέας που δυσκολεύεται ιδιαίτερα να πει "όχι" στο παιδί του.
Συχνά παρατηρούμε ότι οι γονείς ακολουθούν αυτό το είδος διαπαιδαγώγησης γιατί πιστεύουν ότι αυτό είναι το καλύτερο για το παιδί τους. 
Μπορεί να μεγάλωσαν οι ίδιοι με αυταρχικούς γονείς, οπότε πηγαίνουν προς το άλλο άκρο. 
Μπορεί να διακατέχονται από υπερβολικό άγχος ως προς το ρόλο τους, με αποτέλεσμα να βρίσκονται σε σύγχυση και να μην μπορούν να θέσουν όρια. Συχνά επίσης παρατηρούμε το φαινόμενο της "εξαργύρωσης" της έλλειψης κοινού χρόνου με το παιδί με παραπανήσια ανοχή, επιείκεια και υπερβολικές υλικές παροχές ή προνόμια προς το παιδί τους.

Τα αποτελέσματα της συμπεριφοράς του στο παιδί δεν είναι σε καμία περίπτωση αντίστοιχα των προσδοκιών του. Το παιδί όχι μόνο δεν αποκτά υψηλή αυτοεκτίμηση, αλλά αντιθέτως, χαρακτηρίζεται από χαμηλή αυτοεκτίμηση. Δυσκολεύεται να στηριχθεί στις δυνάμεις του, είναι παρορμητικό και επιδεικνύει επιθετική συμπεριφορά. Επειδή έχει μάθει να του παρέχουν τα πάντα, είναι ελάχιστα διερευνητικό και έχει πολύ μικρό αυτοέλεγχο.

Ο ανεκτικός-αδιάφορος γονιός αποτελεί μια πιο αρνητική εκδοχή του ανεκτικού γονέα. 
Ο γονιός αυτός δεν ασκεί ούτε έλεγχο στο παιδί του, ούτε ανταποκρίνεται στις ανάγκες του. Απορρίπτει και αγνοεί το παιδί. Αφήνει το παιδί να ενεργήσει όπως επιθυμεί. 
Η ενέργεια που καταναλώνεται και ο χρόνος που δαπανάται στην αλληλεπίδρασή τους με το παιδί είναι τα ελάχιστα. 
Συχνά πρόκειται για γονείς που παραμελούν τα παιδιά τους. Υπάρχουν φορές που οι γονείς αυτοί παρουσιάζουν κατάθλιψη και συμπεριφέρονται με τον τρόπο αυτό στα παιδιά τους γιατί νιώθουν συντετριμμένοι από τα δικά τους προβλήματα.

Δυστυχώς, οι έρευνες δείχνουν ότι τα παιδιά αυτά τα καταφέρνουν χειρότερα από τα παιδιά των γονέων που ανήκουν στους υπόλοιπους τύπους. 
Χαρακτηρίζονται από αντικοινωνική και επιθετική συμπεριφορά, από προβλήματα εσωτερίκευσης και εξωτερίκευσης, από πολύ μικρό αυτοέλεγχο και η επίδοσή τους σε γνωστικού τύπου δοκιμασίες είναι πιο χαμηλή. Ως έφηβοι, κινδυνεύουν περισσότερο από άλλους εφήβους να υιοθετήσουν παραβατική συμπεριφορά.

Ο δημοκρατικός γονέας έχει μεν απαιτήσεις από το παιδί του, αλλά ανταποκρίνεται και στις ανάγκες του
. Οι δημοκρατικοί γονείς ασκούν έλεγχο στο παιδί τους αλλά με έναν ευέλικτο τρόπο και με σταθερότητα. Ενθαρρύνουν την αυτονόμηση του παιδιού, αλλά θέτουν όρια στη συμπεριφορά του. 
Οι απαιτήσεις τους από το παιδί διαμορφώνονται ανάλογα με την ηλικία και τις ιδιαιτερότητές του.

Συζητούν πολύ με το παιδί τους. Επιδεικνύουν υψηλό βαθμό ζεστασιάς και στοργής. Ξέρουν ν' ακούν το παιδί τους, διακρίνονται από επικοινωνιακές δεξιότητες. Θεωρούν ότι οι διακριτοί ρόλοι και η ύπαρξη ιεραρχίας είναι απαραίτητα στοιχεία για την καλή λειτουργία της οικογένειας.
Ο δημοκρατικός γονέας έχει σημαντική επίγνωση του ρόλου του και των δυσκολιών του ρόλου αυτού. 
Είναι ο γονιός που μέσα από τη συμμετοχή του σε μια ομάδα Σχολής Γονέων προσπαθεί να ισορροπήσει την ικανοποίηση των αναγκών του και του παιδιού του. 
Είναι ο γονιός που έχει αποδεχθεί την μη ύπαρξη του "τέλειου" γονιού και που βρίσκει το θάρρος να την αποδεχθεί. Ο γονιός που δεν εφησυχάζει, αλλά βρίσκεται σε μια πορεία διαρκούς αναζήτησης και αφουγκρασμού του παιδιού του και της εποχής του αναζητά ένα δημοκρατικό μοντέλο διαπαιδαγώγησης.
Το παιδί με δημοκρατικούς γονείς γίνεται ανεξάρτητο και μαθαίνει να στηρίζεται στις δυνάμεις του. Έχει αυτοέλεγχο, είναι διερευνητικό και είναι ευχαριστημένο με τον εαυτό του. Λειτουργεί πιο αποτελεσματικά και στο γνωστικό τομέα σε σχέση με τα άλλα παιδιά και θέτει στόχους. 
Επίσης, είναι πιο συνεργατικό, μπορεί να λειτουργεί ομαδικά και απολαμβάνει τη συμμετοχή του σε οποιαδήποτε ομαδική δραστηριότητα.

*Για περισσότερες πληροφορίες, βλ. Παππά, Β. (2017). Επάγγελμα Γονέας. Τύποι Γονέων και Συμπεριφορά Παιδιών και Εφήβων. Αθήνα: Οκτώ.

psychologynow.gr
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki