Wednesday, 16 January 2008

Οι φοβίες στο μικρό παιδί

Η φοβία είναι ένας έντονος και αδικαιολόγητος φόβος για ένα αντικείμενο ή μια κατάσταση. Οι μικροί αποχωρισμοί από τον γονιό, οι ξένοι άνθρωποι, τα ζώα, τα ύψη, το σκοτάδι είναι συνήθεις πηγές φόβου για τα μικρά παιδιά.
Ο δίχως όρια φαντασιακός κόσμος χαρακτηρίζει τον παιδικό ψυχισμό στην προσχολική ηλικία και αντανακλάται στη θεματολογία των φοβιών: το μεταφυσικό, οι κεραυνοί, οι αστραπές, τέρατα που αναδύονται από παραμύθια, το σκοτάδι.
Γιατί όμως κάποια παιδιά είναι πιο ευάλωτα στον φόβο; Τα κοινά συμπτώματα μιας φοβίας στο παιδί είναι η εκδήλωση άγχους κατά την επαφή του με το φοβικό αντικείμενο. Το παιδί μπορεί να νιώθει ότι αυξάνονται οι παλμοί της καρδιάς του, νιώθει ταραγμένο, ξεσπάει σε κλάματα. Η τάση του είναι να αποφεύγει το αντικείμενο ή την κατάσταση που το φοβίζει, ενώ η προσφυγή στον γονιό για διαβεβαίωση και καθησυχασμό είναι συχνή και του προσφέρει ανακούφιση.
Οι φοβίες στο παιδί μπορεί επίσης να του προκαλέσουν ανήσυχο, διακεκομμένο ύπνο και εφιάλτες. Ορισμένα παιδιά παρουσιάζουν νυχτερινή ενούρηση ως αποτέλεσμα μιας συγκεκαλυμμένης ανεπεξέργαστης φοβίας.
Αν και τα αίτια ποικίλλουν από παιδί σε παιδί και εξατομικεύονται, σε γενικές γραμμές η συμπεριφορά και οι φόβοι των ίδιων των γονέων παίζουν καθοριστικό ρόλο στον τρόπο με τον οποίο μαθαίνει να επεξεργάζεται τις εμπειρίες του και στον βαθμό που το παιδί θα αντιλαμβάνεται απειλές γύρω του.
Κατά την ανάπτυξή του, το παιδί παρατηρεί τις ρητές και άρρητες συμπεριφορές των γονιών του και σχηματίζει κανόνες για τη δική του συμπεριφορά.
Στη δημιουργία φοβιών συνδράμουν επίσης ο συναισθηματικός κόσμος και η προσωπικότητα του παιδιού (χαμηλή αυτοεκτίμηση, ελλειμματική αυτονομία) και τα γεγονότα που το παιδί βιώνει ως τραυματικά. 


Οι γονείς μπορούν να βοηθήσουν το παιδί να διαχειριστεί τις φοβίες του με τους εξής τρόπους:
  • Να σεβαστούν τη φοβία του παιδιού και να προσπαθήσουν να την καταλάβουν, χωρίς να υποτιμούν ή να ταπεινώνουν το παιδί λόγω των φόβων του.
  • Να επεξεργαστούν οι ίδιοι τους φόβους τους ώστε να μην τους προβάλλουν στο παιδί τους.
  • Να είναι συνεπείς στη στάση τους, χωρίς να δίνουν διπλά μηνύματα (π.χ. από τη μία να λένε «μη φοβάσαι» και παράλληλα να νιώθουν οι ίδιοι φόβο).
  • Να εκθέτουν το παιδί σταδιακά στην κατάσταση που το φοβίζει και όχι να προσφέρουν απλό καθησυχασμό και διαβεβαίωση.
  • Να μην αρνούνται, ούτε να αποφεύγουν τα συμπτώματα μιας παιδικής φοβίας όταν αυτά παρουσιάζονται, καθώς αυτό θα επιδεινώσει την εξέλιξή τους.
Τέλος, αν η φοβία διαρκεί περισσότερο από έξι μήνες και αποδιοργανώνει τη ζωή του παιδιού, τότε προτείνουμε την επίσκεψη σε έναν παιδοψυχολόγο ή παιδοψυχίατρο προκειμένου οι γονείς και το παιδί να μπορέσουν να διαχειριστούν το πρόβλημα πιο αποτελεσματικά.
 

Μυρσίνη Κωστοπούλου

«Δεν θέλω να δακρύσω μπροστά σας. Αλλά χρειάζομαι βοήθεια»

12.000 άστεγοι στην Αθήνα

ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΤΟΥ 2008...
ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΠΟΥ ΣΚΟΡΠΙΣΕ ΑΠΙΣΤΕΥΤΑ,
ΑΜΕΤΡΗΤΑ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ
ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΟΡΤΑΣΤΙΚΟ ΣΤΟΛΙΣΜΟ ΤΗΣ...
ΣΤΟ ΔΗΜΟ ΤΩΝ ΑΘΗΝΑΙΩΝ ΠΟΥ ΞΟΔΕΨΕ
ΕΝΑ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΟ ΕΥΡΩ
ΓΙΑ ΝΑ ΣΤΗΣΕΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΤΟΥ...

Η ΕΙΔΗΣΗ...
Απόψε, κάηκε ζωντανός ένας άστεγος (ΧΑΜΟΜΗΛΑΚΙ) μέσα σε ερειπωμένο νεοκλασικό...

«Δεν θέλω να δακρύσω μπροστά σας. Αλλά χρειάζομαι βοήθεια».
Είναι η κραυγή απελπισίας ενός άστεγου, του Χάρη, που μπορεί (όπως κι άλλοι άστεγοι τα παγωμένα αθηναϊκά βράδια) να κάνει αξιόποινη πράξη ή να αυτοτραυματιστεί προκειμένου να περάσει μια νύχτα στο κρατητήριο ή στο νοσοκομείο.
Ακόμη και στην Ελλάδα της ιδιοκατοίκησης και της

οικογενειακής πρόνοιας οι σύγχρονες κοινωνικές
καταστάσεις έχουν διαρρήξει τα προστατευτικά δίκτυα. Δώδεκα χιλιάδες άτομα, Έλληνες, αλλοδαποί, άντρες και γυναίκες, οικονομικά κατεστραμμένοι από δάνεια και κάρτες, απολυμένοι λίγο πριν από τη συνταξιοδότηση, χρήστες ναρκωτικών, αποφυλακισμένοι, απόκληροι, άνθρωποι, κάποτε, της διπλανής πόρτας που ζούσαν μια κανονική ζωή, περιφέρονται σαν σκιές στην πλατεία Κλαυθμώνος, στο Σαράφειο, στο Πεδίον του Άρεως, σε παρκάκια και πεζόδρομους του κέντρου, πριν καταλήξουν στις «καβάτζες» τους, τα πρόχειρα σπιτικά τους από χαρτόκουτα, σανίδες και πλαστικά.

Δεν είναι τέρατα, είναι άνθρωποι...
Της Τασούλας Καραΐσκάκη
«Στο μυαλό μας ο άστεγος είναι ένα απωθητικό επικίνδυνο πλάσμα, που θα προτιμούσε να πεθάνει παρά να δουλέψει ή να πλυθεί, και δεν θέλει τίποτε άλλο από το να ζητιανεύει, να πίνει και να κλέβει... Λάθος. Οι άστεγοι είναι τα πιο συμμαζεμένα και υποταγμένα άτομα που μπορεί να σκεφθεί κανείς. Δεν είναι άστεγοι επειδή τους αρέσει, αλλά γιατί μια κοινωνική νόρμα τους υποχρεώνει να το κάνουν· όπως τα αυτοκίνητα είναι υποχρεωμένα να πηγαίνουν αριστερά.
Δεν είναι τέρατα, αλλά κανονικοί άνθρωποι, κι αν είναι χειρότεροι από άλλους, είναι όχι επειδή ζουν έτσι.
Είναι πλάσματα με καταρρακωμένο “εγώ” και συντριπτική την αίσθηση ότι η φτώχεια είναι αμαρτία...» γράφει ο Τζορτζ Οργουελ στο σχεδόν αυτοβιογραφικό μυθιστόρημά του «Down and out in Paris and London» (1933).
Δεν έχουν καμία διαφορά οι άστεγοι του Παρισιού, του Λονδίνου από τους αστέγους της Αθήνας, δεκαετίες αργότερα.
Ίδιο το πρησμένο από το αλκοόλ και τις κακουχίες πρόσωπο, η απελπισία, η σχεδόν ηδονική εγκατάλειψη στο αργόσυρτο πέρασμα του χρόνου.
Ίδια η αίσθηση ότι μπορείς να καθίσεις, να κοιμηθείς, να φας, να χαζέψεις όπου βρεις, ότι μπορείς να δημιουργήσεις από το τίποτα στο τίποτα, έναν κόσμο γύρω σου.
Ή αντίθετα, ότι είσαι διαρκώς σε χώρους όπου νιώθεις πως δεν χωράς.
Μετρημένοι κάποτε στα δάχτυλα στην Ελλάδα της οικογένειας «κουκούλι», αριθμούν σήμερα χιλιάδες... Από 10 ή 20 το ʼ70 στην Αθήνα, 500 το ʼ95, πάνω από 12.000 σήμερα... Έλληνες και αλλοδαποί, άντρες και γυναίκες, αποφυλακισμένοι, χρήστες ναρκωτικών, απολυμένοι, οικονομικά κατεστραμμένοι από δάνεια και κάρτες, άνθρωποι της διπλανής πόρτας που ζούσαν κάποτε μια κανονική ζωή, αλλοδαποί που δεν πρόλαβαν να τη χτίσουν στον ξένο τόπο ή την άγγιξαν για λίγο κι έπειτα χάθηκαν στην άβυσσο της εξαθλίωσης, συνωστίζονται σε εγκαταλελειμμένα σπίτια, μαγαζιά, αυτοκίνητα, σε παρκάκια, παγκάκια, πιλοτές, στοές, μέσα σε χαρτόκουτα, ξεπαγιασμένοι από το κρύο.
Μόνιμοι πελάτες των συσσιτίων του δήμου, σκιές στην πιο αθέατη γωνιά της ζωής, περνούν από την ελευθερία των μηδενικών υποχρεώσεων, τη νωθρή ευχαρίστηση της απόλυτης αποσύνδεσης από τα πρέπει του καθημερινού βίου (δεν τους βαραίνει η ευθύνη και η αγωνία για κάτι, δεν φοβούνται μια πιθανή κλοπή, μια απόλυση, δεν αγχώνονται για τα υπάρχοντά τους αφού δεν έχουν) στον φόβο, τούτο το βράδυ να μη βγει· να ξυλοκοπηθούν, να αρρωστήσουν, να δολοφονηθούν, να χαθούν στο σκοτάδι του αλκοόλ ή των ναρκωτικών για πάντα.
Είναι σκληρή η ζωή του άστεγου, βίαιη, ρευστή. Παγερό το αίσθημα της έλλειψης προστασίας απέναντι στις αβεβαιότητες. Εύκολο το μίσος, ο θυμός, η σκληρότητα, το θράσος, ο κυνισμός της απελπισίας, οι γροθιές, οι κλοτσιές στον ανταγωνιστή.
Δεν υπάρχει κουλτούρα αλληλεγγύης μεταξύ των φτωχών. Υπάρχει ένας έντονος αμυντικός ή επιθετικός ατομισμός (όπως στην περίπτωση των δύο αστέγων που ξυλοκόπησαν μέχρι θανάτου τον παρείσακτο «συνάδελφο» στη Γλυφάδα).
Δεν αγαπούν την παρέα - ρέπουν στην εξάρτηση (οι κολλητοί άστεγοι αλληλοβρίζονται, αλληλοχτυπιούνται, αλλά δεν ξεκολλούν). Το αίσθημα ενοχής για την κοινωνική αχρηστία, η αλυσίδα των στερήσεων και των ελλείψεων διαταράσσουν την ψυχή τους.
Έτσι, καμιά φορά συμβαίνει,
μαζί με τα υπάρχοντα
και την κοσμιότητά τους,
να χάνουν και τα λογικά τους.
Για μια στιγμή ή για πάντα...

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki