Παιδιά αθίγγανων, παιδιά μεταναστών, παιδιά της διπλανής πόρτας, που σε
κοιτούν στα μάτια με απορία, που λαχταρούν να μάθουν πότε θα ’ρθουν οι
γεννήτορές τους ή κάποιος συγγενής, αν δηλαδή έχουν αυτή την πολυτέλεια. Εκεί
στις παιδοπόλεις του υπουργείου Υγείας, έτσι όπως λέγονται οι χώροι φιλοξενίας
τους, έχουν βρεθεί μετά από εισαγγελική παραγγελία, είτε λόγω παραμέλησης,
είτε λόγω κακοποίησης. Τώρα πλέον μπορούν να νιώθουν ασφαλή, είναι
προφυλαγμένα.
Αποτυπωμένα στα παιδικά τους πρόσωπα η θλίψη, η ωριμότητα της ζωής που
επεφύλασσε γι’ αυτά ένα διαφορετικό ξύπνημα και μιας παιδικής ηλικίας που
χάθηκε στα χρόνια της αθωότητας. Για μερικά απ’ αυτά λες και ο χρόνος έχει
σταματήσει, μνήμες που χάνονται, που μπερδεύονται, που κουβαριάζονται στο
χθες και το σήμερα. Σημάδια ανεξίτηλα με σύμμαχο τον χρόνο και η προσμονή
μιας διαφορετικής καλύτερης ημέρας «φωτίζει» τα σκοτεινά βλέμματά τους.
Αλήθεια, πόσα από αυτά μπορούν να ελπίζουν σε ένα καλύτερο αύριο; Σε ένα χάδι από μια ανάδοχη μάνα που θα σκύψει ευλαβικά πάνω απ’ όσα «κουβαλούν» για να γιατρέψει τις πληγές τους; Αυτές που χαράζονται ακόμη βαθύτερα στην ψυχή, όταν η φυσική μάνα έχει διαλέξει τη λήθη, την άρνηση, την φυγή.
Η μικρή Αγγελικούλα ένα επτάχρονο μελαχρινό κορίτσι, δεν χάνει το χαμόγελό της, παρ’ όλα όσα πέρασε σε εκείνο το χωριό στο Νομό Φθιώτιδας. Εικόνες και μνήμες κλειδώθηκαν σε κάποιο κρυφό σημείο του μυαλό της. Κοιτώντας τη κατάματα δυσκολεύεσαι να πιστέψεις τη μικρή - μεγάλη ιστορία της.
Η μητέρα της μια Αθίγγανη Βουλγάρα, εγκαταστάθηκε πριν από μια οκταετία σε κάποιο χωριό στη Φθιώτιδα. Μαζί με άλλα 6 παιδιά που έφερε στον κόσμο από διάφορους συντρόφους και με τη βοήθεια του τελευταίου φίλου της, αγωνίζεται προσπαθώντας να εξασφαλίσει τα προς το ζην. Εργάζεται περιστασιακά στα χωράφια και σε ό,τι άλλο τύχει στο χωριό. Η ίδια -όπως εξάλλου λένε και οι εκθέσεις των κοινωνικών λειτουργών της αρμόδιας κοινωνικής υπηρεσίας της Νομαρχίας- δεν διαθέτει ικανότητες οργάνωσης, αλλά ούτε φροντίζει την οικογένειά της. Οι συνθήκες διαβίωσης; Αθλιες για εκείνη και τα επτά παιδιά της.
Η μικρή Αγγελικούλα μεγαλώνει σε αποθήκη ζωοτροφών, εκεί είναι το σπίτι τους. Χωρίς φυσικά τον απαραίτητο οικιακό εξοπλισμό, χωρίς θέρμανση, χωρίς νερό, χωρίς όλα όσα έχουν πολλοί συνομήλικοί της. Βρώμικη και ατημέλητη, όπως επίσης και τα υπόλοιπα αδέλφια της, περιφέρεται στους δρόμους του χωριού, χωρίς καμιά προσοχή και προστασία. Συνήθως επαιτεί, ζητιανεύει την τροφή, ακόμη και το νερό για να ξεδιψάσει. Και, το χειρότερο, ζει μαζί με τον νεαρό σύντροφο της μητέρας της, που πίνει για να ξεχνιέται και μεταμορφώνεται σε βίαιο δυνάστη που εκτονώνεται σε όλα τα παιδιά. Η συμπεριφορά του ενοχλεί, οι κάτοικοι διαμαρτύρονται, θέλουν να τους απομακρύνουν.
Μετά από λίγο η κοινωνική υπηρεσία της Νομαρχίας επεμβαίνει σώζοντας τα παιδιά από την εξαθλίωση και από όλους τους άλλους κινδύνους που «καιροφυλακτούσαν» μέχρι τότε. Η μητέρα, αδύναμη να αντιμετωπίσει το οτιδήποτε, συναινεί και τα παιδιά οδηγούνται σε Ιδρύματα του υπουργείου Υγείας. Εκεί στις παιδοπόλεις αφήνονται πλέον ασφαλή στην αγκαλιά των νηπιοκόμων που παίρνουν το ρόλο της μάνας, όταν η βιολογική δεν εμφανίζεται ούτε για μία τυπική επίσκεψη. Δεν έχουν πια τι να περιμένουν…
Τις σκέψεις μου διακόπτει η Χριστινούλα, κολλητή της Αγγελικής, το ίδιο σκερτσόζα με 3 αδέλφια, έχει υποστεί και αυτή κακοποίηση, και όμως σχεδόν πάντα σου γελά, άλλοτε με συστολή, άλλοτε θορυβωδώς. Της αρέσει πολύ να ζωγραφίζει, εκεί μπορεί και εκφράζεται καλύτερα.
Στα παιδικά της σκίτσα δεν παραλείπει να λέει πόσο πολύ αγαπάει το προσωπικό της παιδόπολης και τις νηπιοκόμους που τη φροντίζουν. Αγαπώ την Ανθούλα, τη Μαρίνα, την Αλέκα, και ζωγραφίζει αφήνοντας πίσω το γνώριμο γκρι που αποτύπωνε τη θλίψη της. Τώρα πια η ζωή της πιο φωτεινή, μαζί και τα όνειρά της που παίρνουν χρώμα από το ηλιοβασίλεμα.
Βλέπεις άρχισαν να φεύγουν οι φοβίες. Σε αυτό βοήθησε και «μαμά Ανθούλα» έτσι όπως αποκαλεί τη γυναίκα που τη φροντίζει με περίσσια αγάπη και ζεστασιά. Οπως ακριβώς συμβαίνει και με τις υπόλοιπες νηπιοκόμους που εργάζονται στο ίδρυμα. Τα βράδια λίγο πριν κοιμηθεί τη φωνάζει μαμά, περιμένοντας την πιο ζεστή αγκαλιά της και τότε ηρεμεί, αφήνεται πια στα όνειρά της. «Η πιο δύσκολη ώρα της ημέρας μαζί τους είναι το βράδυ, η στιγμή της καληνύχτας» επισημαίνει η Ανθούλα Λαμπίρη - Βασιλείου, παιδαγωγός - νηπιοκόμος στην παιδόπολη «Αγιος Ανδρέας» και γραμματέας του συλλόγου εργαζομένων μονάδων Πρόνοιας στην 1η ΥΠΕ.
Και συνεχίζει: «Μπορεί να φαίνεται απλό, ωστόσο είναι πάρα πολύ δύσκολο. Οταν περνάς από κάθε κρεβάτι χωριστά για να πεις «όνειρα γλυκά» και αισθάνεται δυο μικρά χεράκια να τυλίγονται γύρω από το λαιμό σου και να σε σφίγγουν με δύναμη περιμένοντας αυτά τα παιδιά να ακούσουν από εσένα πόσο ξεχωριστά είναι και πόσο πολύ τα αγαπάς, περισσότερο απ’ όλα τα άλλα εκείνα, αισθάνεσαι ότι «αδειάζει η ψυχή σου». Ιδίως όταν σου ψιθυρίζουν μείνε μαζί μου λίγο ακόμα, μη βιάζεσαι να φύγεις. Και εσύ όμως βιάζεσαι, γιατί είναι 15 ζευγάρια χεράκια στη σειρά που σε περιμένουν.
Θυμάμαι πριν λίγο καιρό παρέλειψα να περάσω από το κρεβατάκι του μικρού μας Αλέξη ενός αγοριού μόλις 5 ετών. Και λίγο πριν φύγω από την παιδόπολη, μια ώρα μετά την καληνύχτα μας, πέρασα να ρίξω μια τελευταία ματιά. Μπαίνοντας στο δωμάτιο ακούω μια φωνούλα να λέει σιγανά κυρία Ανθούλα δεν θα περάσεις να μου πεις καληνύχτα; Ταράχτηκα, πήγα γρήγορα κοντά του, τον πήρα στην αγκαλιά μου. Στα δυο πρώτα λογάκια μου αποκοιμήθηκε, δεν πρόλαβε να ακούσει τίποτα και έτσι όπως αφέθηκε επάνω μου, ούτε που σάλεψε όταν το άφησα στο κρεβατάκι του. Πώς άντεξε αλήθεια να περιμένει ξάγρυπνο μια ώρα μέσα στο σκοτάδι; Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκα».
Η ζωή με 32 παιδιά ηλικίας από 4 έως 12 ετών που ζουν στην παιδόπολη δεν είναι εύκολη, πολύ περισσότερο όταν το καθένα απ’ αυτά έχει τη δική του ιστορία, τη δική του προσωπικότητα, τις δικές του ανάγκες, τις δικές του ιδιαιτερότητες. Ομως όλες αυτές οι παιδικές ψυχές έχουν ένα κοινό: διεκδικούν την αγάπη, την αποκλειστικότητα, τη φροντίδα μόνο για εκείνα. Τη μητρική αγκαλιά που η ζωή τους «άρπαξε», βάζοντας επάνω τους την σφραγίδα «παιδιά ενός κατώτερου Θεού». Γιατί έτσι τα βλέπουν όσοι δεν τα γνώρισαν, όσοι δεν πέρασαν ποτέ την καγκελένια πόρτα του Ιδρύματος. Κάπως έτσι η στείρα κοινωνία τα αντιμετωπίζει. Στο περιθώριο. Ομως υπάρχει πάντα και η άλλη όψη…
«Για εμάς τις νηπιοκόμους που ζούμε την καθημερινότητά τους δίνοντας την «ψυχή» μας σε αυτά τα παιδιά, δεν είναι παιδιά ενός κατώτερου Θεού. Είναι όπως όλα τα παιδιά του κόσμου που το καθένα απ’ αυτά ξεχωρίζει, όχι φυσικά γιατί είναι παιδί της παιδόπολης αλλά για όσα χαρίσματα έχει, για εμάς είναι ένα από τα παιδιά μας.
Είναι υποχρέωση όλων μας να δώσουμε όσα η ζωή τους στέρησε, την οικογένεια, το φυσικό τους χώρο, την αγάπη, την αποκλειστικότητα, να τα κάνουμε να νιώσουν ασφάλεια, εμπιστοσύνη αναπτύσσοντας τις όποιες δεξιότητές τους και τελικά να λάμψουν», προσθέτει με έμφαση η Α. Λαμπίρη - Βασιλείου. «Η εμπειρία μου όλα αυτά τα χρόνια, μου έχει διδάξει πως θα σωθούν μόνο αν ενταχθούν σε ένα υγιές οικογενειακό περιβάλλον είτε μέσω του θεσμού της αναδοχής, είτε μέσω της υιοθεσίας που δυστυχώς είναι χρονοβόρα. Η Πολιτεία ας σκύψει επιτέλους πάνω από αυτά τα παιδιά, ας στελεχώσει τις μονάδες μας με περισσότερο προσωπικό, ας εξελίξει την ποιότητα της δουλειάς μας και τις υπηρεσίες που παρέχουμε απέναντι στο παιδί».
Η συζήτησή μας διακόπτεται όταν το βλέμμα μου πέφτει στο γράμμα της 8χρονης Ιωάννας: «Μήπως αγαπώ την οικογένειά μου; Ή μήπως δεν τη δέχομαι; Μήπως αγαπώ τη μαμά μου ή μήπως αγαπώ… τι άλλο να αγαπήσω, μήπως τη μαμά μου; Μήπως θα αγαπήσω την αδελφή μου; Αμα είναι θα αγαπήσω τον εαυτό μου, μόνο εγώ…». Η αβεβαιότητα, η άρνηση για τη βιολογική της οικογένεια και ένα σωρό άλλα συναισθήματα που «φώλιαζαν» στην μπερδεμένη ψυχή της δεν υπάρχουν πλέον. Ηταν από τα τυχερά παιδιά. Η Ιωάννα σήμερα βρίσκεται σε ανάδοχη μητέρα. Τα μάτια της λάμπουν, βρήκε επιτέλους αυτό που στερήθηκε. Οταν επισκέπτεται το Ιδρυμα έχει μια ανοιχτή αγκαλιά για όλους, γελάει ευτυχισμένη. «Εγινε το αστέρι, είμαι βέβαιη ότι θα πετύχει» προσθέτει η Α. Λαμπίρη.
Διάβασα πολλά ακόμη γράμματα. Ολα στο ίδιο ύφος: «Σας αγαπώ πάρα πολύ, σαν να είστε η μαμά μου, όταν με φιλάτε είστε ο άγγελός μου, τώρα έγινα καλό κορίτσι. Μαρία».
Η ώρα πέρασε. Ο ήλιος έδυσε. Το ταξίδι μας στον κόσμο των παιδοπόλεων, στις παιδικές αυτές «τραυματισμένες» αλλά «λαμπερές» ψυχές φθάνει στο τέλος του. Ο δεκάχρονος Μανώλης, παιδί της παιδόπολης, κλείνει με ένα τραγούδι που έγραψε πριν από ένα μήνα, προς την κυρία Ανθούλα: «Αστρο φωτεινό, κάθε βράδυ λάμπεις στον ουρανό. Ελα πιο κοντά, άγγιξέ με στα κρυφά, σε παρακαλώ, πες πως με αγαπάς, κι αν έρθεις το βράδυ να με δεις, ένα δάκρυ στο μάγουλο θα βρεις, άστρο φωτεινό που πολύ σε αγαπώ. Οταν φτερουγίζεις με τους αγγέλους εκεί ψηλά, εγώ σε ψάχνω εδώ χαμηλά, άστρο φωτεινό, που πολύ σε αγαπώ...».
Καληνύχτα Μανώλη, η ζωή ας «φωτίσει» τα όνειρά σου…
Αλήθεια, πόσα από αυτά μπορούν να ελπίζουν σε ένα καλύτερο αύριο; Σε ένα χάδι από μια ανάδοχη μάνα που θα σκύψει ευλαβικά πάνω απ’ όσα «κουβαλούν» για να γιατρέψει τις πληγές τους; Αυτές που χαράζονται ακόμη βαθύτερα στην ψυχή, όταν η φυσική μάνα έχει διαλέξει τη λήθη, την άρνηση, την φυγή.
Η μικρή Αγγελικούλα ένα επτάχρονο μελαχρινό κορίτσι, δεν χάνει το χαμόγελό της, παρ’ όλα όσα πέρασε σε εκείνο το χωριό στο Νομό Φθιώτιδας. Εικόνες και μνήμες κλειδώθηκαν σε κάποιο κρυφό σημείο του μυαλό της. Κοιτώντας τη κατάματα δυσκολεύεσαι να πιστέψεις τη μικρή - μεγάλη ιστορία της.
Η μητέρα της μια Αθίγγανη Βουλγάρα, εγκαταστάθηκε πριν από μια οκταετία σε κάποιο χωριό στη Φθιώτιδα. Μαζί με άλλα 6 παιδιά που έφερε στον κόσμο από διάφορους συντρόφους και με τη βοήθεια του τελευταίου φίλου της, αγωνίζεται προσπαθώντας να εξασφαλίσει τα προς το ζην. Εργάζεται περιστασιακά στα χωράφια και σε ό,τι άλλο τύχει στο χωριό. Η ίδια -όπως εξάλλου λένε και οι εκθέσεις των κοινωνικών λειτουργών της αρμόδιας κοινωνικής υπηρεσίας της Νομαρχίας- δεν διαθέτει ικανότητες οργάνωσης, αλλά ούτε φροντίζει την οικογένειά της. Οι συνθήκες διαβίωσης; Αθλιες για εκείνη και τα επτά παιδιά της.
Η μικρή Αγγελικούλα μεγαλώνει σε αποθήκη ζωοτροφών, εκεί είναι το σπίτι τους. Χωρίς φυσικά τον απαραίτητο οικιακό εξοπλισμό, χωρίς θέρμανση, χωρίς νερό, χωρίς όλα όσα έχουν πολλοί συνομήλικοί της. Βρώμικη και ατημέλητη, όπως επίσης και τα υπόλοιπα αδέλφια της, περιφέρεται στους δρόμους του χωριού, χωρίς καμιά προσοχή και προστασία. Συνήθως επαιτεί, ζητιανεύει την τροφή, ακόμη και το νερό για να ξεδιψάσει. Και, το χειρότερο, ζει μαζί με τον νεαρό σύντροφο της μητέρας της, που πίνει για να ξεχνιέται και μεταμορφώνεται σε βίαιο δυνάστη που εκτονώνεται σε όλα τα παιδιά. Η συμπεριφορά του ενοχλεί, οι κάτοικοι διαμαρτύρονται, θέλουν να τους απομακρύνουν.
Μετά από λίγο η κοινωνική υπηρεσία της Νομαρχίας επεμβαίνει σώζοντας τα παιδιά από την εξαθλίωση και από όλους τους άλλους κινδύνους που «καιροφυλακτούσαν» μέχρι τότε. Η μητέρα, αδύναμη να αντιμετωπίσει το οτιδήποτε, συναινεί και τα παιδιά οδηγούνται σε Ιδρύματα του υπουργείου Υγείας. Εκεί στις παιδοπόλεις αφήνονται πλέον ασφαλή στην αγκαλιά των νηπιοκόμων που παίρνουν το ρόλο της μάνας, όταν η βιολογική δεν εμφανίζεται ούτε για μία τυπική επίσκεψη. Δεν έχουν πια τι να περιμένουν…
Τις σκέψεις μου διακόπτει η Χριστινούλα, κολλητή της Αγγελικής, το ίδιο σκερτσόζα με 3 αδέλφια, έχει υποστεί και αυτή κακοποίηση, και όμως σχεδόν πάντα σου γελά, άλλοτε με συστολή, άλλοτε θορυβωδώς. Της αρέσει πολύ να ζωγραφίζει, εκεί μπορεί και εκφράζεται καλύτερα.
Στα παιδικά της σκίτσα δεν παραλείπει να λέει πόσο πολύ αγαπάει το προσωπικό της παιδόπολης και τις νηπιοκόμους που τη φροντίζουν. Αγαπώ την Ανθούλα, τη Μαρίνα, την Αλέκα, και ζωγραφίζει αφήνοντας πίσω το γνώριμο γκρι που αποτύπωνε τη θλίψη της. Τώρα πια η ζωή της πιο φωτεινή, μαζί και τα όνειρά της που παίρνουν χρώμα από το ηλιοβασίλεμα.
Βλέπεις άρχισαν να φεύγουν οι φοβίες. Σε αυτό βοήθησε και «μαμά Ανθούλα» έτσι όπως αποκαλεί τη γυναίκα που τη φροντίζει με περίσσια αγάπη και ζεστασιά. Οπως ακριβώς συμβαίνει και με τις υπόλοιπες νηπιοκόμους που εργάζονται στο ίδρυμα. Τα βράδια λίγο πριν κοιμηθεί τη φωνάζει μαμά, περιμένοντας την πιο ζεστή αγκαλιά της και τότε ηρεμεί, αφήνεται πια στα όνειρά της. «Η πιο δύσκολη ώρα της ημέρας μαζί τους είναι το βράδυ, η στιγμή της καληνύχτας» επισημαίνει η Ανθούλα Λαμπίρη - Βασιλείου, παιδαγωγός - νηπιοκόμος στην παιδόπολη «Αγιος Ανδρέας» και γραμματέας του συλλόγου εργαζομένων μονάδων Πρόνοιας στην 1η ΥΠΕ.
Και συνεχίζει: «Μπορεί να φαίνεται απλό, ωστόσο είναι πάρα πολύ δύσκολο. Οταν περνάς από κάθε κρεβάτι χωριστά για να πεις «όνειρα γλυκά» και αισθάνεται δυο μικρά χεράκια να τυλίγονται γύρω από το λαιμό σου και να σε σφίγγουν με δύναμη περιμένοντας αυτά τα παιδιά να ακούσουν από εσένα πόσο ξεχωριστά είναι και πόσο πολύ τα αγαπάς, περισσότερο απ’ όλα τα άλλα εκείνα, αισθάνεσαι ότι «αδειάζει η ψυχή σου». Ιδίως όταν σου ψιθυρίζουν μείνε μαζί μου λίγο ακόμα, μη βιάζεσαι να φύγεις. Και εσύ όμως βιάζεσαι, γιατί είναι 15 ζευγάρια χεράκια στη σειρά που σε περιμένουν.
Θυμάμαι πριν λίγο καιρό παρέλειψα να περάσω από το κρεβατάκι του μικρού μας Αλέξη ενός αγοριού μόλις 5 ετών. Και λίγο πριν φύγω από την παιδόπολη, μια ώρα μετά την καληνύχτα μας, πέρασα να ρίξω μια τελευταία ματιά. Μπαίνοντας στο δωμάτιο ακούω μια φωνούλα να λέει σιγανά κυρία Ανθούλα δεν θα περάσεις να μου πεις καληνύχτα; Ταράχτηκα, πήγα γρήγορα κοντά του, τον πήρα στην αγκαλιά μου. Στα δυο πρώτα λογάκια μου αποκοιμήθηκε, δεν πρόλαβε να ακούσει τίποτα και έτσι όπως αφέθηκε επάνω μου, ούτε που σάλεψε όταν το άφησα στο κρεβατάκι του. Πώς άντεξε αλήθεια να περιμένει ξάγρυπνο μια ώρα μέσα στο σκοτάδι; Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκα».
Η ζωή με 32 παιδιά ηλικίας από 4 έως 12 ετών που ζουν στην παιδόπολη δεν είναι εύκολη, πολύ περισσότερο όταν το καθένα απ’ αυτά έχει τη δική του ιστορία, τη δική του προσωπικότητα, τις δικές του ανάγκες, τις δικές του ιδιαιτερότητες. Ομως όλες αυτές οι παιδικές ψυχές έχουν ένα κοινό: διεκδικούν την αγάπη, την αποκλειστικότητα, τη φροντίδα μόνο για εκείνα. Τη μητρική αγκαλιά που η ζωή τους «άρπαξε», βάζοντας επάνω τους την σφραγίδα «παιδιά ενός κατώτερου Θεού». Γιατί έτσι τα βλέπουν όσοι δεν τα γνώρισαν, όσοι δεν πέρασαν ποτέ την καγκελένια πόρτα του Ιδρύματος. Κάπως έτσι η στείρα κοινωνία τα αντιμετωπίζει. Στο περιθώριο. Ομως υπάρχει πάντα και η άλλη όψη…
«Για εμάς τις νηπιοκόμους που ζούμε την καθημερινότητά τους δίνοντας την «ψυχή» μας σε αυτά τα παιδιά, δεν είναι παιδιά ενός κατώτερου Θεού. Είναι όπως όλα τα παιδιά του κόσμου που το καθένα απ’ αυτά ξεχωρίζει, όχι φυσικά γιατί είναι παιδί της παιδόπολης αλλά για όσα χαρίσματα έχει, για εμάς είναι ένα από τα παιδιά μας.
Είναι υποχρέωση όλων μας να δώσουμε όσα η ζωή τους στέρησε, την οικογένεια, το φυσικό τους χώρο, την αγάπη, την αποκλειστικότητα, να τα κάνουμε να νιώσουν ασφάλεια, εμπιστοσύνη αναπτύσσοντας τις όποιες δεξιότητές τους και τελικά να λάμψουν», προσθέτει με έμφαση η Α. Λαμπίρη - Βασιλείου. «Η εμπειρία μου όλα αυτά τα χρόνια, μου έχει διδάξει πως θα σωθούν μόνο αν ενταχθούν σε ένα υγιές οικογενειακό περιβάλλον είτε μέσω του θεσμού της αναδοχής, είτε μέσω της υιοθεσίας που δυστυχώς είναι χρονοβόρα. Η Πολιτεία ας σκύψει επιτέλους πάνω από αυτά τα παιδιά, ας στελεχώσει τις μονάδες μας με περισσότερο προσωπικό, ας εξελίξει την ποιότητα της δουλειάς μας και τις υπηρεσίες που παρέχουμε απέναντι στο παιδί».
Η συζήτησή μας διακόπτεται όταν το βλέμμα μου πέφτει στο γράμμα της 8χρονης Ιωάννας: «Μήπως αγαπώ την οικογένειά μου; Ή μήπως δεν τη δέχομαι; Μήπως αγαπώ τη μαμά μου ή μήπως αγαπώ… τι άλλο να αγαπήσω, μήπως τη μαμά μου; Μήπως θα αγαπήσω την αδελφή μου; Αμα είναι θα αγαπήσω τον εαυτό μου, μόνο εγώ…». Η αβεβαιότητα, η άρνηση για τη βιολογική της οικογένεια και ένα σωρό άλλα συναισθήματα που «φώλιαζαν» στην μπερδεμένη ψυχή της δεν υπάρχουν πλέον. Ηταν από τα τυχερά παιδιά. Η Ιωάννα σήμερα βρίσκεται σε ανάδοχη μητέρα. Τα μάτια της λάμπουν, βρήκε επιτέλους αυτό που στερήθηκε. Οταν επισκέπτεται το Ιδρυμα έχει μια ανοιχτή αγκαλιά για όλους, γελάει ευτυχισμένη. «Εγινε το αστέρι, είμαι βέβαιη ότι θα πετύχει» προσθέτει η Α. Λαμπίρη.
Διάβασα πολλά ακόμη γράμματα. Ολα στο ίδιο ύφος: «Σας αγαπώ πάρα πολύ, σαν να είστε η μαμά μου, όταν με φιλάτε είστε ο άγγελός μου, τώρα έγινα καλό κορίτσι. Μαρία».
Η ώρα πέρασε. Ο ήλιος έδυσε. Το ταξίδι μας στον κόσμο των παιδοπόλεων, στις παιδικές αυτές «τραυματισμένες» αλλά «λαμπερές» ψυχές φθάνει στο τέλος του. Ο δεκάχρονος Μανώλης, παιδί της παιδόπολης, κλείνει με ένα τραγούδι που έγραψε πριν από ένα μήνα, προς την κυρία Ανθούλα: «Αστρο φωτεινό, κάθε βράδυ λάμπεις στον ουρανό. Ελα πιο κοντά, άγγιξέ με στα κρυφά, σε παρακαλώ, πες πως με αγαπάς, κι αν έρθεις το βράδυ να με δεις, ένα δάκρυ στο μάγουλο θα βρεις, άστρο φωτεινό που πολύ σε αγαπώ. Οταν φτερουγίζεις με τους αγγέλους εκεί ψηλά, εγώ σε ψάχνω εδώ χαμηλά, άστρο φωτεινό, που πολύ σε αγαπώ...».
Καληνύχτα Μανώλη, η ζωή ας «φωτίσει» τα όνειρά σου…
Της ΣΗΛΙΑΣ ΠΑΠΑΔΕΑ
Αναρτήθηκε από
Sourta - Ferta