«(ὁ ἔρως ἐστί) τῆς γεννήσεως καὶ τοῦ τόκου ἐν τῷ καλῷ.»
(έρωτας είναι)
ἡ
ἐπιδίωξη τῆς γέννησης καὶ τοῦ τόκου μέσα στὸ ὡραῖο.
Διοτίμα |
Μια φορά κι έναν καιρό,
τότε που οι άνθρωποι πίστευαν,
πως πάνω στον Μύτικα, στου Ολύμπου την ψηλότερη κορφή,
είχε ο Δίας το θεϊκό του ανάκτορο,
πανηγύρι λαμπρό στήθηκε και τραπέζι πανώριο στρώθηκε
με όλα του κόσμου τα καλά,
επειδή η Αφροδίτη γεννήθηκε,
επειδή η ίδια η Ομορφιά
στη γη των ανθρώπων κατέβηκε.
Μια βδομάδα πριν, ο πατέρας των θεών
- και όλων των θνητών ανθρώπων -
έστελνε με τον Ερμή, τον ταχυδρόμο του, προσκλήσεις
σε όλους τους θεούςκαι στα παιδιά τους, τους ημίθεους,
σε όλους τους θεούς
και στο γλέντι τους καλούσε,
εκεί επάνω στον Μύτικα, στο θεϊκό του ανάκτορο.
Όλοι, μα όλοι, με χαρά μεγάλη άρχισαν απ’ το πρωί
στο κατάφωτο ανάκτορο να μπαίνουν
στο κατάφωτο ανάκτορο να μπαίνουν
και να τρώνε και να πίνουν και ευχές να δίνουν,
για πάντα η Αφροδίτη,
η Ομορφιά η ίδια, να μείνει μαζί τους
και στη ζωή όλων άλλο νόημα να δώσει.
και στη ζωή όλων άλλο νόημα να δώσει.
Γέλια, τραγούδια και χαρές στο παλάτι μέσα.
Έξω όμως απ’ αυτό, στους μεγάλους κήπους
μια σκιά περιδιαβαίνει.
Άσχημη, βρώμικη
και θλιβερή και θυμωμένη,
επειδή μόνο αυτή δεν κάλεσε ο Δίας στη γιορτή.
Κατά το συνήθειο της όλο και ψαχουλεύει
κάτι να βρει πείνα και δίψα να χορτάσει,
κάποιο ρούχο ν' αρπάξει τα κουρέλια να σκεπάσει,
κάπως να καταφέρει μέσα να μπει,
να βολευτεί και να ξαποστάσει.
Στάθηκε αδύνατο όμως, αφού το Κράτος και η Βία,
οι φρουροί του παλατιού, είχαν πάρει εντολή
να μην αφήσουν την Πενία, τη Φτώχεια δηλαδή,
να μπει στη γιορτή και με την κακομοιριά
της το κέφι, την όρεξη και τη χαρά να διώξει.
να βολευτεί και να ξαποστάσει.
Στάθηκε αδύνατο όμως, αφού το Κράτος και η Βία,
οι φρουροί του παλατιού, είχαν πάρει εντολή
να μην αφήσουν την Πενία, τη Φτώχεια δηλαδή,
να μπει στη γιορτή και με την κακομοιριά
της το κέφι, την όρεξη και τη χαρά να διώξει.
Η Πενία, το λοιπόν, έξω τριγυρνώντας,
σ΄ έναν θάμνο μεγάλο και ανθισμένο από κάτω
βρίσκει τον Πόρο,
της Μήτιδας το γιο,
όμορφο παλληκάρι που κατά πως φαίνεται παράπιε από το Νέκταρ
–το κρασί δεν το ΄ξεραν ακόμη– και γλυκοκοιμόταν.
Μαζί του θα πλαγιάσω, σκέφτηκε, που θα ξανάβρω τέτοια τύχη,
εγώ η ίδια η Φτώχεια με τον Πλούτο να βρεθώ;
–το κρασί δεν το ΄ξεραν ακόμη– και γλυκοκοιμόταν.
Μαζί του θα πλαγιάσω, σκέφτηκε, που θα ξανάβρω τέτοια τύχη,
εγώ η ίδια η Φτώχεια με τον Πλούτο να βρεθώ;
Και πλάγιασε μαζί του,
και την ίδια τη μέρα που η Ομορφιά γεννήθηκε,
η περιφρονεμένη Πενία έπιασε στην κοιλιά της γιο,
που πατέρα του τον Πόρο είχε.
και την ίδια τη μέρα που η Ομορφιά γεννήθηκε,
η περιφρονεμένη Πενία έπιασε στην κοιλιά της γιο,
που πατέρα του τον Πόρο είχε.
Και ο γιος αυτός
ο Έρωτας είναι,
που `χει μάνα του τη Φτώχεια και πατέρα του τον Πλούτο.
Και επειδή τη μέρα που ο Αφροδίτη γεννήθηκε,
στην κοιλιά της Φτώχειας πιάστηκε,
πιστός ακόλουθος και υπηρέτης της Ομορφιάς έγινε
και αυτή παντοτινά τον γοητεύει και σαν μαγνήτης τον τραβά.
Και επειδή τη μέρα που ο Αφροδίτη γεννήθηκε,
στην κοιλιά της Φτώχειας πιάστηκε,
πιστός ακόλουθος και υπηρέτης της Ομορφιάς έγινε
και αυτή παντοτινά τον γοητεύει και σαν μαγνήτης τον τραβά.
Ο γιος της Φτώχειας, που λέτε, πάντα φτωχός είναι
σε όλη τη ζωή του, και ούτε τρυφερός, όπως λένε οι περισσότεροι,
ούτε όμορφος ο ίδιος είναι (ποιος έχασε τρυφεράδα και ομορφιά για να τη βρει αυτός;),
αλλά σαν τη μάνα του
είναι σκληρός
και ξυπόλυτος και ξερακιανός και άστεγος,
και ξυπόλυτος και ξερακιανός και άστεγος,
χάμω κοιμάται χωρίς στρωσίδια
και με τη μιζέρια σύντροφος.
Στα κατώφλια των σπιτιών
στα σοκάκια που γυρίζει τον ουρανό έχει για στέγη.
Πήρε κι απ’ τον πατέρα του όμως, τον Πόρο, χαρίσματα
και είναι παράτολμος αντρειωμένος και φοβερός κυνηγός,
που το ταίρι του ψάχνει και στήνει μηχανές και παγίδες
με τρόπους σοφούς ή πονηρούς.
και είναι παράτολμος αντρειωμένος και φοβερός κυνηγός,
που το ταίρι του ψάχνει και στήνει μηχανές και παγίδες
με τρόπους σοφούς ή πονηρούς.
Και ούτε θνητός ούτε αθάνατος είναι
αλλά την ίδια στιγμή που γεννιέται, πεθαίνει.
αλλά την ίδια στιγμή που γεννιέται, πεθαίνει.
Στην ίδια μέρα μέσα, τη μια στιγμή ανθίζει και είναι όλο ζωή,
όταν αυτό που κυνηγάει το αποχτήσει,
και την άλλη πεθαίνει αφού, ό,τι αποχτά,
μέσα από τα δάχτυλα του γλιστράει και το χάνει.
όταν αυτό που κυνηγάει το αποχτήσει,
και την άλλη πεθαίνει αφού, ό,τι αποχτά,
μέσα από τα δάχτυλα του γλιστράει και το χάνει.
Έχει και δεν έχει, ούτε φτωχός μα ούτε και πλούσιος είναι.
Κυνηγός είναι της Ομορφιάς, και του Καλού.
Και σαν το αποχτήσει έλλειμμα πάντα έχει και δεν του φτάνει.
Κυνηγός είναι της Ομορφιάς, και του Καλού.
Και σαν το αποχτήσει έλλειμμα πάντα έχει και δεν του φτάνει.
Ακόρεστος είναι και ανήσυχος πάντα.
Κυνηγός, παγιδευτής του Καλού και του Ωραίου
και θέλει παντοτινά να το κατέχει
και θέλει παντοτινά να το κατέχει
Και είναι ο Έρωτας γέννα του Καλού μέσα στην Ομορφιά.
Μια γέννα που ποτέ δεν τελειώνει...
— Κυνηγάει το Καλό
— Γιατί;
— Για να το κάνει δικό του
— Για πόσο;
— Για πάντα
— Και να το γεννάει μέσα στην Ομορφιά;
— Για πάντα
—
Και μέσα από τις γέννες αυτές τι ζητάει;
—
Την Αθανασία να κερδίσει,
ο Έρωτας – ούτε θνητός ούτε αθάνατος – μιας και παιδί της Φτώχειας είναι
και έχει πατέρα τον Πλούτο
Βασιλική Π. Δεδούση - Φιλόλογος