Κάποτε ήμουν δέντρο. Είχα ρίζες και κλαδιά.
Στα φυλλώματά μου φώλιαζαν πουλιά. Έκοψαν το κορμί μου σε σανίδες και μαδέρια.
Τα έψησαν στο φούρνο. Νόμιζα ότι δε θα μείνει τίποτα από μένα παρά στάχτες κι
αποκαΐδια, όμως ήταν ένα καθαρτήριο ψήσιμο. Το έκαναν για να σκοτώσουν τα
μαμούνια που έσκαβαν μέσα μου τα επίμονα
λαγούμια τους. Να σκοτώσουν κάθε ίχνος ζωής. Απ’ τη ζωή και την υγρασία
ποτίζεσαι, χαλάς, διαλύεσαι, τρυπάς, μουχλιάζεις, σαπίζεις και πεθαίνεις. Εγώ
έπρεπε ν’ αντέξω. Έβγαλαν τα κομμάτια μου από το φούρνο και τα κάρφωσαν
σταυρωτά. Έγινα παγκάκι. Πάλι καλά. Άλλα αδέλφια μου έγιναν φέρετρα. Μετά από
τόση περιποίηση, πλάνισμα και λουστράρισμα περίμεναν μεγαλεία, ονειρεύονταν
σαλόνια, σκρίνια και τραπεζαρίες. Δε
μπορούσαν να φανταστούν. Τα ξερίζωσαν για να τα χώσουν πάλι στο χώμα, ολόκληρα.
Εγώ έγινα παγκάκι. Ένα παγκάκι πλάι στη θάλασσα. Εδώ στην άκρη της παραλίας, δίπλα στο λευκό
εκκλησάκι, κάτω από τούτο το παράξενο δέντρο που οι ρίζες του ρουφάνε αρμυρό
νερό και τα πουλιά δεν το πλησιάζουν. Πάλι καλά. Τουλάχιστον δε μου απολείπει η
μουσική. Τότε είχα τα πουλιά, τώρα έχω τα κύματα.
Περνάω
την ώρα μου ζυγίζοντας ανθρώπους, τους ανθρώπους που κάθονται πάνω μου. Αυτούς και τον αέρα
ανάμεσά τους. Είναι τόσα που καταλαβαίνει κανείς απ’ τον τρόπο που κάθεται ένας
άνθρωπος πάνω σ’ ένα παγκάκι, ιδίως όταν αυτός ο κανείς είναι το ίδιο το
παγκάκι. Άλλοι κάθονται έτοιμοι να πετάξουν, ίσα που ακουμπάει ο πισινός
τους πάνω μου. Άλλοι σωριάζονται
ασήκωτοι λες και κουβαλάνε κι άλλους πολλούς πάνω στα γόνατά τους. Άλλοι με
κεραίες τεντωμένες, χαϊδεύουν το ξύλο, μυρίζουν τη θάλασσα, ακούνε τον αέρα,
όλα γύρω τους θέλουν να τα ρουφήξουν. Κι
άλλοι με σκυμμένο το κεφάλι ίσαμε τη γη, δε μυρίζουν δεν ακούν και δε βλέπουν
τίποτα, έχουν πολύ θόρυβο οι ίδιοι μέσα τους, σφίγγονται, στριφογυρνάνε κι
ολοένα βγάζουν τριξίματα, ζουζουνίσματα και βογγητά. Άνθρωποι μόνοι κι όμως οι
μοναξιές τους διαφέρουν. Πότε μοιάζει με κενό ανάλαφρο η μοναξιά, με
λευκό συννεφάκι που πλέει πάνω σε γαλανό ουρανό και πότε το κενό είναι αβάσταχτο,
μοιάζει με σκοτεινή βαριά ομίχλη που σε πνίγει.
Καταλαβαίνω
πολλά. Ακόμα κι όταν το μυαλό τους ταξιδεύει σε μέρη μακρινά, εγώ, ένα
κούτσουρο καρφωμένο στο χώμα, που δε
μπορώ να κάνω ούτε βήμα, είναι σα να
ταξιδεύω λίγο μαζί τους και να περνάω φευγαλέα απ’ τα μέρη τους. Όταν πάλι κάθονται δυο δυο πάνω μου, έχω πολύ δουλειά. Κάθονται συχνά
ζευγάρια, γονείς με τα παιδιά τους, φίλοι και γνώριμοι, ξένοι και άγνωστοι.
Τότε, πιο πολύ απ’ τον καθένα ξεχωριστά, ζυγίζω τον αέρα ανάμεσά τους. Τις φωνές και τ’ αγγίγματά τους. Κάποτε
και με τον άλλο δίπλα κάθεται ο καθένας μονάχος. Πιο μόνος κι από μόνος. Σα να
μην υπάρχει ο άλλος πλάι του. Το κενό ανάμεσά τους είναι τείχος από βράχια που
δεν αφήνει τίποτα να περάσει. Άλλες
φορές όμως το κενό είναι ηλεκτρισμένο,
βροντάει και πάλλεται, αστραπές τρέχουν από τον έναν στον άλλο. Αυτές οι
αστραπές πρέπει να είναι τα συναισθήματα. Αγάπη, μίσος, ζήλια, οργή, αγωνία...
Έχω μάθει κι εγώ να τα αναγνωρίζω, χωρίς να τα νιώθω.
Πιο πολύ
μ’ αρέσουν οι ερωτευμένοι. Αυτοί πάνε να το στριμώξουν το κενό μεταξύ τους, να
το καταργήσουν, όμως δεν το καταφέρνουν παρά στιγμιαία. Αγκαλιάζονται σφιχτά,
κολλάνε τα στόματά τους, τα σώματά τους,
μπλέκουν χέρια και πόδια, χώνεται ο ένας στις εσοχές του άλλου. Λες και
θέλουν ν’ ανταλλάξουν τους χυμούς και τα σαράκια τους. Λες και θέλουν να κάνουν
το μέσα έξω, να κυκλοφορήσει το αίμα από τον ένα στον άλλο χωρίς φραγμούς κι
εμπόδια. Έχω δει δέντρα με μπλεγμένους κορμούς να το πετυχαίνουν αυτό. Οι
καημένοι οι άνθρωποι, μόλις χαλαρώνουν λιγάκι το αγκάλιασμα, το κενό φουσκώνει
πάλι ανάμεσά τους σα σφουγγάρι όταν σταματάει το σφίξιμο. Ακόμα κι έτσι όμως,
για τόσο λίγο, μ’ αρέσει. Καμιά φορά νοτίζομαι κι εγώ απ’ τους χυμούς τους.
Θυμάμαι τότε τους δικούς μου χυμούς, τα νιάτα μου, τα πράσινα φυλλαράκια και τη
δροσιά της Άνοιξης. Ακόμα κι όταν λένε και ξαναλένε τις ίδιες χαζομάρες και
χαράζουν πάνω μου καρδιές και βέλη κι άλλες ανοησίες έχουν το γούστο τους, δε με πληγώνουν, μόνο ξυπνάνε μέσα μου παλιά
ρίγη. Γνώρισα όμως και δυο ζευγάρια δίχως κενό ανάμεσά τους που δεν ήταν
ερωτευμένα.
Κάθε
καλοκαίρι έρχεται πολύς κόσμος ίσαμε εδώ, για τη θάλασσα. Η παραλία γεμίζει
αυτοκίνητα και ο αέρας βρομάει. Καμιά φορά κάθονται τρεις, τέσσερεις και πέντε
μαζί πάνω μας για να χωρέσουν. Οι πιο πολλοί κυλιούνται πάνω στην αμμουδιά και
τσαλαβουτάνε στα ρηχά. Κάνουν πολύ φασαρία. Λέω αμάν πότε να φύγουν, να
ησυχάσουμε όλοι, ο αέρας, τα κύματα, τα βράχια κι εμείς τα παγκάκια. Όμως πέρσι
το καλοκαίρι δεν ήρθε πολύς κόσμος. Ακόμα και το πηγαινέλα των πλοίων στη
θάλασσα είχε λιγοστέψει. Τα μηνύματα που έπιανα απ’ τη μεγάλη πόλη μιλούσαν για
δυσκολίες και προβλήματα. Το καταλάβαινα
απ’ τα λόγια και τη σκυθρωπιά τους κι ας μην ήξερα από πού έρχεται ο καθένας. Η
παραλία το κατακαλόκαιρο είχε τόσο κόσμο όσο και το προχωρημένο φθινόπωρο. Κι
όταν βράδιαζε απλωνόταν παντού μια μελαγχολία. Κανείς δεν ερχόταν για να κάτσει
πάνω μου, ίσα ν’ αγναντέψει τη θάλασσα, να γαληνέψει και να φύγει. Ήρθαν αρκετοί ψαράδες που δεν
είχαν μάτια παρά μόνο για τα ψάρια και τ’ αγκίστρια τους. Ήρθαν και λιγοστές παρέες από νέους,
νυχτιάτικα, λες και κρύβονταν από
κάποιους. Έπιναν, κάπνιζαν και οι κουβέντες τους ήταν πολύ θυμωμένες.
Μια νύχτα άρχισαν να μας κλοτσάνε, εμάς τα παγκάκια που δε τους φταίξαμε σε τίποτα.
Ένα από μας το ‘σπασαν και το ‘καψαν. Έμεινε ένα λοφάκι μαύρη στάχτη και
σκουριασμένες πρόκες πάνω στα βότσαλα. Ήρθε κι εκείνη με τ’ αμάξι της, ένα
σαραβαλάκι γεμάτο νάιλον σακούλες. Το πάρκαρε δίπλα μου και δεν το ξανακούνησε
το υπόλοιπο καλοκαίρι.
Δεν ήταν
ούτε νέα, ούτε όμορφη. Όμως είχε κάτι. Ένα ενδιαφέρον πρόσωπο, σκαμμένο. Έβγαλε
απ’ τ’ αυτοκίνητο ένα χαλάκι και το ‘στρωσε πάνω μου. Την πέρασα για παράξενη,
μια μυγιάγγιχτη που δεν βλέπει πέρα απ’ τον πισινό της. Όμως το χαλάκι δεν ήταν
για κείνη. Ένα σκυλί βγήκε απ’ τ’ αμάξι, έτρεξε λίγο πέρα δώθε και μετά πήδηξε και στρώθηκε επάνω του. Ένα
συμπαθητικό ζώο, ούτε μεγάλο, ούτε μικρό, σγουρομάλλικο, ίδιο χρώμα με τα
μαλλιά της, γκριζοκάστανο. Αυτή κάθησε δίπλα του, στην άλλη μεριά μου. Έτσι
πέρασε το καλοκαίρι.
Κάποιοι
έβλεπαν το σκυλί και γκρίνιαζαν πως λερώνει την παραλία. Εκείνη δεν τους άκουγε
κι όταν άκουγε απαντούσε ευγενικά. Μα δε βλέπετε, ούτε στο παγκάκι δεν
ακουμπάει, έχει το χαλάκι του. Κι είχε δίκιο. Ούτε μια φορά δε σήκωσε το πόδι
του καταπάνω μου, να με μουσκέψει με το κάτουρό του, όπως κάνουν τα περισσότερα
σκυλιά μόλις με βλέπουν. Ευγενικό και νοικοκυρεμένο σαν την κυρά του. Καμιά
φορά κάποιος έπαιρνε θάρρος και τη ρωτούσε πώς βρέθηκε εδώ και πού κοιμάται τη νύχτα. Μεγάλη ιστορία, πού να
σας τη λέω, ευτυχώς μου έμεινε το αυτοκοίμητό μου, έλεγε εκείνη κι έδειχνε το
σαράβαλο, ενώ με το άλλο χέρι έτριβε τρυφερά τα σανίδια μου. Σε μένα κοιμόταν.
Τη νύχτα έστρωνε ένα μεγαλύτερο χαλί και ξάπλωνε η ίδια πάνω του. Το σκυλί
κοιμόταν κουλουριασμένο στα πόδια της. Πεταγόταν στον παραμικρό ήχο. Ούτε
κουνούπι δεν άφηνε να την πλησιάσει. Όλη νύχτα πάνω μου κι οι δυο, τα όνειρά
τους πάνω στα όνειρά μου, ανακατεύονταν. Σα να μας ονειρευόταν όλους μαζί
κάποιος άλλος. Έτσι κατάλαβα ότι είχαν καεί κι αυτοί κι είχαν ορφανέψει από
φυλλώματα και ρίζες, πουλιά και κελαϊδίσματα.
Ξυπνούσαμε
με τον ήλιο. Μόλις που ξεμυτούσε η πρώτη αχτίνα. Βουτούσαν κι οι δυο στη
θάλασσα. Γυμνοί. Το σκυλί έβγαινε και τιναζόταν. Εκείνη περιποιόταν τον εαυτό
της στη βρύση πλάι στην εκκλησία. Πλενόταν και σκουπιζόταν. Ντυνόταν και
χτενιζόταν. Καμιά φορά περιποιόταν και την εκκλησία. Σκούπιζε, ξεσκόνιζε και
σφουγγάριζε. Καθάριζε κι άναβε τα καντήλια. Μετά ερχόταν σε μένα. Μάζευε το
χαλί το τίναζε, το δίπλωνε και το ‘βαζε στο αυτοκίνητο. Έβγαζε το στρωσίδι για
το σκύλο. Μάζευε τα σκουπίδια που άλλοι είχαν πετάξει γύρω μου και μετά καθόταν στη θέση της. Στην παραλία
δεν υπήρχε ακόμα ψυχή.
Είχε ένα
χοντρό και βαρύ, μαύρο βιβλίο που διάβαζε. Πότε πότε σήκωνε το κεφάλι της απ’
τις σελίδες του, κοίταζε τον ορίζοντα κι έκανε το σταυρό της. Ή μουρμούριζε
κάτι που έμοιαζε με τους ήχους που έρχονται καμιά φορά από την εκκλησία, τις
ψαλμωδίες. Άπλωνε το χέρι της και χάιδευε το σκυλί. Το σκυλί έλιωνε σε κείνο το χάδι και κολλούσε στο χέρι
της. Γίνονταν ένα. Όσο εκείνη ήταν αφοσιωμένη στο διάβασμα δεν τη διέκοπτε. Άμα
ήθελε να κατουρήσει ή να ξεμουδιάσει λιγάκι, κοίταζε πρώτα γύρω να δει αν
υπάρχει κόσμος. Μετά την κοιτούσε, τη ρωτούσε μ’ ένα σιγανό γάβγισμα, περίμενε
να το κοιτάξει και κείνη ή να χαμογελάσει χωρίς να πάρει τα μάτια της απ’ αυτό
που έκανε και τότε πηδούσε απ’ το παγκάκι.
Όταν πάλι σηκωνόταν εκείνη για να πάει κάπου, του ‘ριχνε μια ματιά,
περίμενέ με, και το σκυλί απαντούσε μ’ ένα γάβγισμα, θα σε περιμένω πάντα. Όταν
πήγαινε βόλτα το έπαιρνε μαζί της και βάδιζαν πλάι, πλάι.
Έτρωγαν
μαζί. Μοιράζονταν το ψωμί και το τυρί που έφερνε η γυναίκα απ’ την ταβέρνα.
Πολλές φορές είχαν και τα τυχερά τους. Είχαν περισσέψει ωραία φαγιά για κείνη
και κόκαλα κρεατωμένα για το σκυλί.
Το σκυλί
δεν ξανάμπαινε στη θάλασσα την υπόλοιπη μέρα. Εκείνη βουτούσε καμιά φορά, όταν
έσφιγγε η ζέστη και μετά ξάπλωνε πάνω στα βότσαλα για να στεγνώσει. Έμπαινε στο
νερό με το φουστάνι που φορούσε, πάντα το ίδιο. Οι άλλοι φορούσαν τα μαγιό τους
και την κοιτούσαν παραξενεμένοι. Έτσι με το φουστάνι μπήκε στη θάλασσα κι όταν
ακούστηκε η φωνή που φώναζε βοήθεια. Κοντά στα βραχάκια κάποιος χαροπάλευε. Στο
εκκλησάκι γινόταν λειτουργία κι ήταν μαζεμένος μπόλικος κόσμος, στολισμένος, με
ρούχα και παπούτσια που άστραφταν. Ίσως γι αυτό δεν αντέδρασε κανείς. Δεν ήθελε
να τα χαλάσει, να τα λερώσει και πού να
βρει άλλα μετά. Όλοι είχαν μείνει ακίνητοι σαν ξύλα και μόνο η γυναίκα
πετάχτηκε κι έπεσε στο νερό. Από πίσω της κι ο σκύλος. Έφτασε τον άνθρωπο που
πνιγόταν, τον έπιασε απ’ το μπράτσο και
τον τραβούσε έξω προς τα βράχια. Αυτός την τραβούσε προς τα μέσα.
Φαινόταν να μη θέλει να βγει κι ας ήταν
αυτός που είχε φωνάξει βοήθεια. Ο σκύλος κολυμπούσε γύρω τους, σήκωνε το κεφάλι
προς τον κόσμο και γάβγιζε. Εκείνοι παρακολουθούσαν από μακριά και
σταυροκοπιόντουσαν. Τι το ‘θελε ο χριστιανός το κολύμπι την ώρα της
λειτουργίας, είπε κάποιος. Και κάποιος άλλος, μα απαγορεύεται να μπαίνουν τα
ζώα στη θάλασσα, τη μολύνουν. Βγήκε κι ο
παπάς έξω και τους μάλωσε, αφήστε τους σταυρούς κι άντε πηγαίνετε να βοηθήσετε.
Στο μεταξύ η γυναίκα τον είχε ακουμπήσει
στα βραχάκια. Το σκυλί όλη την ώρα γάβγιζε.
Όταν όλα
ησύχασαν, ήρθαν και κάθησαν στη θέση τους. Ένιωσα το τρέμουλό της. Μου φάνηκε
πολύ κουρασμένη, σα να είχε βαρύνει απότομα. Το σκυλί στριμώχτηκε στα πόδια
της. Τα έτριβε με τη μουσούδα του. Έγλειφε τα χέρια της. Εκείνη το χάιδευε.
Καμιά φορά το χέρι της απλωνόταν παραπέρα και χάιδευε και μένα, το ξύλο μου.
Όπως καταλαβαίνετε, είχαμε γίνει τρίο. Τους είχα συνηθίσει τόσο πολύ που μου
έλειψαν όταν εξαφανίστηκαν.
Έφυγαν το ίδιο ξαφνικά όπως ήρθαν. Με τα πρώτα κρύα
του φθινοπώρου, όταν η υγρασία άρχισε να περονιάζει. Εκείνη είχε αρχίσει να
βήχει. Έβγαζε απ’ τ’ αυτοκίνητο μια κουβέρτα και την έριχνε επάνω τους τη
νύχτα. Την έπιανε όμως ένας δυνατός βήχας, τόσο που τρανταζόμουν κι εγώ μαζί
της. Το σκυλί τραβούσε με το στόμα του την κουβέρτα προς το μέρος της, για να τη σκεπάσει καλύτερα. Κανείς από τους
τρεις μας δε μπορούσε να κοιμηθεί τότε.
Σκέφτηκα ότι θα πήγαν να βρουν απάγκιο κάπου αλλού, πιο στεγνά. Μετά από
τόσο στενή επαφή και συναναστροφή η μοναξιά με πείραξε κι ας είμαι από ξύλο.
Ευτυχώς είχαν αρχίσει να έρχονται τα δύο γερόντια.
Έρχονταν
τα φθινοπωρινά πρωινά, κοντά στο μεσημέρι. Στηρίζονταν σε ξύλινα μπαστούνια κι
έφερναν μαζί τους ένα ξύλινο κουτί. Τάβλι το έλεγαν. Μέσα είχε πούλια και
ζάρια. Έπιαναν τις άκρες μου και στη μέση έβαζαν το κουτί. Έπαιζαν με τις ώρες.
Ντάγκα ντούγκα τα ζάρια, γκάπα γκούπα τα πούλια, ούτε τα κύματα δε μ’ άφηναν ν’
ακούσω, όμως δε με πείραζε. Μπορεί να ‘ταν το κουτί ανάμεσά τους, μπορεί τα ζάρια με το πηγαινέλα τους,
μπορεί οι κουβέντες και οι σιωπές τους, κενό δεν υπήρχε. Φώναζαν και βρίζονταν
σαν τα παιδιά όταν παίζουν το παιχνίδι που το λένε πόλεμο. Πάλι κλέβεις, έλεγε
ο ένας. Κι ο άλλος, παλιόγερε, θα σε φάω,
έχεις πεθάνει και δεν το ξέρεις. Αυτός που κέρδιζε έλεγε τον άλλο
ψοφάλογο κι αυτός που έχανε απατεώνα. Κι όλο άλλαζαν ρόλους. Καταλάβαινα ότι οι
βρισιές ήταν κομμάτι αυτού του περίεργου παιχνιδιού, όπως τα πούλια και τα
ζάρια. Καμιά φορά, ο ένας γέρος έμενε στη μέση μιας ζαριάς, σα να χανόταν μέσα
σ’ ένα όνειρο. Ο άλλος δεν τον ξυπνούσε. Μπορεί και κείνος να ‘μπαινε στο ίδιο
όνειρο. Περίμενε να επιστρέψει από μόνος του για να συνεχίσουν το παιχνίδι.
Άλλοτε πάλι βροντούσαν το κουτί να
κλείσει και κοίταζαν τη θάλασσα. Έπαιζαν
ένα άλλο παιχνίδι τότε. Βλέπεις εκείνον εκεί το γλάρο. Ποιο γλάρο, το αεροπλάνο
λες; Εσύ βλέπεις εκείνη τη βαρκούλα; Ποια βαρκούλα, αυτό είναι βαπόρι
ολόκληρο. Ποτέ δε συμφωνούσαν στο τι
έβλεπαν. Μόνον όταν σώπαιναν, συμφωνούσαν. Μπορούσαν να κάτσουν για πολύ ώρα σιωπηλοί,
ο ένας δίπλα στον άλλο, αλλά και τότε ακόμα ο αέρας ανάμεσά τους δεν τους
χώριζε, τους ένωνε. Όταν μιλούσαν, μιλούσαν παράλληλα. Λες και μίλαγε ο καθένας
με τον εαυτό του. Όλο τα ίδια και τα
ίδια. Θυμάσαι… τότε που ήμουν… τότε που πήγαμε… εκείνο το κορίτσι… η μάνα μου…
ο πατέρας… έκλαιγα… μαμά... Τα λόγια τους με νανούριζαν.
Το
μεσημέρι που σηκώνονταν να φύγουν, πιασμένοι από το πολύ καθισιό, έτριζαν και
παραπατούσαν πάνω στα βότσαλα. Έλεγα τώρα θα πέσει κανείς τους και θα γίνει
θρύψαλα. Στηρίζονταν πάνω μου, πάνω στα μπαστούνια τους, ο ένας πάνω στον άλλο
κι έπαιρναν το δρόμο αργά αργά.
Ένα
βροχερό πρωί δε φάνηκαν. Ούτε και τις επόμενες μέρες. Θα λούφαξαν κι αυτοί
κάπου, να ξεχειμωνιάσουν, σκέφτηκα. Ποιος ξέρει, μπορεί με την καλοκαιρία να
ξαναφανούν. Και τα γερόντια και η γυναίκα και το σκυλί. Είχα μια κρυφή ελπίδα. Δεν ήθελα να πιστέψω
ότι τους είχα χάσει για πάντα. Μου είχαν μάθει ένα καινούριο αίσθημα. Τη
συντροφικότητα.
Όταν ο καιρός άνοιξε και τ’ αλμυρίκι πάνω
μου γέμισε ροζ ανθάκια, άρχισα να τους περιμένω και να τους ψάχνω. Λίγος κόσμος
κατέβαινε στην παραλία και φέτος. Παρκάρανε τ’ αμάξια τους και βγάζαν τα παιδιά
τους και τα σκυλιά τους βόλτα. Καμιά φορά έφερναν και γέρους μαζί τους, να
πάρουν τον αέρα τους. Κανένα αμάξι δεν έμοιαζε με τ’ αυτοκοίμητό της και κανένα σκυλί με το δικό της. Και οι
φάτσες οι ανθρώπινες δεν έμοιαζαν ούτε με κείνη ούτε με τα δυο γεροντάκια.
Πρώτα είδα το σκυλί. Ήρθε κοντά μου, μύριζε
και ξαναμύριζε τα σανίδια μου, τα πόδια μου, τα βότσαλα γύρω μου. Ακούμπησε τη
μουσούδα του πάνω μου, την έτριψε στο ξύλο μου κι έβγαλε ένα μακρύ γάβγισμα.
Μου φάνηκε πολύ λυπημένο. Μόνο του το σκυλί, δε γίνεται, κάποιο λάθος θα έκανα.
Αν είναι το ίδιο σκυλί, θα ‘πρεπε να ‘ταν κι αυτή εδώ, αλλά δεν είναι. Άσε που
εκείνο δεν ήταν τόσο σκελετωμένο. Πολλά σκυλιά μοιάζουν μεταξύ τους. Θα
μπερδεύτηκα, αν και δεν ξεχνάω φυσιογνωμίες συνήθως. Γύρναγε στην παραλία για
μέρες μαζί με κάτι αδέσποτα κι όλο
περνούσε από κοντά μου και κάτι έψαχνε
γύρω μου και πάνω μου.
Μετά είδα
το γέρο. Περπατούσε μόνος του κι έμοιαζε πολύ πιο ετοιμόρροπος από πέρσι. Ποτέ δεν τους είχα δει χώρια τον ένα από τον
άλλο. Πάλι κάποιο λάθος θα έκανα. Δεν
έκανα όμως. Ο γέρος ήρθε κούτσα κούτσα και κάθισε πάνω μου. Τα κόκκαλά του έτριξαν όπως και πέρσι. Τέντωσε
το χέρι του και το ακούμπησε στην άλλη άκρη μου. Κάτι έψαχνε κι αυτός στα τυφλά. Μετά μάζεψε
τον αέρα στη χούφτα του και την κούνησε πέρα δώθε σα να είχε ζάρια μέσα και
πήγαινε να τα ρίξει πάνω μου. Παλιόγερε, είπε, πάλι έκλεψες.
Το σκυλί
μας πλησίασε. Μύρισε πρώτα το γέρο μετά εμένα και μετά έδωσε μια και κάθισε
στην αδειανή μου μεριά. Κοίταζε το γέρο και γάβγιζε. Έβγαζε κοφτά γαβγίσματα,
παύσεις και ουρλιαχτά. Του μιλούσε για την κυρά του. Ο γέρος το άκουγε με
μεγάλο ενδιαφέρον, φαινόταν να το καταλαβαίνει. Άπλωσε μάλιστα το χέρι του και
άρχισε να το χαϊδεύει, μέχρι που το σκυλί ησύχασε. Κάθονταν κι οι δύο σιωπηλοί
για αρκετή ώρα. Και τότε, για μια στιγμή μου φάνηκε ότι ήταν όλοι εκεί μαζί
μου, ότι είχαν έρθει κι οι δυο που έλειπαν και κάθονταν ο ένας πλάι στον άλλον,
πάνω μου κι οι τέσσερεις, χωρίς κανένα κενό ανάμεσά τους. Ακόμα και το χαλάκι και το τάβλι ήταν εκεί,
στη θέση τους.
Το διήγημα αυτό, μου το εμπιστεύθηκε η καλή μου φίλη, Αρετή
Πάνου και είναι από τη συλλογή διηγημάτων «Κωμικοτραγική».
e - periodiko
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι