Ήταν δύσκολα την Παρασκευή στη δουλειά. Γύρισε στο σπίτι στενοχωρημένος. Το συζήτησαν. Του συμπαραστάθηκαν.
Το βάρος δεν έλεγε να φύγει. Βγήκαν μια βόλτα με μια παρέα, αλλά αυτός δεν έβλεπε την ώρα να γυρίσει σπίτι.
Τα ίδια και το Σάββατο. Το κλίμα ήταν χάλια. Απέφευγαν να συζητήσουν το περιστατικό της δουλειάς. Αλλά αυτό ήταν εκεί, ζωντανό, ανάμεσά τους. Κάτι προσπάθειες άρσης της στενοχώριας πήγαν στο βρόντο.
Τα ίδια και το Σάββατο. Το κλίμα ήταν χάλια. Απέφευγαν να συζητήσουν το περιστατικό της δουλειάς. Αλλά αυτό ήταν εκεί, ζωντανό, ανάμεσά τους. Κάτι προσπάθειες άρσης της στενοχώριας πήγαν στο βρόντο.
Τα πράγματα την Κυριακή χειροτέρευσαν. Αυτή έβγαζε αναστεναγμούς. Που και που βόγκαγε. Αυτός είπε κάτι μερικές φορές, αλλά ούτε πίστευε αυτό που έλεγε.
Ήθελε να απομονωθεί, να μείνει μόνος του.
Έφαγαν το μεσημέρι και ξάπλωσαν να κοιμηθούν. Στις 5 παρά κάτι, χτύπησε το κουδούνι. Σηκώθηκαν. Ένας αλλοδαπός ήταν, ζήταγε δουλειά, ζήταγε φαγητό, κάτι ζήταγε, ούτε καταλάβαιναν. Αυτός δεν ήθελε ενόχληση, πήγε να πάρει 5 ευρώ να του δώσει να ξεμπερδεύει.
Αυτή γκρίνιαξε: «Μη του δίνεις λεφτά»
—Θα του δώσω, είπε αυτός.
—Βάλτον να δουλέψει, να καθαρίσει έξω από τον φράχτη.
Δεν ήθελε, αλλά κάλεσε τον αλλοδαπό για να γλυτώσει τη φασαρία. Του έδωσε μια τσάπα και μπήκε στο σπίτι. Δεν είχε διάθεση για τίποτε.
Μετά από λίγο της είπε: «Πήγαινε να δεις τι κάνει, για να μη γκρινιάζεις μετά».
Η γυναίκα, πήγε στον ξένο, και άρχισε να του δίνει οδηγίες.
—Ναι μαμά! της είπε αυτός. Όσο του μίλαγε, αυτός έλεγε «Ναι, μαμά»
Η γυναίκα ήρθε μέσα στο σπίτι. «Πεινάει» είπε, «Παιδί είναι».
Την είδε φουριόζα να ετοιμάζει πράγματα, Πήρε μπισκότα και πορτοκαλάδα και του πήγε.
Γύρισε ευχαριστημένη, πετούσε.
—Τι έπαθες;
—Με λέει «μαμά», δεν ξέρει τη γλώσσα.
Βάλθηκε να καθαρίζει πατάτες, πήρε και τρία αυγά. Πήγε να τον δει. Αυτός την ακολούθησε διακριτικά από πίσω. Αυτή μίλαγε του ξένου και ο ξένος έλεγε «Ναι, μαμά». Γύρισε και τραγουδούσε τώρα. «Τα έφαγε τα μπισκότα» είπε.
Μετά από λίγο είπε: «Κουράστηκε το παιδί, φώναξε τον να φάει».
Του έστρωσε το τραπέζι. Κανονικά, όχι πρόχειρα. Του σέρβιρε ένα σφουγγάτο και μια τεράστια σαλάτα. Ψωμί και αναψυκτικό.
Τον κοίταζε να τρώει και έλαμπε …
Έφαγε το φαγάκι του όλο.
Η γυναίκα του έφερε ρούχα, του έδωσε και ένα κόκκινο καπελάκι, για τον … ήλιο, είπε. Του έδωσε και λεφτά, πήρε και το τηλέφωνο του, για να της κάνει δουλειές είπε.
Ο Ζαφίρ έφυγε χιλιοευχαριστώντας.
Όλα είχαν αλλάξει. Η χαρά μπήκε στο σπίτι. Το κλίμα άλλαξε. Πάει εκείνο το βαρύ σύννεφο που μας πλάκωνε.
—Τι έγινε ρε παιδιά; Πως άλλαξαν όλα; Τι μαγικό ήταν αυτό; Σκέψου, σκέψου, βάλε την κρίση σου να καταλάβει. Μια φράση, μισή και κολοβή ήρθε στο μυαλό του. «ο αδερφός μου ο ελάχιστος». Ήξερε ότι λάθος το έλεγε, αλλά καταλάβαινε το νόημα! Έψαξε να βρει και κατανόησε.
...........................
η συνέχεια εδώ
Το Χαμομηλάκι