Πρωί Σαββάτου. Σηκώθηκα από νωρίς, κι άρχισα να κάνω δουλειές.
Παραξενεύτηκα που το παιδί κοιμόταν ακόμα.
Τελικά ξύπνησε αργά, γύρω στις 10.
Βγαίνοντας απ’ το δωμάτιο μου φάνηκε μεγάλος.
Μεγάλες οι πλατούλες του, και τα πόδια του ψηλά.
Η μύτη του είχε μακρύνει και τα μάτια του είχαν άλλη έκφραση:
Την έκφραση μεγάλου παιδιού.
Πλησιάζει τα 4 ο μικρός μου Χρήστος, και σ’ ένα μόνο βράδυ μεγάλωσε ξαφνικά.
Ανταλλάξαμε τις καλημέρες μας με χαμόγελο, κι η καρδιά μου χτύπησε δυνατά.
Κοίταξα βαθιά στα μεγάλα του μάτια κι είδα το μέλλον, και τη ζωή του σε γρήγορη κίνηση:
Τον είδα να πηγαίνει στο δημοτικό, και να γελάει με τους φίλους του.
Τον είδα στο γυμνάσιο, έφηβο, στο μεταίχμιο του άγχους και της ανεμελιάς.
Τον είδα να βάζει μπρος το αυτοκίνητο στα 18 του.
Τον είδα να πηγαίνει διακοπές στα νησιά, και να με χαιρετάει βιαστικά.
Και μετά τον είδα να φεύγει απ’ το σπίτι, και να μετακομίζει αλλού. Για πάντα.
«Μαμά! Θέλω να φάω κάτι!», μου φώναξε δυνατά, επαναφέροντάς με στο τώρα.
Του έβαλα να φάει. Τον ξανακοίταξα.
Δε μεγάλωσε τελικά τόσο πολύ.
Παίζει ακόμα με το πρωινό του, το πιτσιλάει εδώ κι εκεί, και πασαλείβεται παντού.
Σαν μικρό παιδί. Ένα μικρό παιδί.
Έκατσα δίπλα του να πιω τον καφέ μου.
Και τον ξανακοίταξα στα μάτια.
Μόνο που αυτή τη φορά δεν είδα το μέλλον.
Είδα μια γκριμάτσα πολύ αστεία: είδα την προσωποποίηση της χαράς. Περνάμε τόσο ωραία, σκέφτηκα.
Κουράζομαι πολύ η αλήθεια είναι, αλλά, τι περίεργο, η κούραση ξεχνιέται και φεύγει τόσο γρήγορα όταν χαχανίζει κελαρυστά.Τώρα που είναι ακόμα μικρός, θέλω να τον χαρώ και να τον απολαύσω όσο περισσότερο μπορώ.
Δεν θα ξανασκεφτώ το μέλλον, όταν είναι η ώρα του, καλώς να ‘ρθει.
Θα μείνω εδώ στο παρόν, μαζί με το παιδί μου.
Θα τον βλέπω να γελάει, και θα γελάω κι εγώ.
Έχουμε τόσα πολλά να ζήσουμε ακόμα…