Wednesday 13 September 2017

ΛΑΘΟΣ συμβουλές που δίνουμε στα παιδιά μας για την επιτυχία

Όλοι οι γονείς θέλουμε τα παιδιά μας να πετύχουν στη ζωή, γι’ αυτό και τα διδάσκουμε στάσεις που εμείς πιστεύουμε ως γονείς ότι θα τα βοηθήσουν να φτάσουν τους στόχους τους. 
Παιδιά Επιτυχία

Εντούτοις, πολλές ευρέως χρησιμοποιούμενες θεωρίες πάνω σε αυτό το ζήτημα τελικά αποδεικνύονται αντιπαραγωγικές: μπορεί να παρέχουν ικανοποιητικά αποτελέσματα βραχυπρόθεσμα, αλλά τελικά οδηγούν σε επαγγελματική εξουθένωση και μικρότερη επιτυχία. 

Εδώ συγκεντρώσαμε κάποιες από τις χειρότερες συμβουλές που μπορούμε να δώσουμε στα παιδιά μας σχετικά με την επιτυχία και τι θα μπορούσαμε να επιλέξουμε για να τις αντικαταστήσουμε με κάτι καλύτερο.

1. Επαναλαμβάνουμε στα παιδιά μας: Εστιάστε στο μέλλον. Να έχετε το νου σας στο «βραβείο».
Αντί αυτού, είναι προτιμότερο να πούμε: Ζήστε (ή εργαστείτε) στο παρόν
Ο νους μας έχει την τάση να ταξιδεύει περίπου το 50% του χρόνου κατά τον οποίο είμαστε ξύπνιοι. Όποιος συνεχώς προσπαθεί να εστιάσει στο μέλλον- καλοί βαθμοί ή εισαγωγή στο πανεπιστήμιο- είναι επιρρεπής σε μεγαλύτερο φόβο και άγχος. 

Αν και το άγχος μπορεί να είναι και δημιουργικό, το χρόνιο στρες βλάπτει την υγεία μας, όπως και άλλους σημαντικούς παράγοντες επιτυχίας, δηλαδή την προσοχή, τη μνήμη και κατ’ επέκταση την απόδοσή μας.
Τα παιδιά αποδίδουν καλύτερα και νιώθουν πιο ευτυχισμένα, όταν μαθαίνουν πώς να μένουν στο παρόν. Κι όταν αυτό συμβαίνει, μπορούν να μάθουν γρηγορότερα, να σκεφτούν δημιουργικά και να επιλύσουν προβλήματα ευκολότερα. Οι έρευνες μάλιστα υποδεικνύουν ότι μέσω της ευτυχίας μπορούμε να γίνουμε 12% πιο παραγωγικοί. Τα θετικά συναισθήματα μάς κάνουν επίσης ανθεκτικούς στο στρες, βοηθώντας μας να ξεπεράσουμε γρηγορότερα τα εμπόδια που σίγουρα θα συναντήσουμε.
Βεβαίως και είναι καλό να έχουν τα παιδιά στόχους, για τους οποίους να εργάζονται. Αλλά αντί να τα ενθαρρύνουμε να εστιάζουν συνεχώς στο επόμενο βήμα, ας τα βοηθήσουμε να μείνουν συγκεντρωμένα και σε αυτό που κάνουν εκείνη τη στιγμή.

2. Συμβουλεύουμε τα παιδιά μας: Το στρες είναι αναπόφευκτο· πρέπει να πιέζετε τον εαυτό σας
Ενώ είναι προτιμότερο να τους λέμε: Μάθετε να χαλαρώνετε, όταν το έχετε ανάγκη
Τα παιδιά βυθίζονται στο άγχος σε όλο και μικρότερες ηλικίες. Το ανησυχητικό μάλιστα είναι ότι αρχίζουν να καταγράφονται μέχρι και περιστατικά απόπειρας αυτοκτονίας.

Ο τρόπος που εμείς οι ενήλικες ζούμε την καθημερινότητά μας επικοινωνεί στα παιδιά πως το στρες είναι αναπόφευκτο κομμάτι της ζωής. Συνήθως ζούμε τις μέρες μας μέσα σε ένα συνεχές άγχος και υπερδιέγερση για να τα προλάβουμε όλα και τα βράδια επιλέγουμε το αλκοόλ ή υπνωτικά χάπια για να καταφέρουμε να χαλαρώσουμε. Αυτό όμως δεν αποτελεί πρότυπο για τα παιδιά.
Εδώ συστήνουμε οι γονείς να διδάσκουν στα παιδιά τους δεξιότητες που θα τα κάνουν ανθεκτικότερα μπροστά σε στρεσογόνα γεγονότα. Αν και δεν μπορούμε να αλλάξουμε τις απαιτήσεις της καθημερινότητας, μπορούμε να χρησιμοποιούμε τεχνικές, όπως ο διαλογισμός, η γιόγκα και οι βαθιές αναπνοές για να αντιμετωπίσουμε καλύτερα την πίεση. 
Τέτοια εργαλεία θα φανούν χρήσιμα στα παιδιά σας για την υπόλοιπη ζωή τους.

3. Τους υπενθυμίζουμε: Να ασχολείστε συνεχώς με κάτι
Ενώ είναι προτιμότερο να τους λέμε: Να μπορείτε και να διασκεδάζετε κάνοντας απολύτως τίποτα
Ακόμα και στον ελεύθερο χρόνο, οι άνθρωποι στις Δυτικές κοινωνίες τείνουν να εκτιμούν περισσότερο τα έντονα συναισθήματα, όπως ο ενθουσιασμός, παρά τα ήπιας έντασης συναισθήματα, όπως η γαλήνη (το αντίθετο συμβαίνει στις χώρες της Δυτικής Ασίας.). 

Δεν λέμε ότι είναι λάθος ο ενθουσιασμός, η διασκέδαση και η αναζήτηση νέων εμπειριών. 
Αλλά κάποιες φορές το στρες και η αδρεναλίνη εξουθενώνει τον οργανισμό μας, ενεργοποιώντας συνεχώς την απόκριση μάχης ή φυγής. 
Έτσι, τα παιδιά καταλήγουν να ξοδεύουν όλη τους την ενέργεια σε τέτοιες δραστηριότητες το σαββατοκύριακο, αφήνοντας τα με λιγότερους πόρους, όταν επιστρέφουν στο σχολείο.
Επιπλέον, οι έρευνες δείχνουν ότι ο εγκέφαλός μας τείνει να εφευρίσκει έξυπνες ιδέες, όταν δεν είναι απόλυτα συγκεντρωμένος, όπως ας πούμε όταν κάνουμε μπάνιο. Δεν χρειάζεται να μπλοκάρουμε λοιπόν τη σκέψη των παιδιών μας. Γιατί τα παιδιά έχουν την ικανότητα να μετατρέψουν κάθε κατάσταση σε μια θαυμάσια ευκαιρία για παιχνίδι, όπως όταν περιμένουν σε έναν προθάλαμο ή όταν περπατούν.
Μπορούν επίσης να διαλέξουν την ανάγνωση ενός βιβλίου ή απλά τη χαλάρωση κάτω από ένα δέντρο στον κήπο, χαζεύοντας τον ουρανό. Όλα αυτά τους επιτρέπουν να προσεγγίσουν ένα πιο γαλήνιο, ήρεμο τόπο στο νου τους και μέσω αυτού να γίνουν δημιουργικά. 
Το κλειδί λοιπόν είναι να μην το παρακάνουμε με τις δραστηριότητες και το αυστηρό πρόγραμμα στον ελεύθερο χρόνο τους, γιατί ακόμα και η ονειροπόληση είναι σημαντική για την ανάπτυξή τους.

4. Λέμε στα παιδιά: Εστιάστε και παίξτε με τα δυνατά σας σημεία
Αντί αυτού, είναι προτιμότερο να πούμε: Κάντε λάθη και μάθετε να αποτυγχάνετε
Οι γονείς θέλουν να αναγνωρίζουν τα δυνατά σημεία των παιδιών τους και να προσδιορίζουν τις δραστηριότητές τους σύμφωνα με αυτές. Λένε ότι ένα παιδί τα πάει καλά στα μαθηματικά ή έχει καλλιτεχνική τάση. 

Αλλά έρευνα του πανεπιστημίου του Stanford τονίζει ότι αυτός ο τρόπος στην ουσία παγιδεύει το παιδί σε μια ορισμένη περσόνα, απομακρύνοντάς το από οτιδήποτε καινούριο θα μπορούσε να δοκιμάσει.
Όταν ένα παιδί επαινείται κυρίως για τις αθλητικές του ικανότητες, για παράδειγμα, είναι λιγότερο πιθανό να θελήσει να βγει από τη ζώνη άνεσής του και να δοκιμάσει να μάθει σκάκι. Και αυτό ακριβώς είναι που θα το κάνει στο μέλλον αγχωτικό και καταθλιπτικό, όταν έρθει σε επαφή με την αποτυχία. Γιατί; Μα γιατί πιστεύει ότι είναι τόσο καλό, που αν συναντήσει εμπόδια σε ένα δεδομένο πεδίο, αυτό τελικά αποκαλύπτει ότι δεν ήταν και τόσο καλό.
Όμως ο εγκέφαλός μας είναι προγραμματισμένος να μαθαίνει νέα πράγματα. Κι αυτό συμβαίνει μέσα από τα λάθη. Αντί λοιπόν να εστιάζετε στα δυνατά σημεία του παιδιού σας, διδάξτε τα ότι μπορούν να μάθουν ο,τι θέλουν, αρκεί να προσπαθούν.

5. Συμβουλεύουμε τα παιδιά: Μάθετε τις αδυναμίες σας και γίνετε σκληρότεροι
Ενώ είναι προτιμότερο να πούμε: Να φέρεστε πάντα καλά στον εαυτό σας
Τείνουμε επίσης να πιστεύουμε ότι η κριτική είναι σημαντικό μέρος της αυτοβελτίωσης. Αλλά αν και η αυτεπίγνωση είναι σημαντική, οι γονείς συχνά διδάσκουν τα παιδιά τους να είναι επικριτικά με τον εαυτό τους. Αν για παράδειγμα, ένας γονέας πει ότι το παιδί του χρειάζεται να είναι πιο κοινωνικό, τότε εκείνο μπορεί να το εσωτερικεύσει σαν κριτική για το ότι είναι εσωστρεφές.

Αλλά οι έρευνες μας δείχνουν ότι αυτό είναι ουσιαστικά σαμποτάζ στον εαυτό τους. Καταλήγουν να εστιάζουν στα μειονεκτήματά τους, μειώνοντας έτσι την αυτοπεποίθησή τους. Φοβούνται την αποτυχία και αδυνατούν έτσι να λάβουν αποφάσεις. Γίνονται πιο αγχωτικά και μελαγχολικά.
Γι’ αυτό και δουλειά των γονιών είναι να ενθαρρύνουν τα παιδιά τους να αναπτύξουν την αυτό- ενσυναίσθηση, ώστε να μάθουν να φέρονται στον εαυτό τους, όπως σε ένα καλό φίλο. 
Αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να γίνουν υποχωρητικά και συνεχώς επιεικείς με τα πάντα, αλλά ότι δεν χρειάζεται να αυτομαστιγώνονται. 
Ένα ντροπαλό παιδί με αυτό- ενσυναίσθηση θα πει στον εαυτό του ότι δεν είναι κακό να νιώθει ντροπή κάποιες φορές και ότι η προσωπικότητά του δεν είναι απλά τόσο εξωστρεφής όσο άλλων παιδιών. Αυτό δεν είναι μειονέκτημα, αλλά αν εκείνο το θελήσει, μπορεί να θέσει στο μέλλον μικρούς στόχους, ώστε να γίνει λίγο πιο κοινωνικό.

6. Συμβουλεύουμε τα παιδιά μας: Ο κόσμος είναι ανταγωνιστικός, οπότε πρέπει να αγωνιστείτε σκληρά
Ενώ είναι προτιμότερο να πούμε: Να μάθετε να δείχνετε κατανόηση και ενσυναίσθηση, όταν χρειάζεται
Η έρευνα δείχνει ότι από την παιδική μας ηλικία και μετά, οι κοινωνικοί δεσμοί μας είναι οι σημαντικότεροι προβλεπτικοί παράγοντες της υγείας, της ευτυχίας, ακόμα και της μακροβιότητας. Οι θετικές σχέσεις με τους άλλους είναι απαραίτητο κομμάτι της ψυχικής ευεξίας, κάτι που επηρεάζει άμεσα τις δεξιότητες και τις δυνατότητες επιτυχίας μας. 

Και φυσικά, όταν μας συμπαθούν, έχουμε μεγαλύτερες πιθανότητες να επιτύχουμε. Γι’ αυτό, αν είμαστε ενσυναισθητικοί με τους γύρω μας και δημιουργούμε υποστηρικτικές σχέσεις αντί να στρεφόμαστε μόνο στον εαυτό μας, μακροπρόθεσμα κερδίζουμε από αυτό.
Τα παιδιά είναι ενσυναισθητικά και συμπονετικά με αυθόρμητο και φυσικό τρόπο. Επομένως, είναι καλή ευκαιρία να ενθαρρύνουμε αυτά τα φυσικά τους ένστικτα να νοιάζονται για συναισθήματα των άλλων ανθρώπων και να μπαίνουν, όταν χρειάζεται, στη θέση των άλλων.
Είναι αλήθεια ότι ο κόσμος είναι σκληρός. Αλλά θα γινόταν λιγότερο, αν δίναμε λιγότερη έμφαση στον σκληρό ανταγωνισμό και δίναμε προτεραιότητα στην ευγενική συμβίωση.

Emma Seppala, Ph.D., Ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο του Stanford

Ζωρζ Σαρή: «Τα μπουκλάκια»

Ζωρζ Σαρή Τα μπουκλάκια
     
Πρώτη Οκτωβρίου, αρχή της σχολικής χρονιάς, και το καλο­καίρι δε λέει να φύγει. Γαντζώνεται στις τριανταφυλλιές, στις γκλισίνες, στην αγράμπελη, στον πλατύφυλλο βασιλικό. Μια βροχή, βροχούλα, ξέπλυνε τα φύλλα των δέντρων, μοσχοβόλησε η γη, μοσχοβόλησε ο κήπος της Αννούλας, μοσχοβόλησε ως και το πεζοδρόμιο. Πολύχρωμες κορδέλες οι μέρες του καλοκαι­ριού, όλες οι μέρες, που δεν πρόλαβαν να γίνουν αναμνήσεις, στα μαλλιά των κοριτσιών που κόβουν βόλτες στην αυλή περι­μένοντας την ώρα του αγιασμού. Τα στόματα κελαηδούν, και λέει η Άλκη:
—  Τούτη τη φορά δεν πήγα στο Μαρούσι, πήγα στο Μάτι, μισή ώρα με το ποδήλατο ως το Καβούρι της Ζωρζ, και πάλι ο μπαμπάς είπε το «όχι» του...
Η Λίλη πήγε στη Γερμανία. Τη ρωτούν:
—  Και πώς ήταν το Βερολίνο;
—  Πώς θέλετε να είναι; Σαν Βερολίνο, απαντάει, λες και εί­ναι το Βερολίνο παγωτό χωνάκι...
Η Αθηνά πήγε στα Μέθανα,... σε ξενοδοχείο, για να κάνει η μαμά της ιαματικά λουτρά, και τα πέρασε πολύ ωραία:
—  Είχε κι άλλα κορίτσια και κάναμε παρέα, παίζαμε αμπά­ριζα, περνάει περνάει η μέλισσα...
Η Τίλδα έμεινε στην Αθήνα:
—  Κάθε βράδυ πήγαινα σινεμά κι έτρωγα παγωτό κασάτο κι όλη την άλλη
μέρα διάβαζα Στέφαν Τσβάιχ, Ντελύ, τον «Αρχισιδηρουργό» του Ονέ,
του Ζωρζ Ονέ...
Δεν είπε στις φίλες της πως, διαβάζοντας τον «Αρχισιδηρουργό», έκλαιγε
κι ορκίστηκε να γίνει κι εκείνη συγγραφέας.
Η Κική πήγε πάλι στη Μάνη, στα μεγαλεία των προγόνων της, η φαντασία της
καλπάζει:
—  Έκανα ιππασία...
—   Πες καλύτερα γαϊδουροκαβαλαρία... την πείραξε η Αλκη.
Η Μίνα —άκουσον, άκουσον!— οι δικοί της είπαν να την παντρέψουν μ' έναν πολύ πλούσιο, λίγο μεγαλούτσικο...
—   Να μην τελειώσω καν το γυμνάσιο;
Και δώσ' του τύλιγε τα μαλλιά της με κουρελάκια...
Η Μίνα έχει έντεκα αδέρφια, τρεις αδερφούς κι οχτώ αδερφές, όλες ανύπαντρες...
Η Μαριάννα πήγε στη Θεσσαλονίκη κι ύστερα πήγε στο πρώτο πόδι της Χαλκιδικής, στην Κασσάνδρα, κι ήταν η αμμου­διά απέραντη, κι ήταν η θάλασσα διάφανη, κι εκείνη τόσο έρημη...
—   Όλη μέρα ψηνόμουν μοναχή στον ήλιο και διάβαζα του κόσμου τα βιβλία...
-— Γι' αυτό μοιάζεις με φραντζολάκι που μόλις βγήκε από το φούρνο... της, λέει η Ζωρζ, πού πολύ την αγαπάει.
Η Πόπη μάζευε μασημένες τσίχλες. Θύμωναν οι γονείς της. Την έντυναν, τη στόλιζαν...
—   Με το ζόρι μ' έσερναν στις βεγκέρες τους...
Κι εκείνη το μυαλό της το είχε στον Κολοκοτρώνη.
Η Αθηνούλα—αχ, η Αθηνούλα!— πήγε στην Ελβετία.
—   Σκαρφαλώναμε με το Σπύρο στα ψηλά βουνά, καταπρά­σινα, κι ήταν κάτι σαλέ με τζάκια και πουπουλένια παπλώματα, κι εγώ νοσταλγούσα τον κοιτώνα μου...,
Η Αννούλα στο Φάληρο, με καπέλο ως να γείρει ο ήλιος κι ύστερα μάλλινο ζακετάκι, να μην κρυολογήσει το παιδί...
Η Άλμπα, η τυχερή, πήγε στην Ιταλία.
Η Ίντα πήγε στην Αβησσυνία, στο παλάτι του Χαϊλέ Σελασιέ.
Ακούει η Ζωρζ και ζηλεύει.
—   Μόνο την κάμαρά μου να βλέπατε! Ένα κρεβάτι με ουρα­νό και κουνουπιέρες αραχνοΰφαντες, κι όταν τρώγαμε, πάντα με το βασιλιά, οι δούλοι με τις μεταξωτές κελεμπίες γύρω από το τραπέζι, κι όλα άστραφταν, τα πιάτα ασημένια, χρυσά τα πο­τήρια!
Κι η Λένα, πού πήγε η Λένα;
—   Μαντέψτε, λέει στις φίλες της.
—   Στην Αμερική, βελάζει η Όλγα, που έκοψε την κοτσίδα της και μοιάζει με πρόβατο.
—  Στην Κηφισιά, πού αλλού; Λείπει ο Μάρτης από τη Σαρα­κοστή; Στο Σεμίραμις  ήταν μια ορχήστρα που έπαιζε ταγκό, και ξέρετε με ποιον χόρευα; Μαντέψτε! Οι φίλες δε μαντεύουν, κι εκείνη συνεχίζει:
—    Με τον Τάυρον Πάουερ, δηλαδή με τον Πετρίδη, τον απόφοιτο των Αρρένων, με το Γιάννη Πετρίδη, που είναι ωραί­ος σαν τον Τάυρον Πάουερ και χορεύει σαν θεός. Κι ύστερα από μια βδομάδα έφυγε, κι έμεινα εγώ μπουκάλα να κλαίω τη μοίρα μου...
 Καλοκαιριάτικο πυροτέχνημα ο Πετρίδης.

Η Ζωρζ λέει τα πιο πολλά:
—   Η παράγκα μας γέμισε κόσμο, μια αδερφή της μαμάς από τη Σενεγάλη μαζί με τη φίλη της, μια Λέα Παλ, μια όμορφη, μια εξαντρίκ, μια δημοσιογράφο που μας χτένιζε σαν να ήμασταν αρχαίες Ελληνίδες κι όλο τραβούσε φωτογραφίες, κι ο μπαμπάς γελούσε, του άρεσε η Λέα Παλ, και ήταν στην πλαϊνή 
παράγκα μια  οικογένεια με δυο αγόρια, οι Σβώλοι, μεγάλοι, πάνε στο πα­νεπιστήμιο, που είχαν γραμμόφωνο, και τα βράδια πηγαίναμε στη βεράντα τους και χορεύαμε  «το ταγκό, το ωραιότερο του κόσμου είναι αυτό-που χορέψαμεμαζί...»
Τραγουδάει η Ζωρζ, και χτυπάει ο κώδων. Η ώρα του αγια­σμού.
Η κυρα-Μάρθα με τον μπαρμπα-Στάθη είχαν κατεβάσει ένα τραπέζι, το είχαν σκεπάσει μ' ένα άσπρο σεντόνι, και η κυρα- Μάρθα είχε κόψει από τη γλάστρα της ένα μάτσο βασιλικό για το ράντισμα, κι όλοι περίμεναν.
Ο πάτερ Ανδρέας μπροστά, με την αγιαστούρα, το σταυρό, με τα χρυσοστόλιστα άμφια, και πίσω του η κυρία Ερασμία.
Οι μαθήτριες, με το πρόσταγμα της γυμνάστριας, μπήκαν ανά τρεις σε δυο σειρές και περίμεναν ν' αρχίσουν οι ψαλμοί.
Η φωνή του πάτερ Ανδρέα ζεστή, βαθιά, δε βιάζεται.
—  Ευλογητός ο Θεός ημών πάντοτε. Νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων, αμήν.
Τρεις φορές κάνει το σταυρό του. Σηκώνει το βλέμμα του προς τον ουρανό.
—   Κύριε, εισάκουσον της προσευχής μου, ενώτισαι την δέησίν μου εν τη αλήθεια σου, εισάκουσον μου εν τη δικαιοσύνη σου. Και μην εισέλθεις εις κρίσηνμετά τον δούλον σου...
 (Μια μεγάλη ανάσα, και)
Ότι δικαιωθήσεται ενώπιον σου πας ζων...

Όταν τέλειωσε ο αγιασμός, όταν όλες οι μαθήτριες, στη σει­ρά, μία μία, φίλησαν το σταυρό κι ύστερα το χέρι του πάτερ Ανδρέα, η κυρία Ερασμία από τον εξώστη έβγαλε λόγο.
Καλωσόρισε τις μαθήτριες με ύφος λες κι έφταιξαν πριν ακό­μη προλάβουν να κάνουν την αταξία. Τους είπε:
—   Το σχολικόν έτος να σταθεί σταθμός εις τον πολιτισμόν των Ελλήνων με οδηγητήν τον Αρχηγόν, τον Ιωάννην Μεταξά. Εσείς αι μαθήτριαι πρέπει να κρατήσετε  την δάδα αυτού του πολιτισμού αναμμένη. Η κοσμιότης είναι το πρώτιστον  καθή­κον, ως εκ τούτου απαγορεύονται τα μπουκλάκια...
Κι έτσι, ξεκάρφωτα, συνέχισε:
—   Από αύριο καταργούνται. Αν δεν τα καταργήσετε μόνες σας, θα τα καταργήσει το ψαλίδι μου.
Οι μαθήτριες που είχαν μπουκλάκια πάγωσαν. Δηλαδή, σκέφτηκε η Μίνα, δε θα  ξανατυλίξω τα μαλλιά μου με κουρελάκια και θα 'ρχομαι στο σχολείο με τα  πράσα μου; Και δεν πα­ντρεύομαι καλύτερα; Έκλαιγε όλη την ημέρα, μούσκεψε το τε­τράδιο της ιχνογραφίας. 
Έκλαιγαν και οι άλλες, όσες είχαν μπουκλάκια. Ήταν μια Κόκαλη, μια μεγάλη της Πέμπτης, που κάθε βράδυ κατσάρωνε το μαλλί της με καυτό ψαλίδι. Ήταν και τα μπουκλάκια της Μαριάννας,
όμως όλοι ήξεραν πως το μαλλί της ήταν μπουκλωτό από φυσικού του. Έπεφτε στο κρεβάτι, ξυ­πνούσε, σηκωνόταν, ούτε που χτενιζόταν, το μαλλί της έμενε κατσαρό. 
Τα μπουκλάκια πλαισίωναν το πρόσωπο της, το ομόρφαιναν. «Δώρο Θεού» έλεγε η μαμά της. Η Κική, με τα φτωχά κοτσιδάκια της, ζήλευε, η Αλκή  ήθελε τόσο  πολύ να κόψει το μαλλί της κοντό και να το σγουραίνει με ψαλίδι, όμως ο  μπαμπάς της δεν την άφηνε. Όσο για τη Ζωρζ, δεν είχε να ζηλέψει. Το μαλλί της, κοντό, αλά γκαρσόν, ήταν όλο σκάλες. 
Έτσι, οι μαθήτριες της Γ' Γυμνασίου, έξω από τη Μίνα, που όλο έκλαιγε, δεν ανησυχούσαν. Δεν τους είχαν αλλάξει τάξη, εί­χαν ξαναβρεί τους ξεθωριασμένους ήρωες του '21, το Χριστό να κρέμεται σαν πέρσι, σαν πρόπερσι, με την κόκκινη καρδιά στο χέρι, και προπαντός είχαν ξαναβρεί τους αγαπημένους δασκά­λους: την Α.Κ, τον Παπαδόπουλο, τον καλοκάγαθο Κουμαράτο, τον κουφό Καλιμάνη που ποτέ δεν τις μάλωνε...
Η μόνη καινούρια δασκάλα ήταν η δεσποινίς Τσαπαρούχα. Μια σχεδόν γριά με κόκκινα βαμμένα μαλλιά, πολύ αραιά. Έβλεπες μέσα από τις σχολαστικά χτενισμένες τρίχες της το ρο­δαλό της κρανίο.
Πίστευε πως ήταν μεγάλη ζωγράφος κι έλεγε πως η ζωγραφική της προπορευόταν της εποχής της. Ύστερα από  πολλά χρόνια θα 
αναγνώριζαν την αξία της. Προς το πα­ρόν, για έναν πενιχρό μισθό, αναγκαζόταν να διδάσκει σχέδιο στα σχολεία. Τις άρεσαν οι θάλασσες, τα βουνά, τα ηλιοβασιλέ­ματα, ένα καΐκι με πανί να στέκει ασάλευτο στη μέση του το­πίου. 
Έτσι λοιπόν, εκείνη τη Δευτέρα, επειδή ο Κουμαράτος ήταν άρρωστος, έκανε εκείνη μάθημα στην Γ' Γυμνασίου.
Ήταν η πρώτη γνωριμία με τη δεσποινίδα Τσαπαρούχα.
Η Ζωρζ, με το μυαλό της στα πρωινά λόγια της κυρίας Ερασμίας, σήκωσε το χέρι:
—    Δεσποινίς, δεσποινίς, μπορούμε να διαλέξουμε το θέμα που θα ζωγραφίσουμε;
Η δεσποινίς Τσαπαρούχα χάρηκε με το ενδιαφέρον της μι­κρής. 
 —   Και ποιο θέμα προτείνεις, παιδί μου;
Η Ζωρζ ήταν προετοιμασμένη:
—  Ένα κεφάλι με μπουκλάκια...
Δηλαδή; παραξενεύτηκε η δεσποινίς Τσαπαρούχα, που δεν κατάλαβε.
Το κεφάλι του Ερμή;

- Να ζωγραφίσουμε το κεφάλι της Μαριάννας.
—  Και ποια είναι η Μαριάννα;
—   Εγώ, φώναξε η Μαριάννα, και σηκώθηκε όρθια.
 Ομορφούλικο αυτό το κεφάλι με τα μπουκλωτά μαλλιά. Γιατί να φέρει αντίρρηση η καθηγήτρια;
—   Αν η Μαριάννα δέχεται να κάνει το μοντέλο, ν' ανέβει στην έδρα. Είσαστε όλες σύμφωνες;
—  Ναίαιαι! απάντησε με μια φωνή η τάξη.
Η Μαριάννα  ανέβηκε στην έδρα, στάθηκε ακίνητη, και οι συμμαθήτριές της άρχισαν να ζωγραφίζουν: ένα στρογγυλό πρόσωπο με μάτια αμυγδαλωτά, με μυτούλα σηκωμένη, με καρ­δούλα στόμα και γύρω γύρω μπούκλες και μπουκλάκια. Δεν ήταν δα και τόσο δύσκολο. Όλες λίγο πολύ τα κατάφερναν. Η δεσποινίς Τσαπαρούχα 
έσκυβε από πάνω από τα σκίτσα κι ένιωθε πανευτυχής. Μοίραζε γενναιόδωρα τα μπράβο της κι αναλογιζόταν πώς θα μπορούσε να στήσει μέσα στο σχολείο, στην αίθουσα μουσικής και ρυθμικής, μια έκθεση με τα έργα των μαθητριών της. Οι γονείς θα έρχονταν να τα θαυμάσουν και να τη συγχαρούν. Το γερασμένο της πρόσωπο έλαμπε.

Τι ήταν, Χριστέ μου, να μπει εκείνη τη στιγμή η κυρία Ερασμία; Ποιος διάβολος την έσπρωξε; Μπήκε, χοντρή, κοντή, μαυροφορούσα, και ρώτησε:
—  Τι κάνετε;
—   Πολύ καλά, ευχαριστούμε, εσείς πώς είστε; της απάντησε η δεσποινίς Τσαπαρούχα.
—  Θέλω να πω, τι ζωγραφίζετε;
Και γύρισε και κοίταξε τη Μαριάννα, που στεκόταν μαρμα­ρωμένη στην έδρα.
Η δεσποινίς Τσαπαρούχα εξήγησε:
—   Ζωγραφίζουμε το «κεφάλι με τα μπουκλάκια», και συνέ­χισε:
—   Κυρία Δελαπόρτα, σας συγχαίρω για τις μαθήτριές σας, έχουν όλες ταλέντο, και A PROPOS σκεφτόμουν...
Θύμωσε η κυρία Ερασμία:
—  A PROPOS, ποιος διάλεξε το θέμα;
Δεν κατάλαβε η δεσποινίς Τσαπαρούχα ούτε θυμόταν ποια μαθήτρια το
είχε διαλέξει.
—  Δηλαδή τι εννοείτε;
—   Εννοώ πως τα μπουκλάκια απαγορεύονται. Η Κωβαίου έπρεπε να δώσει το καλό παράδειγμα.  Κωβαίου, στο διάλειμμα να έλθεις στο γραφείο μου!
Οι μαθήτριες παράτησαν τα χρωματιστά μολύβια τους. Η Μαριάννα δεν
κατάλαβε γιατί έπρεπε να πάει στο γραφείο της κυρίας Ερασμίας. Σε τι είχε
 είχε φταίξει;
Το κεφάλι με τα μπουκλάκια έμεινε ανολοκλήρωτο.

Μια βουτιά στις σχολικές αίθουσες των 80s και των 90s

Το πρώτο κουδούνι της χρονιάς χτυπά, τα χαρτάκια Panini κρύβονται βιαστικά στα τσεπάκια της σάκας Παξός, τα πρώτα βρεγμένα βαμβάκια τοποθετούνται στα άδεια κεσεδάκια γιαουρτιών και η αίθουσα μυρίζει κηρομπογιά ανακατεμένη με ξύσματα ξυλομπογιάς Faber Castell.
Έτοιμοι για μια βουτιά στις σχολικές αίθουσες των 80s και των 90s;
Οι σχολικές μας τσάντες (που τις λέγαμε σάκες) ήταν μάρκας Παξός, κατασκευάζονταν στην Ελλάδα και τις διαφήμιζε ο Παύλος Κοντογιαννίδης με το μνημειώδες «Παξός και ξερός». 
Στις άκρες των μολυβιών στερεώναμε άσχημους Ευχούληδες με μωβ μαλλιά (στα 90s) και μικρότερα, πιο απλά λαστιχένια ζωάκια-γόμες (πιο πριν).

Τα τετράδιά μας είχαν μια ομοιογένεια: Ήταν μπλε, με μία μόνο διακριτική ετικέτα που έγραφε πάνω «Διεθνές» και κάτω «SUPER», έτσι με κεφαλαία. 
Τα αγαπημένα μας ήταν εκείνα με τις γραμμές στο κάτω μόνο μισό της σελίδας –το πάνω μισό ήταν κενό για ζωγραφιές.

Τα βιβλία μας τα ντύναμε είτε με διάφανο αυτοκόλλητο (όσοι είχαν μερακλήδες μπαμπάδες με υπομονή) είτε με αποσπώμενες ζελατίνες με σχεδιάκια –όσοι έπρεπε να το κάνουμε μόνοι μας. 
Τα πολύχρωμα Stabilo ήταν το φετίχ όσων θεωρούσαν ότι είχαν μεγαλώσει πια πολύ για να χρησιμοποιούν Μαρκαδόρους Carioca και κηρομπογιές
Από εδώ και πέρα, μόνο θα υπογραμμίζω, δεν θα ζωγραφίζω στα βιβλία μου. Άλλο που το αποτέλεσμα – ουράνιο τόξο δεν απείχε και πολύ από κανονική ζωγραφική.

Τα βιβλία μας είχαν απαραιτήτως αυτοκόλλητες ετικέτες με ζωάκια / πριγκίπισσες της Ντίσνεϊ / Φίντο Ντίντο / διάσημους ποδοσφαιριστές. Η φτηνή δικαιολογία για την ύπαρξή τους ήταν ότι τα βιβλία μας έπρεπε να γράφουν το όνομά μας «για να μην τα χάσουμε». 
Για τις κασετίνες, θα μπορούσαμε να μιλάμε ώρες. Πάνινες, μεταλλικές, μεγάλες, μικρές, ήταν ο μοναδικός ίσως λόγος για τον οποίο χαιρόμασταν κάθε Σεπτέμβρη που πλησίαζαν οι μέρες να ανοίξουν τα σχολεία.

Οι πιο δημοφιλείς ήταν οι «έτοιμες», που περιείχαν όλα τα απαραίτητα (μολύβια, γόμες, χάρακες και διάφορα πράγματα που δεν ήξερες σε τι χρησιμεύουν) καλά στερεωμένα στο εσωτερικό τους με λαστιχάκι. Έκαναν και πολύ ωραίο δωράκι, για τους φίλους που είχαν γιορτή Σεπτέμβριο-Οκτώβριο. 
Όλοι για κάποιο μυστήριο λόγο πιστεύαμε ότι εκείνη η γόμα που ήταν από τη μια μεριά πορτοκαλί και από την άλλη μπλε, «έσβηνε και στυλό»
Άσχετα που όσες φορές το είχαμε προσπαθήσει, το αποτέλεσμα ήταν είτε κάτι μπλε μουτζούρες είτε σκισμένο χαρτί, ή και τα δύο. Εμείς εξακολουθούσαμε να το πιστεύουμε.

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki