Τότε το παιδαγωγικό «σλόγκαν» ήταν «το ξύλο κάνει τους ανθρώπους» ή «το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο»! Και οι τοτινοί συνάδελφοι εκπαιδευτικοί εφάρμοζαν χωρίς «εκπτώσεις», αυτόν τον «παράδεισο» (του ξύλου) στα μικρά τρυφερά μαθητούδια τους, να τον βιώνουν σαν την κατάμαυρη κόλασή τους.
Δεν είναι το ότι οι δάσκαλοι εκείνων των χρόνων ήσαν απάνθρωποι και σαδιστές! Ήταν η επικρατούσα παιδαγωγική λογική, η ερβαρτριανή της αντίληψη στο χειρότερο βαθμό, η τιμωρία των μαθητών δια της σωματικής βίας καθημερινότητα ενταγμένη στο πλαίσιο της κυρίαρχης παιδαγωγικής αντίληψης «με το ξύλο μαθαίνεις γράμματα και γίνεσαι άνθρωπος», μια αντίληψη που «νομιμοποιούνταν» και εκτός σχολείου, καθώς τόσο στην οικογένεια όσο και ευρύτερα στην κοινωνία η «παιδαγωγική του ξύλου» ήταν επίσης κυρίαρχη.
Η «γάνωσις» του Κώστα Κρυστάλλη…
Γράφει ο Κώστας Βάρναλης στο βιβλίο του «Αισθητικά, κριτικά, σολωμικά» (σελ. 204), μεταξύ άλλων, για τον ποιητή του «Βουνού και της στάνης», Κώστα Κρυστάλλη:
«…Ο Κρυστάλλης τα πρώτα του σχολικά γράμματα τα έκανε στο Συρράκο, όπου «ήκμαζεν δημοτικόν και σχολαρχείον». Αφού μαθαίνανε τα παιδιά την αλφαβήτα στην άμμο, γράφοντας με το δάχτυλο, προχωρούσανε κατόπι στους πίνακες, κι ύστερα τους δίνανε βιβλία. Τα τρία πρώτα ήτανε το «Αλφαβητάριον», το «Αναγνωσματάριον καιο «Ερημίτης». Έπειτα έποντο ο «Καλός Πατήρ», ο «Χριστόφορος», η «Χρηστομάθεια» κλπ.
«Όταν έφθασα εις τον "Χριστόφορον", γράφει ο Κρυστάλλης, ήμουν όπωσούν αρκετά μεγάλος. Τιμωρίαι μας τότε ήταν εν χρήσει η φυλάκισις και η γάνωσις, καθ΄ην ο τιμωρούμενος εγανώνετο εις το πρόσωπον ποικιλοτρόπως υπό τινός των συμμαθητών του και υπό του διδασκάλου διά μελάνης και εις το τέλος του μαθήματος, διερχόμενοι έμπροσθέν του οι μαθηταί όλοι, έπτυον αυτόν. Εάν το παράπτωμα ήτο πολύ μέγα, εξήγετο εν τοιαύτη καταστάσει εις το μεσοχώρι, όπου επτύετο παρ’ όλου του κόσμου.
Εις την τάξιν αυτήν επρώτευον εγώ και μία ωραία κορασίς…. Ήτο αληθώς ωραιοτέρα και κάπως την υπέβλεπον!…. Εν δειλινόν εορτής την απήντησα εις την βρύσιν έξω του χωρίου. Της εζήτησα κατ’ αρχάς ύδωρ και μοι προσέφερε την υδρίαν της ευχαρίστως. Μετά τούτο ο λεβέντης θέλησα να φιλήσω τας ροδοκοκκίνους παρειάς της. Έκαμα, λοιπόν, έφοδον και απέτυχα…. Πλήρης οργής απομακρυνθείσα μ’ εφοβέρισεν, ότι θα με κατήγγειλεν εις τον διδάσκαλον (όχι εις τους γονείς της)…
Την επαύριον το πρωί προσεκλήθην υπό του διδασκάλου ίνα απολογηθώ. Μη δυνάμενος ν’ αρνηθώ την πράξιν μου κατεδικάσθην εις την τιμωρίαν της γανώσεως. Και έβαλε αυτήν την ιδίαν, ο απηνής διδάσκαλος να με γανώσει.
Εις μίαν γωνίαν, λοιπόν, του σχολείου εμβάπτουσα τους ωραίους μικρούς δακτύλους της εις το μελανοδοχείον εζωγράφει το μικρόν προσωπάκι μου. Μοι εσχεδίασε μύστακα αρειμάνιον και γένειον μελανότατον, τον ήλιον και την σελήνην επί των παρειών μου, διόπτρα επί της ρινός μου…Ότε δε ετελείωσε το μάθημα και εδέχθην επί του προσώπου μου τα πτυσίματα των πλείστων μαθητών, αυτή παρελάσασα, αντί να με πτύσει, με ητένισε με βλέμμα υπόδακρυ, αλλ’ εγώ έκτοτε την εμίσησα…”».
ολόκληρη η ανάρτηση εδώ
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι