Η ώρα είχε πάει 8 και σε λίγη ώρα θα χτυπούσε το κουδούνι. Τα περισσότερα παιδιά βρίσκονταν ήδη στο προαύλιο του μικρού τετραθέσιου δημοτικού σχολείου του χωριού
Έξω από την πόρτα του σχολείου φτάνει και ο μικρός Γιώργος με τον πατέρα του. Εκείνος, του δίνει την τσάντα και του λέει:
«Λοιπόν Γιωργάκη όπως είπαμε. Να προσέχεις τη δασκάλα σου, να μη μιλάς μέσα στην τάξη και στο διάλειμμα να κάνεις παρέα με όλα τα παιδάκια. Όχι μόνο με τον Τάσο. Είπαμε, ο Τάσος δεν μπορεί να τρέξει και να παίξει ποδόσφαιρο. Δεν χρειάζεται να χάνεις το παιχνίδι σου για τον Τάσο».
Ο μικρός, κούνησε το κεφάλι του και μπήκε μέσα στο προαύλιο. Οι συμμαθητές του έτρεξαν να τον συναντήσουν. Τον περικύκλωσαν και άρχισαν να μιλάνε φωναχτά για όσα πέρασαν το προηγούμενο απόγευμα.
Μόνο ένα παιδάκι, ξανθό, αδύνατο με μεγάλα καστανά μάτια και μακριά σγουρά μαλλιά δεν έτρεξε κοντά στο Γιωργάκη.
Καθισμένο μονάχο του στο πεζούλι της αυλής κοιτούσε τα υπόλοιπα παιδιά χαμογελώντας λες και βρισκόταν εκεί μαζί τους.
Ο Τάσος, αυτό ήταν το όνομα του μοναχικού παιδιού, ήθελε πολύ να τρέξει δίπλα στο συμμαθητή του. Μόνο η ψυχούλα του ήξερε πόσο πολύ το ήθελε.
Όμως, τα πόδια του δεν τον βοηθούσαν να ικανοποιήσει την ψυχή του. Ένα πρόβλημα κινητικό που είχε από τη γέννησή του τον υποχρέωνε να βαδίζει με δυσκολία. Για τρέξιμο, ούτε λόγος να γίνεται.
Το επίσημο χαρτί που έφερε η μητέρα του στη Διευθύντρια του σχολείου έκανε λόγο και για μία κινητική υστέρηση που ήταν η αιτία, ο Τάσος να κινείται με δυσκολία αλλά δεν τον εμπόδιζε σε τίποτα, να διαβάζει, να γράφει και να μιλάει με αρκετά μεγάλη ευχέρεια.
Καταλάβαινε τα πάντα από όλα όσα του έλεγαν μα κυρίως η καρδιά του ήταν γεμάτη από όμορφα συναισθήματα και απέραντη καλοσύνη.
Τι κι αν μερικά παιδιά κάποιες φορές τον κορόιδευαν που δεν μπορούσε να παίζει μαζί τους ποδόσφαιρο; Για κείνον, ήταν αρκετό να τους βλέπει και να χαίρεται βλέποντάς τους να παίζουν και να διασκεδάζουν. Πολλές φορές καθόταν στην άκρη και έκανε το διαιτητή.
Ούτε κράτησε κακία στη δασκάλα του όταν την άκουσε να συζητάει με κάποιους γονείς που της ζητούσαν να κάνει κάτι για να φύγει ο ίδιος από το σχολείο και να πάει σε κάποιο που είναι ειδικό για «καθυστερημένα» ώστε να μη μένουν πίσω τα υπόλοιπα «φυσιολογικά» παιδιά.
«Αν περνούσε από το χέρι μου θα το έκανα όμως δεν μπορώ να υποχρεώσω τους γονείς του αν δεν θέλουν να το στείλουν σε ειδικό σχολείο. Άλλωστε δεν υπάρχει στην πόλη μας τέτοιο σχολείο. Πρέπει να πάει στη διπλανή πόλη. Βέβαια δεν είναι από τις βαριές περιπτώσεις, αλλά όπως να το κάνεις φρενάρει όλη την τάξη. Ακόμη και στη γυμναστική και τη μουσική η παρουσία του δημιουργεί εμπόδια».
«Να φανταστείτε», συνέχισε η δασκάλα «οι γονείς του έχουν την απαίτηση να τον πάρουμε μαζί μας στην εκδρομή που θα πάμε στο ποτάμι. Εγώ προσωπικά, δεν αναλαμβάνω την ευθύνη να τον συνοδεύσω. Θα πρέπει να έχω την προσοχή μου μόνο σ’ εκείνον. Τα υπόλοιπα παιδιά τι θα γίνουν; Δεν ξέρω τελικά τι θα αποφασίσει ο σύλλογος , πάντως εγώ εξέφρασα την αντίθεσή μου».
Η αλήθεια είναι πως ο Τασούλης στεναχωρήθηκε με την ιδέα πως δεν θα πήγαινε εκδρομή στο ποτάμι μαζί με τα υπόλοιπα παιδιά. Την περίμενε πως και πως αυτή την εκδρομή. Είχε ξαναπάει στο ποτάμι με τους γονείς του και του άρεσε.
Του άρεσε να βλέπει το νερό να κυλάει, να τρέχει, όπως εκείνος δεν μπορούσε να κάνει με τα πόδια του. Γι’ αυτό έτρεχε με τη φαντασία του. Το μυαλό του «κυλούσε» στις όχθες της ζωής που θα ήθελε να κάνει μεγαλώνοντας.
Ήθελε να γίνει γιατρός κι ας ήξερε πως ...